-->

i Love to Create!

I AM

image
Hello,

I'm ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΚΑΡΕΛΗΣ

Ονομάζομαι Δημήτρης Καρέλης, είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. Γεννήθηκα στη Λαμία και ζω στη Καλλιθέα Αττικής, είμαι παντρεμένος και έχω ένα γιο. Εργάζομαι ως υπάλληλος στον όμιλο Δ.Ε.Η. Α.Ε. από το 1993 και υπηρετώ στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε.). Σήμερα είμαι συνδικαλιστής, Εκτελεστικός Σύμβουλος Πολιτιστικών Θεμάτων και Μέλος του Δ.Σ. της ΓΕΝ.Ο.Π-Δ.Ε.Η.-Κ.Η.Ε., ενώ χρημάτισα επί σειρά ετών Πρόεδρος, Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος Δ.Σ. του ιστορικού συνδικάτου «Πανελλαδικός Σύλλογος Καταμετρητών-Εισπρακτόρων Δ.Ε.Η.». Είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος, με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Από την παιδική μου ηλικία, με πυξίδα τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, ξεκίνησα ένα μακρύ ταξίδι στο χώρο του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της παράδοσης, της γραφής, του λόγου και του στοχασμού.


Education
University

Culturologist

Postgraduate

Master of Arts in Public History

School of Amusement

Self-taught painter


Experience
Electricity worker

Public Power Corporation of Greece

Historical

Historical author-researcher

Painter

Art and painting lover


My Skills
Writing
Painting
Disquisition
Design

About Books

«Η βιβλιοθήκη κατοικείται από πνεύματα που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα». – Ιζαμπέλ Αλιέντε.

friendship

«Ένα μόνο τριαντάφυλλο μπορεί να είναι ο κήπος μου, αλλά μόνο ένας φίλος, ο κόσμος μου». – Λέο Μπουσκάλια

be yourself

«Να είσαι ο εαυτός σου, αλλά πάντα ο καλύτερος εαυτός σου». – Karl G. Maeser

about love

«Το να αγαπιέσαι βαθιά σου δίνει δύναμη, ενώ το να αγαπάς βαθιά σου δίνει κουράγιο». – Λάο Τσε.

WHAT I DO

Author-writer

«Είτε γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί, είτε κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», Βενιαμίν Φραγκλίνος

Culturologist

«Ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, κατακτάται», Αντρέ Μαλρώ

Painter

«Η ζωγραφική είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να κρατάς ημερολόγιο», Πάμπλο Πικάσο

Some of my work
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η αρχαία πόλις των Ξυνιών, η Ακρόπολη και το νησί της, στο οροπέδιο του Δομοκού

 

Η αρχαία πόλις των Ξυνιών, η Ακρόπολη και το νησί της, στο οροπέδιο του Δομοκού


Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*


Η Αρχαία ακρόπολη Ξυνιάδος βρισκόταν Ν.Δ. του Δομοκού, στην νότια όχθη της λίμνης Ξυνιάδος, πάνω σε νησίδα. Η βραχώδης νησίδα, στο Νότιο τμήμα της αποξηραμένης τώρα λίμνης Ξυνιάδος, είναι έκτασης 367 περίπου στρεμμάτων, υψομέτρου 537 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας και 70 από την επιφάνεια της λίμνης και αποτελούσε μαζί με τον πλαϊνό λοφίσκο, ένα μικρό σύμπλεγμα νησιών, κοντά στη σημερινή Κορομηλιά Δομοκού.

Η γαλαζοπράσινη λίμνη, που βρισκόταν σε ρηγματώδη λεκάνη στην Όθρυ, ήταν μεγάλη αλλά χωρίς βάθος, όμως λόγω του πλήθους των ψαριών που φιλοξενούσε, παρείχε τροφή στους κατοίκους των Ξυνιών αλλά και της γύρω περιοχής.

Η Ακρόπολη ταυτίζεται με την αρχαία πόλη Ξυνία, Ξυνιαί ή και Ξυνιάδαι (ο πολίτης Ξυνιεύς), κατ’ άλλους δε λόγω της μικρής της έκτασης, πιστεύεται ότι αποτελούσε την κατοικία των βασιλέων και το οχυρωμένο καταφύγιο των Αρχόντων και των πολιτών, σε περιόδους πολέμων, αλλά η πόλη βρισκόταν σε άλλο σημείο εκτός της λίμνης. Κατά μια εκδοχή οφείλει το όνομά της στην αρχαϊκή λέξη «Ξοινή» δηλαδή κοινή, καθώς η λίμνη βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ Στερεάς Ελλάδας και Θεσσαλίας.

Στα σχόλια των «Αργοναυτικών» οι R. François και P. Brunck (1810) αναφέρουν: «Λίμνην τινές την Ξυνιάδα φασίν Θεσσαλίας, οι δε πόλιν παρά δ’ αυτήν Βοιβοιΐδα λίμνην ήν Ξυνιάδα είπε, δια το πλησίον είναι της Ξυνιάδος πόλεως. Οι δε φασίν, ούτως αυτήν καλείσθαι, δια το ξυνόν είναι το κοινόν. Ταύτην δε κοινήν είναι Θεσσαλίας ή Βοιωτίας».

Ο Ε. Dodwell στο ταξίδι του στην περιοχή (1801-1806) γράφει: «Η πόλη η οποία ήταν χτισμένη πάνω σε λόφο, προβαλλόταν μέσα στη λίμνη η οποία ονομαζόταν Βοίβη (Boibe, Βοίβη) και τα ερείπιά της είναι ακόμη ορατά. Η πόλη και η λίμνη ήταν επίσης γνωστή με το όνομα Ξυνία την εποχή της ακμή της».

Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει: «Ξυνία Θετταλίας πόλις. Πολύβιος ενάτω. Το εθνικόν Ξυνιεύς ως Ιλιεύς και Ξυνιάς λίμνη ήν Βοιβιάδα φασίν, (Βοιβαΐδα ή Βυβαΐδα σελ. 481). Στο «Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, υπό Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου» (1852) αναφέρεται: «Ξυνία, πόλις της Θεσσαλίας πλησίον των Υπάτων από της οποίας παρονομάζεται η Ξυνιάς λίμνη της Θεσσαλίας».

Ο Γερμανός περιηγητής Φρίντριχ Στέλιν (Fridrich Stahlin), σε μια εξαιρετική περιγραφή του χώρου, στο βιβλίο του «Αρχαία Θεσσαλία, αναφέρει»: «Τα ερείπια της πόλεως Ξυνιαί βρίσκονται σε μια σε σχήμα ασπίδας εδαφική γλώσσα από ασβεστόλιθο, η οποία είναι 74 μ. πάνω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Μόνο από τον βορρά υπάρχει πρόσβαση με μια στενωπό την περιβάλουν δε η λίμνη και οι βαλτώδεις όχθες. Στην ελαφρώς γερμένη νοτιοδυτική πλαγιά εκτείνεται η πόλη. Η τοποθεσία δεν είναι και τόσο υγιεινή, αλλά είναι εξαιρετικά οχυρή και γι’ αυτό τόσο στην αρχαία ελληνική εποχή όσο και στη βυζαντινή ήταν κατοικημένη. Το αρχαίο ελληνικό τείχος έχει περιφέρεια 940 μ. Η ακρόπολη χωρίζεται από ένα εσωτερικό τείχος και έχει περιφέρεια 230 μ. Την κορυφή της σχηματίζει ένας σωρός από πεσμένα μάρμαρα, που δίνει το ερέθισμα για μια ανασκαφή. Στην ακρόπολη και στο βόρειο τείχος η αρχαία ελληνική οικοδόμηση με ορθογώνιους λίθους έχει τελείως αντικατασταθεί  από ένα βυζαντινό τείχος με ασβεστοκονίαμα, πάχους 1,64 μ. Αυτό το τείχος ανήκε ίσως στην Επισκοπή Εζερού, που αναφέρεται μεταξύ Ζητουνίου (Λαμίας) και Τρίκκης (Τρικάλων). Κατά τον Λίβιο η πόλη Ξυνίαι βρισκόταν στο σύνορο των Θεσσαλών και των Αινιάνων, στη γειτνίαση των οποίων παραπέμπει ο βοσκότοπος των Αινιάνων που βρίσκεται στην περιοχή της πόλεως. Όταν όμως ο Λίβυος και Στέφανος Βυζάντιος τοποθετούν την πόλη στη Θεσσαλία αυτό αποτελεί αναχρονισμό. Αυτή έχει αποδειχθεί αχαϊκή όχι μόνο από τη θέση της αλλά και από το πολίτευμα των αρχόντων. Γι’ αυτό επίσης ιδιοποιήθηκαν μετά το 189 π.Χ. την προηγουμένως αιτωλική πόλη, οι Θεσσαλοί, στους οποίους το 196 π.Χ. συγκατατάσσονταν οι Αχαιοί. Οι Kiepert, Foxv και Philippson αναζητούν την πόλη Ξυνίαι ανατολικά της λίμνης στο βουνό Κουρνοφωλιά (σ.σ. πάνω από την σημερινή Κορομηλιά). Υπάρχει βεβαίως σ’ αυτό τριγυρισμένο από «σκοπέλους» ένα πλάτωμα, το οποίο από μακριά φαίνεται απατηλά να μοιάζει με θέση μιας αρχαίας πόλεως, αλλά όταν όμως εγώ ανέβηκα στο βουνό, πείστηκα ότι εκεί δεν υπάρχουν κανενός είδους αρχαία κατάλοιπα», («Αρχαία Θεσσαλία», Fridrich Stahlin).

Ο συγγραφέας και δήμαρχος Βόλου Ν. Γεωργιάδης στο βιβλίο του «Θεσσαλία» (1880) αναφέρει: «Επί τινός δε εν τη λίμνη προέχοντος ακρωτηρίου ευρίσκονται ερείπια αρχαίας Ελληνικής εποχής της πόλεως Ξυνίας, ήτις κατά μεν το 193 π.Χ. εγκαταλειφθείσα υπό των κατοίκων ελεηλατήθη υπό των Αιτωλών (Λιβ.ΧΧΧΙΙ 13), το δε επόμενον έτος αφίχθη εις αυτήν ο Ύπατος Φλαμινίνος μετά τριήμερον οδοπορίαν από της Ηρακλείας (33,3)». Εις την πόλιν ταύτην την πληθώραν των πελαργών δικαιολογεί θρύλος του Αριστοτέλους έχων ούτω: «Κάποτε ο τόπος εγέμισε υπό όφεις με απόφασιν  των κατοίκων να εγκαταλείψωσι τον τόπον. Εις την αποφασιστικήν τούτην στιγμήν  ενεφανίσθη και εγκατεστάθη σμήνος πελαργών, το οποίον απήλλαξε τον τόπον από την πληγήν αυτήν των όφεων. Εφ’ ω και εις ευγνωμοσύνην εψήφισαν νόμον όστις προέβλεπε την ποινήν του θανάτου δια πάντα φονεύοντα πελαργόν».

