-->

i Love to Create!

I AM

image
Hello,

I'm ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΚΑΡΕΛΗΣ

Ονομάζομαι Δημήτρης Καρέλης, είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. Γεννήθηκα στη Λαμία και ζω στη Καλλιθέα Αττικής, είμαι παντρεμένος και έχω ένα γιο. Εργάζομαι ως υπάλληλος στον όμιλο Δ.Ε.Η. Α.Ε. από το 1993 και υπηρετώ στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε.). Σήμερα είμαι συνδικαλιστής, Εκτελεστικός Σύμβουλος Πολιτιστικών Θεμάτων και Μέλος του Δ.Σ. της ΓΕΝ.Ο.Π-Δ.Ε.Η.-Κ.Η.Ε., ενώ χρημάτισα επί σειρά ετών Πρόεδρος, Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος Δ.Σ. του ιστορικού συνδικάτου «Πανελλαδικός Σύλλογος Καταμετρητών-Εισπρακτόρων Δ.Ε.Η.». Είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος, με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Από την παιδική μου ηλικία, με πυξίδα τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, ξεκίνησα ένα μακρύ ταξίδι στο χώρο του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της παράδοσης, της γραφής, του λόγου και του στοχασμού.


Education
University

Culturologist

Postgraduate

Master of Arts in Public History

School of Amusement

Self-taught painter


Experience
Electricity worker

Public Power Corporation of Greece

Historical

Historical author-researcher

Painter

Art and painting lover


My Skills
Writing
Painting
Disquisition
Design

About Books

«Η βιβλιοθήκη κατοικείται από πνεύματα που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα». – Ιζαμπέλ Αλιέντε.

friendship

«Ένα μόνο τριαντάφυλλο μπορεί να είναι ο κήπος μου, αλλά μόνο ένας φίλος, ο κόσμος μου». – Λέο Μπουσκάλια

be yourself

«Να είσαι ο εαυτός σου, αλλά πάντα ο καλύτερος εαυτός σου». – Karl G. Maeser

about love

«Το να αγαπιέσαι βαθιά σου δίνει δύναμη, ενώ το να αγαπάς βαθιά σου δίνει κουράγιο». – Λάο Τσε.

WHAT I DO

Author-writer

«Είτε γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί, είτε κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», Βενιαμίν Φραγκλίνος

Culturologist

«Ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, κατακτάται», Αντρέ Μαλρώ

Painter

«Η ζωγραφική είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να κρατάς ημερολόγιο», Πάμπλο Πικάσο

Some of my work

Η «Παναγία η Μεσοσπορίτισσα»

 


Η «Παναγία η Μεσοσπορίτισσα»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης

Πλούσια η λαογραφική, πολιτισμική και θρησκευτική κληρονομιά του τόπου μας. Τούτες λοιπόν τις μέρες της προσμονής της έλευσης του Θεανθρώπου, στις 21 Νοεμβρίου, σχεδόν ένα μήνα πριν τα Χριστούγεννα, γιορτάζουμε την Είσοδο της η Παρθένου Μαρίας, Μητέρα του Χριστού, στο Ναό του Θεού.

Κατά την παράδοση της Εκκλησίας, η Θεοτόκος τριετίζουσα, οδηγήθηκε από τους γονείς της Ιωακείμ και Άννη, στο Ναό, για να αφιερωθεί στο Θεό, σύμφωνα με τη δική τους δέσμευση, καθώς η ίδια γεννήθηκε με θέλημα Θεού. Εκεί παρέμεινε για 11 ή 12 χρόνια, ώσπου επέστρεψε στην οικία της, όντας 14 ή 15 ετών. Τούτη η γιορτή, τα Εισόδια της Θεοτόκου, ανήκει στις Θεομητορικές εορτές.

Η λαϊκή ονομασία της γιορτής αυτής είναι της «Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας» ή «της Μισοσπορίτισσας» και «Παναγία η Μεσοσπορίτισσα», ένα από τα πολυάριθμα επίθετα της Παναγιάς, διότι τότε μεσιάζει η πρώιμη φθινοπωριάτικη σπορά. Ονομάζεται επίσης και «Πολυσπορίτισσα», καθώς τη μέρα ετούτη οι αγρότισσες μαγειρεύουν αποβραδίς σ’ έναν μεγάλο τέντζερη, χύτρα, τσουκάλι ή κακκάβι και προσφέρουν ανήμερα στους δικούς τους, τα πολυσπόρια (σιτάρι, κουκιά, φακές, φασόλια, ρεβίθια, καλαμπόκι, μπιζέλια και άλλους ανάμικτους ποικίλους καρπούς) τα λεγόμενα και μπουρμπουρέλια (=όσπρια διάφορα βρασμένα ), εξού και της «Παναγιάς Μπουρμπουρέλας» (=της Πολυσπορίτισσας). Σε πολλά χωριά, παλιότερα παίρνανε πολυσπόρια (σιτάρι, ρεβίθια, καλαμπόκι, κουκιά, φασόλια κλπ.) και πηγαίνανε στην βρύση ή στην πηγή, τα ρίχνανε μέσα και λέγανε: «όπως τρέχει το νερό να τρέχει το βιο», για να έχουνε την ποθούμενη γονιμότητα της γης.

Έπρεπε λοιπόν ίσαμε τότε να έχει σπείρει ο γεωργός τα μισά του σπαρμένα, αν ήθελε να σοδέψει μπόλικο καρπό, ενώ τη ανήμερα της γιορτής οι δουλευτές της υπαίθρου γιορτάζανε κι αργούσαν. «Μεσόσπορες, μεσόφαες, μεσοκονόμα να 'χεις!» ή «μισόσπειρα, μισόφαγα, μισόχω να περάσω», έλεγαν τότες, καθώς εκτός της σποράς, μέσιαζε και η κατανάλωση των καρπών της προηγούμενης. Αν λόγω του καιρού, μόλις είχε αρχίσει η σπορά, η γιορτή λεγόταν της «Αρχισπορίτισσας», κι αν πάλι είχε αποπερατωθεί, λεγόταν «Αποσπορίτισσα».

