-->

i Love to Create!

I AM

image
Hello,

I'm ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΚΑΡΕΛΗΣ

Ονομάζομαι Δημήτρης Καρέλης, είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. Γεννήθηκα στη Λαμία και ζω στη Καλλιθέα Αττικής, είμαι παντρεμένος και έχω ένα γιο. Εργάζομαι ως υπάλληλος στον όμιλο Δ.Ε.Η. Α.Ε. από το 1993 και υπηρετώ στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε.). Σήμερα είμαι συνδικαλιστής, Εκτελεστικός Σύμβουλος Πολιτιστικών Θεμάτων και Μέλος του Δ.Σ. της ΓΕΝ.Ο.Π-Δ.Ε.Η.-Κ.Η.Ε., ενώ χρημάτισα επί σειρά ετών Πρόεδρος, Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος Δ.Σ. του ιστορικού συνδικάτου «Πανελλαδικός Σύλλογος Καταμετρητών-Εισπρακτόρων Δ.Ε.Η.». Είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος, με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Από την παιδική μου ηλικία, με πυξίδα τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, ξεκίνησα ένα μακρύ ταξίδι στο χώρο του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της παράδοσης, της γραφής, του λόγου και του στοχασμού.


Education
University

Culturologist

Postgraduate

Master of Arts in Public History

School of Amusement

Self-taught painter


Experience
Electricity worker

Public Power Corporation of Greece

Historical

Historical author-researcher

Painter

Art and painting lover


My Skills
Writing
Painting
Disquisition
Design

About Books

«Η βιβλιοθήκη κατοικείται από πνεύματα που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα». – Ιζαμπέλ Αλιέντε.

friendship

«Ένα μόνο τριαντάφυλλο μπορεί να είναι ο κήπος μου, αλλά μόνο ένας φίλος, ο κόσμος μου». – Λέο Μπουσκάλια

be yourself

«Να είσαι ο εαυτός σου, αλλά πάντα ο καλύτερος εαυτός σου». – Karl G. Maeser

about love

«Το να αγαπιέσαι βαθιά σου δίνει δύναμη, ενώ το να αγαπάς βαθιά σου δίνει κουράγιο». – Λάο Τσε.

WHAT I DO

Author-writer

«Είτε γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί, είτε κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», Βενιαμίν Φραγκλίνος

Culturologist

«Ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, κατακτάται», Αντρέ Μαλρώ

Painter

«Η ζωγραφική είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να κρατάς ημερολόγιο», Πάμπλο Πικάσο

Some of my work
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνικός Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνικός Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

«Σύγκριση των ανακτορικών συγκροτημάτων της Κνωσού και των Μυκηνών ως κέντρα εξουσίας και πολιτισμού»

 «Σύγκριση των ανακτορικών συγκροτημάτων της Κνωσού και των Μυκηνών ως κέντρα εξουσίας και πολιτισμού»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή

Ενότητα 1η : Η δομή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ως κέντρων εξουσίας και πολιτισμού.

Το Ανάκτορο της Κνωσού.

Το ανάκτορο των Μυκηνών.

Σύγκριση των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων.

Ενότητα 2ηΟι τοιχογραφίες στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό.

Οι Γρύπες στην αίθουσα του θρόνου, στην Κνωσό.

Δαίμονες μεταφέρουν ανάφορο, σε τοιχογραφία των Μυκηνών.

Ενότητα 3η: Η επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αξιοποίηση των προϊστορικών ανακτόρων.

Επίλογος

Βιβλιογραφία 

Δικτυογραφία

Παράρτημα εικόνων

 Εισαγωγή

Τα Μινωικά και Μυκηναϊκά ανάκτορα, ιδιαίτερα τα ανάκτορα της Κνωσού και των Μυκηνών, αποτελούσαν κέντρα πολιτικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής διοίκησης των αντίστοιχων πολιτισμών. Συνιστούσαν επίσης κοιτίδες οικονομίας και πολιτισμού, όπως προκύπτει κυρίως από τις επιγραφές της Γραμμικής Β΄, που έχουν ανακαλυφθεί, αλλά και τις περιγραφές του Ομήρου.

Η εργασία που ακολουθεί, πραγματεύεται τις ομοιότητες και τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο ανακτόρων, με βάση τις κατόψεις του ανακτορικού συγκροτήματος της Κνωσού (εικ. 5) και της Ακρόπολης των Μυκηνών (εικ. 6), μελετά το ζωγραφικό διάκοσμο των ανακτόρων, συγκρίνοντας μια τοιχογραφία από κάθε ανάκτορο, τις περιγράφει και τις σχολιάζει, κυρίως από άποψη τεχνοτροπίας και καταγράφει την επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική.

 Ενότητα 1η : Η δομή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ως κέντρων εξουσίας και πολιτισμού

Το Ανάκτορο της Κνωσού

Εικόνα 1: Άποψη των ανακτόρων της Κνωσού (Προέλευση εικόνας: Αρχείο Δ. Β. Καρέλη)

 Ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της μινωικής εξουσίας ήταν το εντυπωσιακό και επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα των Ανακτόρων της Κνωσού (εικ.1), που αναπτύσσονταν σε μια έκταση 22.000 τ.μ., κτισμένο κατά ένα μεγάλο μέρος πάνω σε τεχνητό λόφο. Ήταν η έδρα του βασιλιά Μίνωα και σε ορισμένα σημεία του θεωρείται πως είχε έως πέντε ορόφους. Το παλαιό ανάκτορο χτίστηκε περί το 2000 π.Χ., περίοδο της εμφάνισης των πρώτων ανακτόρων, στο νότιο άκρο της πόλης της Κνωσού και καταστράφηκε από σεισμό κατά το 1900 π.Χ.. Επισκευάστηκε ταχύτατα, αλλά καταστράφηκε για μια ακόμη φορά από σεισμό το 1700 π.Χ., περίπου. Το νέο ανάκτορο αναδομήθηκε αμέσως, μεγαλειώδες και θεαματικότερο, για να υποστεί νέα μερική καταστροφή στα μέσα του 15ου αι., μετά από έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, όταν εγκαθίστανται στην Κνωσό οι Μυκηναίοι. Καταστράφηκε εκ νέου, από πυρκαγιά, στα μέσα του 14ου αι. π.Χ. και από τότε δεν ανέπτυξε δραστηριότητα ανακτορικού κέντρου.[1]

Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ανακτορικού συστήματος στην Μινωική Κρήτη έπαιξαν οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί με τα κέντρα της Ανατολής, σε Μεσοποταμία και Αίγυπτο, όπου υπήρχε ήδη «ιεραρχημένη» κοινωνία.[2] Η εμφάνιση των πρώτων ανακτόρων στη Μινωική Κρήτη, προοιώνιζε τη σταθεροποίηση της διοικητικής και κοινωνικής ιεραρχίας, την ενίσχυση της ευμάρειας των οικισμών της και την έξαρση της καλλιτεχνικής παραγωγής.[3]

 Το ανάκτορο των Μυκηνών

Εικόνα 2: Μυκήνες, η πύλη των Λεόντων, (Προέλευση εικόνας: www.greececulture.net, προσπ. 14/11/2014 )

 Οι Μυκήνες κτίστηκαν από τον Περσέα, ο οποίος φόνευσε ακούσια τον παππού του Αρκίσιο, βασιλιά του Άργους.[4] Η ακρόπολη των Μυκηνών ιδρύθηκε, πάνω σε λόφο ύψους 278 μ., στα βορειοανατολικά της αργολικής πεδιάδας ανάμεσα σε δύο λόφους, τον Προφήτη Ηλία και τη Ζάρα, στα μέσα του 14ου αιώνα (1350 π.Χ. ΥΕ ΙΙΙ Α). Είχε έκταση 30.000 τ.μ. και τα τείχη της, περιμέτρου 900 μ., υπέστησαν αρκετές μετασκευές ως την τελική της μορφή που σώζεται μέχρι σήμερα και χρονολογείται στα τέλη του 13ου αι. π.Χ.[5] Στην ακμή της, χάρη σ’ ένα ισχυρό ηγεμόνα, κατασκευάστηκαν μεγάλα έργα, χτίστηκε η Πύλη των Λεόντων (εικ.2) με τον προμαχώνα της, η τοιχοποιία του βόρειου τείχους και η πύλη, αναδομήθηκε το νότιο τείχος, για να συμπεριλάβει τον «ταφικό περίβολο Α΄» και το θρησκευτικό κέντρο, χτίστηκε προμαχώνας στα νοτιοανατολικά και διαμορφώθηκε η μεγάλη αναβάθρα που οδηγούσε στο ανάκτορο, κατοικία του άνακτα.

Την ίδια εποχή οικοδομήθηκε ο «θησαυρός του Ατρέα», θολωτός τάφος με υψηλό κυψελοειδή θόλο και κολοσσιαία υπέρθυρα. Στην τελευταία φάση της, περί το 1200 π.Χ. (ΥΕ ΙΙΙ Γ), οι κάτοικοι έλαβαν περισσότερα μέτρα για την ασφάλειά τους και την εξασφάλιση νερού και τροφίμων.[6] Τα τείχη χτιζόταν με «κυκλώπεια» τοιχοδομία και τιτανόλιθους, πάχους τουλάχιστον πέντε μέτρων, ενώ το κεντρικό μέρος των τειχών γεμίζονταν με λίθους και πηλό. Στην ακρόπολη βρισκόταν και το υπόγειο υδραγωγείο, η «Περσεία κρήνη». Παρατηρούμε επίσης, σημαντικό αριθμό θολωτών τάφων, καθώς επίσης τάφους και κατοικίες στην κοντινή της περιοχή.[7] Το ανάκτορο έπαψε να λειτουργεί στα τέλη του 13ου αι., όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά, όμως οι Μυκήνες δεν έπαψαν να κατοικούνται.