Η Ακρόπολη της Ξυνιάδας φέρεται ως κτίσμα του 4ου αι. π.Χ., αρχαιολογικά όμως ευρήματα της περιοχής  αποδεικνύουν την κατοίκησή της πολύ νωρίτερα, από την  μυκηναϊκή εποχή. Τα ευρήματα αυτά είναι μια χάλκινη σμίλη, γνωστός τύπος εργαλείου μυκηναϊκής εποχής, μια αιχμή δόρατος μυκηναϊκής εποχής, γνωστού τύπου κυρίως στη Δυτική Ελλάδα, πτηνόμορφος ασκός αλλά και ξίφος με μακριά λεπίδα, το οποίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της ΙΔ΄ ΕΠΚΑ των τελευταίων ετών. Ο τύπος του ξίφους αυτού θεωρείται κρητικής έμπνευσης και είναι ένα σύνηθες εύρημα των λακκοειδών βασιλικών τάφων των ταφικών Κύκλων Α και Β των Μυκηνών.

«Τα προαναφερθέντα ευρήματα αποτελούν την απόδειξη ότι η χρήση του χώρου αρχίζει πολύ πριν τον 4ο αι. π.Χ. χρονολογία πριν από την οποία επιστεύετο ότι αυτός δεν κατοικείτο», («Αχαιοφθιωτικά Β΄, 1997). Το αρχαίο Ελληνικό τείχος των Ξυνιών είναι κτισμένο με την έμπλεκτο τεχνική, πάχους 2 μ., οι ορθογώνιοι λίθοι μέσου μεγέθους με ελαφρά κύφωση. Από την πλευρά που στρέφεται προς τη χώρα το τείχος ισχυροποιείται με 7 πύργους, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με αυτό. Ένας όγδοος βρίσκεται στην ακρόπολη. Στις γωνίες των πύργων υπάρχει γλυφή καθώς και στη γωνία του τείχους στον βορρά, που είναι κομμένη στο βράχο, σαν μια φυσική έπαλξη. Εκτός αυτού, σε τέσσερις ακόμη θέσεις του τείχους έχουν φροντίσει να υπάρχουν οδοντωτές προεξοχές για πλαϊνή οχύρωση. Η πόλη είχε δύο περιβόλους με ύψος τρία και έξι μέτρα.

Το αρχαίο τείχος έχει καλυφθεί σε κάποια σημεία με βυζαντινή οχύρωση η οποία κατά τον μεσαίωνα χρησίμευε και για την προστασία του Φεουδάρχη. Βαθιά τάφρος χώριζε την νησίδα από την ξηρά με την οποία επικοινωνούσε μέσω στενού πέτρινου διαδρόμου (καλντερίμι) και ξύλινης γέφυρας στη θέση της οποίας κατά τον μεσαίωνα υπήρχε η «κινητή γέφυρα» που προάσπιζε την είσοδο του φρουρίου και επέτρεπε την επικοινωνία με την ξηρά. Η πόλη ήταν εξαιρετικά οχυρή καθώς περιβάλλονταν από το νερό της λίμνης, το βάλτο και το βραχώδες τοπίο του νησιού.

Σε επιγραφή του 213 π.Χ. που φυλάσσεται σήμερα στο μουσείο των Δελφών, βρίσκουμε πληροφορίες για τα όρια των Ξυνιαίων με τους Μελιταιείς, τους μεσολαβητές της Αιτωλικής Συμπολιτείας που διαιτήτευσαν στη διαμάχη για τα σύνορα, το πολίτευμα των δύο πόλεων καθώς γίνεται αναφορά στους Άρχοντες αλλά και τα ονόματά τους:

«CΤΡΑΤΑΓΕΟΝΤΟΣ ΠΑΝΤΑΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟ ΠΕΜΠΤΟΝ, ΕΝ ΔΕ ΜΕΛΙΤΕΙΑΙ ΑΡΧΟΝΤΩΝ ΘΡΑΣΥΔΑΜΟΥ, ΠΟΛΕΜΙΔΑ ΤΟΥ …ΟΥ, ΦΕΙΔΩΝΟΣ ΤΟΥ ΕΥΚΡΑΤΕΟΣ, ΕΝ ΔΕ ΞΥΝΙΑΙΣ ΔΑ….. ΤΟΥ CΥΜΜΑΧΟΥ, ΝΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΙΩΝΟΣ , ΦΙΛΛΙΔΑ ΤΟΥ …ΟΣ, ΕΚΡΙΝΑΝ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΑΙ ΟΙ ΑΙΡΕΘΕΝΤΕΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ ΤΩΝ ….Σ ΠΕΛΑΝΕΥΣ ...ΕΟΣ  ....ΟΣ ΘΕΟΔΟΤΟΥ  Α... ΟΡΙΑ ΕΙΜΕΝ ΞΥΝΙΑΙΟΙΣ ΚΑΙ ΜΕΛΙΤΕΥΣΙ ΤΑΣ ΧΩΡΑΣ ΑΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΑΝΤΟ ΟΙ ΜΕΛΙΤΑΙΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΟΥ ΒΟΡΡΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΑΝ ΝΑΠΑΝ ΕΝ ΤΑΝ ΠΑΓΑΝ ΤΟΥ ΧΑΡΑΔΡΟΥ ΚΑΙ ΕΚ ΤΑΣ ΠΑΓΑΣ ΕΝ ΤΟ ΝΕΜΟΣ ΤΟ ΠΟΤΙ ΤΑΙ CΤΡΟΒΕΙΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΝΕΜΕΟΣ ΕΝ ΤΑΝ ΟΔΟΝ ΤΑΝ ΑΜΑΞΙΤΟΝ ΕΚ ΤΑΣ ΟΔΟΥ ΕΝ ΤΑ ΟΡΙΑΝ ΚΑΙ ΕΚ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΤΩ ΡΙΝΕΙΩΝ ΕΝ ΤΩ ΝΕΜΟΣ ΤΟ ΑΙΝΝΑΙΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΝΕΜΕΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΑΙΟΥ ΕΝ ΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟΝ ΧΑΡΑΔΡΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΧΑΡΑΔΡΟΥ ΕΝ ΤΩ ΧΩΜΑ ΕΚ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ ΤΑΜ ΠΑΓΑΝ CΣΥΡΑΝΙΔΑ ΚΑΛΟΥΜΕΝΑΝ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΛΥΚΙΣΚΟΣ, ΛΥΚΙΣΚΟΣ  CΚΟΡΠΙΩΝΟΣ, ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΒΙΤΤΟΥ…».

Σήμερα διακρίνονται καθαρά οι αρχαίες οχυρώσεις αλλά και οι παρεμβάσεις που έγιναν κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Με μια απλή επίσκεψη και διερεύνηση του χώρου διαπιστώνει κανείς την αρχαιολογική αξία αλλά και την δυνατότητα ανάπτυξης ανασκαφικής δραστηριότητας στον ευρύτερο χώρο, πράγμα που θα έδινε σίγουρα εξαιρετικά στοιχεία στον αρχαιολόγο αλλά και στον απλό ερευνητή.

Ο Άγγλος περιηγητής Λήκ αναφέρει πως ο επιφανής Ρωμαίος στρατηγός Τίτος Κόϊντος Φλαμινίνος έφτασε με το στρατό του και κατέλαβε την πόλη, προερχόμενος από την Ηράκλεια μετά από τριήμερο ταξίδι, κατά το έτος 196 π.Χ. Ένα από τα πολλά περάσματα στην Όθρη, που κατέληγαν στην κοιλάδα του Σπερχειού ήταν το πέραμα που χρησιμοποίησε ο Ρωμαίος Αχίλλειος κατά την κάθοδο του το 191 π.Χ, όπως μας πληροφορεί ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος, για να αποφύγει την Ξυνία η οποία είχε προετοιμάσει καλά την άμυνα της. Πέρασε από τον Θαυμακό προς στην κοιλάδα του Σπερχειού μέσα από κάποιο πέρασμα παράπλευρα του Δερβέν Φούρκα στράφηκε νότια και βγήκε κοιλάδα της Λυγαριάς, αλλά αντί να κατευθυνθεί ανατολικά προς την Λαμία και να την κυριεύσει στράφηκε σε σχεδόν ευθεία γραμμή προς την Υπάτη.

Κατά το Λίβιο η Ξυνία βρισκόταν στο σύνορο των Θεσσαλών με τους Αινιάνες. Πιθανότατα, η ακμή της διακόπηκε κατά την κατάληψή της πόλης από τους Αιτωλούς το 193 π.Χ., όμως ξανακατοικήθηκε συστηματικά κατά τους Βυζαντινούς χρόνους και ως το Μεσαίωνα, αποτελούσε δε κατοικία του Φεουδάρχη της περιοχής.

Σύμφωνα με μια εκδοχή η πόλη προϋπήρχε της λίμνης και κατά την στιγμή της τεκτονικής δημιουργίας, πιθανότατα μετά από μεγάλο σεισμό, βυθίστηκε ένα μέρος της, στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού. Ακόμη φέρεται να ανακαλύφθηκε κοντά την όχθη της λίμνης επιγραφή σχετική με την κατασκευή της εκκλησίας του Μεγάλου Βασιλείου, μισοβυθισμένη στη λίμνη.

Είναι πολύ πιθανό πάνω στο νησί να λειτούργησε η Επισκοπή Εζερού την περίοδο του μεσαίωνα και της Φραγκοκρατίας. Ο Βελής, πασάς της Λάρισας και διοικητής Θεσσαλίας (1804-1807 και 1812-1819), γιος του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, την εποχή της κυριαρχίας του στην ευρύτερη περιοχή, έχτισε στο νησί δίπλα στην αρχαία ακρόπολη Ξυνιάδος ένα «περικαλλές σαράι», απ’ το οποίο ήλεγχε και κυβερνούσε το Βιλαέτι του. Την σημαντική πληροφορία μας δίνει το μικρό απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας των Αθηνών «Παλιγγενεσία», στο φύλλο 8746/23-3-1893: «...Το κτήμα τούτο (Νταουκλή) εχρησίμευσε και ως ενδιαίτημα του Βελή Πασσά, υιού του Τεπελενλή του απαισίας μνήμης πατρός του. Επί νησίδος δε κειμένης εις την ομώνυμον του χωρίου λίμνην, την αρχαίαν Ξυνιάδα, είχεν οικοδομήσει περικαλές ανάκτορον, ούτινος σώζονται τα ερείπια». Παρότι δεν έχουμε άλλη επίσημη πηγή, κάτι τέτοιο θεωρείται  πολύ πιθανό λόγω και της ομοιότητας των δύο λιμνών της Ξυνιάδος και αυτής των Ιωαννίνων την εποχή εκείνη. Η μόνιμη κατοικία του Βελή ήταν το σαράι του Τυρνάβου, όπου και διέμενε τους περισσότερους μήνες του χρόνου, ένα μεγαλοπρεπές, τριώροφο, πολυτελές μέγαρο. Ο Βελής έκτισε και στη Δέσιανη της Αγυιάς, ένα όμορφο σαράι, στο οποίο είχε φτιάξει και μια μικρή λίμνη για να κάνουν βαρκάδα οι πολυάριθμες νόμιμες σύζυγοί του και παλλακίδες του (χαρέμι), κάτι που πιθανότατα έκαναν και στη λίμνη Ξυνιάδα.