Αυτή τη μέρα βασιλεύει η πούλια, αν τύχη ξαστεριά. Κι ότι καιρό θα κάμει αυτήν τη μέρα, θα κάμει και τις σαράντα επόμενες. Αν δεν έχει βρέξει ως τότε, πρέπει κείνη την ημέρα να γίνει λιτανεία, για να σπλαχνιστεί η Χάρη της Παναγίας να ρίξει νερό. Οι γεωργοί σε πολλά χωριά δεν έπρεπε να ξυρίζονται όσο βαστούσε η σπορά, «για να βγουν τα σπαρτά πυκνά».

Η συνήθεια των πολυσπορίων, έλκει την καταγωγή της στην ελληνική αρχαιότητα, καθώς οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν κατά τον Πυανεψιώνα μήνα, σημερινούς Οκτώβριο- Νοέμβριο, στην εορτή του θεού Απόλλωνα, να βράζουν και να τρώνε πολύμικτα όσπρια και  προς τιμή του χθόνιου Ερμή, προστάτη των ποιμένων και των γεωργών, οι Αθηναίοι έψηναν στις χύτρες τις «πανσπερμίες» (τα πολυσπόρια των καθ’ ημάς χρόνων). Παρόμοια έθιμα με τα πολυσπόρια και την ευλογία των καρπών στις εκκλησιές, στην αρχαία Ελλάδα εκτός από την «Πανσπερμία» και τα «Πυανόψια ή Πανόψια» ήταν και τα «Θαργήλεια», που γίνονταν προς τιμή της Δήμητρας και ήταν γιορτές της συγκομιδής. Σε πολλά μέρη της χώρας τα πολυσπόρια λέγονται ακόμα σήμερα με το αρχαίο τους όνομα: «πανσπερμιά».


*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.




«Η παλιά δημοτική Σκαμνά-βρύση του Δομοκού»


«Η παλιά δημοτική Σκαμνά-βρύση του Δομοκού»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης


Άφθονα ήταν τα κρυστάλλινα, γάργαρα, πόσιμα νερά στο Δομοκό και πολλές οι βρύσες που τρέχανε ασταμάτητα μέρα και νύχτα. Οι ιστορικές πηγές, κάνουν λόγο για οκτώ κρήνες πόσιμου ύδατος εντός της πόλης του Δομοκού, κατά το έτος 1881.

Μια από τις αξιολογότερες κρήνες του Δομοκού, ήταν η δημοτική Σκαμνά-Βρύση, που βρίσκεται κοντά στην πλατεία του Δομοκού, παραπλεύρως της οικίας Κων. Καρατζά, έναντι οικίας Σκλατινιώτη, πάνω σε πετρόχτιστο τοίχο. Ονομάστηκε Σκαμνά-Βρύση από τα υπάρχοντα τότε «σκάμνα» (μουριές) και είχε δύο κρουνούς με πηγαίο ύδωρ. Τούτη ή κρήνη έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης και ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

Σύμφωνα με την Διεύθυνση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, «η παλιά δημοτική βρύση χρονολογείται γύρω στο 1880, ενώ πρόκειται για μονόπλευρη βρύση, η όψη της οποίας διαμορφώθηκε στη μία πλευρά του πετρόκτιστου τοίχου. Η πρόσοψή της διαμορφώνεται με βάση τον κατακόρυφο άξονα συμμετρίας και αποτελείται από τρεις τοξωτές εσοχές, μία κεντρική και δύο παράπλευρες. Στο πάνω μέρος των εσοχών στον άξονα συμμετρίας υπήρχαν μικρά διακοσμητικά τόξα από πελεκητή πέτρα, καθώς και εντοιχισμένη πλάκα, πιθανόν κτητορική επιγραφή. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η εσωτερική θολωτή δεξαμενή νερού που βρίσκεται στην κεντρική τοξωτή εσοχή. Η απλότητα της κατασκευής, η διαφοροποίηση ορισμένων υλικών, η διάθεση διακόσμησής της, συνθέτουν ένα αρμονικό σύνολο και αποδίδουν στο κτίσμα την έννοια του έργου τέχνης».

Η εντειχισμένη ενεπίγραφη πλάκα, φέρει τουρκική επιγραφή γραμμένη με αραβική γραφή, την οποία προφανώς, πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω, για το εάν είναι πράγματι κτητορική ή αφιερωματική. Κατά το έτος 1880, κατά το οποίο φέρεται να έγινε η κατασκευή, επισκευή ή ανακατασκευή της ως άνω κρήνης, ο Δομοκός βρισκόταν υπό Οθωμανική κατοχή, καθώς απελευθερώθηκε ένα χρόνο αργότερα, το 1881. Οι Οθωμανοί έδιναν μεγάλη σημασία στο νερό και η κατασκευή μιας δημόσιας βρύσης θεωρούνταν έργο θεάρεστο, καθώς λέγεται πως ο Μωάμεθ έβαλε σχετική ρήση στο Κοράνι. Ήταν ακόμη, σημάδι της τουρκικής κυριαρχίας, σήμα κατατεθέν της θρησκείας τους.

Η βρύση ανακατασκευάστηκε την δεκαετία του 1990, από την τότε δημοτική αρχή και έκτοτε αποτελεί ένα από τα πολλά και αξιόλογα ιστορικά μνημεία της πόλης του Δομοκού.

Σχετικά με την ονομασία της, η παράδοση αναφέρει πως η βρύση ήταν περιτριγυρισμένη από σκαμνιές, δηλαδή μουριές (συκαμιά, σκαμνιά ή συκαμινιά, αρχ. και βυζ. συκάμινος) και εξ αυτού του λόγου ονομάστηκε Σκαμνά-βρύση. Η μουριά, λευκή ή μαύρη, είναι φυλλοβόλο πλατύφυλλο δέντρο, που φημίζεται για τη σκιά του.

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε πως η λέξη πιθανώς να προέρχεται ετυμολογικά από το βυζαντινό «σκάμνος» και σκαμνίον, το σκαμνί (Λατ. scamnum), το κάθισμα. Τα σκαμνία ή σκάμνα, χαμηλά καθίσματα με ξύλινα πόδια, ονομάσθηκαν έτσι διότι ήταν κατασκευασμένα αρχικά από ξύλο συκαμινέας (μουριάς), το οποίο, κατά τον Θεόφραστον «ήτο ασαπές και εύεργον» (δεν σάπιζε και ήταν ευκολοδούλευτο). Κατά του Βυζαντινούς χρόνους ως σκάμνα αναφέρονταν οποιαδήποτε καθίσματα, βάσεις στήριξης ή θεμέλια, ενώ υπήρχαν και «σκάμνα θρονοειδή». Πιθανώς λοιπόν η ονομασία της βρύσης να αναφέρεται στο «κάθισμα» (σκαμνά, σκαμνιά) και όχι στο όμορφο, πλατύφυλλο και καλοΐσκιωτο δεντρί ή και στα δύο.  