Μελετώντας την κάτοψη των ανακτόρων και τα ευρήματα, παρατηρούμε την οργάνωση και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που απαιτούσε η εκτέλεση των έργων, καθώς και την κεντρική εξουσία, υπό τον άνακτα και τη δυνατότητά της να εξασφαλίζει το απαιτούμενο πλεόνασμα για τη διαβίωση τους, αναδεικνύοντας παράλληλα μια πολιτισμικά ανεπτυγμένη κοινωνία, με διακριτή κοινωνική δομή, αλλά με στρατοκρατική οργάνωση.[8]

 Σύγκριση των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων

 Αρκετά κοινά σημεία παρουσίαζαν, από αρχιτεκτονικής απόψεως, τα μυκηναϊκά με τα μινωικά ανάκτορα, όπως τα πρόπυλα, τις ταράτσες σε διαφορετικά επίπεδα, τις κιονοστοιχίες και τις εσωτερικές αυλές.[9] Βασικό συνδετικό στοιχείο ήταν επίσης, οι πρωτεύουσες κατασκευαστικές τεχνικές και η χρήση του λίθου ως αποκλειστικό ή πρωταγωνιστικό δομικό υλικό, παρότι διαφοροποιούνταν σε επί μέρους σημεία.[10] Για τη διακόσμησή τους, χρησιμοποιούσαν βασικά τις τοιχογραφίες, ακόμη και σε εξωτερικούς χώρους όπως τα προστώα, καθώς και σε κάποιες περιπτώσεις, λίθο, ξύλο και χαλκό.[11] Η διαρρύθμιση όμως των Μυκηναϊκών ανακτόρων βασίζονταν σε εντελώς διαφορετικές αρχές από τις Μινωικές, ήταν απλά και όχι δαιδαλώδη και αναπτύσσονταν σε περιορισμένη έκταση, σε αντίθεση με την πολύπλοκη διαρρύθμιση των πολυώροφων και εκτεταμένων Μινωικών. Το πρόπυλο εισόδου, η αυλή και το «μέγαρο», ο ορθογώνιος επίσημος χώρος, χαρακτηριστικό της Ηπειρωτικής Ελλάδας, διακρίνει τη μυκηναϊκή από τη μινωική αρχιτεκτονική.[12] Φειδωλή ήταν η χρήση κιόνων, σε εισόδους, προστώα και κυρίως χώρους του μεγάρου, είχαν χαρακτηριστικά που ήταν σπάνια στα Μινωικά ανάκτορα, όπως ραβδώσεις και άλλα που δεν υπήρχαν καν, όπως βαμμένοι δακτύλιοι από κονίαμα στις βάσεις.[13] Ακόμη, μικρή έως ανύπαρκτη ήταν η χρήση πήλινων σωλήνων στα αποχετευτικά συστήματα των Μυκηναϊκών ανακτόρων, όπου οι οχετοί ήταν αύλακες επενδυμένοι και καλυμμένοι με λίθινες πλάκες, σε αντίθεση με τα Μινωικά.[14] Βασική επίσης διαφοροποίηση ήταν η έλλειψη οχύρωσης στο ανάκτορο της Κνωσού, σε σχέση με το κυκλώπειο τείχος των Μυκηνών, καθώς τα ατείχιστα ανάκτορα και πόλεις των Μινωιτών, καθορίζουν την φιλειρηνική τους φύσηΑπόδειξη του ειρηνικού χαρακτήρα των Μινωιτών είναι και η θεματολογία στις τοιχογραφίες, που είναι εμπνευσμένη από την καθημερινότητα, τη φύση ή τα θρησκευτικά και λατρευτικά σύμβολα, σε αντίθεση με τους Μυκηναίους που απεικονίζουν, είτε τους ίδιους σε σκηνές μάχης, ως δεινούς πολεμιστές, είτε αφηρημένες θεότητες.

Βόρεια καταγωγή δηλώνει το Μυκηναϊκό ανάκτορο, καθώς δείχνει εσωστρέφεια, σε αντίθεση με το Μινωικό, που παρουσιάζει σαφή μεσογειακή προέλευση.[15] Ο μινωικός «Λαβύρινθος», με αρχιτεκτονική ποικιλία και ιδιορρυθμία, αναδείκνυε μια κατοικία ανοιχτή σε «αέρα και φως», εν αντιθέσει με το ανάκτορο των Μυκηνών, που εμφάνιζε ορθολογιστικό σύνολο με ξεκάθαρη δομή, καθώς ακόμη και το σχήμα του μεγάρου δεν επέτρεπε παραλλαγές, σε έκταση και ύψος, ούτε προσθήκες.[16] Στην Μινωική Κρήτη και την Κνωσό προκρινόταν η κεντρική κιονοστοιχία, που έτεμνε το χώρο σε δύο μέρη, η εστία ήταν κινητή και το πλάτος της κατοικίας μεγαλύτερο από το βάθος, σε αντίθεση με την Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική που επέλεξε τη διπλή, η οποία χώριζε το χώρο στα τρία, η κατοικία είχε μεγαλύτερο βάθος απ’ ότι πλάτος, με την είσοδό της στην στενή πτέρυγα, ήταν σκοτεινή, καθώς είχε λιγοστά «φρέατα φωτισμού» και η εστία της βρισκόταν σε σταθερή θέση.[17]

 Οι τοιχογραφίες στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό

Η τοιχογραφία, αντιπροσωπευτική μορφή έκφρασης πολιτισμού της εποχής του χαλκού, εντοπίζεται στα πρώτα ανάκτορα της Κνωσού, το 1600 π.Χ.[18] Ως εξαιρετικά αναπτυγμένη τέχνη για τους Μινωίτες, χαράσσει τα ρεύματα και τη μόδα της εποχής. Την εποχή αυτή οι ζωγράφοι εργάζονται σε αγαστή συνεργασία με το βασιλιά και τα εργαστήριά τους βρίσκονται εντός του ανακτόρου.[19] Η Αιγαιακή τεχνική των τοιχογραφιών είναι ανάμικτη και τα χρώματά τους είναι «φυσικά και γαιώδη», όπως για παράδειγμα το λευκό από ασβέστη, το σκούρο κόκκινο από αιματίτη, το ανοιχτό κόκκινο από ψημένη ώχρα, το κίτρινο από ώχρα, το μαύρο από άνθρακα, το μπλε από μείγμα πυριτίου χαλκού και οξειδίου ασβεστίου.[20]

 Στην συνέχεια, εξετάζουμε δύο τοιχογραφίες, μία από κάθε ανάκτορο, τους «Γρύπες» (εικ.3), από την Αίθουσα του Θρόνου της Κνωσού και τους «Δαίμονες με το ανάφορο» (εικ.4), από τις Μυκήνες.

 

Οι Γρύπες στην αίθουσα του θρόνου στην Κνωσό

Εικόνα 3.: Η τοιχογραφία με τους γρύπες την αίθουσα του θρόνου, (Προέλευση εικόνας: Αρχείο Δ. Β. Καρέλη)

 Πρόκειται για επιζωγραφισμένη νωπογραφία που καταλαμβάνει, ολόκληρη την νότια πλευρά στην «αίθουσα του θρόνου». Φέρει ζωηρά, έντονα και φωτεινά χρώματα, στα οποία κυριαρχεί το επιβλητικό, μινωικό κόκκινο της Κνωσού, με αποχρώσεις μπλε, κυανού και φαιοκίτρινου χρώματος, αλλά και λευκού, με το οποίο αποδίδεται ένας κυματοειδής σχηματισμός που διατρέχει τους τοίχους, δίκην νέφους, στο μέσον και τη βάση του, παράλληλα με δύο κόκκινες γραμμές. Στη βάση της τοιχογραφίας, αμφίπλευρα του θρόνου, στέκονται αντικριστοί δύο άπτεροι «εραλδικοί γρύπες», σύμβολα βασιλικής ή θεϊκής εξουσίας, ίσως και απονομής δικαιοσύνης, που σκοπεύουν στην προστασία του. Όμοιοι «γρύπες» απεικονίζονται και στο δυτικό τοίχο. Από το ίδιο σημείο, αναφύονται θαλάσσια κρίνα. Οι «γρύπες», που αποδίδονται με μεγάλη τυποποίηση, φέρουν σώμα λιονταριού, κεφαλή αετού, (ίσως παγωνιού), εμφανίζονται άπτεροι, για να υποδηλώσουν την αέναη παρουσία τους στον χώρο, ενώ στο κεφάλι τους τονίζεται το γαμψό ράμφος και το περίτεχνο χρωματιστό λοφίο.[21] Φέρουν επίσης στο λαιμό τους σπειροειδές κόσμημα, που οι άκρες της απολήγουν σε άνθη παπύρου, χαρακτηριστικό της Φαραωνικής Αιγύπτου. Η τοιχογραφία χρονολογείται κατά την «κρητομυκηναϊκή περίοδο» (1700π. Χ. - 1075 π. Χ.)

Δαίμονες μεταφέρουν ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών

Εικόνα 4: Δαίμονες μεταφέρουν το ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) (Προέλευση εικόνας:St. Louis Community College, http://users.stlcc.edu, προσπ. 2/11/2014)

 Πρόκειται για θραύσμα τοιχογραφίας με παράσταση δαιμόνων. Αποτελεί μέρος αιγιακής τοιχογραφίας, στο Θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών. Φέρει μπλε και μαύρο χρώμα στα περιγράμματα, κυανό, ερυθρό, φαιοκίτρινο και λευκό στο θέμα της τοιχογραφίας. Εικονίζονται τρεις «ονοκέφαλοι» δαίμονες, να βαδίζουν προς τα δεξιά, κρατώντας μακρύ ξύλινο κοντάρι, το «ανάφορον», από το οποίο κρέμονταν θηράματα ή οι δορές τους.[22] Οι Δαίμονες της τοιχογραφίας εικονίζονται με κεφαλή όνου, φέρουσα κερατοειδή απόφυση και βόστρυχο, που πέφτει στο μέτωπο. Φέρουν ακόμη, ζώνη, δεμένη περιμετρικά. Πιθανότατα οι Δαίμονες επιστρέφουν από κυνήγι ιερό ή προς τιμή του άνακτα. Είναι πιθανόν να πρόκειται για μεταμφιεσμένους ανθρώπους, χάριν θρησκευτικής τελετής. Οι δαίμονες ιδίου τύπου προέρχονται από την Αιγυπτιακή θρησκευτική τέχνη.[23] Η απόδοσή τους είναι αντιφυσιοκρατική, χωρίς βάθος και προοπτική, καθώς απεικονίζονται κατά κρόταφο (προφίλ) και χωρίς επικάλυψη. Η τοιχογραφία τοποθετείται χρονικά περίπου το 13ο π.Χ. αι. (1250-1200 π.Χ.).

Συγκρίνοντας τις παραπάνω τοιχογραφίες, διαπιστώνουμε σημαντικές διαφορές, στην τεχνοτροπία, την τεχνική, αλλά και τη θεματολογία, που πηγάζουν από τη διαφορετικότητα των δύο πολιτισμών. Στην περίπτωση της νωπογραφίας των «γρυπών», αποτυπώνεται η ρεαλιστική τεχνοτροπία των Μινωιτών, με τα έντονα χρώματα, το φυσιοκρατισμό, κατά την απεικόνιση των κρίνων, αλλά και στην κίνηση των γρυπών, μέσα από καμπύλα περιγράμματα και τη συμβατική αιγαιακή προοπτική. Από την άλλη πλευρά η αυστηρή, λιτή και στατικότερη απόδοση, στην τοιχογραφία των «Δαιμόνων», συνδέεται με τον στρατιωτικό χαρακτήρα του πολιτισμού των Μυκηναίων.