Για την αρχαία ακρόπολη και το νησί της υπάρχουν πολλές ιστορίες εικασίες και μύθοι. Ένας από αυτούς αναφέρει πως περί το 1500 π.Χ. δημιουργήθηκε το πρώτο βασίλειο των Μυρμιδόνων με πρωτεύουσα την αρχαία Μελιταία και μετά διακόσια χρόνια το 1300 π.Χ. περίπου, το δεύτερο βασίλειο με πρωτεύουσα το νησάκι της λίμνης Ξυνιάδας με βασίλισσα την Ξυνιά. Σύμφωνα με τη μυθογραφία, ένα χρυσό -μασίφ- άγαλμα του Αχιλλέα Βασιλιά των Μυρμιδόνων (1.300 π.Χ.), το οποίο ανασύρθηκε περί το 1944 κοντά στο νησάκι της λίμνης Ξυνιάδας, πουλήθηκε στην Γιαπωνέζικη αυτοκινητοβιομηχανία Toyota. Κατά τις ίδιες πηγές, το άγαλμα έχει ύψος δύο μέτρα και ογδόντα εκατοστά, φέρει το δεξί πόδι εμπρός, ενώ στο δεξί χέρι κρατά μια ασπίδα και στο αριστερό ένα όρθιο ακόντιο.

Πάνω στο νησί, η ύπαρξη δύο εισόδων με σκαλιά αλλά με άγνωστο και ανεξερεύνητο προορισμό προς το εσωτερικό του λόφου, μια προς τη βόρεια και μια προς την δυτική του πλευρά και καθώς δεν υπάρχει ούτε ιστορική αναφορά ούτε ανασκαφική προσπάθεια από την πολιτεία, ο μυθοπλάστης λαός  έχει ίσως διογκώσει τις παραδόσεις αιώνων. Υπάρχουν αναφορές για ζώα που μπήκαν από τις εισόδους αλλά βγήκαν σε άθλια κατάσταση από άλλη έξοδο πολύ μακριά, πράγμα που δηλώνει επικοινωνία με τεχνητό τούνελ ή σπήλαιο (ή και τα δύο) σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, όπως άλλωστε το συνήθιζαν οι αρχαίοι προγονοί μας. Πιθανολογείται η ύπαρξη σπηλαίου όπως δηλώνει και η γεωμορφολογία του βραχώδους τοπίου, με αναφορές σε υπόγειο ναό ή θολωτούς λαξευτούς τάφους.

Σε διήγηση του Δημητρίου Τσατσάνη (1915-1988) από την Ξυνιάδα Δομοκού, μαθαίνουμε μια ακόμη λαϊκή παράδοση: «…Για τα μεγάλα κτίσματα που υπήρχαν στο νησί λένε ότι το φτιάξαν Γίγαντες που ζούσαν διακόσια χρόνια και πέθαιναν μόλις μάτωναν λιγάκι. Λένε ότι ένας Γίγαντας κουβαλούσε κάποια μέρα μια μεγάλη πέτρα από την Οίτη στο Νησί και επειδή ήταν πολύ βαριά φώναξε σε έναν από τους συντρόφους του να του ρίξει το σφυρί για να πελεκήσει την πέτρα ώστε να ξαλαφρώσει από το πολύ βάρος και να μπορέσει να την μεταφέρει. Όταν όμως ο σύντροφος του πέταξε το σφυρί από μεγάλη απόσταση, χτύπησε το Γίγαντα στο πόδι που μάτωσε και ο Γίγαντας πέθανε. Η πέτρα μένει εκεί όρθια και όλα γύρω είναι χώμα. Υπάρχει ακόμα και μια άλλη παράδοση. Στην άκρη του νησιού είναι κάτι σαν κούνια (μπισίκι) και λένε ότι είναι του μικρού βασιλόπουλου που εκεί το θήλαζε η μάνα του η Βασίλισσα. Αυτό έχει μήκος 2,5-3 μέτρα», (Γιάννη Ροϊνά, «Χρονικά της Επαρχίας Δομοκού», 1996).

Υπάρχει ακόμη ο μύθος της βασίλισσας Ξυνίας, η οποία φύλαγε τους αμύθητους θησαυρούς της στο σπήλαιο κάτω από το νησί, μαζί με το άγαλμα του «Χρυσού Χοίρου», της χρυσής γουρουνίτσας με τα δέκα χρυσά γουρουνάκια, σύμβολο της γονιμότητας, ίσως και της ευμάρειας των Ξυνιαίων της εποχής εκείνης. Σύμφωνα με το μύθο το βασίλειο της Ξυνίας πολιορκήθηκε από το Δόλοπα βασιλιά των Κτιμενών Δράνο και η Βασίλισσα για να γλιτώσει κατέφυγε για ασφάλεια στους γείτονες και ομόφυλους Μελιταιείς, στην αρχαία πόλη της Μελιταίας. Προηγουμένως όμως φρόντισε να κρύψει τους αμύθητους θησαυρούς της ή κατ’ άλλους, να τους απορρίψει στον πυθμένα της λίμνης Ξυνιάδας.

Σύμφωνα με μια ακόμη παράδοση και όπως μας τη διηγήθηκε ο Κώστας Νούκος από την Ομβριακή (γεν. 1914), το βασίλειο της Βασίλισσας Ξυνιάς πολιορκήθηκε κάποτε από τον μυθικό ήρωα Αχιλλέα, ο οποίος  είχε συμφωνήσει με το Βασιλιά της Θαυμακίας (Δομοκού) Θαύμακο, να του παρέχει ασφαλή διέλευση από την περιοχή του, έναντι αδράς αμοιβής, με τελικό στόχο τους αμύθητους θησαυρούς των Ξυνιών. Η βασίλισσα Ξυνιά τότε και οι άρχοντες της πόλης έστειλαν αγγελιοφόρους προς αναζήτηση βοήθειας στη γειτονική σύμμαχο πόλη της Μελιταίας και τον ομώνυμο βασιλιά της το Μελιταία, προσφέροντας αντίστοιχη αμοιβή. Οι αγγελιοφόροι των Ξυνιαίων πέρασαν από το κρυφό τούνελ κάτω από τη λίμνη και βγήκαν στην έξοδό του προς τη σημερινή Ξυνιάδα. Εκεί σκέπασαν την οπή με κλαδιά και χώμα για να μην την εντοπίσουν οι εισβολείς του Αχιλλέα, βάζοντας ένα σιδεράκι στο έδαφος σαν σημάδι για να την βρουν στην επάνοδό τους. Η περιοχή αυτή της Ξυνιάδας φέρει ακόμη και σήμερα την ονομασία «Σιδεράκι». Ο Μελιτεύς λοιπόν συμφώνησε με τους Ξυνιείς και επιτέθηκε αιφνιδιάζοντας το στρατό του Αχιλλέα  ο οποίος οπισθοχώρησε και έκτοτε δεν επανήλθε στη διεκδίκηση των θησαυρών της βασίλισσας Ξυνιάδος.

 

*Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. 


Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57 ΑΚ, του Ν 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας, απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Απαγορεύεται επίσης η αναδημοσίευση του παρόντος άρθρου, χωρίς αναφορά, με ενεργό σύνδεσμο (link)  gaiaelliniki.grLamiaTimes.grDomokosnews.gr






Η λίμνη Ξυνιάδα: Ένας παράδεισος που χάθηκε…

 

Η λίμνη Ξυνιάς περί το 1910 - Στο κέντρο το Νησί, στο βάθος το Ξεροβούνι της Παναγιάς
Η λίμνη Ξυνιάδα: Ένας παράδεισος που χάθηκε… 