*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.





Η αρχαία πόλις των Ξυνιών, η Ακρόπολη και το νησί της, στο οροπέδιο του Δομοκού

 

Η αρχαία πόλις των Ξυνιών, η Ακρόπολη και το νησί της, στο οροπέδιο του Δομοκού


Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*


Η Αρχαία ακρόπολη Ξυνιάδος βρισκόταν Ν.Δ. του Δομοκού, στην νότια όχθη της λίμνης Ξυνιάδος, πάνω σε νησίδα. Η βραχώδης νησίδα, στο Νότιο τμήμα της αποξηραμένης τώρα λίμνης Ξυνιάδος, είναι έκτασης 367 περίπου στρεμμάτων, υψομέτρου 537 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας και 70 από την επιφάνεια της λίμνης και αποτελούσε μαζί με τον πλαϊνό λοφίσκο, ένα μικρό σύμπλεγμα νησιών, κοντά στη σημερινή Κορομηλιά Δομοκού.

Η γαλαζοπράσινη λίμνη, που βρισκόταν σε ρηγματώδη λεκάνη στην Όθρυ, ήταν μεγάλη αλλά χωρίς βάθος, όμως λόγω του πλήθους των ψαριών που φιλοξενούσε, παρείχε τροφή στους κατοίκους των Ξυνιών αλλά και της γύρω περιοχής.

Η Ακρόπολη ταυτίζεται με την αρχαία πόλη Ξυνία, Ξυνιαί ή και Ξυνιάδαι (ο πολίτης Ξυνιεύς), κατ’ άλλους δε λόγω της μικρής της έκτασης, πιστεύεται ότι αποτελούσε την κατοικία των βασιλέων και το οχυρωμένο καταφύγιο των Αρχόντων και των πολιτών, σε περιόδους πολέμων, αλλά η πόλη βρισκόταν σε άλλο σημείο εκτός της λίμνης. Κατά μια εκδοχή οφείλει το όνομά της στην αρχαϊκή λέξη «Ξοινή» δηλαδή κοινή, καθώς η λίμνη βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ Στερεάς Ελλάδας και Θεσσαλίας.

Στα σχόλια των «Αργοναυτικών» οι R. François και P. Brunck (1810) αναφέρουν: «Λίμνην τινές την Ξυνιάδα φασίν Θεσσαλίας, οι δε πόλιν παρά δ’ αυτήν Βοιβοιΐδα λίμνην ήν Ξυνιάδα είπε, δια το πλησίον είναι της Ξυνιάδος πόλεως. Οι δε φασίν, ούτως αυτήν καλείσθαι, δια το ξυνόν είναι το κοινόν. Ταύτην δε κοινήν είναι Θεσσαλίας ή Βοιωτίας».

Ο Ε. Dodwell στο ταξίδι του στην περιοχή (1801-1806) γράφει: «Η πόλη η οποία ήταν χτισμένη πάνω σε λόφο, προβαλλόταν μέσα στη λίμνη η οποία ονομαζόταν Βοίβη (Boibe, Βοίβη) και τα ερείπιά της είναι ακόμη ορατά. Η πόλη και η λίμνη ήταν επίσης γνωστή με το όνομα Ξυνία την εποχή της ακμή της».

Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει: «Ξυνία Θετταλίας πόλις. Πολύβιος ενάτω. Το εθνικόν Ξυνιεύς ως Ιλιεύς και Ξυνιάς λίμνη ήν Βοιβιάδα φασίν, (Βοιβαΐδα ή Βυβαΐδα σελ. 481). Στο «Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, υπό Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου» (1852) αναφέρεται: «Ξυνία, πόλις της Θεσσαλίας πλησίον των Υπάτων από της οποίας παρονομάζεται η Ξυνιάς λίμνη της Θεσσαλίας».

Ο Γερμανός περιηγητής Φρίντριχ Στέλιν (Fridrich Stahlin), σε μια εξαιρετική περιγραφή του χώρου, στο βιβλίο του «Αρχαία Θεσσαλία, αναφέρει»: «Τα ερείπια της πόλεως Ξυνιαί βρίσκονται σε μια σε σχήμα ασπίδας εδαφική γλώσσα από ασβεστόλιθο, η οποία είναι 74 μ. πάνω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Μόνο από τον βορρά υπάρχει πρόσβαση με μια στενωπό την περιβάλουν δε η λίμνη και οι βαλτώδεις όχθες. Στην ελαφρώς γερμένη νοτιοδυτική πλαγιά εκτείνεται η πόλη. Η τοποθεσία δεν είναι και τόσο υγιεινή, αλλά είναι εξαιρετικά οχυρή και γι’ αυτό τόσο στην αρχαία ελληνική εποχή όσο και στη βυζαντινή ήταν κατοικημένη. Το αρχαίο ελληνικό τείχος έχει περιφέρεια 940 μ. Η ακρόπολη χωρίζεται από ένα εσωτερικό τείχος και έχει περιφέρεια 230 μ. Την κορυφή της σχηματίζει ένας σωρός από πεσμένα μάρμαρα, που δίνει το ερέθισμα για μια ανασκαφή. Στην ακρόπολη και στο βόρειο τείχος η αρχαία ελληνική οικοδόμηση με ορθογώνιους λίθους έχει τελείως αντικατασταθεί  από ένα βυζαντινό τείχος με ασβεστοκονίαμα, πάχους 1,64 μ. Αυτό το τείχος ανήκε ίσως στην Επισκοπή Εζερού, που αναφέρεται μεταξύ Ζητουνίου (Λαμίας) και Τρίκκης (Τρικάλων). Κατά τον Λίβιο η πόλη Ξυνίαι βρισκόταν στο σύνορο των Θεσσαλών και των Αινιάνων, στη γειτνίαση των οποίων παραπέμπει ο βοσκότοπος των Αινιάνων που βρίσκεται στην περιοχή της πόλεως. Όταν όμως ο Λίβυος και Στέφανος Βυζάντιος τοποθετούν την πόλη στη Θεσσαλία αυτό αποτελεί αναχρονισμό. Αυτή έχει αποδειχθεί αχαϊκή όχι μόνο από τη θέση της αλλά και από το πολίτευμα των αρχόντων. Γι’ αυτό επίσης ιδιοποιήθηκαν μετά το 189 π.Χ. την προηγουμένως αιτωλική πόλη, οι Θεσσαλοί, στους οποίους το 196 π.Χ. συγκατατάσσονταν οι Αχαιοί. Οι Kiepert, Foxv και Philippson αναζητούν την πόλη Ξυνίαι ανατολικά της λίμνης στο βουνό Κουρνοφωλιά (σ.σ. πάνω από την σημερινή Κορομηλιά). Υπάρχει βεβαίως σ’ αυτό τριγυρισμένο από «σκοπέλους» ένα πλάτωμα, το οποίο από μακριά φαίνεται απατηλά να μοιάζει με θέση μιας αρχαίας πόλεως, αλλά όταν όμως εγώ ανέβηκα στο βουνό, πείστηκα ότι εκεί δεν υπάρχουν κανενός είδους αρχαία κατάλοιπα», («Αρχαία Θεσσαλία», Fridrich Stahlin).