 Ενότητα 3η: Η επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αξιοποίηση των προϊστορικών ανακτόρων

 Πέρα από κάποιες περιορισμένες χρήσεις στην αρχιτεκτονική διακόσμηση, η προϊστορική τέχνη δεν ενσωματώθηκε στη σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική και η αποκάλυψη του μινωικού και μυκηναϊκού πολιτισμού δεν είχε ουσιαστική επίδραση. Ενδεικτικά, μόνο το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο Ναύπλιο, σχεδιάστηκε σε ύφος Μυκηναϊκό, λόγω της γειτνίασης με τις Μυκήνες, καθώς και μεμονωμένα σπίτια στην Αθήνα και την Κρήτη, χρησιμοποίησαν τις χαρακτηριστικές μινωικές κολώνες, με το βαθύ κόκκινο χρώμα. Είχε πλέον προκριθεί ο νεοκλασικισμός, ως νέο ύφος και στυλ στην αρχιτεκτονική, αλλά και για την άμεση σύνδεση της Ελλάδας με το αρχαίο της παρελθόν.[24]

Η Ελλάδα, ένας από τους δημοφιλέστερους προορισμούς πολιτισμού παγκοσμίως, προσδίδει στον τουρισμό πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις. Η τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας, μέσα από την προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 και εξελίχθηκε σε μια εξαιρετική πηγή εσόδων.[25] Σήμερα οι επισκέπτες της Κνωσού ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο το χρόνο, με τις μέρες αιχμής να φτάνουν τους 15.000, αριθμοί ασύλληπτοι για τον Έβανς.[26] Ομοίως και οι επισκέπτες της Ακροπόλεως Μυκηνών αυξήθηκαν, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., κατά 1.8% περίπου, το μήνα.

Οι φθορές όμως που παρουσιάζουν σήμερα οι αρχαιολογικοί χώροι στις δομές τους, είναι σημαντικές, καθώς είναι εκτεθειμένοι στο εξωτερικό περιβάλλον και εμφανίζουν προβλήματα συνωστισμού και ρύπανσης, εξαιτίας του όγκου των επισκεπτών τους, καταστροφές από τους τουρίστες και  μεταβολή του χαρακτήρα της περιοχής.[27]

 Επίλογος

Συμπερασματικά, τα Μινωικά ανάκτορα ήταν ανοχύρωτα, τεράστια και λαβυρινθώδη, ενώ τα Μυκηναϊκά ήταν περιορισμένα σε έκταση και οχυρωμένα με κυκλώπεια τείχη. Διέφεραν επίσης στην αρχιτεκτονική δομή τους, δείγμα της διαφορετικότητας των δύο πολιτισμών, ήταν όμως και τα δύο διακοσμημένα με εξαιρετικές τοιχογραφίες.

Οι Μινωίτες δίδαξαν την τέχνη της τοιχογραφίας στους Μυκηναίους που ακολούθησαν τα ίδια πρότυπα, εναρμονισμένα στις δικές τους ανάγκες,[28] εν συγκρίσει όμως, άτεχνα και συμβατικά, με τη φυσιολατρία να απέχει και κεντρικό παράγοντα τις ανθρώπινες ασχολίες.[29]

Επίσης, η σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου από την προϊστορική τέχνη.

Η αξιοποίηση των Μυκηναϊκών και Μινωικών ανακτόρων προσέδωσε σοβαρή προστιθέμενη αξία στις περιοχές αυτές.


Βιβλιογραφία

  •  Βασιλικού Ντόρα, Ο μυκηναϊκός πολιτισμός, Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΒΑΕ 152,  Αθήνα, 1995.
  • Παλυβού Κλαίρη, Δρ Αρχιτέκτων, «Η πορεία των επισκεπτών», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Το Μινωικό Θαύμα», Κυριακή 20 Απριλίου 1997.
  • Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, τόμος Α, Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999.
  • Τσούντας, Χρήστος, Μυκήναι και μυκηναίος πολιτισμός, υπό Χρήστου Τσούντα. Αθήνησιν: Παρά τω βιβλιοπωλείω της Εστίας,1893.
  • Dickinson, Oliver, Αιγαίο - Εποχή του Χαλκού, Μετ. Θεόδωρος Ξένος, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2003.
  • Μπουλώτης Χρήστος, Αρχαιολόγος στο  Κέντρον Ερεύνης της Αρχαιότητας  της Ακαδημίας Αθηνών, Το θρησκευτικό κέντρο, στο «Ο γοητευτικός μυκηναϊκός κόσμος», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», Κυριακή 31 Μαΐου 1998.
  • Φιλιππίδης Δ., Τέχνες Ι: Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Ιστορία της Ελληνικής και Πολεοδομίας. Τόμος Δ΄, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.

 Δικτυογραφία

Αρχαιολογία Online, http://www.archaiologia.gr, Η τοιχογραφία στη μυκηναϊκή Ελλάδα, 27/6/2011, προσπ. 2/11/2014.

Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, http://digitalcrete.ims.forth.gr, προσπ. 30/10/14.

Νίκος Ζερβονικολάκης, http://zervonikolakis.lastros.net, Κνωσός - Ο Γρίφος Του Θρόνου, προσπ. 2/11/2014.

Τ.Ε.Ι. Χαλκίδας, http://www.ee.teihal.gr/ Οικοτουρισμός, προσπ. 2/11/2014.

Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, http://odysseus.culture.gr, προσπ. 30/10/14.


Παράρτημα εικόνων

 

Εικ. 5 : Ανακτορικό συγκρότημα Κνωσού

 

Εικ. 6: Ακρόπολη



[1] Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, http://odysseus.culture.gr, προσπ. 30/10/14, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, http://digitalcrete.ims.forth.gr, προσπ. 30/10/14.

[1] Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, http://odysseus.culture.gr, προσπ. 30/10/14, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, http://digitalcrete.ims.forth.gr, προσπ. 30/10/14.

[2] Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, τόμος Α, Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999, σ. 31.

[3] Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., ό.π., σ. 33.

[4] Τσούντας, Χρήστος, Μυκήναι και μυκηναίος πολιτισμός, υπό Χρήστου Τσούντα, Αθήνησιν: Παρά τω βιβλιοπωλείω της Εστίας,1893.

[5] Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, http://odysseus.culture.gr, προσπ. 30/10/14.

[6] Βασιλικού Ντόρα, Ο μυκηναϊκός πολιτισμός, Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΒΑΕ 152,  Αθήνα, 1995, σελ. 157.

[7] Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., ό.π., σ. 45.

[8] Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., ό.π., σ.σ. 45-47.

[9] Βασιλικού Ντόρα, ό.π., σελ. 148.

[10] Dickinson, Oliver, Αιγαίο - Εποχή του Χαλκού, Μετ. Θεόδωρος Ξένος, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2003, σελ. 227.

[11] Dickinson, Oliver, ό.π., σελ. 226.

[12] Βασιλικού Ντόρα, ό.π., σελ. 147.

[13] Dickinson, Oliver, ό.π., σελ. 225.

[14] Dickinson, Oliver, ό.π., σελ. 234.

[15] Βασιλικού Ντόρα, ό.π., σελ. 148.

[16] Βασιλικού Ντόρα, ό.π., σελ. 148.

[17] Βασιλικού Ντόρα, ό.π., σελ. 148.

[18] Βασιλικού Ντόρα, ό.π., σελ. 223.

[19] Βασιλικού Ντόρα, ό.π., σελ. 223-249.

[20] Βασιλικού Ντόρα, ό.π., σελ. 223-249.

[21] Νίκος Ζερβονικολάκης, http://zervonikolakis.lastros.net, Κνωσός- Ο Γρίφος Του Θρόνου, προσπ. 2/11/2014.

[22] Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., ό.π., σ. 110.

[23] Μπουλώτης Χρήστος, Αρχαιολόγος στο Κέντρον Ερεύνης της Αρχαιότητας της Ακαδημίας Αθηνών, Το θρησκευτικό κέντρο, στο «Ο γοητευτικός μυκηναϊκός κόσμος», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», Κυριακή 31 Μαΐου 1998, σ. 13.

[24] Φιλιππίδης Δ., Τέχνες Ι:Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Ιστορία της Ελληνικής και Πολεοδομίας. Τόμος Δ΄, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σ. 170.

[25] Τ.Ε.Ι. Χαλκίδας, http://www.ee.teihal.gr/ Οικοτουρισμός, προσπ. 2/11/2014.

[26] Παλυβού Κλαίρη, Δρ Αρχιτέκτων, «Η πορεία των επισκεπτών», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Το Μινωικό Θαύμα», Κυριακή 20 Απριλίου 1997, σ.σ. 23-24.

[27] Τ.Ε.Ι. Χαλκίδας, http://www.ee.teihal.gr/ Οικοτουρισμός, προσπ. 2/11/2014.

[28] Βασιλικού Ντόρα, ό.π., σελ. 223.

[29] Αρχαιολογία Online, ό.π. , προσπ. 2/11/2014.


ΕΛΠ 12,  1η 2014-2015


*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.


«Σύγκριση των ανακτορικών συγκροτημάτων της Κνωσού και των Μυκηνών ως κέντρα εξουσίας και πολιτισμού»

«Σύγκριση των ανακτορικών συγκροτημάτων της Κνωσού και των Μυκηνών ως κέντρα εξουσίας και πολιτισμού»
του Δημήτρη Β. Καρέλη
Εισαγωγή ..................................................................................................................... 2
Ενότητα 1η : Η δομή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ως κέντρων εξουσίας και πολιτισμού............................................................................................. 3
Το Ανάκτορο της Κνωσού ......................................................................................... 3
Το ανάκτορο των Μυκηνών ...................................................................................... 4
Σύγκριση των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ........................................ 5
Ενότητα 2η: Οι τοιχογραφίες στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό ................ 7
Οι Γρύπες στην αίθουσα του θρόνου, στην Κνωσό ................................................. 8
Δαίμονες μεταφέρουν ανάφορο, σε τοιχογραφία των Μυκηνών ............................ 9
Ενότητα 3η: Η επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αξιοποίηση των προϊστορικών ανακτόρων ........................ 10
Επίλογος  ................................................................................................................... 11
Βιβλιογραφία ............................................................................................................ 12
Δικτυογραφία ............................................................................................................12
Παράρτημα εικόνων...................................................................................................13

Εισαγωγή
Τα Μινωικά και Μυκηναϊκά ανάκτορα, ιδιαίτερα τα ανάκτορα της Κνωσού και των Μυκηνών, αποτελούσαν κέντρα πολιτικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής διοίκησης των αντίστοιχων πολιτισμών. Συνιστούσαν επίσης κοιτίδες οικονομίας και πολιτισμού, όπως προκύπτει κυρίως από τις επιγραφές της Γραμμικής Β΄, που έχουν ανακαλυφθεί, αλλά και τις περιγραφές του Ομήρου.
Η εργασία που ακολουθεί, πραγματεύεται τις ομοιότητες και τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο ανακτόρων, με βάση τις κατόψεις του ανακτορικού συγκροτήματος της Κνωσού (εικ. 5) και της Ακρόπολης των Μυκηνών (εικ. 6), μελετά το ζωγραφικό διάκοσμο των ανακτόρων, συγκρίνοντας μια τοιχογραφία από κάθε ανάκτορο, τις περιγράφει και τις σχολιάζει, κυρίως από άποψη τεχνοτροπίας και καταγράφει την επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική.