Γράφει ο Δημήτρης Καρέλης 
Copyright © 2020


Η αποξηραμένη σήμερα λίμνη Ξυνιάδα, ήταν ένας επίγειος παράδεισος στο κέντρο της Ελλάδας, ωστόσο, η ελλιπής γνώση για την αξία της στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, στέρησε την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου από ένα μοναδικής αξίας και βιοποικιλότητας υγρότοπο.
Η λίμνη Ξυνιάς βρισκόταν σε υψόμετρο 463 μέτρων και η έκταση που κάλυπταν τα πρασινογάλαζα νερά της το χειμώνα, όταν η στάθμη τους έφτανε στο ανώτατο ύψος, ήταν περίπου 33.000 στρέμματα εκ των οποίων τα 5.000 περίπου ήταν βάλτος. Είχε σχήμα ελλειψοειδές με τον μεγάλο άξονα μήκους 7 χιλ. περίπου, βαίνοντα νοτιοανατολικά. Τα νερά της λίμνης ήταν στο μέγιστο ποσοστό τους βρόχινα και προέρχονταν από την ευρύτερη λεκάνη απορροής του οροπεδίου της Ξυνιάδας και έφταναν στο ανώτερο βάθος τους τα δέκα περίπου μέτρα.
Βαρκάδα στα δυτικά της Λίμνης Ξυνιάδας
Τα νερά που υπερχείλιζαν από τη λίμνη έφευγαν από το βορειοδυτικό άκρο της μέσω του χειμάρρου Μπαμπαλή (Πενταμύλη) προς τον Ονόχωνα (Σοφαδίτικο) παραπόταμο του Πηνειού. Η φύση είχε ευνοήσει την Ξυνιάδα όχι μόνο με σπουδαία δομικά γνωρίσματα και λειτουργίες. Την είχε επίσης τοποθετήσει σε άκρως στρατηγική θέση της Ανατολικής Μεσογείου και της Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης.
Η λίμνη Ξυνιάδα δημιουργήθηκε πιθανώς από τεκτονικό βύθισμα, αναφέρεται δε από τον Ηρόδοτο και τον Απολλώνιο τον Ρόδιο.
Το όνομά της οφείλει πιθανότατα στην μικρή ομώνυμη πόλη που υπήρχε κατά την αρχαιότητα πάνω στην μικρή νησίδα που βρίσκονταν στην Νοτιοανατολική όχθη της, κατ’ άλλους δε στη λέξη «Κοινή» αρχαϊκώς «Ξοινή» επειδή βρισκόταν στο μεταίχμιο της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας.  Άλλοι αποδίδουν το όνομά της στις Ξυνίες Νύμφες που κατά την λαϊκή παράδοση κατέβαιναν από τα γειτονικά βουνά για να λούσουν τα μακριά τους μαλλιά. Ακόμα ο «μυθοπλάστης» λαός αποδίδει το όνομά της σε μια κοπέλα, την Ξυνιά, που πηγαίνοντας για νερό από τη βρύση λησμόνησε να την κλείσει κι έτσι δημιουργήθηκε η λίμνη!
Μια γενική περιγραφή της περιοχής της λίμνης Ξυνιάδας μας παραδίδει και ο δόκτωρ Χένρυ Χόλλαντ, περιηγητής στην Ελλάδα κατά το 1812-1813: «Όπως με πληροφόρησαν οι οδηγοί μου η περιοχή ήταν ιδιοκτησία του Αλή Πασά. Το τοπίο εδώ θα ήταν ευχάριστο, αν δεν έλει­παν τα δάση, η έλλειψη των οποίων χαρακτηρίζει όλη τη Θεσσαλική πεδιάδα. Δεν γνωρίζω να αναφέρεται από κάποιον αρχαίο συγγραφέα αυτή η λίμνη και από τη θέση της σε ψηλό σημείο τα νερά, που τώρα συγκεν­τρώνονται εδώ, στο παρελθόν ίσως να μεταφέρθηκαν με τεχνητά μέσα. Η πεδιάδα, όπου βρίσκεται η λίμνη, βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο και μόνο ένα μι­κρό μέρος της φαίνεται να καλλιεργείται, αλλά παρέ­χει βοσκή στα μεγάλα κοπάδια των προβάτων. Στα βό­ρεια βρίσκεται άλλη μια λοφοσειρά μικρού ύψους, η οποία όμως μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επίσης τμήμα της οροσειράς της Όθρυος. Στην πλαγιά τους βρίσκεται μια μικρή πόλη, το Αβράχι (Ομβριακή), η οποία κατοι­κείται από γεωργούς και βοσκούς και είναι ιδιοκτησία του Βελή Πασά» (μετ. Γ. Καραβίτης).
Σημαντική είναι και η αναφορά του Γερμανού περιηγητή Φρίντριχ Στάλιν στη λίμνη Ξυνιάδα, την οποία επισκέφθηκε γύρω στα 1910: «Νότια του Ξεροβουνίου βρίσκεται μια ρηγματώδης λεκάνη στην Όθρη, η οποία καλύπτεται από μια μεγάλη αλλά αβαθή λίμνη (6,5 χλμ. διάμετρος, 5,25 μ. βάθος και 463 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας). Τώρα ονομάζεται είτε λόγω της τοποθεσίας Δαουκλί (σχολ. Στεφ. Βυζ. στη λέξη Δαυκλί από το Δαυκί=καρότο και –λι, τουρκική παραγωγική συλλαβή), είτε Νεζερός, στην αρχαιότητα δε ονομαζόταν από την παρακείμενη πόλη Ξυνίαι, λίμνη Ξυνιάς. Το πρασινοκίτρινο νερό της είναι πολύ ζεστό και πλούσιο σε ψάρια, επικαλύπτει δε όλες τις πέτρες με μια γλιστερή λάσπη. Η απορροή της γίνεται στα δυτικά μέσω του Πενταμύλη. Η λεκάνη αυτή της λίμνης με τον περίγυρο των βουνών, ο οποίος μένει ανοικτός μόνο ανατολικά, σχηματίζει μια ενότητα», (Fridrich Stahlin, «Αρχαία Θεσσαλία», 2002).
Η λίμνη όπως θα θέλαμε να είναι σήμερα
Η λίμνη είχε τόσο πλούσια ορνιθοπανίδα και οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Ταουκλί (ορνιθότοπο, ταούκ= όρνιθα) από τις πολλές νερόκοτες, αλλά και Δερελί-Γκιόλ (λίμνη). Πολλοί ξένοι περιηγητές των προηγούμενων αιώνων αναφέρουν την λίμνη Ξυνιά ως Βοίβη, Βοιβοιίδα, Βοιβαΐδα ή Βυβαΐδα. Η λίμνη ονομαζόταν επίσης «Νεζερός» ή «Οζερός», όνομα που έχει σλαβική προέλευση, καθώς «Οζέρο» είναι σλαβική λέξη που σημαίνει λίμνη.
Από το Νικόλαο Μάγνητα το έτος 1848 αναφέρεται ως η τέταρτη λίμνη της Θεσσαλίας: «…Ξυνιάς νυν Τασουκλή ή Δαουκλή καλουμένη, μικρά μεν, τρέφουσα όμως  πολλά και εξαίρετα είδη ιχθύων, κείται εν τη χώρα των Φερσάλων».
Απαράμιλλη και μαγευτική ήταν όμως η θέα και η ομορφιά τη λίμνης. Ο Δημήτριος Κουτσουλέλος γράφει: «Εξαίσια και πανοραμική ήταν απ’ την οροθετική γραμμή (σημ. από την Όθρη) και η θέα της λίμνης. Ο ομιλών θυμάται με νοσταλγία και συγκίνηση, το πολύωρο αγνάντεμά της, στα μαθητικά του χρόνια, νιώθοντας ιδιαίτερη ψυχική ικανοποίηση. Εκτεινόμενη σε 30.000 στρέμματα, μοναδική στην Ελλάδα, καμάρι και στολίδι του τόπου, ένας παμμέγιστος καθρέφτης, λαμπερός και αστραφτερός, στο μάλαμα και στο ασήμι, μια υδάτινη ομορφιά, απόλαυση των αισθήσεων, χαριέσσα και σκιρτώσα, θαλερή και ωραία, νεράιδα των νερών, πανέμορφη παρθένος στη θαλασσογάλανη λίμνη της, εχρύσιζε πάμφωτη σε μια ονειρευτή γαλήνη κι άφταστη μακαριότητα. Μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ, στην οποία κολυμπούσαν η ψυχή και το πνεύμα…»!!!
Τα ερείπια των τειχών της Ακρόπολης των αρχαίων Ξυνιών
Εντός της λίμνης προς την Ν.Α. όχθη της υπήρχαν δύο νησάκια και στο μεγαλύτερο από αυτά που είχε ύψος περί τα 100 μ. πάνω από την επιφάνεια της λίμνης, όπου υπάρχουν και σήμερα τα ερείπια των τειχών ττης Ακρόπολης αρχαίων Ξυνιών, μυκηναϊκής εποχής. Το αρχαίο τείχος έχει καλυφθεί σε κάποια σημεία με βυζαντινή οχύρωση η οποία κατά τον μεσαίωνα χρησίμευε και για την προστασία του Φεουδάρχη. Βαθιά τάφρος χώριζε την νησίδα από την ξηρά με την οποία επικοινωνούσε μέσω στενού πέτρινου διαδρόμου (καλντερίμι) και ξύλινης γέφυρας στη θέση της οποίας κατά τον μεσαίωνα υπήρχε η «κινητή γέφυρα» που προάσπιζε την είσοδο του φρουρίου και επέτρεπε την επικοινωνία με την ξηρά.
Η λίμνη Ξυνιάδα με τα δροσερά νερά της, πρόσφερε τα πολύτιμα αγαθά της κυρίως στους κατοίκους των παραλίμνιων χωριών αλλά και σ’ όλους τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, ειδικά δε σε περιόδους κρίσεων, πολέμων και πείνας, ήταν ανεξάντλητη πηγή τροφής για όλη την περιοχή. Άφθονη, υγιεινή και εκλεκτή τροφή την οποία κανείς δεν την στερούταν. Για όσους ταξίδευαν για πρώτη φορά με το τραίνο για την Αθήνα ή Θεσσαλονίκη όταν έφθα­ναν στο σιδηροδρομικό σταθμό Αγγειών ή Καλλιπεύκης  ξετυλιγόταν μπροστά τους μία ευχάριστη έκ­πληξη και διερώτονταν ποια θάλασσα είναι αυτή, τι ωραίο θέαμα, τι όμορφη λίμνη...!

Η λίμνη στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν ολοκάθαρη, χωρίς βάλτους και καλάμια, τα οποία περιορίζονταν κυρίως στις περιοχές της Ξυνιάδας, της Κορομηλιάς αλλά και ένα μέρος της Παναγιάς.
Στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου προς την Ομβριακή, κάτω απ’ το σημερινό Στρατόπεδο, υπήρχε κανονική παραλία με αμμουδιά, όμως πολλοί άνθρωποι χάθηκαν σε δίνες που δημιουργούσε η πίεση του νερού. Τραγικό θύμα μιας τέτοιας δίνης υπήρξε στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και ο νεαρός αδελφός του μπάρμπα Κώστα Νούκου από την Ομβριακή, όπως και πολλοί άλλοι ανυποψίαστοι κολυμβητές, καθώς, όπως αναφέρει με παράπονο ο μπάρμπα Κώστας, κανείς από τις τοπικές αρχές δεν ενδιαφέρθηκε να σημαδέψει με ειδικές σημαδούρες τις δίνες αυτές καίτοι ήταν γνωστές στους ψαράδες και εύκολο να εντοπιστούν.
Το χειμώνα, με τα κρύα και τις παγωνιές, η επιφάνεια της λίμνης πάγωνε πολύ, στο μεγάλο ψύχος πάγωνε σε πολύ μεγαλύτερο βάθος κι όταν  χιόνιζε ή ήταν παγωμένη, τότε δεν ξεχώριζε διόλου από ένα χιονισμένο χέρσο τοπίο.
Κατά την παράδοση Τούρκος αξιωματικός ανήμερα της εορτής του Αγίου Στεφάνου (27 Δεκεμβρίου) πέρασε νύχτα με τα στρατεύματα του πάνω από την χιονισμένη, παγωμένη και ομιχλώδη λίμνη, χωρίς να το ξέρει και χωρίς να βουλιάξει σ’ αυτή. Όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί, έχτισε εκκλησία στη μνήμη του Αγίου Στεφάνου από την οποία πήρε το όνομα και το χωριό, τότε Νεζερός.
Μπορούμε να φανταστούμε πως η Ξυνιάδα λίμνη ήταν το στολίδι της περιοχής μας, με την ομορφιά του πρασινογάλαζου τοπίου, τις βάρκες με τους ψαράδες της που την «όργωναν» καθημερινά στον αγώνα για την επιβίωση και το νησάκι της με το επιβλητικό κάστρο των αρχαίων Ξυνιών. Δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί πολλές καθαρές φωτογραφίες της λίμνης, καθώς πάνω στη σπουδή της αποξήρανσής της, δεν θεωρήθηκε σημαντικό να υπάρξουν στοιχεία για την ύπαρξή της. 
                                   