Ο συγγραφέας και δήμαρχος Βόλου Ν. Γεωργιάδης στο βιβλίο του «Θεσσαλία» (1880) αναφέρει: «Επί τινός δε εν τη λίμνη προέχοντος ακρωτηρίου ευρίσκονται ερείπια αρχαίας Ελληνικής εποχής της πόλεως Ξυνίας, ήτις κατά μεν το 193 π.Χ. εγκαταλειφθείσα υπό των κατοίκων ελεηλατήθη υπό των Αιτωλών (Λιβ.ΧΧΧΙΙ 13), το δε επόμενον έτος αφίχθη εις αυτήν ο Ύπατος Φλαμινίνος μετά τριήμερον οδοπορίαν από της Ηρακλείας (33,3)». Εις την πόλιν ταύτην την πληθώραν των πελαργών δικαιολογεί θρύλος του Αριστοτέλους έχων ούτω: «Κάποτε ο τόπος εγέμισε υπό όφεις με απόφασιν  των κατοίκων να εγκαταλείψωσι τον τόπον. Εις την αποφασιστικήν τούτην στιγμήν  ενεφανίσθη και εγκατεστάθη σμήνος πελαργών, το οποίον απήλλαξε τον τόπον από την πληγήν αυτήν των όφεων. Εφ’ ω και εις ευγνωμοσύνην εψήφισαν νόμον όστις προέβλεπε την ποινήν του θανάτου δια πάντα φονεύοντα πελαργόν».

Η Ακρόπολη της Ξυνιάδας φέρεται ως κτίσμα του 4ου αι. π.Χ., αρχαιολογικά όμως ευρήματα της περιοχής  αποδεικνύουν την κατοίκησή της πολύ νωρίτερα, από την  μυκηναϊκή εποχή. Τα ευρήματα αυτά είναι μια χάλκινη σμίλη, γνωστός τύπος εργαλείου μυκηναϊκής εποχής, μια αιχμή δόρατος μυκηναϊκής εποχής, γνωστού τύπου κυρίως στη Δυτική Ελλάδα, πτηνόμορφος ασκός αλλά και ξίφος με μακριά λεπίδα, το οποίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της ΙΔ΄ ΕΠΚΑ των τελευταίων ετών. Ο τύπος του ξίφους αυτού θεωρείται κρητικής έμπνευσης και είναι ένα σύνηθες εύρημα των λακκοειδών βασιλικών τάφων των ταφικών Κύκλων Α και Β των Μυκηνών.

«Τα προαναφερθέντα ευρήματα αποτελούν την απόδειξη ότι η χρήση του χώρου αρχίζει πολύ πριν τον 4ο αι. π.Χ. χρονολογία πριν από την οποία επιστεύετο ότι αυτός δεν κατοικείτο», («Αχαιοφθιωτικά Β΄, 1997). Το αρχαίο Ελληνικό τείχος των Ξυνιών είναι κτισμένο με την έμπλεκτο τεχνική, πάχους 2 μ., οι ορθογώνιοι λίθοι μέσου μεγέθους με ελαφρά κύφωση. Από την πλευρά που στρέφεται προς τη χώρα το τείχος ισχυροποιείται με 7 πύργους, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με αυτό. Ένας όγδοος βρίσκεται στην ακρόπολη. Στις γωνίες των πύργων υπάρχει γλυφή καθώς και στη γωνία του τείχους στον βορρά, που είναι κομμένη στο βράχο, σαν μια φυσική έπαλξη. Εκτός αυτού, σε τέσσερις ακόμη θέσεις του τείχους έχουν φροντίσει να υπάρχουν οδοντωτές προεξοχές για πλαϊνή οχύρωση. Η πόλη είχε δύο περιβόλους με ύψος τρία και έξι μέτρα.

Το αρχαίο τείχος έχει καλυφθεί σε κάποια σημεία με βυζαντινή οχύρωση η οποία κατά τον μεσαίωνα χρησίμευε και για την προστασία του Φεουδάρχη. Βαθιά τάφρος χώριζε την νησίδα από την ξηρά με την οποία επικοινωνούσε μέσω στενού πέτρινου διαδρόμου (καλντερίμι) και ξύλινης γέφυρας στη θέση της οποίας κατά τον μεσαίωνα υπήρχε η «κινητή γέφυρα» που προάσπιζε την είσοδο του φρουρίου και επέτρεπε την επικοινωνία με την ξηρά. Η πόλη ήταν εξαιρετικά οχυρή καθώς περιβάλλονταν από το νερό της λίμνης, το βάλτο και το βραχώδες τοπίο του νησιού.