Ενότητα 1η : Η δομή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ως κέντρων εξουσίας και πολιτισμού
Το Ανάκτορο της Κνωσού


  
Εικόνα 1: Άποψη των ανακτόρων της Κνωσού
(Προέλευση εικόνας: Αρχείο Δ. Β. Καρέλη)
 
Ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της μινωικής εξουσίας ήταν το εντυπωσιακό και επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα των Ανακτόρων της Κνωσού (εικ.1), που αναπτύσσονταν σε μια έκταση 22.000 τ.μ., κτισμένο κατά ένα μεγάλο μέρος πάνω σε τεχνητό λόφο. Ήταν η έδρα του βασιλιά Μίνωα και σε ορισμένα σημεία του θεωρείται πως είχε έως πέντε ορόφους. Το παλαιό ανάκτορο χτίστηκε περί το 2000 π.Χ., περίοδο της εμφάνισης των πρώτων ανακτόρων, στο νότιο άκρο της πόλης της Κνωσού και καταστράφηκε από σεισμό κατά το 1900 π.Χ.. Επισκευάστηκε ταχύτατα, αλλά καταστράφηκε για μια ακόμη φορά από σεισμό το 1700 π.Χ., περίπου. Το νέο ανάκτορο αναδομήθηκε αμέσως, μεγαλειώδες και θεαματικότερο, για να υποστεί νέα μερική καταστροφή στα μέσα του 15ου αι., μετά από έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, όταν εγκαθίστανται στην Κνωσό οι Μυκηναίοι. Καταστράφηκε εκ νέου, από πυρκαγιά, στα μέσα του 14ου αι. π.Χ. και από τότε δεν ανέπτυξε δραστηριότητα ανακτορικού κέντρου. 
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ανακτορικού συστήματος στην Μινωική Κρήτη έπαιξαν οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί με τα κέντρα της Ανατολής, σε Μεσοποταμία και Αίγυπτο, όπου υπήρχε ήδη «ιεραρχημένη» κοινωνία.  Η εμφάνιση των πρώτων ανακτόρων στη Μινωική Κρήτη, προοιώνιζε τη σταθεροποίηση της διοικητικής και κοινωνικής ιεραρχίας, την ενίσχυση της ευμάρειας των οικισμών της και την έξαρση της καλλιτεχνικής παραγωγής. 

Το ανάκτορο των Μυκηνών

 Εικόνα 2: Μυκήνες, η πύλη των Λεόντων
(Προέλευση εικόνας: www.greececulture.net, προσπ. 14/11/2014 )


Οι Μυκήνες κτίστηκαν από τον Περσέα, ο οποίος φόνευσε ακούσια τον παππού του Αρκίσιο, βασιλιά του Άργους.  Η ακρόπολη των Μυκηνών ιδρύθηκε, πάνω σε λόφο ύψους 278 μ., στα βορειοανατολικά της αργολικής πεδιάδας ανάμεσα σε δύο λόφους, τον Προφήτη Ηλία και τη Ζάρα, στα μέσα του 14ου αιώνα (1350 π.Χ. ΥΕ ΙΙΙ Α). Είχε έκταση 30.000 τ.μ. και τα τείχη της, περιμέτρου 900 μ., υπέστησαν αρκετές μετασκευές ως την τελική της μορφή που σώζεται μέχρι σήμερα και χρονολογείται στα τέλη του 13ου αι. π.Χ.  Στην ακμή της, χάρη σ’ ένα ισχυρό ηγεμόνα, κατασκευάστηκαν μεγάλα έργα, χτίστηκε η Πύλη των Λεόντων (εικ.2) με τον προμαχώνα της, η τοιχοποιία του βόρειου τείχους και η πύλη, αναδομήθηκε το νότιο τείχος, για να συμπεριλάβει τον «ταφικό περίβολο Α΄» και το θρησκευτικό κέντρο, χτίστηκε προμαχώνας στα νοτιοανατολικά και διαμορφώθηκε η μεγάλη αναβάθρα που οδηγούσε στο ανάκτορο, κατοικία του άνακτα.
Την ίδια εποχή οικοδομήθηκε ο «θησαυρός του Ατρέα», θολωτός τάφος με υψηλό κυψελοειδή θόλο και κολοσσιαία υπέρθυρα. Στην τελευταία φάση της, περί το 1200 π.Χ. (ΥΕ ΙΙΙ Γ), οι κάτοικοι έλαβαν περισσότερα μέτρα για την ασφάλειά τους και την εξασφάλιση νερού και τροφίμων.  Τα τείχη χτιζόταν με «κυκλώπεια» τοιχοδομία και τιτανόλιθους, πάχους τουλάχιστον πέντε μέτρων, ενώ το κεντρικό μέρος των τειχών γεμίζονταν με λίθους και πηλό. Στην ακρόπολη βρισκόταν και το υπόγειο υδραγωγείο, η «Περσεία κρήνη». Παρατηρούμε επίσης, σημαντικό αριθμό θολωτών τάφων, καθώς επίσης τάφους και κατοικίες στην κοντινή της περιοχή.  Το ανάκτορο έπαψε να λειτουργεί στα τέλη του 13ου αι., όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά, όμως οι Μυκήνες δεν έπαψαν να κατοικούνται.
Μελετώντας την κάτοψη των ανακτόρων και τα ευρήματα, παρατηρούμε την οργάνωση και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που απαιτούσε η εκτέλεση των έργων, καθώς και την κεντρική εξουσία, υπό τον άνακτα και τη δυνατότητά της να εξασφαλίζει το απαιτούμενο πλεόνασμα για τη διαβίωση τους, αναδεικνύοντας παράλληλα μια πολιτισμικά ανεπτυγμένη κοινωνία, με διακριτή κοινωνική δομή, αλλά με στρατοκρατική οργάνωση. 

Σύγκριση των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων
Αρκετά κοινά σημεία παρουσίαζαν, από αρχιτεκτονικής απόψεως, τα μυκηναϊκά με τα μινωικά ανάκτορα, όπως τα πρόπυλα, τις ταράτσες σε διαφορετικά επίπεδα, τις κιονοστοιχίες και τις εσωτερικές αυλές.  Βασικό συνδετικό στοιχείο ήταν επίσης, οι πρωτεύουσες κατασκευαστικές τεχνικές και η χρήση του λίθου ως αποκλειστικό ή πρωταγωνιστικό δομικό υλικό, παρότι διαφοροποιούνταν σε επί μέρους σημεία.  Για τη διακόσμησή τους, χρησιμοποιούσαν βασικά τις τοιχογραφίες, ακόμη και σε εξωτερικούς χώρους όπως τα προστώα, καθώς και σε κάποιες περιπτώσεις, λίθο, ξύλο και χαλκό.  Η διαρρύθμιση όμως των Μυκηναϊκών ανακτόρων βασίζονταν σε εντελώς διαφορετικές αρχές από τις Μινωικές, ήταν απλά και όχι δαιδαλώδη και αναπτύσσονταν σε περιορισμένη έκταση, σε αντίθεση με την πολύπλοκη διαρρύθμιση των πολυώροφων και εκτεταμένων Μινωικών. Το πρόπυλο εισόδου, η αυλή και το «μέγαρο», ο ορθογώνιος επίσημος χώρος, χαρακτηριστικό της Ηπειρωτικής Ελλάδας, διακρίνει τη μυκηναϊκή από τη μινωική αρχιτεκτονική.  Φειδωλή ήταν η χρήση κιόνων, σε εισόδους, προστώα και κυρίως χώρους του μεγάρου, είχαν χαρακτηριστικά που ήταν σπάνια στα Μινωικά ανάκτορα, όπως ραβδώσεις και άλλα που δεν υπήρχαν καν, όπως βαμμένοι δακτύλιοι από κονίαμα στις βάσεις.  Ακόμη, μικρή έως ανύπαρκτη ήταν η χρήση πήλινων σωλήνων στα αποχετευτικά συστήματα των Μυκηναϊκών ανακτόρων, όπου οι οχετοί ήταν αύλακες επενδυμένοι και καλυμμένοι με λίθινες πλάκες, σε αντίθεση με τα Μινωικά.  Βασική επίσης διαφοροποίηση ήταν η έλλειψη οχύρωσης στο ανάκτορο της Κνωσού, σε σχέση με το κυκλώπειο τείχος των Μυκηνών, καθώς τα ατείχιστα ανάκτορα και πόλεις των Μινωιτών, καθορίζουν την φιλειρηνική τους φύση. Απόδειξη του ειρηνικού χαρακτήρα των Μινωιτών είναι και η θεματολογία στις τοιχογραφίες, που είναι εμπνευσμένη από την καθημερινότητα, τη φύση ή τα θρησκευτικά και λατρευτικά σύμβολα, σε αντίθεση με τους Μυκηναίους που απεικονίζουν, είτε τους ίδιους σε σκηνές μάχης, ως δεινούς πολεμιστές, είτε αφηρημένες θεότητες.
Βόρεια καταγωγή δηλώνει το Μυκηναϊκό ανάκτορο, καθώς δείχνει εσωστρέφεια, σε αντίθεση με το Μινωικό, που παρουσιάζει σαφή μεσογειακή προέλευση.  Ο μινωικός «Λαβύρινθος», με αρχιτεκτονική ποικιλία και ιδιορρυθμία, αναδείκνυε μια κατοικία ανοιχτή σε «αέρα και φως», εν αντιθέσει με το ανάκτορο των Μυκηνών, που εμφάνιζε ορθολογιστικό σύνολο με ξεκάθαρη δομή, καθώς ακόμη και το σχήμα του μεγάρου δεν επέτρεπε παραλλαγές, σε έκταση και ύψος, ούτε προσθήκες.  Στην Μινωική Κρήτη και την Κνωσό προκρινόταν η κεντρική κιονοστοιχία, που έτεμνε το χώρο σε δύο μέρη, η εστία ήταν κινητή και το πλάτος της κατοικίας μεγαλύτερο από το βάθος, σε αντίθεση με την Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική που επέλεξε τη διπλή, η οποία χώριζε το χώρο στα τρία, η κατοικία είχε μεγαλύτερο βάθος απ’ ότι πλάτος, με την είσοδό της στην στενή πτέρυγα, ήταν σκοτεινή, καθώς είχε λιγοστά «φρέατα φωτισμού» και η εστία της βρισκόταν σε σταθερή θέση. 