Η βιοποικιλότητα της λίμνης
Η τούρνα
 Το ζεστά πρασινογάλαζα νερά της λίμνης φιλοξενούσαν πλήθος και ποικιλία ψαριών, όπως επίσης πτηνών και θηλαστικών υπό εξαφάνιση σήμερα όπως η βίδρα (ενυδρίδα). Πολλά είδη υδρόβιων πτηνών όπως κύκνοι, πελεκάνοι, ψαροφάγοι, νερόκοτες, πάπιες, χήνες, μπεκατσίνια, φαλαρίδες και δεκάδες άλλα είδη υδρόβιων, ημεδαπών αλλά και μεταναστευτικών πουλιών, διαβιούσαν κυρίως τους χειμερινούς μήνες στην λίμνη Ξυνιάδα.
Τα κυριότερα είδη ψαριών με τα οποία ήταν εμπλουτισμένη η λίμνη ήταν, οι ουγγλιές, μικρά ψαράκια σαν τη μαρίδα της θάλασσας, οι πλατίτσες, που έμοιαζαν με τις γόπες της θάλασσας, οι χάνοι, που ήταν ανώτεροι από τα θαλασσινά μπαρμπούνια, γίνονταν ψητοί, τηγανιστοί ή βραστοί, τα γλίνια, που είχαν χρώμα χρυσοκίτρινο, ήταν παχιά, μεγάλα, σχεδόν χωρίς αγκάθια, οι τούρνες, ήταν μεγάλα ψάρια μέχρι έξι κιλά περίπου, περίπου σαν το λούτσο της θάλασσας.
Οι ψαράδες όταν γύριζαν το βράδυ στα σπίτια τους, καβάλα στα άλογά τους, κρεμούσαν τις τούρνες από τα κουτσάκια των σαμαριών και οι ουρές τους σχεδόν ακουμπούσαν στο έδαφος. Τα χέλια, ήταν νοστιμότατα και πολύ ακριβά. Τα κυπρίνια, ήταν λίγα αλλά εξαιρετικής ποιότητας και νοστιμιάς. Είχε και άλλα ακόμη είδη ψαριών αλλά υποδεέστερης αξίας. Ο Αποστολίδης (1892) αναφέρει την παρουσία στους ποταμούς της Θεσσαλίας και την Ξυνιάδα λίμνη, ενός σπάνιου χελιού, του είδους Lota lota ή bubbo (παχύχελο). Αυτό όμως θεωρείται απίθανο κατά τον Στεφανίδη (1950), ο όποιος εξερεύνησε την περιοχή.
Το 1805 ο περιηγητής Αργύρης Φι­λιππίδης, απ' τις Μηλιές του Πηλίου, που επισκέφθηκε την περιοχή της λίμνης, σ’ ένα άριστο οδοιπορικό κείμενο αναφέρει: «…Εμβαίνοντας μέσα εις τον κάμπον του Νεζιρού, αφήνεις αριστερά σου την λίμνη, αύτη η λίμνη βγάζει ψάρια χρονικώς, την δουλεύουν τα πέριξ χωρία. Ευγάνει γολιανούς, ευγάνει τούρνες ωραιότατες ευρίσκεις από δύο οκάδες τες πέντε και ως εννέα, ευγάνει και μικρά, πλατύτζαις πλήθος. Τον χειμώνα ευγαίνουν πάρα πολλά. Εδώ έρχονταν τον χειμώνα πλήθος πάπιες και χήνες και άλλα. Όμως δεν τα κυνηγούν, ωσάν την Κάρλα. Αριστερά της λίμνης είναι το Νταουκλί. Έχει ως πενήντα σπίτια χριστιανών. Υπόκειται και αυτό υπό τον Θαυμακού και εις τα Φάρσαλα. Ζουν οι εγκάτοικοι με την γεωργικήν και αλιευτικήν, επειδή είναι πλησίον της λίμνης. Είναι άνθρωποι, πού βλέπουν την δουλίαν τους (= εργασία) με προθυμίαν. Πλησίον αυτού αριστερά είναι το χωρίον Παλαμά. Έχει ως σαράντα σπίτια χριστιανών. Ζουν και αυτοί με την γεωργικήν και την αλιευτικήν. Υπόκειται και αυτό υπό τον Θαυμακού, εις δε την εξουσίαν από τα Φάρσαλα, είναι όμως άνθρωποι φιλάνθρωποι, όλα τα χωρία, όπου εί­ναι εδώ εις την λίμνην, δουλεύουν όμως ωσάν Καλβίνοι, δεν κάθονται διόλου αργοί» (ομοίως αναφέρει και για τους κατοίκους Παναγιάς και Ομβριακής).
Είχα την πραγματικά μοναδική εμπειρία να ακούσω από πρώτο χέρι για τη ζωή στη λίμνη Ξυνιάδα, από τον μοναδικό ίσως εν’ ζωή ψαρά της λίμνης, τον μπάρμπα-Κώστα Νούκο από την Ομβριακή, ενενήντα οκτώ ετών σήμερα (2012). Ο μπάρμπα Κώστας  ήταν ένας από τους πολλούς και ονομαστούς ψαράδες στην λίμνη Ξυνιάδα. Μας διηγήθηκε με το δικό του μοναδικό και γλαφυρό τρόπο για τη ζωή και τη βιοποικιλότητα   της λίμνης, τον τρόπο ψαρέματος, τις οκάδες ψάρια που έβγαζε και τα χρήματα που άφηνε στον τόπο αλλά και στο Ελληνικό Δημόσιο, λόγω φόρων.
«Τα κύρια εργαλεία ψαρέματος ήταν δύο», μας λέει, «οι Μακαράδες» με διακόσια πενήντα μέτρα τριχιές και γρύπια, πανιά δηλαδή και δίχτυα». Οι «Μακαράδες» ήταν δύο ζευγάρια βάρκες που δούλευαν μαζί απλώνοντας τα «γρύπια» που είχαν πανιά από κάτω για να εγκλωβίζουν τα ψάρια και φελλούς από πάνω για να επιπλέουν. Άπλωναν λοιπόν οι εργάτες τα δίχτυα τους και κατόπιν οι καπεταναίοι ψαράδες, με περίτεχνη κυκλική κίνηση εγκλώβιζαν εκατοντάδες οκάδες ψάρια σ’ αυτά. Στους μακαράδες δούλευαν δεκάξι εργάτες και τέσσερις καπεταναίοι. Υπήρχαν ακόμη οι τράτες, βάρκες που δούλευαν οι ψαράδες μόνοι τους απλώνοντας και μαζεύοντας με διαφορετικό τρόπο τα δίχτυα τους, περίπου όπως αυτές της ανοιχτής θάλασσας. Οι τράτες δεν συναγωνίζονταν σε απόδοση τους μακαράδες, παρότι έπιαναν κι αυτές περίπου πεντακόσια κιλά ψάρια την ημέρα. Οι βάρκες των «μακαράδων» και οι τράτες ήταν με καρίνα και ψάρευαν στα βαθιά προς το κέντρο της λίμνης. Υπήρχαν όμως και μικρότερα βαρκάκια χωρίς καρίνα, ίσια από κάτω, με τα οποία οι ψαράδες ψάρευαν στα αβαθή και στις βαλτώδεις περιοχές της λίμνης.
Ψαράδες της λίμνης Ξυνιάδας
«Ο γιαλός μας έδινε περίπου 15.000 οκάδες ψάρια το χρόνο», συνεχίζει ο μπάρμπα – Κώστας. «Κάθε είδος ψαριών ζούσε σε διαφορετικό μέρος της λίμνης. Τα κίτρινα γλήνια, μεγάλα ως και τέσσερις οκάδες ψάρια, με πολύ καλό νόστιμο κρέας, ανώτερο και από το αρνί καθώς η τιμή τους ήταν διπλάσια, διαβιούσε προς την περιοχή της Ξυνιάδας, οι τσιρνίτσες, μικρό και χοντρό ψάρι με κρέας μόνο στην πλάτη και την κοιλιά αλλά νόστιμο, ζούσαν προς την περιοχή του Περιβολίου, οι πλατίτσες προς την περιοχή της Παναγιάς, τα ογκλιά ζούσαν στις βαλτώδεις περιοχές της λίμνης, στην περιοχή της Ξυνιάδας και της Παναγιάς και ψαρεύονταν μόνο από τις καλύβες που είχαν στήσει οι ψαράδες μέσα στο νερό και οι τεράστιες, ως και τριάντα οκάδες τούρνες, ψάρια μεγάλα σαν καρχαρίες αλλά πολύ νόστιμα, ζούσαν στην περιοχή του Νεζερού και της Κορομηλιάς κοντά στο νησί στα βαθύτερα νερά».
«Οι τούρνες είχαν μεγάλο κεφάλι σαν του βοδιού», λέει ο μπάρμπα – Κώστας ο Νούκος, «Σίγουρα κάποιες απ’ αυτές θα μπορούσαν και καταπιούν άνθρωπο!». Η τούρνα είναι ψάρι με μακρύ, κυλινδρικό σώμα και κεφάλι που καταλήγει σε χαρακτηριστικό ρύγχος, όμοιο με το ράμφος της πάπιας. Η τούρνα φθάνει συνήθως τα 50-70 εκατοστά και βάρος τα 2-3 κιλά. Στην κεντρική Ευρώπη αναφέρονται συχνά αλιεύσεις θηλυκών ψαριών με μήκος 1,5 μέτρο και βάρος 35 κιλά.
Οι λιμναίες καλύβες ήταν κατασκευασμένες με τον αρχέγονο τρόπο, με μεγάλους πασσάλους μπηγμένους βαθιά στο βυθό της λίμνης και περίπου ογδόντα πόντους έξω από το νερό υπήρχε η εξέδρα, πάλι από κορμούς βαλμένους πλάι-πλάι και πάνω απ’ αυτούς καλάμια και ραγάζια από το βάλτο.
Από το ίδιο υλικό κατασκευάζονταν και οι κωνικές καλύβες, όμοιες με κείνες των Σαρακατσαναίων, γνωστές ως «Άστες». Από κει ψάρευαν μόνο τα ογκλιά, είδος ψαριού που ζούσε στα αβαθή νερά των βάλτων, με αγκίστρια και δολώματα αλλά και καμάκια. Με καμάκι και αγκίστρι ψάρευαν και τα περισσότερα από τα άλλα είδη ψαριών της λίμνης, ακόμα και τις τεράστιες τούρνες, οι μεμονωμένοι ψαράδες της λίμνης Ξυνιάδας. Το ψάρεμα γινόταν συνήθως νύχτα με καμάκι ή δίχτυα. Για το ψάρεμα μέσα στη νύχτα χρησιμοποιούσαν τις «φωτήλες», πανί δεμένο σε κοντάρι βουτηγμένο σε ρετσίνι. Τα τελευταία χρόνια τις «φωτήλες» αντικατέστησαν οι λάμπες ασετιλίνης ή «λούξ».
Γλήνι
Ο Κώστας Σακελαρίου από την Ομβριακή, γεννημένος το 1912 μας πληροφορεί: «…Ψάρια που έβγαζε η λίμνη ήταν τα γλήνια ένα είδος όπως ο χρυσός, οι τούρνες ένα είδος μεγάλο, τα χανιά, άλλο είδος τα χέλια, οι πλατίτσες που λέγανε και πελεκούδες είδος που έφτανε το ένα κιλό. Ακόμη τσερνίτσες, ο τόνος, η σαρδέλα, τα κυπρίνια, όλα νοστιμότατα!!! ...Στη λίμνη ζούσανε πολλά είδη πουλιών όπως πάπιες δύο με τρία είδη, αγριόχηνες μεγάλες, νερόκοτες, κασιαρίνες κάτι μεγάλα πουλιά, ένα είδος τσούχτια τα λέγανε, ακόμη ψαροφάγοι, κορυδαλλοί, μπικαστόνια (μπεκατσίνια), μαυροπούλια, τυμπανάρια, βίδρες, βουτηχτάδες… Υπήρχε και δεύτερη αποβάθρα στην τοποθεσία «Ξέχυμα» εκεί ήταν η μεγαλύτερη «Βουλή Αμμουδιά», έτσι το λέγαμε, εκεί πηγαίναμε και κολυμπούσαμε… καθώς η λίμνη με 8,5-9 μέτρα στο κέντρο, είχε κατακάθαρα νερά».