Σε επιγραφή του 213 π.Χ. που φυλάσσεται σήμερα στο μουσείο των Δελφών, βρίσκουμε πληροφορίες για τα όρια των Ξυνιαίων με τους Μελιταιείς, τους μεσολαβητές της Αιτωλικής Συμπολιτείας που διαιτήτευσαν στη διαμάχη για τα σύνορα, το πολίτευμα των δύο πόλεων καθώς γίνεται αναφορά στους Άρχοντες αλλά και τα ονόματά τους:

«CΤΡΑΤΑΓΕΟΝΤΟΣ ΠΑΝΤΑΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟ ΠΕΜΠΤΟΝ, ΕΝ ΔΕ ΜΕΛΙΤΕΙΑΙ ΑΡΧΟΝΤΩΝ ΘΡΑΣΥΔΑΜΟΥ, ΠΟΛΕΜΙΔΑ ΤΟΥ …ΟΥ, ΦΕΙΔΩΝΟΣ ΤΟΥ ΕΥΚΡΑΤΕΟΣ, ΕΝ ΔΕ ΞΥΝΙΑΙΣ ΔΑ….. ΤΟΥ CΥΜΜΑΧΟΥ, ΝΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΙΩΝΟΣ , ΦΙΛΛΙΔΑ ΤΟΥ …ΟΣ, ΕΚΡΙΝΑΝ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΑΙ ΟΙ ΑΙΡΕΘΕΝΤΕΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ ΤΩΝ ….Σ ΠΕΛΑΝΕΥΣ ...ΕΟΣ  ....ΟΣ ΘΕΟΔΟΤΟΥ  Α... ΟΡΙΑ ΕΙΜΕΝ ΞΥΝΙΑΙΟΙΣ ΚΑΙ ΜΕΛΙΤΕΥΣΙ ΤΑΣ ΧΩΡΑΣ ΑΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΑΝΤΟ ΟΙ ΜΕΛΙΤΑΙΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΟΥ ΒΟΡΡΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΑΝ ΝΑΠΑΝ ΕΝ ΤΑΝ ΠΑΓΑΝ ΤΟΥ ΧΑΡΑΔΡΟΥ ΚΑΙ ΕΚ ΤΑΣ ΠΑΓΑΣ ΕΝ ΤΟ ΝΕΜΟΣ ΤΟ ΠΟΤΙ ΤΑΙ CΤΡΟΒΕΙΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΝΕΜΕΟΣ ΕΝ ΤΑΝ ΟΔΟΝ ΤΑΝ ΑΜΑΞΙΤΟΝ ΕΚ ΤΑΣ ΟΔΟΥ ΕΝ ΤΑ ΟΡΙΑΝ ΚΑΙ ΕΚ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΤΩ ΡΙΝΕΙΩΝ ΕΝ ΤΩ ΝΕΜΟΣ ΤΟ ΑΙΝΝΑΙΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΝΕΜΕΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΑΙΟΥ ΕΝ ΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟΝ ΧΑΡΑΔΡΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΧΑΡΑΔΡΟΥ ΕΝ ΤΩ ΧΩΜΑ ΕΚ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ ΤΑΜ ΠΑΓΑΝ CΣΥΡΑΝΙΔΑ ΚΑΛΟΥΜΕΝΑΝ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΛΥΚΙΣΚΟΣ, ΛΥΚΙΣΚΟΣ  CΚΟΡΠΙΩΝΟΣ, ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΒΙΤΤΟΥ…».

Σήμερα διακρίνονται καθαρά οι αρχαίες οχυρώσεις αλλά και οι παρεμβάσεις που έγιναν κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Με μια απλή επίσκεψη και διερεύνηση του χώρου διαπιστώνει κανείς την αρχαιολογική αξία αλλά και την δυνατότητα ανάπτυξης ανασκαφικής δραστηριότητας στον ευρύτερο χώρο, πράγμα που θα έδινε σίγουρα εξαιρετικά στοιχεία στον αρχαιολόγο αλλά και στον απλό ερευνητή.

Ο Άγγλος περιηγητής Λήκ αναφέρει πως ο επιφανής Ρωμαίος στρατηγός Τίτος Κόϊντος Φλαμινίνος έφτασε με το στρατό του και κατέλαβε την πόλη, προερχόμενος από την Ηράκλεια μετά από τριήμερο ταξίδι, κατά το έτος 196 π.Χ. Ένα από τα πολλά περάσματα στην Όθρη, που κατέληγαν στην κοιλάδα του Σπερχειού ήταν το πέραμα που χρησιμοποίησε ο Ρωμαίος Αχίλλειος κατά την κάθοδο του το 191 π.Χ, όπως μας πληροφορεί ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος, για να αποφύγει την Ξυνία η οποία είχε προετοιμάσει καλά την άμυνα της. Πέρασε από τον Θαυμακό προς στην κοιλάδα του Σπερχειού μέσα από κάποιο πέρασμα παράπλευρα του Δερβέν Φούρκα στράφηκε νότια και βγήκε κοιλάδα της Λυγαριάς, αλλά αντί να κατευθυνθεί ανατολικά προς την Λαμία και να την κυριεύσει στράφηκε σε σχεδόν ευθεία γραμμή προς την Υπάτη.

Κατά το Λίβιο η Ξυνία βρισκόταν στο σύνορο των Θεσσαλών με τους Αινιάνες. Πιθανότατα, η ακμή της διακόπηκε κατά την κατάληψή της πόλης από τους Αιτωλούς το 193 π.Χ., όμως ξανακατοικήθηκε συστηματικά κατά τους Βυζαντινούς χρόνους και ως το Μεσαίωνα, αποτελούσε δε κατοικία του Φεουδάρχη της περιοχής.

Σύμφωνα με μια εκδοχή η πόλη προϋπήρχε της λίμνης και κατά την στιγμή της τεκτονικής δημιουργίας, πιθανότατα μετά από μεγάλο σεισμό, βυθίστηκε ένα μέρος της, στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού. Ακόμη φέρεται να ανακαλύφθηκε κοντά την όχθη της λίμνης επιγραφή σχετική με την κατασκευή της εκκλησίας του Μεγάλου Βασιλείου, μισοβυθισμένη στη λίμνη.