Οι τοιχογραφίες στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό

Η τοιχογραφία, αντιπροσωπευτική μορφή έκφρασης πολιτισμού της εποχής του χαλκού, εντοπίζεται στα πρώτα ανάκτορα της Κνωσού, το 1600 π.Χ.  Ως εξαιρετικά αναπτυγμένη τέχνη για τους Μινωίτες, χαράσσει τα ρεύματα και τη μόδα της εποχής. Την εποχή αυτή οι ζωγράφοι εργάζονται σε αγαστή συνεργασία με το βασιλιά και τα εργαστήριά τους βρίσκονται εντός του ανακτόρου.  Η Αιγαιακή τεχνική των τοιχογραφιών είναι ανάμικτη και τα χρώματά τους είναι «φυσικά και γαιώδη», όπως για παράδειγμα το λευκό από ασβέστη, το σκούρο κόκκινο από αιματίτη, το ανοιχτό κόκκινο από ψημένη ώχρα, το κίτρινο από ώχρα, το μαύρο από άνθρακα, το μπλε από μείγμα πυριτίου χαλκού και οξειδίου ασβεστίου. 

Στην συνέχεια, εξετάζουμε δύο τοιχογραφίες, μία από κάθε ανάκτορο, τους «Γρύπες» (εικ.3), από την Αίθουσα του Θρόνου της Κνωσού και τους «Δαίμονες με το ανάφορο» (εικ.4), από τις Μυκήνες.


Οι Γρύπες στην αίθουσα του θρόνου στην Κνωσό

 Εικόνα 3.: Η τοιχογραφία με τους γρύπες την αίθουσα του θρόνου
(Προέλευση εικόνας: Αρχείο Δ. Β. Καρέλη)


Πρόκειται για επιζωγραφισμένη νωπογραφία που καταλαμβάνει, ολόκληρη την νότια πλευρά στην «αίθουσα του θρόνου». Φέρει ζωηρά, έντονα και φωτεινά χρώματα, στα οποία κυριαρχεί το επιβλητικό, μινωικό κόκκινο της Κνωσού, με αποχρώσεις μπλε, κυανού και φαιοκίτρινου χρώματος, αλλά και λευκού, με το οποίο αποδίδεται ένας κυματοειδής σχηματισμός που διατρέχει τους τοίχους, δίκην νέφους, στο μέσον και τη βάση του, παράλληλα με δύο κόκκινες γραμμές. Στη βάση της τοιχογραφίας, αμφίπλευρα του θρόνου, στέκονται αντικριστοί δύο άπτεροι «εραλδικοί γρύπες», σύμβολα βασιλικής ή θεϊκής εξουσίας, ίσως και απονομής δικαιοσύνης, που σκοπεύουν στην προστασία του. Όμοιοι «γρύπες» απεικονίζονται και στο δυτικό τοίχο. Από το ίδιο σημείο, αναφύονται θαλάσσια κρίνα. Οι «γρύπες», που αποδίδονται με μεγάλη τυποποίηση, φέρουν σώμα λιονταριού, κεφαλή αετού, (ίσως παγωνιού), εμφανίζονται άπτεροι, για να υποδηλώσουν την αέναη παρουσία τους στον χώρο, ενώ στο κεφάλι τους τονίζεται το γαμψό ράμφος και το περίτεχνο χρωματιστό λοφίο.  Φέρουν επίσης στο λαιμό τους σπειροειδές κόσμημα, που οι άκρες της απολήγουν σε άνθη παπύρου, χαρακτηριστικό της Φαραωνικής Αιγύπτου. Η τοιχογραφία χρονολογείται κατά την «κρητομυκηναϊκή περίοδο» (1700π. Χ. - 1075 π. Χ.)

Δαίμονες μεταφέρουν ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών

 Εικόνα 4: Δαίμονες μεταφέρουν το ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) (Προέλευση εικόνας:St. Louis Community College, http://users.stlcc.edu, προσπ. 2/11/2014)

Πρόκειται για θραύσμα τοιχογραφίας με παράσταση δαιμόνων. Αποτελεί μέρος αιγιακής τοιχογραφίας, στο Θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών. Φέρει μπλε και μαύρο χρώμα στα περιγράμματα, κυανό, ερυθρό, φαιοκίτρινο και λευκό στο θέμα της τοιχογραφίας. Εικονίζονται τρεις «ονοκέφαλοι» δαίμονες, να βαδίζουν προς τα δεξιά, κρατώντας μακρύ ξύλινο κοντάρι, το «ανάφορον», από το οποίο κρέμονταν θηράματα ή οι δορές τους.  Οι Δαίμονες της τοιχογραφίας εικονίζονται με κεφαλή όνου, φέρουσα κερατοειδή απόφυση και βόστρυχο, που πέφτει στο μέτωπο. Φέρουν ακόμη, ζώνη, δεμένη περιμετρικά. Πιθανότατα οι Δαίμονες επιστρέφουν από κυνήγι ιερό ή προς τιμή του άνακτα. Είναι πιθανόν να πρόκειται για μεταμφιεσμένους ανθρώπους, χάριν θρησκευτικής τελετής. Οι δαίμονες ιδίου τύπου προέρχονται από την Αιγυπτιακή θρησκευτική τέχνη.  Η απόδοσή τους είναι αντιφυσιοκρατική, χωρίς βάθος και προοπτική, καθώς απεικονίζονται κατά κρόταφο (προφίλ) και χωρίς επικάλυψη. Η τοιχογραφία τοποθετείται χρονικά περίπου το 13ο π.Χ. αι. (1250-1200 π.Χ.).
Συγκρίνοντας τις παραπάνω τοιχογραφίες, διαπιστώνουμε σημαντικές διαφορές, στην τεχνοτροπία, την τεχνική, αλλά και τη θεματολογία, που πηγάζουν από τη διαφορετικότητα των δύο πολιτισμών. Στην περίπτωση της νωπογραφίας των «γρυπών», αποτυπώνεται η ρεαλιστική τεχνοτροπία των Μινωιτών, με τα έντονα χρώματα, το φυσιοκρατισμό, κατά την απεικόνιση των κρίνων, αλλά και στην κίνηση των γρυπών, μέσα από καμπύλα περιγράμματα και τη συμβατική αιγαιακή προοπτική. Από την άλλη πλευρά η αυστηρή, λιτή και στατικότερη απόδοση, στην τοιχογραφία των «Δαιμόνων», συνδέεται με τον στρατιωτικό χαρακτήρα του πολιτισμού των Μυκηναίων.

Ενότητα 3η: Η επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αξιοποίηση των προϊστορικών ανακτόρων

Πέρα από κάποιες περιορισμένες χρήσεις στην αρχιτεκτονική διακόσμηση, η προϊστορική τέχνη δεν ενσωματώθηκε στη σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική και η αποκάλυψη του μινωικού και μυκηναϊκού πολιτισμού δεν είχε ουσιαστική επίδραση. Ενδεικτικά, μόνο το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο Ναύπλιο, σχεδιάστηκε σε ύφος Μυκηναϊκό, λόγω της γειτνίασης με τις Μυκήνες, καθώς και μεμονωμένα σπίτια στην Αθήνα και την Κρήτη, χρησιμοποίησαν τις χαρακτηριστικές μινωικές κολώνες, με το βαθύ κόκκινο χρώμα. Είχε πλέον προκριθεί ο νεοκλασικισμός, ως νέο ύφος και στυλ στην αρχιτεκτονική, αλλά και για την άμεση σύνδεση της Ελλάδας με το αρχαίο της παρελθόν. 
Η Ελλάδα, ένας από τους δημοφιλέστερους προορισμούς πολιτισμού παγκοσμίως, προσδίδει στον τουρισμό πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις. Η τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας, μέσα από την προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 και εξελίχθηκε σε μια εξαιρετική πηγή εσόδων.  Σήμερα οι επισκέπτες της Κνωσού ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο το χρόνο, με τις μέρες αιχμής να φτάνουν τους 15.000, αριθμοί ασύλληπτοι για τον Έβανς.  Ομοίως και οι επισκέπτες της Ακροπόλεως Μυκηνών αυξήθηκαν, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., κατά 1.8% περίπου, το μήνα.
Οι φθορές όμως που παρουσιάζουν σήμερα οι αρχαιολογικοί χώροι στις δομές τους, είναι σημαντικές, καθώς είναι εκτεθειμένοι στο εξωτερικό περιβάλλον και εμφανίζουν προβλήματα συνωστισμού και ρύπανσης, εξαιτίας του όγκου των επισκεπτών τους, καταστροφές από τους τουρίστες και  μεταβολή του χαρακτήρα της περιοχής.

Επίλογος
Συμπερασματικά, τα Μινωικά ανάκτορα ήταν ανοχύρωτα, τεράστια και λαβυρινθώδη, ενώ τα Μυκηναϊκά ήταν περιορισμένα σε έκταση και οχυρωμένα με κυκλώπεια τείχη. Διέφεραν επίσης στην αρχιτεκτονική δομή τους, δείγμα της διαφορετικότητας των δύο πολιτισμών, ήταν όμως και τα δύο διακοσμημένα με εξαιρετικές τοιχογραφίες.
Οι Μινωίτες δίδαξαν την τέχνη της τοιχογραφίας στους Μυκηναίους που ακολούθησαν τα ίδια πρότυπα, εναρμονισμένα στις δικές τους ανάγκες,  εν συγκρίσει όμως, άτεχνα και συμβατικά, με τη φυσιολατρία να απέχει και κεντρικό παράγοντα τις ανθρώπινες ασχολίες. 
Επίσης, η σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου από την προϊστορική τέχνη.
Η αξιοποίηση των Μυκηναϊκών και Μινωικών ανακτόρων προσέδωσε σοβαρή προστιθέμενη αξία στις περιοχές αυτές.