Παραθέτουμε εδώ αποσπάσματα από την εκ καρδίας περιγραφή της λίμνης Ξυνιάδας, προτού αυτή λείψει, του γέροντα ντόπιου κατοίκου Γιώργου Παπαχρήστου (τεύχος 46 του περιοδικού «Αμφίβιον», ΕΚΒΥ): «…Ήταν η λίμνη, αυτή μας τα  ’δινε όλα τ' αγαθά. Όλα και όχι μόνο τα ψάρια. Που τα θυμάμαι κείνα τα ψάρια ακόμα, παρ' όλο που πέρασαν από τότε περισσότερα χρόνια απ' όσα έχει ο μισός αιώνας. Ψάρια άφθονα να φάει και να τραφεί όχι μόνο η επαρχία Δομοκού, αλλά να φτάσουν, φορτωμένα στα ζώα, μέσα σε τεράστιες καλαθούνες -τα γαλίκια- μέχρι τα καμποχώρια της Καρδίτσας, κι ακόμα παραπέρα. Κείνα τα ψάρια μας κράτησαν στη ζωή. 
Η λίμνη Ξυνιάς κατά το 1941
Πόσος λαός χόρταινε τροφή πλούσια, άφθονη και θρεπτική! Πόσα χέρια έβρισκαν δουλειά. Θυμάμαι που ασπροβόλησε ο τόπος και βρωμολόγησε η περιοχή από τα ψάρια, όταν αποξήραναν τη λίμνη κι έφυγε το νερό. Ρίχτηκε όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς και μάζεψε όσα μπορούσε ο καθείς. Και γέμισαν τα καρδάρια ψάρια, γέμισαν όλα τα τσουκάλια και το σκαφίδι το βλέπω τώρα δα, με τα ορθάνοιχτα κατάπληκτα παιδικά μου μάτια, γεμάτο, τίγκλα ψαρούκλες, μεγάλες σαν το μπόι μου». «Είχαμε τα ξωχώραφα. Που τότε ήταν γονιμότατα και ευφορότατα. Γιατί ακουμπούσαν στο νερό. Και τώρα στέρεψε ο τόπος και γίνανε άγονα. ...Είχαμε πάπιες και παπάκια, χήνες και μικρά χηνάκια! Τι πλούτος; Γέμιζε ο ουρανός, νύχτα μέρα, απ' τα κοπάδια τους, που ακατάπαυστα πηγαινοέρχονταν ομαδικά. Μπροστά, στη μύτη, ο αρχηγός κι από κοντά η πλέμπα, σε δυο γραμμές, μακριές, που όλο και ξανοίγονταν». «Είχαμε νερά πολλά: βροχές και χιόνια, που τώρα δεν τα ‘χουμε. Σπανίζουν σε βαθμό που να μην φτάνουν ούτε τα κοπάδια να ποτίσουμε. Ένας τεράστιος ταμιευτήρας νερού ήταν η λίμνη μας. Κι όλο το καλοκαίρι μάζευε ζέστη και θερμασιά. Και το χειμώνα, όπως ψυχόταν, άχνιζε η λίμνη. Σαν καζάνι με ζεστό νερό. Και οι υδρατμοί εκείνοι, σύννεφα τεράστια σκέπαζαν τον τόπο. Κι ως έφτανε ρεύμα αέρος κρύο και παγερό οι υδρατμοί γίνονταν χιονάκι, που έπεφτε άφθονο και μαλακό. Δεν θυμάμαι πλατάνια με κορμούς σχισμένους απ' τον παγετό. Να την ξαναφτιάξουν τη λίμνη μας!».
Η απώλειά της Λίμνης Ξυνιάδας δεν φτώχυνε τη βιοποικιλότητα μόνο της Ελλάδας αλλά και το οικοσύστημα της Ευρώπης. Δεν θα υπερέβαλλε κανείς αν έλεγε ότι η Ξυνιάδα σήμερα θα ήταν ένας από τους σημαντικότερους και γνωστότερους υγροτόπους της Ευρώπης, παρά το συγκριτικά μικρό εμβαδόν της.   
 Οφέλη από την λίμνη Ξυνιάδα
Κιρατζήδες (ιχθυοπώλες) στη λίμνη Ξυνιάδα
Αν παραλείψουμε τις αρνητικές επιδράσεις, πού είχε στην υγεία των παραλίμνιων κατοίκων οι οποίοι, όπως αναφέρει ο Θεόδωρος Καρατζάς, «εμαστίζοντο κυριολεκτικώς υπό τής ελονο­σίας», ως προς τα άλλα υπήρξε ευεργετική η παρουσία της λίμνης. Αυτό αποδεικνύεται και από μαρτυρίες ανθρώπων των τελευταίων αιώνων, οι όποίοι αναφέρουν ότι οι κάτοικοι των γύρω χωρίων ζούσαν με την αλιευτική. Ακόμη τα προϊόντα της λίμνης -τα πολλά, μεγάλα και ποικίλα ψάρια της- υπήρξαν απ’ τα πρώτα προϊόντα της περιοχής, τα οποία εμπορευματοποιήθηκαν και δεν ήταν μόνο για αυτοκατανάλωση απ' τούς κατοί­κους.
Στο διάστημα της μαύρης κατοχής (1941-44) τότε που η πείνα θέριζε τους υπόδουλους Έλληνες, πολλοί κάτοικοι των παραλιμνίων σώθηκαν κυριολεκτικά από την πείνα, τρώγοντας ψάρια χωρίς λάδι, αντί για ψωμί, που τα ψάρευαν στα λίγα νερά που είχαν απομείνει από τη λίμνη που πλησίαζε να αποστραγγιστεί. Η εκμετάλλευση της λίμνης ανήκε στο Δημόσιο το οποίο τη μίσθωνε σε τρίτους έναντι χρηματικού ποσού σε σχετική δημοπρασία. Κάποιοι απ’ αυτούς ήταν ο Σπύρος Μυρεσιώτης από την Παναγιά, οι Παπαχρήστος και Αποστολόπουλος από την Ομβριακή, Ιωάννης Βαρβατάκης από το Δομοκό κλπ. Ο Ιωάννης (Νάκος) Απ. Κόκκινος (1893-1976) από την Ομβριακή ήταν μαζί με τον Γιάννη Βαρβατάκη από το Δομοκό, οι τελευταίοι εκμεταλλευτές (ενοικιαστές) της Λίμνης Ξυνιάδας, πριν από την αποξήρανσή της, για τα έτη 1939-1941.
Τεράστιο αγκύστρι για τούρνες στη λίμνη Ξυνιάδας 
(Μουσείο Αγίου Στεφάνου)
Το ψάρεμα γινόταν από τους παραλίμνιους κατοίκους και κυρίως από Ομβριακίτες ψαράδες, κι απ’ τους πιο ειδικευμένους τους λεγόμενους «μακαράδες» δηλ. απ’ αυτούς που είχαν όλα τα εργαλεία δηλαδή, βάρκες, δίχτυα, κλπ. Αρχικά το επαγγελματικό ψάρεμα γινόταν μόνο στις άκρες και τα ρηχά νερά, με μόνο ένα γρίπο, καλαμωτές, καμάκια κι αγκίστρια. Στα βαθιά η λίμνη ήταν αδούλευτη. Η συστηματική εκμετάλλευση οφείλεται σε τέσσερις Ρώσους καπετάνιους που ίδρυσαν τον πρώτο μακαρά, την πρώτη ομάδα ψαράδων με πλήρη εξοπλισμό από 4 βάρκες, γρίπο, δίκτυα κ.λ.π. Μετά τους Ρώσους έφτιαξαν μακαράδες οι Ομβριακίτες αδελφοί Γεώργιος Νάκος και Αντώνης Παπαποστόλου, οι αδελφοί Αντώνης και Χρήστος Νικολάου, οι Ντίνος και Σεραφείμ Καριώτης, ο Γιώργος Δούμας, ο Νίκος Αποστολόπουλος, ο Νάκος Κόκκινος και άλλοι. Την ψαριά τους οι ψαράδες της λίμνης Ξυνιάδας την έβγαζαν το απόγευμα στις αποβάθρες της λίμνης που ήταν δύο προς την πλευρά της Ομβριακής, μία στον Αϊ- Δημήτρη και η αποβάθρα του Δημητρίου Τσιούτσιου στην τοποθεσία Κριτήρι και στο κέντρο συγκέντρωσης και διαλογής στις πέντε Βρύσες στη βουλή Νεζερού (αποβάθρα Αγίου Στεφάνου). Στις αποβάθρες περίμεναν οι κιρατζήδες (ιχθυοπώλες) και ακολουθούσε δημοπρασία από τον αρμόδιο υπάλληλο για την αγορά των ψαριών. Το μεγαλύτερο παζάρι στις αποβάθρες γινόταν την Τρίτη το απόγευμα γιατί την Τετάρτη υπήρχε το μεγάλο παζάρι της Καρδίτσας όπου καταναλίσκονταν τα περισσότερα ψάρια.  Κάθε τρίτη βράδυ το καραβάνι με τα άλογα φορτωμένα με τρεις χιλιάδες οκάδες ψάρια, σε κοφίνια ή γαλίκια, έφευγαν για την Καρδίτσα. Εκτός από το παζάρι της Καρδίτσας, ψάρια της λίμνης Ξυνιάδας πωλούνταν στους Σοφάδες, στο Δομοκό, στο Λιανοκλάδι και τα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας, ως και το Καρπενήσι. Αργότερα με το τρένο, έστελναν ψάρια στην Λιβαδειά και την Αθήνα. Οι κερατζήδες (ιχθυοπώλες) μοσχοπουλούσαν τα ψάρια και γύριζαν στα σπίτια τους με αρκετά κέρδη. Οι ψαράδες πλήρωναν φόρο στο Δημόσιο για τα ψάρια που πουλούσαν.
Ο ψαράς Παπαντώνης από την Παναγιά Δομοκού, στη λίμνη
Ο φόρος έφτανε τα 25-30% επί της αξίας των ψαριών που πωλούνταν. Γι’ αυτό είχε υπαλλήλους που εισέπρατταν τους φόρους και άλλους που φύλαγαν τη λίμνη από τη λαθραλιεία καθώς και υπάλληλο επόπτη. Τα χειρόγραφα «Πρακτικά του Δήμου Λαμιέ­ων» του έτους 1862, αλλά και αργότερα, μαρτυρούν ότι η Τουρκία (η λίμνη βρισκόταν τότε εντός της Τουρκικής επικράτειας) επέτρεπε την εξαγωγή ψαριών προς την Ελλάδα. Έτσι λοιπόν οι κάτοικοι των χω­ριών που ήταν γύρω απ' τη λίμνη, εξήγαγαν ψάρια στην ελεύθερη τότε Ελλάδα και τα πωλούσαν στην αγορά της Λαμίας. Στα «Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου» του Δήμου Λαμιέων του έ­τους 1862 δημοσιεύεται «Πίναξ διατιμήσεως των πρός τοπικήν κατανάλω­σιν εισαγομένων εμπορευμάτων και ζώων δια το έτος 1862»: «Τα εισαγόμε­να είδη ανέρχονται στα «156», ανάμεσα στα οποία είναι: «οψάρια της λίμνης Δαουκλής» με αγοραία τιμή 50 λεπτά κατά οκάν και 1 λεπτό ο δημοτι­κός φόρος και «Όμοια» (= δηλ. ψάρια), άλλα της οικογένειας «γλύνια» και «χανιά» με αγοραία τιμή 75 λεπτά κατά οκάν και 1,5 λεπτό ο δημοτικός φόρος. Όλα αυτά μαρτυρούν χωρίς καμιά αμφιβολία ότι δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη η συμβολή της λίμνης της Ξυνιάδος στην οικονομική ανά­πτυξη της περιοχής. Αλλά και μετά την αποξήρανσή της συνέβαλε και συμβάλλει ακόμη στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής και ενισχύει την εθνική μας οικονομία. Τα ψάρια παλαιότερα, και σήμερα το γόνιμο έδαφος της λίμνης επέλυσαν το βιοποριστικό πρόβλημα των κατοίκων της περιοχής, διότι πολλοί ακτήμονες αποκαταστάθηκαν και μεγάλες ποσότητες δημητριακών και άλλων προϊόντων παράγονται», (Δημ. Θ. Νάτσιος «Η συμβολή της λίμνης Ξυνιάδος στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής κατά το 18ο & 19ο αι.»).