Είναι πολύ πιθανό πάνω στο νησί να λειτούργησε η Επισκοπή Εζερού την περίοδο του μεσαίωνα και της Φραγκοκρατίας. Ο Βελής, πασάς της Λάρισας και διοικητής Θεσσαλίας (1804-1807 και 1812-1819), γιος του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, την εποχή της κυριαρχίας του στην ευρύτερη περιοχή, έχτισε στο νησί δίπλα στην αρχαία ακρόπολη Ξυνιάδος ένα «περικαλλές σαράι», απ’ το οποίο ήλεγχε και κυβερνούσε το Βιλαέτι του. Την σημαντική πληροφορία μας δίνει το μικρό απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας των Αθηνών «Παλιγγενεσία», στο φύλλο 8746/23-3-1893: «...Το κτήμα τούτο (Νταουκλή) εχρησίμευσε και ως ενδιαίτημα του Βελή Πασσά, υιού του Τεπελενλή του απαισίας μνήμης πατρός του. Επί νησίδος δε κειμένης εις την ομώνυμον του χωρίου λίμνην, την αρχαίαν Ξυνιάδα, είχεν οικοδομήσει περικαλές ανάκτορον, ούτινος σώζονται τα ερείπια». Παρότι δεν έχουμε άλλη επίσημη πηγή, κάτι τέτοιο θεωρείται  πολύ πιθανό λόγω και της ομοιότητας των δύο λιμνών της Ξυνιάδος και αυτής των Ιωαννίνων την εποχή εκείνη. Η μόνιμη κατοικία του Βελή ήταν το σαράι του Τυρνάβου, όπου και διέμενε τους περισσότερους μήνες του χρόνου, ένα μεγαλοπρεπές, τριώροφο, πολυτελές μέγαρο. Ο Βελής έκτισε και στη Δέσιανη της Αγυιάς, ένα όμορφο σαράι, στο οποίο είχε φτιάξει και μια μικρή λίμνη για να κάνουν βαρκάδα οι πολυάριθμες νόμιμες σύζυγοί του και παλλακίδες του (χαρέμι), κάτι που πιθανότατα έκαναν και στη λίμνη Ξυνιάδα.

Για την αρχαία ακρόπολη και το νησί της υπάρχουν πολλές ιστορίες εικασίες και μύθοι. Ένας από αυτούς αναφέρει πως περί το 1500 π.Χ. δημιουργήθηκε το πρώτο βασίλειο των Μυρμιδόνων με πρωτεύουσα την αρχαία Μελιταία και μετά διακόσια χρόνια το 1300 π.Χ. περίπου, το δεύτερο βασίλειο με πρωτεύουσα το νησάκι της λίμνης Ξυνιάδας με βασίλισσα την Ξυνιά. Σύμφωνα με τη μυθογραφία, ένα χρυσό -μασίφ- άγαλμα του Αχιλλέα Βασιλιά των Μυρμιδόνων (1.300 π.Χ.), το οποίο ανασύρθηκε περί το 1944 κοντά στο νησάκι της λίμνης Ξυνιάδας, πουλήθηκε στην Γιαπωνέζικη αυτοκινητοβιομηχανία Toyota. Κατά τις ίδιες πηγές, το άγαλμα έχει ύψος δύο μέτρα και ογδόντα εκατοστά, φέρει το δεξί πόδι εμπρός, ενώ στο δεξί χέρι κρατά μια ασπίδα και στο αριστερό ένα όρθιο ακόντιο.

Πάνω στο νησί, η ύπαρξη δύο εισόδων με σκαλιά αλλά με άγνωστο και ανεξερεύνητο προορισμό προς το εσωτερικό του λόφου, μια προς τη βόρεια και μια προς την δυτική του πλευρά και καθώς δεν υπάρχει ούτε ιστορική αναφορά ούτε ανασκαφική προσπάθεια από την πολιτεία, ο μυθοπλάστης λαός  έχει ίσως διογκώσει τις παραδόσεις αιώνων. Υπάρχουν αναφορές για ζώα που μπήκαν από τις εισόδους αλλά βγήκαν σε άθλια κατάσταση από άλλη έξοδο πολύ μακριά, πράγμα που δηλώνει επικοινωνία με τεχνητό τούνελ ή σπήλαιο (ή και τα δύο) σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, όπως άλλωστε το συνήθιζαν οι αρχαίοι προγονοί μας. Πιθανολογείται η ύπαρξη σπηλαίου όπως δηλώνει και η γεωμορφολογία του βραχώδους τοπίου, με αναφορές σε υπόγειο ναό ή θολωτούς λαξευτούς τάφους.

Σε διήγηση του Δημητρίου Τσατσάνη (1915-1988) από την Ξυνιάδα Δομοκού, μαθαίνουμε μια ακόμη λαϊκή παράδοση: «…Για τα μεγάλα κτίσματα που υπήρχαν στο νησί λένε ότι το φτιάξαν Γίγαντες που ζούσαν διακόσια χρόνια και πέθαιναν μόλις μάτωναν λιγάκι. Λένε ότι ένας Γίγαντας κουβαλούσε κάποια μέρα μια μεγάλη πέτρα από την Οίτη στο Νησί και επειδή ήταν πολύ βαριά φώναξε σε έναν από τους συντρόφους του να του ρίξει το σφυρί για να πελεκήσει την πέτρα ώστε να ξαλαφρώσει από το πολύ βάρος και να μπορέσει να την μεταφέρει. Όταν όμως ο σύντροφος του πέταξε το σφυρί από μεγάλη απόσταση, χτύπησε το Γίγαντα στο πόδι που μάτωσε και ο Γίγαντας πέθανε. Η πέτρα μένει εκεί όρθια και όλα γύρω είναι χώμα. Υπάρχει ακόμα και μια άλλη παράδοση. Στην άκρη του νησιού είναι κάτι σαν κούνια (μπισίκι) και λένε ότι είναι του μικρού βασιλόπουλου που εκεί το θήλαζε η μάνα του η Βασίλισσα. Αυτό έχει μήκος 2,5-3 μέτρα», (Γιάννη Ροϊνά, «Χρονικά της Επαρχίας Δομοκού», 1996).

Υπάρχει ακόμη ο μύθος της βασίλισσας Ξυνίας, η οποία φύλαγε τους αμύθητους θησαυρούς της στο σπήλαιο κάτω από το νησί, μαζί με το άγαλμα του «Χρυσού Χοίρου», της χρυσής γουρουνίτσας με τα δέκα χρυσά γουρουνάκια, σύμβολο της γονιμότητας, ίσως και της ευμάρειας των Ξυνιαίων της εποχής εκείνης. Σύμφωνα με το μύθο το βασίλειο της Ξυνίας πολιορκήθηκε από το Δόλοπα βασιλιά των Κτιμενών Δράνο και η Βασίλισσα για να γλιτώσει κατέφυγε για ασφάλεια στους γείτονες και ομόφυλους Μελιταιείς, στην αρχαία πόλη της Μελιταίας. Προηγουμένως όμως φρόντισε να κρύψει τους αμύθητους θησαυρούς της ή κατ’ άλλους, να τους απορρίψει στον πυθμένα της λίμνης Ξυνιάδας.