Βιβλιογραφία

Βασιλικού Ντόρα, Ο μυκηναϊκός πολιτισμός, Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΒΑΕ 152,  Αθήνα, 1995.

Παλυβού Κλαίρη, Δρ Αρχιτέκτων, «Η πορεία των επισκεπτών», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Το Μινωικό Θαύμα», Κυριακή 20 Απριλίου 1997.

Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, τόμος Α, Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999.

Τσούντας, Χρήστος, Μυκήναι και μυκηναίος πολιτισμός, υπό Χρήστου Τσούντα. Αθήνησιν: Παρά τω βιβλιοπωλείω της Εστίας,1893.

Dickinson, Oliver, Αιγαίο - Εποχή του Χαλκού, Μετ. Θεόδωρος Ξένος, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2003.

Μπουλώτης Χρήστος, Αρχαιολόγος στο  Κέντρον Ερεύνης της Αρχαιότητας  της Ακαδημίας Αθηνών, Το θρησκευτικό κέντρο, στο «Ο γοητευτικός μυκηναϊκός κόσμος», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», Κυριακή 31 Μαΐου 1998.

Φιλιππίδης Δ., Τέχνες Ι: Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Ιστορία της Ελληνικής και Πολεοδομίας. Τόμος Δ΄, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.

Δικτυογραφία

Αρχαιολογία Online, http://www.archaiologia.gr, Η τοιχογραφία στη μυκηναϊκή Ελλάδα, 27/6/2011, προσπ. 2/11/2014.
Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, http://digitalcrete.ims.forth.gr, προσπ. 30/10/14.
Νίκος Ζερβονικολάκης, http://zervonikolakis.lastros.net, Κνωσός - Ο Γρίφος Του Θρόνου, προσπ. 2/11/2014.
Τ.Ε.Ι. Χαλκίδας, http://www.ee.teihal.gr/ Οικοτουρισμός, προσπ. 2/11/2014.
Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, http://odysseus.culture.gr, προσπ. 30/10/14.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 

karelisdimitris@gmail.com
 
 
Εικ. 5 : Ανακτορικό συγκρότημα Κνωσού
 
 

Τα κάλαντα των Φώτων στην Βόρεια Φθιώτιδα

 Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Καρέλης
Τα Φώτα, μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης, γιορτάζονταν με λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια στην περιοχή του Δομοκού. Την Παραμονή των Φώτων ο ιερέας του χωριού επισκέπτονταν όλα τα σπίτια μαζί με το «παπαδάκι» που κρατούσε στο χέρι το «μπακρατσάκι» του γεμάτο αγιασμό, και ο παππάς με τον σταυρό και την «αγιαστούρα» του έδιωχνε τα καλικαντζαρούδια.
Τα ανθρωπόμορφα στοιχειά, τα «παγανά», άφηναν τις μέρες των Χριστουγέννων την μόνιμη εργασία τους, που ήταν το πριόνισμα του δέντρου της γης, κι έρχονταν στην επιφάνεια, τρύπωναν στις καμινάδες, τα ταβάνια  και τα αμπάρια των σπιτιών, με σκοπό να σκανδαλίσουν τους ανθρώπους.
Τα Φώτα οι καλικάντζαροι θα εξαφανιστούν για να ξαναπριονίσουν, ώς τις 23 Δεκεμβρίου της επόμενης χρονιάς.
Το βράδυ της παραμονής των Φώτων μεγάλες παρέες αγοριών και μεγαλύτερων ανδρών κρατώντας μεγάλα κουδούνια στα χέρια τα οποία χτυπούσαν συνεχώς, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έψαλλαν τα κάλαντα των Φώτων. Οι νοικοκυραίοι του χωριού τους φίλευαν χριστουγεννιάτικα εδέσματα τα οποία στο τέλος της βραδιάς γεύονταν όλοι μαζί στις ταβέρνες του χωριού τραγουδώντας και χορεύοντας.

Κάλαντα των Φώτων:

Σήμερα είν’ τα Φώτα και ο Φωτισμός
και χαρές μεγάλες και αγιασμός!
Σήμερα η κυρά μας η Παναγιά,
σπάργανα στα χέρια τίμια κρατεί
και τον Άη Γιάνη παρακαλεί:
Αϊ-Γιάννη Αφέντη και Πρόδρομε
δύνασαι βαφτίσεις θείον παιδί,
μες την κολυμπήθρα την αργυρή
που παιρνες νεράκι και νίβωσαν,
και χρυσό μαντλάκι σκουπίζωσαν!
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ,
και τον Κύριόν μου παρακαλώ,
αύριο ν’ ανέβω στους ουρανούς,
για να ρίξω δρόσο και λίβανο,
ν αγιαστούν οι βρύσες και τά νερά,
ν’ αγιαστεί κι αφέντης με την Κερά!
Αφέντη μ’ αφεντούτσικε μ’, πέντε φορές αφέντη μ’,
Αφέντη μ’ στα σαράια σου χρυσά καντήλια φέγγουν,
Αν βάλεις λάδι μοναχό φέγγουν στην αφεντιά σου,
Αν βάλεις λάδι και κερί φέγγουν στην γειτονιά σου,
Κυρά μ’ ψιλή κυρά μ’ λιγνή κυρά μ’ καντηλαφρύδω,
Κυρά μ’ φάντα στολίζοσαν να πας ταχιά στα Φώτα,
Βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη,
και του κοράκου το φτερό βάνεις καμαροφρύδι, 
τον άμμο τον αμέτρητο βάνεις για δακτυλίδι,
και την οχιά την παρδαλή γιορντάνι στο λαιμό σου!
Κι όταν σε  είδ’ η εκκλησιά απ’ άκρην σ’ άκρη εσείστη!
Παπάς σε  είδ’ εσώπασε, διάκος δεν ελειτούργα,
κι  εκειά  τ’  αναγνωστόπουλα ’φήκαν τα συναξάρια!
-Ψάλλε παπά μ’ σαν έψαλλες διάκο σαν ελειτούργας,
κι  εσείς αναγνωστόπουλα πέστε τα συναξάρια!
Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την άκριβή σου,
την έλουσες, τη χτένισες, στα σύννεφα την κρύβεις!
Τα σύννεφα σκορπίσανε κι η κόρη λάμπει μέσα,
τη βλέπει ο γιος του βασιλιά, τη βλέπει ο γιος του ρήγα!
- Δε θέλω γιο του βασιλιά, δε θέλω γιο του ρήγα,
θέλω το παπαδόπουλο, που ναι το φυσικό μου,
οπού χει μύλους δώδεκα μ' όλους τους μυλωνάδες,
οι πέντε αλέθουν με νερό κι οι έξι με το γάλα,
κι ο πρώτος ο καλύτερος αλέθει με το μέλι!
Άπλωσε αφέντη μ’, άπλωσε στην αργυρή σου τσέπη
κι αν εύρεις γρόσα δόσε τα, φλουριά μην τα λυπάσαι,
κι αν εύρεις και κατόφραγκα, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τ’ αφέντη μ’, κέρνα τα, να πιούνε στην υγειά σου,
και στην υγειά σου, αφέντη μου και στην καλή χρονιά σου!
Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό πέτρα να μην ραγίσει,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρονιά να ζήσει!!!


Και του Χρόνου!

Δημήτρης Β. Καρέλης

Η πρώτη θερμάστρα στην Αθήνα!


Η πρώτη θερμάστρα στην Αθήνα!

Ο γνωστός Γερμανός αρχαιολόγος, ελληνιστής και πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών Λουδοβίκος Ρος, ο οποίος τον χειμώνα του 1832-33 διέμεινε για πρώτη φορά στην Αθήνα, όταν ακόμη η πόλη διατελούσε ουσιαστικά  υπό τουρκικό έλεγχο, γράφοντας τις αναμνήσεις του από την ζωή του στην Ελλάδα, περιέγραψε άκρως γλαφυρά την τότε κατάσταση των Αθηνών. Απ’ τις αναμνήσεις του αυτές, η εφημερίδα Εστία απέσπασε και δημοσίευσε το 1878, την αρκούντως περίεργη περιγραφή της εντύπωσης που προξένησε στους κατοίκους της Αθήνας η πρώτη θερμάστρα (σόμπα). Όπως αναφέρει ο Ρος, ο χειμώνας τότε ήταν δριμύτατος και το θερμόμετρο πολλάκις κατέβηκε κάτω του μηδενός. Όταν έκανε τόσο δριμύ ψύχος, ο Ανατολίτης συνήθιζε να τυλίγεται με τη μηλωτή του (προβιά, κάπα, ένδυμα ή σκέπασμα από δέρμα προβάτου) και θερμαίνοντας τα πόδια του στον πύραυνο (μαγκάλι), να μένει ακίνητος χωρίς να κάνει τίποτε. 
Ο  Ευρωπαίος όμως, ο οποίος ήταν συνηθισμένος μέσα στο δωμάτιό του να διαβάζει, να γράφει ή να ζωγραφίζει, ήταν αδύνατον να υποφέρει μια τέτοια κατάσταση, εφόσον ακόμη κι όπου τυχόν υπήρχε τζάκι, δεν αρκούσε να θερμάνει τα ελεεινά δωμάτια.
Ο Λύδερς, ο οποίος βρισκόταν επίσης στην Αθήνα, ως πρακτικός άνθρωπος, σκέφθηκε να κατασκευάσει μια θερμάστρα και προμηθεύτηκε για το λόγο αυτό από την αγορά κάποια σίδερα, προσέλαβε ένα σιδηρουργό και με τη βοήθειά του, με πολλούς κόπους, κατάφερε να συναρμολογήσει ένα είδος τετράγωνης λάρνακας, στην οποία άνοιξε μία θυρίδα και της τοποθέτησε ένα μακρύ σωλήνα. Έτσι κατασκευάστηκε και ξεκίνησε τη λειτουργία της η πρώτη αθηναϊκή θερμάστρα, ενώ τα ξύλα ελιάς που τοποθετήθηκαν σ’ αυτή, δημιούργησαν λαμπρή φωτιά και αίσθημα θαλπωρής, οι δε τριγμοί και οι σπινθηρισμοί των ξύλων, γέμιζαν με χαρά και ευφροσύνη τους παρευρισκόμενους. 
Η αγγελία περί του πρωτοφανούς και πρωτάκουστου θεάματος, καθώς επρόκειτο για την πρώτη θερμάστρα στην Αθήνα, διαδόθηκε ακαριαία σ’ ολόκληρη την πόλη, προκαλώντας μεγάλη έκπληξη και περιέργεια. Ο Επίσκοπος των Αθηνών Νεόφυτος, προσέτρεξε να δει το πράγμα με τα ίδια του τα μάτια, ενώ πολλοί από τους πρόκριτους των Τούρκων ζήτησαν την άδεια να προσέλθουν και να δουν από κοντά την πρωτότυπη κατασκευή. Έκθαμβοι και με σεβασμό παρατηρούσαν το όμορφο και χρήσιμο εκείνο κατασκεύασμα και χαϊδεύοντας τη γενειάδα τους αναφωνούσαν: «Ο Θεός είναι μέγας και η σοφία των Φράγκων δεν έχει όρια».

Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας- Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Πηγή: Εστία, τόμος 5ος, Ιανουάριος – Ιούνιος, Αθήνα 1878, σελ. 542.


«Τα κόμματα «Αγγλικό», «Γαλλικό» και « Ρωσικό» κατά την περίοδο της βαυαρικής απολυταρχίας», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 Εισαγωγή .…………………….…………………………………………………
1η Ενότητα: Προέλευση και οργανωτικό πλαίσιο των πρώτων κομμάτων ……
2η Ενότητα: Ιδεολογικά χαρακτηριστικά των κομμάτων ………………………
3η Ενότητα: Κόμματα και πολιτικές κατά την βαυαρική απολυταρχία ..………
Επίλογος  .……………………………………………….………………………
Βιβλιογραφία .…..……………………………………….………………………


Εισαγωγή

Η ιστορία των κομμάτων στην Ελληνική πολιτική σκηνή φαίνεται πως είναι μακροβιότερη εκείνης του ίδιου του Ελληνικού κράτους. Ήδη από τα τέλη του 1821 άρχισαν να δημιουργούνται δύο πολιτικά σχήματα που αντανακλούσαν την διαμάχη μεταξύ στρατιωτικών και προεστών, αναγνωρίζοντας και ονομάζοντάς τα, πολιτικό «κόμμα» και στρατιωτικό «κόμμα».[1]

Λίγο αργότερα θα δημιουργηθούν τρεις πρωτογενείς πολιτικοί σχηματισμοί που θέτουν τις βάσεις του ελληνικού πολιτικού και κομματικού κατεστημένου: Το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό» κόμμα.

Στην παρούσα εργασία θα μελετήσουμε τα ιδεολογικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά των κομμάτων και τη θέση τους στην πολιτική ζωή του ελληνικού βασιλείου κατά την περίοδο της βαυαρικής απολυταρχίας (1832-1844).

1η Ενότητα: Προέλευση και οργανωτικό πλαίσιο των πρώτων κομμάτων

Οι ρίζες της δημιουργίας των τριών κομμάτων που δεσπόζουν στον πολιτικό βίο της Ελλάδας στα πρώτα βήματα της αυτόνομης πορείας του και κατά την Οθωνική περίοδο, το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό», βρίσκονται στα 1825-26 στην κρισιμότερη φάση του αγώνα της ανεξαρτησίας.[2] Οι βασικοί παράγοντες που συνέργησαν στη γέννηση αυτών των κομμάτων ήταν η αμηχανία των Ελλήνων έναντι της συμμαχίας της «Υψηλής Πύλης» με τον Μεχμέτ Αλή Πασά, χεδίβη της Αιγύπτου για την καταστολή της επανάστασης, η αλληλοσυγκρουόμενη πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στην εγγύς Ανατολή και η κατευθυνόμενη εύνοια και προστασία προς τους επαναστατημένους Έλληνες.[3]

Οι Έλληνες προσέγγισαν τις μεγάλες δυνάμεις ευελπιστώντας σε βοήθεια στον αγώνα κατά των Οθωμανών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τριών κομμάτων ως συνεπακόλουθο των επιμέρους προτιμήσεων των Ελλήνων.[4]

Οι εφημερίδες της εποχής τα αποκαλούσαν με τους περιγραφικούς όρους «το λεγόμενον αγγλικόν», «το λεγόμενον γαλλικόν» και το «λεγόμενον ρωσικόν», για να προσδιορίσουν τον προσανατολισμό τους στις «μεγάλες δυνάμεις», ταυτοχρόνως όμως οι επωνυμίες τους χρησιμοποιήθηκαν ως συνθήματα κατά των αντιπάλων κομμάτων στην πολεμική τους ρητορική, επισημαίνοντας έτσι την προδοσία επί των εθνικών συμφερόντων, σε αντάλλαγμα για την ξένη «προστασία».[5]

Τα πολιτικά κόμματα είχαν καταβολές στην περίοδο της «Φιλικής Εταιρίας» και στις κοινωνικο-ιδεολογικές αντιθέσεις που φτάνουν στο ζενίθ τους στην επανάσταση, σχηματίστηκαν την περίοδο των εθνικών συνελεύσεων, είχαν άτυπες οργανωτικές δομές, δεν είχαν επίσημα μέλη - καταστατικό, ούτε γραφεία και βασικά αποτελούσαν συνέχεια δικτύων συγγενείας με οικονομική αλληλεξάρτηση και τοπικιστικά συμφέροντα, ενώ οι οικογένειες της εποχής συχνά αποτελούσαν πολυμελείς φατρίες,[6] καθώς ήδη από την οθωμανική κυριαρχία είχαν δημιουργηθεί, για διάφορους λόγους «πελατειακές ενώσεις» μέσα στους κύκλους της ευρύτερης οικογένειας όπου συναντούσε κανείς «γνησίους και φερέγγυους συμμάχους».[7]

Επειδή την περίοδο εκείνη δεν υπήρχαν διακριτοί δημοκρατικοί και αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, αναγκαστικά η πολιτική ζωή ήταν δέσμια αυτών των δικτύων πατρωνίας και πελατείας, εξασφαλίζοντας την πολιτική υποστήριξη και βοήθεια συγγενών που είχαν αναρριχηθεί σε υψηλές θέσεις-κλειδιά και είχαν αποκτήσει βασιλική εύνοια, απ’ όπου μπορούσαν να διεκπεραιώνουν μικρές ή μεγαλύτερες ρουσφετολογικές υποθέσεις, σε βαθμό που επηρέαζαν ακόμη και τις πολιτικές εξελίξεις, ανάλογα με την διάθεσή τους.[8] Οι «προστάτες» και οι «κύκλοι συμφερόντων» εκμεταλλεύθηκαν και ενίσχυσαν το «πελατειακό» σύστημα, εμποδίζοντας την καθιέρωση ενός πολιτικού συστήματος «ευρωπαϊκού τύπου», επειδή το θεωρούσαν αντίθετο και εχθρικό προς τα συμφέροντά τους.[9]

Οι σχέσεις προστασίας και οι συμπράξεις της προεπαναστατικής περιόδου, εμπίπτουν στην περίπτωση των οικογενειακών «φατριών» με σημαντικότερες την κοινή φατρία των Λόντου-Ζαΐμη, των Δεληγιανναίων, των Μαυρομιχαλαίων και των Κουντουριωτών και άξιες μνημόνευσης, ως προσωπικά σχήματα γεννημένα στον αγώνα, τις φατρίες του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Ιωάννη Κωλέττη.[10]

2η Ενότητα: Ιδεολογικά χαρακτηριστικά των κομμάτων

Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828, βρέθηκε μπροστά σε μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση σχετικά με τα πολιτικά κόμματα και βρισκόμενος σε δίλημμα να επιλέξει την αναζήτηση υποστήριξης και συνεργασίας όλων των φατριών και κομμάτων ή να επιχειρήσει να συνενώσει εξουσιάζοντας κάποιες φατρίες ώστε να υπερκεράσει τις υπόλοιπες, επέλεξε το δεύτερο σαφώς επηρεασμένος από τις ανοιχτές επιθέσεις κάποιων φατριών στο πρόσωπό του.[11] Έτσι δημιούργησε σε εθνικό επίπεδο ένα κόμμα, συνισταμένη πολλών φατριών και τοπικών συμπράξεων και πυρήνα τη «ρωσική» φατρία, γνωστό ως «Καποδιστριακό κόμμα» ή «κόμμα των Ναπαίων» με την «Εταιρία του Φοίνικος» να ενεργεί ως ανεπίσημος υποστηρικτικός οργανισμός, στηρίζοντας την κομματική του βάση στη νομιμοφροσύνη των φατριών με κύριους παράγοντες τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο και τον πιστό του φίλο καπετάν Γκούρα στη Ρούμελη.[12] Αντίθετα οι δυνάμεις των λεγόμενων «συνταγματικών» που περιλάμβαναν όλες τις «αντικαποδιστριακές» φατρίες, δεν λειτούργησαν ποτέ ως ενιαίο κόμμα και ανάμεσα στα χρόνια 1828-32 διακρίνονται σε τέσσερις ομάδες βασιζόμενες σε συνταγματικές αρχές, την «αγγλική», τη «γαλλική», τη φατρία των «Κουντουριωτών» και τη φατρία των «Μαυρομιχαλαίων». Σαφής είναι πλέον η ύπαρξη των τριών κομμάτων, του «καποδιστριακού» ή «ρωσικού», του «αγγλικού» και του «γαλλικού» στα τέλη του 1832.[13] Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και τον εμφύλιο του 1832, δημιουργούνται έντονες πικρίες ανάμεσα κυρίως στο «αγγλικό» και το «γαλλικό» κόμμα, ενισχύοντας τον διαχωρισμό μεταξύ των οπαδών τους, εμφανίζονται τα γενικά και τα γεωγραφικά όρια των κομμάτων, εφόσον αποκτούν υπόσταση και συνοχή και καθορίζονται με σαφήνεια ηγέτες και οπαδοί τους.[14] Κάποιοι συνδέουν τα προσανατολισμένα στους ξένους κόμματα με γεωγραφική διάκριση ταυτίζοντας το «αγγλικό» κόμμα με τους Νησιώτες, το «γαλλικό» με τη Ρούμελη και το «ρωσικό» με την Πελοπόννησο.[15]

Το «ρωσικό» κόμμα, φίλα προσκείμενο ιδεολογικά και πολιτικά στη Ρωσία, είχε ξεκάθαρη, συντηρητική ιδεολογία και ταυτιζόταν με την υπεράσπιση των συμφερόντων της Εκκλησίας, αποκτώντας έτσι μεγάλο λαϊκό έρεισμα, με ηγετικές φυσιογνωμίες και εκφραστές τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον κόμη Ανδρέα Μεταξά. Θεμελιώδης αξία κοινωνικής τάξεως υπήρξε για το «ρωσικό» κόμμα η θρησκεία και βάση της πολιτικής του το πεδίο της εσωτερικής πολιτικής και όχι της διπλωματίας.[16]

Το «αγγλικό» κόμμα υπό τον Αλέξανδρο Mαυροκορδάτο, χωρίς ιδιαίτερα ερείσματα στην επαρχία, αντλούσε δύναμη από ένα στενό κύκλο διανοούμενων με ευρωπαϊκή παιδεία, είχε πίστη στο κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και τη διάκριση των εξουσιών, ως  βασικές αρχές νόμιμης εξουσίας,[17]στον «εξευρωπαϊσμό» και τη διεύρυνση ελευθεριών,[18] κρατώντας μακριά την εκκλησία, χωρίς όμως περιορισμούς στην διδασκαλία της.