Χάρτης της περιοχής Δομοκού με τη λίμνη, στα τέλη του 19ου αιώνα

Tο ιστορικό αποξήρανσης της λίμνης Ξυνιάδας
Οι λόγοι που επέβαλαν την αποξήρανση της λίμνης ήταν η υγεία των παραλιμνίων κατοίκων που μαστίζονταν από την ελονοσία, η προστασία των εδαφών της θεσσαλικής πεδιάδας από τις χειμερινές πλημμύρες στην περιοχή των Σοφάδων, αλλά και η αποκάλυψη νέων καλλιεργήσιμων εκτάσεων γαιών με σκοπό την παραχώρησή τους στους ακτήμονες αλλά και στους ψαράδες που θα έχαναν τη δουλειά τους. Όπως αναφέρει το έτος 1937 ο Γεώργιος Δημητρούλας: «από του 1926 εσχηματίσθη και ανέλαβεν την αποξήρανσιν αυτής η εταιρία Κατζούχ, πλην όμως δυστυχώς κατεσπατάλησε τα κεφάλαια αυτής και μόλις προ τριμήνου κατόρθωσε να κάμει έναρξιν εργασιών αυτής, επιτυχούσα μακροπρόθεσμον δάνειον παρά της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος».
Η έναρξη των αποξηραντικών έργων έγινε τελικά στις 10 Δεκεμβρίου 1936. Τα έργα όμως επιβραδύνθηκαν λόγω του Ελληνοϊταλικού πολέμου, της περιόδου κατοχής αλλά και του εμφυλίου, κατά τη διάρκεια του οποίου  η «Γεωργική Εταιρία ΞΥΝΙΑΣ Α.Ε.» ως διάδοχος της αρχικώς αναδόχου εταιρίας «Λ. ΚΑΝΖΟΥΧ & Σία», συνέχιζε την εκτέλεση του έργων.
Υπέστη τότε ολοκληρωτική καταστροφή των εγκαταστάσεών της, των μηχανημάτων, αλλά και των γεωργικών της εργαλείων αλλά ξανάρχισε τις εργασίες της το 1950 και επανόρθωσε τις ζημιές και καταστροφές που είχαν προκληθεί χωρίς να τύχει καμιάς κρατικής αποζημίωσης ή ενίσχυσης. Η αρχική μελέτη της αποξήρανσης το 1934, προέβλεπε την ύπαρξη μικρού ταμιευτήρα νερού, περί τα 5000-7000 στρέμματα, ο οποίος θα βοηθούσε στην πλήρωση του υδροφόρου ορίζοντα και θα παρείχε την απαιτούμενη ποσότητα νερού για την άρδευση της έκτασης που προοριζόταν για καλλιέργειες αλλά και για τη διατήρηση της υδρογεωλογικής ισορροπίας. Επίσης η μικρή αυτή λίμνη θα χρησίμευε ως πρότυπο ιχθυοτροφείο, (Γ. Δημητρούλας, 1937).
Τελικά η πίεση για περισσότερες εκτάσεις προς διανομή στους ακτήμονες, οδήγησε στην ολοκληρωτική αποξήρανση με ολέθρια τελικά αποτελέσματα, αλλά και τεράστια δυσκολία στην επανασύσταση της Λίμνης. Η γεωργική εκμετάλλευση των εδαφών που αποκαλύφθηκαν άρχισε το 1953 και τα στραγγιστικά έργα τελείωσαν το 1972.
Στη διήγηση του Κώστα Σακελαρίου από την Ομβριακή (γεν. 1912), γίνεται φανερή η πίεση που ασκήθηκε στους ντόπιους κατοίκους να υπογράψουν: «…το 1931-32 είχαν άμεση ανάγκη για σιτάρι και καλαμπόκι (άρα και για καλλιεργήσιμες εκτάσεις) οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας που τότε δεν υπήρχε ψωμί και υπέγραψαν για την αποξήρανση της λίμνης… Τους έλεγε τότε η πολιτική προπαγάνδα να υπογράψουν για την αποξήρανση και μετά θα τους έδιναν από 40 με 50 στρέμματα χωράφια για το ψωμί τους σαν ψαράδες και σαν κυρατζίδες (αυτοί που πουλούσαν τα ψάρια στις πόλεις και κωμοπόλεις). Τελικά η αποζημίωση ήταν δέκα (10) στρ. για τους ψαράδες, τρία (3) για τους κυρατζίδες και 6-8 για συμπλήρωμα σε παλιούς γεωργούς καθώς επίσης και 18 στρ. στους ακτήμονες».
«Η αποξήρανση έλυσε προβλήματα, αλλά προκάλεσε άλλα. Οι χειμώνες έγιναν δριμύτεροι και τα καλοκαίρια θερμότερα. Φτώχυνε το τοπίο. Εξαφανίσθηκαν, βεβαίως, τα ψάρια. Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι έπεσε πολύ η στάθμη των υπόγειων υδροφορέων και σήμερα το μέλλον των καλλιεργειών είναι αβέβαιο», σημειώνει σε παλαιότερη δημοσίευσή του το Ε.Κ.Β.Υ. (τεύχος 46 του περιοδικού «Αμφίβιον»).
Ο Θεόδωρος Καρατζάς αναφέρει στο βιβλίο του το 1962, πως το σοβαρότερο έργο του οροπεδίου Δομοκού ήταν η «εκβάθυνση της κεντρικής αποχετευτικής τάφρου της αποξηρανθείσης λίμνης Ξυνιάδος» ώστε να περιοριστούν τα πλημμυρικά φαινόμενα στις καλλιέργειες, που ζημίωναν τότε σοβαρά τους παραγωγούς. Επισημαίνει επίσης, με αφορμή την κατασκευή το 1958 της πρώτης τεχνητής λίμνης στην περιοχή, εκείνη της Ξυνιάδας με έκταση 70.000 m2, την χρησιμότητα κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων στο Μακρολίβαδο, την Εκκάρα, το Περιβόλι, τον Άγιο Γεώργιο και το Πουρνάρι, κάτι που θα καθιστούσε δυνατή την συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων κυβικών νερού που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για άρδευση ή και ύδρευση ολόκληρης της περιοχής Δομοκού.
Σήμερα έχουν προχωρήσει προς υλοποίηση ταμιευτήρες νερού στο Περιβόλι, το Νέο Μοναστήρι και το Νεοχώρι Δομοκού. Στο «Ιστορικό αποξήρανσης της Λίμνης Ξυνιάδας» του Κώστα Γαλλή όπως δημοσιεύθηκε στη «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», τ. 30, Σεπτ. 2001, διαβάζουμε: «Μετά την σύσταση του πρώτου ελληνι­κού κράτους το 1832 που έφθανε μέχρι την Όθρη, έγιναν σκέψεις για την αποξήρανση λιμνών και ελών για την αύξηση των καλ­λιεργήσιμων εκτάσεων. Το 1852 έγινε νόμος για την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και το 1887 έγινε η πρώτη μελέτη από Γάλλο αρχιμηχανικό για την αποξήρανση της λίμνης Ξυνιάδος.
Τελικά το 1917 ανατέθηκε στον μηχανικό Κλεώνυμο Στυλιανίδη μελέτη για την αποξήρανση. Οι λόγοι της αποξή­ρανσης ήταν η αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών με νέα εύφορα εδάφη, η προστασία από τις πλημμύρες καλλιεργήσιμων χωρα­φιών στην Θεσσαλία και η απαλλαγή της περιοχής από την μάστιγα της ελονοσίας. Με την απόφαση αυτή είχε συμφωνήσει τότε και η πλειονότητα των κατοίκων. Ο Στυλιανίδης πρότεινε τον συνδυασμό αποξήρανση με δημιουργία υδροηλεκτρικού έργου στην Αγόριανη (Εκκάρα).
Η πλωτή βαθυκόρος (εξσκαφέας, φαγάνα) το πλωτό μηχάνημα που 
χρησιμοποιήθηκε στην εκβάθυνση και καθαρισμό του Κεντρικού Χάνδακα.
Η μελέτη προέβλεπε αποξήρανση κατά τα 2/3 και δημιουργία στο υπόλοιπο 1/3 υπαίθριας δεξα­μενής στο δυτικό άκρο που θα τροφοδοτού­σε το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο που θα γινόταν στην Εκκάρα. Η Τράπεζα Βιομηχα­νίας για λογαριασμό της οποίας έγινε η μελέτη, σχεδίαζε την δημιουργία και άλλων παραγωγικών μονάδων, όπως εργοστάσιο χαρτοποιίας, ψυγείων κ.λπ. Η μελέτη αυτή δεν έγινε δεκτή από την βουλή. Τελικά στις 24 Δεκεμβρίου 1925 επικυ­ρώθηκε με προεδρικό διάταγμα η σύμβαση που υπογράφηκε για την αποξήρανση της λίμνης, μεταξύ της ελληνικής Κυβέρνησης και της εταιρίας Κανζούχ.
Η σύμβαση αυτή δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Τ. Α. φύλλο 6 της 08-01-1926. Η σύμ­βαση προέβλεπε ότι θα χορηγηθεί στην ανά­δοχο εταιρία η απόλυτη κυριότητα, νομή και κατοχή του 85% της έκτασης που θα αποξηραινόταν και το 15% θα περιέρχονταν στο Δημόσιο. Επί πλέον στον ανάδοχο παραχω­ρούνταν η χρήση των υδάτων προς άρδευ­ση και χρησιμοποίηση υδραυλικών πτώσεων κ.λπ. Ο ανάδοχος ήταν υποχρεωμένος σ' ένα χρόνο να εκπονήσει σύμβαση εκτέλε­σης έργων που θα πρόβλεπε αποπεράτωση σε 3 χρόνια από την έγκριση της μελέτης.
Η σύμβαση αυτή υπογράφηκε από την δικτατορική κυβέρνηση Πάγκαλου και αμέ­σως μετά την πτώση της δικτατορίας, πολ­λά μέλη του κοινοβουλίου με προεξάρχο­ντες τους τοπικούς βουλευτές, αρκετούς κατοίκους της περιοχής καθώς και επαγ­γελματίες και εμπόρους Δομοκού, τάχθηκαν εναντίον, θεωρώντας ότι η σύμβαση περιείχε πολλούς χαριστικούς όρους. 
Το 1927 ιδρύθηκε από αγρότες των η παραλιμνίων χωριών ο Γεωργικός Συνεταιρισμός Ξυνιάδος με σκοπό την ανάληψη των έργων και την εκμετάλλευση της γης. Πρόεδρος στην 1η Γενική Συνέλευση στις 08-01-1928 εκλέχτηκε ο δάσκαλος από την Ομβριακή Δημήτριος Δούμας. Αμέσως μετά την εκλογή το Δ. Σ. πήγε στην Αθήνα και συνάντησε αρμόδιους παράγοντες με αίτημα την ανάθεση των έργων στον Συνεταιρισμό.
Το αίτημα δεν έγινε δεκτό και οι κάτοικοι ήταν διχασμένοι όπως και ο πολιτικός κόσμος. Στο αρχείο του γράφοντος υπάρχει και χειρόγραφη επιστολή  της 27 Ιουνίου 1928 του προέδρου Δ. Δούμα  από την Αθήνα, προς τους Γ. Γαλλή, Αρισ. Γρηγορίου και Ν. Παπαγεωργίου, που αναφέρεται στις ενέργειες του και συναντήσεις με πολιτικούς της ελληνικής Βουλής αναφορικά με την ματαίωση της ανάθεσης αποξήρανσης στην εταιρία Κανζούχ. Μετά από πολλές τροποποιήσεις και βελτιώσεις υπέρ του Δημοσίου, το 85% μειώθηκε στο μισό και από 31.000 στέμματα παραχωρήθηκαν στον ανάδοχο 14.250 στρέμματα. Καταργήθηκαν επίσης και άλλα προνόμια και ο ανάδοχος ήταν υποχρεωμένος να κατασκευάσει μία ή περισσότερες τεχνικές δεξαμενές έκτασης 9.350 στρεμμά­των, που δεν κατασκεύασε βεβαίως ποτέ. Στις τροποποιήσεις προβλεπόταν και η απο­ζημίωση των επαγγελματιών αλιέων μέχρι 20 στρέμματα ανά αλιέα. Το νομοσχέδιο 4194 ψηφίστηκε στην Γερουσία και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 229 της 12-07-1929.
Αμέσως μετά, ιδρύθηκε η ετερόρρυθμος εταιρία «Λ. Καν­ζούχ και ΣΙΑ Επιχειρήσεις Ξυνιάδος» και της μεταβιβάστηκαν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και η εταιρία αναζητούσε χρη­ματοδότες. Πρώτη η Εθνική Τράπεζα προσέ­φερε δάνειο και στις 14-6-1931 ορίστηκε η τελετή εγκαινίων στο τόπο που τα μηχανή­ματα θα έκαναν τα σκαψίματα κοντά στην σιδηροδρομική γραμμή.
Ειδικό τραίνο με επι­σήμους τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και τον υφυπουργό Οικονομικών ναυλώθηκε από το Λιανοκλάδι. Στην τελετή παρέστησαν και οι βουλευτές της περιοχής Μαλαμίδας και Δροσόπουλος καθώς και ο Δήμαρχος Λαμίας Πλατής. Μετά τον αγιασμό παρατέθηκε γεύμα στην περιοχή Παναγιάς.
Επειδή η εταιρία ούτε τα κεφάλαια ούτε τις τεχνικές γνώσεις διέθετε για να ολοκλη­ρώσει το έργο, κηρύχθηκε έκπτωτη. Μετά από διαπραγματεύσεις με την Ε.Τ.Ε. της χορηγήθηκε δάνειο με υποθήκη τα κτήματα που θα έπαιρνε μετά την αποξήρανση. Τελικά το Φθινόπωρο του 1936 ξεκίνησαν οι εργασίες, αφού έγιναν οι αναγκαίες εγκαταστάσεις κοντά στον σταθμό Αγγείων στα λεγόμενα «έργα» και προσλήφθηκε το αναγκαίο προ­σωπικό, γύρω στα 200 άτομα.
Οι εργασίες προχωρούσαν αργά λόγω έλλειψης μηχανημάτων και μη έγκαιρης χρη­ματοδότησης. Τελικά κατασκευάσθηκε βυθοκόρος (φαγάνα) στον Πειραιά, η οποία είχε την δυνατότητα να σκάβει μέχρι 9 μέτρα μέσα στο νερό και πήρε το όνομα «Ξυνιάς». Τον Ιούλιο του 1939 η βυθοκόρος άρχισε το σκάψιμο έξω από την λίμνη κοντά στην γέ­φυρα του Ντεκωβίλ και προχωρούσε προς την λίμνη με γοργούς ρυθμούς. Εν τω μεταξύ ιδρύθηκε νέα γεωργική εταιρία «Ξυνιάς Α.Ε.» με κύριο μέτοχο την Εθνική Τρά­πεζα και διευθυντή τον Ευαγ. Λυκούρη.
Οι εργασίες διακόπηκαν τον Οκτώβριο του 1940 λόγω κήρυξης του πολέμου με την Ιταλία και στράτευσης μέρους του προσωπικού της. Αμέσως μετά την λήξη του πολέμου και στην διάρκεια της κατοχής, συνεχίστηκαν οι εργασίες, οι οποίες αποπερατώθηκαν στο τέλος του καλοκαιριού του 1942 οπότε, σιγά-σιγά αποτραβήχτηκαν τα νερά από την τάφρο αποχέτευσης, που εν τω μεταξύ είχε δημιουργηθεί, προς τον Πενταμύλη.
Όλοι διηγούνται ότι στο διάστημα αυτό σμήνη χιλιάδων ψαροπουλιών μαζεύτηκαν πάνω από την λίμνη και κατά μήκος της τάφρου για να γευθούν τα αμέτρητα ψάρια που προσφέρονταν για τροφή. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό και άκρως συγκινητικό. Η τεχνική εξέλιξη όμως έκανε πάλι το θαύμα της. Η λίμνη Ξυνιάδος, αυτό το θαυ­μάσιο δημιούργημα της φύσης, αυτή η απα­ράμιλλη ομορφιά των χιλιάδων χρόνων, έπαυσε να υπάρχει.
Η λίμνη Ξυνιάδος, ο θησαυρός της επαρχίας μας χάθηκε για πάντα. Ας ελπίσουμε ότι οι σκέψεις για επα­ναδημιουργία ενός τμήματος της λίμνης θα αποδώσουν, για να χαρίσουν στις νέες γε­νιές την αφάνταστη μαγεία και τον εμπλου­τισμό του υδροφόρου ορίζοντα. Η εταιρία Κανζούχ και ΣΙΑ καλλιεργού­σε από το 1942 όσα κτήματα είχαν απο­στραγγιστεί από τα νερά. Προσωρινή διανο­μή των κτημάτων έγινε το 1953 και οριστικά το 1958.
Τελικά στην Ομβριακή παραχωρή­θηκαν 4000 στρέμματα. Η διανομή δεν περιλάμβανε μόνο τα παραλίμνια χωριά, παρά 14 κοινότητες της επαρχίας Δομοκού, 11 της δυτικής Φθιώτιδας (Ασβέστης, Γιαννιτσού, Λιτόσιλο, Ροβολιάρι κ.λπ.) 2 του νομού Καρδίτσας (Μακρυρράχη και Κτημένη) και 1 της Ευρυτανίας (Μαυρόλογγος). Στους ακτήμονες παραχωρήθηκαν από 4 στρέμματα και άνω ανάλογα με τον αριθμό των μελών, στους αλιείς 10 στρέμματα και στους κιρατζήδες 3 στρέμματα.
Οι περισσό­τεροι ακτήμονες των ορεινών χωριών, ασυ­νήθιστοι από τις συνθήκες εργασίες στον κάμπο, γρήγορα πούλησαν τα κτήματα τους στους παραλίμνιους κατοίκους». 
Η αποξηραμένη λίμνη Ξυνιάδας σήμερα