Σύμφωνα με μια ακόμη παράδοση και όπως μας τη διηγήθηκε ο Κώστας Νούκος από την Ομβριακή (γεν. 1914), το βασίλειο της Βασίλισσας Ξυνιάς πολιορκήθηκε κάποτε από τον μυθικό ήρωα Αχιλλέα, ο οποίος  είχε συμφωνήσει με το Βασιλιά της Θαυμακίας (Δομοκού) Θαύμακο, να του παρέχει ασφαλή διέλευση από την περιοχή του, έναντι αδράς αμοιβής, με τελικό στόχο τους αμύθητους θησαυρούς των Ξυνιών. Η βασίλισσα Ξυνιά τότε και οι άρχοντες της πόλης έστειλαν αγγελιοφόρους προς αναζήτηση βοήθειας στη γειτονική σύμμαχο πόλη της Μελιταίας και τον ομώνυμο βασιλιά της το Μελιταία, προσφέροντας αντίστοιχη αμοιβή. Οι αγγελιοφόροι των Ξυνιαίων πέρασαν από το κρυφό τούνελ κάτω από τη λίμνη και βγήκαν στην έξοδό του προς τη σημερινή Ξυνιάδα. Εκεί σκέπασαν την οπή με κλαδιά και χώμα για να μην την εντοπίσουν οι εισβολείς του Αχιλλέα, βάζοντας ένα σιδεράκι στο έδαφος σαν σημάδι για να την βρουν στην επάνοδό τους. Η περιοχή αυτή της Ξυνιάδας φέρει ακόμη και σήμερα την ονομασία «Σιδεράκι». Ο Μελιτεύς λοιπόν συμφώνησε με τους Ξυνιείς και επιτέθηκε αιφνιδιάζοντας το στρατό του Αχιλλέα  ο οποίος οπισθοχώρησε και έκτοτε δεν επανήλθε στη διεκδίκηση των θησαυρών της βασίλισσας Ξυνιάδος.

 

*Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. 


Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57 ΑΚ, του Ν 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας, απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Απαγορεύεται επίσης η αναδημοσίευση του παρόντος άρθρου, χωρίς αναφορά, με ενεργό σύνδεσμο (link)  gaiaelliniki.grLamiaTimes.grDomokosnews.gr






«Το πετρωμένο συμπεθερικό», στον Αϊ - Γιώργη του Δομοκού

 


«Το πετρωμένο συμπεθερικό», στον Αϊ - Γιώργη του Δομοκού

 Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Καρέλης

 Οι άνθρωποι, απ’ τους χρόνους τους παλιούς, άμα θέλανε να ξηγήσουνε ότι δεν μπορούσε να χωρέσει ο νους τους, έπλαθαν με το μυαλό τους μύθους περίτεχνους, ξομπλιασμένους με καθημερνά βιώματα, έτσι, για να ’ναι περσότερο πιστευτοί.

Από της φύσης τα περίεργα φτιασίματα, σε τούτη την περίπτωση μια σειρά τεράστια κοτρόνια, σαν συνταιριασμένα από γιγάντιο χέρι, με θαυμαστή ακρίβεια πλάι–πλάι, γεννήθηκε ένας μύθος, ένα παραμύθι, ριζωμένο στο θυμικό του λαού, που το πίστεψε γι’ αληθινό.

Ένα χιλιόμετρο νότια του χωριού μας, του Αϊ - Γιώργη, πίσω από το λόφο του Προφήτη Ηλία και τ’ ομώνυμο εκκλησάκι, βρίσκονται τούτα τα λιθάρια, βαφτισμένα από τους παλιούς μ’ ένα παράξενο τοπωνύμιο: «Συμπεθερικό» (Ζμπεθερκό).

Δίνανε, το λοιπόν, ως εξήγηση για τούτο το όνομα, πως μια φορά και έναν καιρό, ζούσε εδώ ένα «στοιχειό», έναν θεόρατος, γεροδεμένος, μελαμψός ντερβέναγας, ένας κακός Αράπης, που φοβέριζε τον κόσμο που περνούσε, μέρα και νύχτα και ζητούσε «περασιάτικα», για να διαβούν οι διαβάτες από τη «σύρτα» του.

Κάποτε ήθελε πουγκιά με παράδες, κι άλλοτε ζήταγε να του λύσουν γρίφους δυσεπίλυτους κι ακαταλαβίστικους κι αν δεν ευχαριστιόταν, τους μαρμάρωνε όλους.

Αγαπημένα του θύματα, τα «Συμπεθεριά», που περιδιάβαιναν απ’ τον τόπο αυτό, τα παλιά τα χρόνια, όταν οι μετακινήσεις ήταν χρονοβόρες κι οι άνθρωποι μετέφεραν με δυσκολία πάνω στα ζώα τα υπάρχοντά τους, μέσα από δύσβατα, λασπερά μονοπάτια.

Μετά τα στεφανώματα, την Κυριακή, ξεκινούσε όλο το συμπεθερικό για το χωριό του γαμπρού, με μπροστάρηδες το γαμπρό και τη νύφη, καβάλα σε μουλάρια που στο σαμάρι τους είχαν στρωμένες ωραίες χρωματιστές μαντανίες κι ήταν στολισμένα μ’ όμορφα λουλούδια και χρωματιστές κορδέλες. Ακολουθούσαν οι συμπέθεροι, με τα προικιά. Ο γαμπρός φορούσε την πάλλευκη φουστανέλα του με «λόξες» ή «λαγκιόλια» κι η νύφη το νυφικό της, ένα φόρεμα χρωματιστό, με πέπλο στο κεφάλι ή φέσι με φούντα και γιλέκο.