Γύρω από το «γαλλικό» κόμμα και την ισχυρή προσωπικότητα του Ιωάννη Κωλλέτη, επίσημου εκφραστή της «Μεγάλης Ιδέας», συσπειρώθηκε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, όπως οπλαρχηγοί της Ρούμελης, προεστοί της Πελοποννήσου και προύχοντες Νησιώτες. Το «γαλλικό» κόμμα πρέσβευε τον δυτικό φιλελευθερισμό και υποστήριζε την εγκαθίδρυση συνταγματικού καθεστώτος, με φανερή την ταύτιση του με τους «πολεμιστές» και την ιδέα του «ριζοσπαστικού αλυτρωτισμού», κάτι που εύρισκε αντίθετο το «αγγλικό» κόμμα[19].

Όλα τα κόμματα πάντως ασπάζονταν την «Μεγάλη Ιδέα» του αλυτρωτισμού, την απελευθέρωση δηλαδή όλων των Ελλήνων και των ομόδοξων χριστιανών από τον Οθωμανικό ζυγό, το καθένα στο δικό του βαθμό και επιζητούσαν μια αυτοκέφαλη εκκλησία.[20]

Οι πολιτικοί την εποχή εκείνη δεν έκριναν ψεκτό να αποδέχονται βοήθεια από τους ξένους και να οικοδομούν την Ελλάδα στα πρότυπα των μεγάλων δυνάμεων διότι όπως έλεγε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, «διατηρούμε ως θεμελιώδη αρχή της σκέψης μας το ότι είμαστε, Έλληνες και όχι Ρώσοι, Άγγλοι, ή Γάλλοι».[21]

3η Ενότητα: Κόμματα και πολιτικές κατά την βαυαρική απολυταρχία

Κατά την έλευση του Όθωνα το απολυταρχικό καθεστώς θεωρήθηκε απαραίτητο ώστε να αποκλειστούν τα κόμματα από τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται την εξουσία για ίδιον όφελος, με την σύμβαση μάλιστα της 25ης Απριλίου/7ης Μαΐου 1832 δόθηκε απόλυτη εξουσία στον αντιβασιλέα.[22]

Η Αντιβασιλεία έδειξε από την πρώτη στιγμή τις προθέσεις της, διατηρώντας αρχικά το κυβερνητικό σχήμα ως την 15η Απριλίου 1833, οπότε διόρισε μέλη του ονομαζόμενου υπουργικού συμβουλίου το Σπυρίδωνα Τρικούπη, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το Γεώργιο Πραΐδη  και τον Ιωάννη Κωλέττη, με καταφανή υπεροχή του «αγγλικού» έναντι του «γαλλικού» κόμματος ενώ δεν εκπροσωπήθηκε το «ρωσικό» κόμμα.[23]

Σύμφωνα με την κρίση της Αντιβασιλείας, οι ξένες Δυνάμεις συνιστούσαν απειλή για την εξουσία, καθώς συνέδεε την πολιτική των επεμβάσεών τους με τα πολιτικά κόμματα, τα οποία επεδίωξε να συνενωθούν υπό το στέμμα για την διασφάλιση της χώρας από ξένες παρεμβάσεις, έστω και θεωρητικά, καθότι ο κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσμπεργκ δεν απέφυγε την εμπλοκή τόσο με τις Δυνάμεις όσο και τα ελληνικά πολιτικά κόμματα.[24] Όμως αποδείχτηκαν λαθεμένες οι εκτιμήσεις της Αντιβασιλείας, πως η παρακώλυση των πολιτικών κομμάτων να συμμετάσχουν στην πολιτική ζωή της χώρας θα τα εξανάγκαζε σε υπόταξη, καθώς ο μεν Κωλλέτης ήταν επιφυλακτικός οι δε «Ναπαίοι» του «ρωσικού» κόμματος με το Κολοκοτρώνη, ήσαν ανυπόμονοι και καθώς είχαν πειστεί για την αρνητική στάση των Βαυαρών, προσπάθησαν με διάφορους τρόπους να βελτιώσουν τη θέση τους σχεδιάζοντας την πτώση της Αντιβασιλείας.[25]

Οι πολιτικές ανακατατάξεις της εποχής, ως απόρροια των «συνομωσιών» και ο εν μέρει παραγκωνισμός του «αγγλικού» κόμματος του Μαυροκορδάτου, είχαν ως συνέπεια να βγει κερδισμένος ο Κωλλέτης και το κόμμα του. Ο Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ δικαιολογώντας τη φιλογαλλική πια στάση της Αντιβασιλείας αποκαλεί το «γαλλικό» κόμμα ως «εθνικό» το οποίο «εκπροσωπεί την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και έχει ως ηγέτη την πλέον δημοφιλή ελληνική προσωπικότητα».[26]

Η πολιτική του Όθωνα απέναντι στα κόμματα ήταν ένας συγκερασμός της στάσης της πρώτης Αντιβασιλείας και του Άρμανσμπεργκ, προσπαθώντας να εφαρμόσει δίκαιη, ουδέτερη και «πατερναλιστική» διοίκηση, απαλλαγμένη από τις υπερβάσεις των κομμάτων, υπό τον απόλυτο έλεγχό του, συνυπάρχοντας και υπονομεύοντας ταυτόχρονα τα κόμματα, καθώς ο ίδιος με ταξίδια και επαφές επεδίωξε να εξουδετερώσει κάθε σχέση μεταξύ του λαού και των προεστών με τους πολιτικούς ηγέτες, χωρίς όμως επιτυχία.

Ο Όθωνας μετέβαλε τη στάση του υπέρ των «Ναπαίων» για εσωτερικούς λόγους καθώς μεγάλωνε η δημοτικότητά τους και την ίδια στιγμή άλλαξε στάση έναντι των Άγγλων καθώς δεν έλαβε την οικονομική βοήθεια που επιθυμούσε από κείνους. Οι «Ναπαίοι» κατόρθωσαν να θέσουν υπό πλήρη έλεγχο την περιφερειακή διοίκηση,  με το «ρωσικό» κόμμα να κυριαρχεί το 1838, όταν ο Όθωνας στράφηκε στη Ρωσία απ’ όπου πήρε τελικά την τρίτη δόση του δανείου.[27]

Επίλογος

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενεργού συμμετοχής των κομμάτων στην πολιτική ζωή της Οθωνικής Ελλάδας αποτελεί η διεκδίκηση συντάγματος καθώς το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος του 1832» της Ε' Εθνοσυνέλευσης Ναυπλίου, έμεινε ανεφάρμοστο από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα με αποτέλεσμα την διεκδίκησή του αρχικά από το «γαλλικό» και το «αγγλικό» κόμμα και στη συνέχεια από κομμάτι του «ρωσικού». Η συνωμοσία οργανώθηκε κατ' αρχάς από τα κόμματα «ρωσικό» και «αγγλικό», σύντομα όμως προσχώρησε και το δυσαρεστημένο «γαλλικό». Απόρροια της συνεργασίας των τριών κυρίαρχων κομματικών ηγετών, του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη και του Μεταξά, ήταν η παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα και η εγκαθίδρυση συνταγματικής μοναρχίας, μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Κατόπιν των γεγονότων και της λήξης της απολυταρχικής περιόδου τα κόμματα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την μεταξύ τους πολεμική τακτική, επιδιώκοντας νέους κοινούς στόχους όπως η απρόσκοπτη εφαρμογή του συντάγματος και η «Μεγάλη Ιδέα».


Βιβλιογραφία


  • Βλάχος Νικόλαος, περιοδικό «Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» του Δ. Καλιτσουνάκη, τόμ. 19, τεύχ. 1, «Η γένεσις του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού κόμματος εν Ελλάδι.», ΚΑ', Αθήνα, 1939.
  • G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α΄, μτφρ. Θ. Παρασκευόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, Νεότερος Ελληνισμός από το 1833 ως 1881, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1977.
  • Μαργαρίτης Γ., Μαρκέτος Σ., Ροτζώκος Ν., Μαυρέας Κ., Ελληνική Ιστορία, Τομ.Γ΄. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
  • Petropoulos J., «Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843)», μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997.


[1] Petropoulos J., «Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843)», μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997, σελ. 101.

[2] Βλάχος Νικόλαος, περιοδικό «Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» Δ. Καλιτσουνάκη, τόμ. 19, τεύχ. 1, «Η γένεσις του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού κόμματος εν Ελλάδι.», ΚΑ', Αθήνα, 1939, σελ. 25.

[3] Βλάχος Νικόλαος, ό.π., σελ. 25.

[4] G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α΄, μτφρ.Θ. Παρασκευόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006, σελ. 141.

[5] Petropoulos J., «Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843)», μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997, σελ. 16.

[6] Μαργαρίτης Γ., Μαρκέτος Σ., Ροτζώκος Ν., Μαυρέας Κ., Ελληνική Ιστορία, Τομ.Γ΄. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 146.

[7] G. Herring, ό.π., σελ. 63.

[8] Μαργαρίτης Γ., ό.π., σελ. 147.

[9] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ`, Νεότερος Ελληνισμός από το 1833 ως 1881, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1977, σελ. 14.

[10] Ίδιο, σελ. 28.

[11] Ίδιο, σελ. 29.

[12] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 29.

[13] Ίδιο, σελ. 29.

[14] Ίδιο, σελ. 29..

[15] Petropoulos J., ό.π., σελ. 15.

[16] G. Herring, ό.π., σελ. 224.

[17] G. Herring, ό.π., σελ. 200.

[18] G. Herring, ό.π, 273.

[19] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 87-88.

[20] Μαργαρίτης Γ., ό.π., σελ. 165.

[21] G. Herring, ό.π., σελ. 267.

[22] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 36.

[23] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 45.

[24] Ίδιο, σελ. 45-46.

[25] Ίδιο, σελ. 45.

[26] Ίδιο, σελ. 47.

[27] Petropoulos J., ό.π., σελ. 334-336.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 


Πηγή ΦΩΤΟ ΕΔΩ


Contact With Me

Contact Us
DIMITRIS KARELIS
+306947185990
Athens, Greece