Συλλογή τεύτλων στην αποξηραμένη λίμνη Ξυνιάδα (1970)
Ο πυθμένας της λίμνης καλλιεργείται σήμερα κυρίως με αρδευόμενες ανοιξιάτικες καλλιέργειες (ζαχαρότευτλα, αραβόσιτο, βιομηχανική τομάτα κλπ) καλλιέργειες οι οποίες έδωσαν, ομολογουμένως, τα προηγούμενα χρόνια, μια μοναδική πηγή πλούτου για τους αγρότες-καλλιεργητές της περιοχής.
Όμως η υπερεκμετάλευση, η αλόγιστη πολλές φορές χρήση φυτοφαρμάκων, χημικών λιπασμάτων και μια σειρά από διάφορους άλλους παράγοντες, κατέστησαν υποπαραγωγικά, τα υπεργόνιμα στην αρχή, εδάφη που αποκαλύφθηκαν από την αποξήρανση. Ο πυθμένας όμως της λίμνης έχει επιβαρυνθεί ήδη αρκετά από χημικά απόβλητα της γεωργικής καλλιέργειας.
Από την εργασία για την διερεύνηση της ποιότητας των υδάτων της λίμνης Σμοκόβου του κ. Κων/νου Ρόπη διαβάζουμε: «Οι συνήθεις ρύποι που μπορούν να επιβαρύνουν την ποιότητα των υδάτων ενός ταμιευτήρα αυτού του είδους προέρχονται από τις χρήσεις γης στην λεκάνη απορροής του. Η λεκάνη απορροής της λίμνης Σμοκόβου βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στον Ν. Καρδίτσας, όπου οι κάτοικοι της περιοχής ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ συμπεριλαμβάνει και ένα τμήμα της πεδιάδας του Δομοκού. Η συγκεκριμένη πεδιάδα προέρχεται από την αποξήρανση της λίμνης Ξυνιάδος και σήμερα καλλιεργείται από τους κατοίκους της περιοχής. Το μεγαλύτερο βέβαια μέρος της λεκάνης απορροής καλύπτεται από δάση και βοσκότοπους. Με βάση τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι οι βασικότεροι ρύποι προέρχονται από αστικά, γεωργικά και κτηνοτροφικά απόβλητα. Τα συγκεκριμένα απόβλητα περιέχουν σημαντικά φορτία αζώτου (είτε στην αμμωνιακή, είτε στην οξειδωμένη του μορφή) και φωσφόρου...».
Η μείωση πλέον της απόδοσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων του παλιού πυθμένα της λίμνης, η πτώση του υδροφόρου ορίζοντα, αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες καθιστούν ως μόνο άξονα ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής την πλήρη αποκατάσταση της λίμνης Ξυνιάδος. Για το σκοπό αυτό ο Δήμος Ξυνιάδος με την Νομαρχία Φθιώτιδος ως φορέα υλοποίησης και το «Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας-Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-υγροτόπων» πραγματοποίησαν το 2009, μελέτη σχετική με την αποκατάσταση της λίμνης, με τίτλο «Μελέτη Σκοπιμότητας για την Επανασύσταση της τέως λίμνης Ξυνιάδος».
Σύμφωνα με την προγραμματική σύμβαση, προτείνονται τρεις λύσεις αποκατάστασης της λίμνης:
Στην πρώτη λύση προβλέπεται αποκατάσταση της λίμνης στην έκταση 26.000 στρεμμάτων με αξιοποίηση των υδάτων ολόκληρης της λεκάνης, πλην του ρέματος Μπουγαζίου.
Στη δεύτερη, αποκ
ατάσταση της λίμνης με τη κατασκευή αναχώματος για τη δημιουργία μιας προλίμνης, αρχικά στην έκταση των 11.500 στρεμμάτων και τη σταδιακή επέκτασή της στην έκταση των 26.000 στρεμμάτων.
Στην τρίτη λύση, προτείνεται η αποκατάσταση της έκτασης των 26.000 στεμμάτων με εκβάθυνση ενός μέτρου των 4.000 περίπου στεμμάτων.
Η προσπάθεια για την επαναδημιουργία της λίμνης Ξυνιάδας, είναι ένα όνειρο ζωής για πολλούς από τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, ώστε να αποκατασταθεί ίσως μια αδικία του παρελθόντος  προς τη φύση, που τόση ανάγκη την έχουμε σήμερα.
Η λίμνη Ξυνιάδα, ένα μοναδικό, θαυμαστό στολίδι της φύσης, με τα φανταστικά πρασινογάλανα νερά, την εξαίρετη ομορφιά, τον πλούτο και τους θησαυρούς της, έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη σ’ όσους είχαν την ευδαιμονία να την αντικρίσουν κάποτε κι αποτελεί μια γλυκιά νοσταλγία, σ’ όλους εμάς που είχαμε την τύχη ν’ ακούσουμε τουλάχιστον για το Γιαλό, όπως την έλεγαν οι ντόπιοι, από «πρώτο χέρι», απ’ ανθρώπους που την έζησαν, κι ίσως τη λάτρεψαν.

  Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com

Copyright © 2020 

Contact With Me

Contact Us
DIMITRIS KARELIS
+306947185990
Athens, Greece