Η ιστορία μας λοιπόν αναφέρει πως το «κακό στοιχειό» σταματούσε όποια γαμήλια πομπή πατούσε τα όρια του και ζητούσε από την νύφη να δώσει μια γρήγορη απάντηση για κάθε αριθμό, από το ένα έως το δεκατρία. Φυσικά, από το φόβο μπροστά στον «Αράπη», μέσα σε κλάματα, οδυρμούς και σπαραγμούς, ήταν αδύνατον να απαντήσει όσο γρήγορα απαιτούσε η περίσταση κι έτσι το «στοιχειό» τους μαρμάρωνε, δημιουργώντας το «πετρωμένο συμπεθεριό». Μια αράδα από πέτρες, μπηγμένες στην πλαγιά του βουνού, που μόλις τις βλέπεις νομίζεις πως έχεις μπροστά σου όλο το συμπεθερικό, με το φλαμπουριάρη, το φλάμπουρό του και τ’ άλογα, φορτωμένα με προικιά, παραμένει στους αιώνες, αδιάψευστος μάρτυρας της παρουσίας του.

Ούτε μια φορά κάποιος, που άντεχε η καρδιά του, δεν αποφάσισε να πάει στον αράπη και να του ζητήσει το λόγο, γιατί μαρμάρωνε τους ανθρώπους. 

Η βασιλεία του άγριου στοιχειού κράτησε πολλά χρόνια, ώσπου μια μέρα, μια ατρόμητη συντοπίτισσα μας, νύφη από το γειτονικό Ζαπάντι, που πήγαινε μετά τον γάμο της, με τον γαμπρό και άλλους συγγενείς στο νέο τους σπιτικό, στο κοντινό Δερβένι, σταμάτησε την θανατηφόρα δράση του. Το «στοιχειό», εμφανίστηκε ως δια μαγείας μπροστά στο συμπεθεριό, έπιασε τα γκέμια των αλόγων του γαμπρού και της νύφης και ζήτησε επιτακτικά τις απαντήσεις που δεν πίστευε ποτέ ότι θα λάβει! «Άσε μας Αφέντη να φύγουμε», είπε ο γαμπρός, «άνθρωποι καλοί είμαστε».

–«Δε σας αφήνω, θα σας φάω ή θα σας μαρμαρώσω», απάντησε ο αράπης.

Η νύφη όμως ψύχραιμη, ψυχωμένη και δυνατή, απάντησε με θάρρος μπροστά στους έντρομους φίλους και συγγενείς που είχαν «πετρώσει», πριν από την ώρα τους:

 -Ένας λόγος, τι λόγος; - Ένας είναι ο Θεός !

-Δύο λόγια, τι λόγια; - Δύο κέρατα το βόδι !

-Τρία λόγια, τι λόγια; - Τρία πόδια η σιδεροστιά!

-Τέσσερα λόγια, τι λόγια;  - Τεσσαροβύζα η αγελάδα!

-Πέντε λόγια, τι λόγια;  - Πέντε δάχτυλα στο χέρι!

-Έξι λόγια, τι λόγια; - Έξι αστέρια σέρνει η Πούλια!

-Εφτά λόγια, τι λόγια;  - Εφταπάρθενος χορός!

-Οχτώ λόγια, τι λόγια;  - Οχταπόδι στο γιαλό!

-Εννιά λόγια, τι λόγια;  - Εννιαμήνικο παιδί !

-Δέκα λόγια, τι λόγια; - Δεκαμηνίτικο δαμάλι!

-Έντεκα λόγια, τι λόγια; - Εντεκαμήνικο μουλάρι!

-Δώδεκα λόγια, τι λόγια;  - Δώδεκα μήνες σέρνει ο χρόνος!

-Δεκατρία λόγια, τι λόγια;  - Δεκατρίξ και ξερός!!!

 Αυτό ήταν! Το «στοιχειό» έσκασε, έγινε κομμάτια, εξαφανίστηκε, εξαϋλώθηκε και ποτέ πια δεν ενόχλησε τις γαμήλιες πομπές, τα συμπεθερικά.

Έμειναν, ωστόσο, οι γλαφυρές αναφορές κάποιων παλαιότερων που μολογούσαν πως το απάντησαν, άγριο και σκυθρωπό, γιατί νικήθηκε από μια κοινή θνητή, κάνοντας τους να τρέχουν ακόμα!

Σίγουρα όμως, έμειναν να μας το θυμίζουν τα απολιθώματα των συμπεθεριών, που πέτρωσαν γιατί δεν είχαν την τύχη και το θάρρος της Ζαπαντιώτισσας νύφης.

Το κακό στοιχειό δαμάστηκε, όχι όμως από έναν γενναίο καβαλάρη, πρίγκιπα σε φημισμένο κάστρο, αλλά από μια αντρειωμένη λυγερή, που το ’λεγε η καρδιά της.

 Υπάρχει ωστόσο μια άλλη, πικρή εκδοχή, για το μαρμάρωμα του συμπεθεριού. Λέγεται πως μια νύφη, φεύγοντας από το πατρικό της, ξέχασε να πάρει την κλώσα με τα κλωσόπουλα, μέρος της προίκας της. Έστειλε λοιπόν από το δρόμο ένα νεαρό βλάμη να πάρει την κλώσα από τη μάνα της και να της τη φέρει. Η χήρα μάνα θύμωσε τόσο με την κόρη της, που ζήτησε να της πάρει και την τελευταία κότα, καθώς ήταν πάμφτωχη, ώστε καταράστηκε ολόκληρο το συμπεθεριό, μαζί την κόρη της και το γαμπρό της: «Θεέ μου, είπε, πέτρες και λιθάρια να γίνουν όλοι!».

Η βαριά κατάρα της μάνας έπιασε και μαρμάρωσαν όλοι τους, οι νεόνυμφοι, οι συμπέθεροι, οι κουμπάροι, ακόμα κι οι γύφτοι με τα νταούλια και τα όργανα.

Όλοι ετούτοι είναι τα λιθάρια που συναντάμε στο πετρωμένο «Συμπεθερικό» του Αγίου Γεωργίου.


Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών

(Π.Μ.Σ.) «Δημόσια Ιστορία» (ΔΙΣ),

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών (ΣΑΕ) του Ε.Α.Π.

karelisdimitris@gmail.com


Απαγορεύεται η ανατύπωση μέρους ή ολοκλήρου του παρόντος έργου χωρίς την γραπτή συγκατάθεση του συγγραφέα. © Copyright: Δημήτρης Β. Καρέλης













Contact With Me

Contact Us
DIMITRIS KARELIS
+306947185990
Athens, Greece