«Η παλιά δημοτική Σκαμνά-βρύση του Δομοκού»
«Η παλιά δημοτική Σκαμνά-βρύση του Δομοκού»
Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης
Άφθονα ήταν τα κρυστάλλινα, γάργαρα, πόσιμα νερά στο Δομοκό και πολλές οι βρύσες που τρέχανε ασταμάτητα μέρα και νύχτα. Οι ιστορικές πηγές, κάνουν λόγο για οκτώ κρήνες πόσιμου ύδατος εντός της πόλης του Δομοκού, κατά το έτος 1881.
Μια από τις αξιολογότερες κρήνες του Δομοκού, ήταν η δημοτική Σκαμνά-Βρύση, που βρίσκεται κοντά στην πλατεία του Δομοκού, παραπλεύρως της οικίας Κων. Καρατζά, έναντι οικίας Σκλατινιώτη, πάνω σε πετρόχτιστο τοίχο. Ονομάστηκε Σκαμνά-Βρύση από τα υπάρχοντα τότε «σκάμνα» (μουριές) και είχε δύο κρουνούς με πηγαίο ύδωρ. Τούτη ή κρήνη έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης και ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Σύμφωνα με την Διεύθυνση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, «η παλιά δημοτική βρύση χρονολογείται γύρω στο 1880, ενώ πρόκειται για μονόπλευρη βρύση, η όψη της οποίας διαμορφώθηκε στη μία πλευρά του πετρόκτιστου τοίχου. Η πρόσοψή της διαμορφώνεται με βάση τον κατακόρυφο άξονα συμμετρίας και αποτελείται από τρεις τοξωτές εσοχές, μία κεντρική και δύο παράπλευρες. Στο πάνω μέρος των εσοχών στον άξονα συμμετρίας υπήρχαν μικρά διακοσμητικά τόξα από πελεκητή πέτρα, καθώς και εντοιχισμένη πλάκα, πιθανόν κτητορική επιγραφή. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η εσωτερική θολωτή δεξαμενή νερού που βρίσκεται στην κεντρική τοξωτή εσοχή. Η απλότητα της κατασκευής, η διαφοροποίηση ορισμένων υλικών, η διάθεση διακόσμησής της, συνθέτουν ένα αρμονικό σύνολο και αποδίδουν στο κτίσμα την έννοια του έργου τέχνης».
Η εντειχισμένη ενεπίγραφη πλάκα, φέρει τουρκική επιγραφή γραμμένη με αραβική γραφή, την οποία προφανώς, πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω, για το εάν είναι πράγματι κτητορική ή αφιερωματική. Κατά το έτος 1880, κατά το οποίο φέρεται να έγινε η κατασκευή, επισκευή ή ανακατασκευή της ως άνω κρήνης, ο Δομοκός βρισκόταν υπό Οθωμανική κατοχή, καθώς απελευθερώθηκε ένα χρόνο αργότερα, το 1881. Οι Οθωμανοί έδιναν μεγάλη σημασία στο νερό και η κατασκευή μιας δημόσιας βρύσης θεωρούνταν έργο θεάρεστο, καθώς λέγεται πως ο Μωάμεθ έβαλε σχετική ρήση στο Κοράνι. Ήταν ακόμη, σημάδι της τουρκικής κυριαρχίας, σήμα κατατεθέν της θρησκείας τους.
Η βρύση ανακατασκευάστηκε την δεκαετία του 1990, από την τότε δημοτική αρχή και έκτοτε αποτελεί ένα από τα πολλά και αξιόλογα ιστορικά μνημεία της πόλης του Δομοκού.
Σχετικά με την ονομασία της, η παράδοση αναφέρει πως η βρύση ήταν περιτριγυρισμένη από σκαμνιές, δηλαδή μουριές (συκαμιά, σκαμνιά ή συκαμινιά, αρχ. και βυζ. συκάμινος) και εξ αυτού του λόγου ονομάστηκε Σκαμνά-βρύση. Η μουριά, λευκή ή μαύρη, είναι φυλλοβόλο πλατύφυλλο δέντρο, που φημίζεται για τη σκιά του.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε πως η λέξη πιθανώς να προέρχεται ετυμολογικά από το βυζαντινό «σκάμνος» και σκαμνίον, το σκαμνί (Λατ. scamnum), το κάθισμα. Τα σκαμνία ή σκάμνα, χαμηλά καθίσματα με ξύλινα πόδια, ονομάσθηκαν έτσι διότι ήταν κατασκευασμένα αρχικά από ξύλο συκαμινέας (μουριάς), το οποίο, κατά τον Θεόφραστον «ήτο ασαπές και εύεργον» (δεν σάπιζε και ήταν ευκολοδούλευτο). Κατά του Βυζαντινούς χρόνους ως σκάμνα αναφέρονταν οποιαδήποτε καθίσματα, βάσεις στήριξης ή θεμέλια, ενώ υπήρχαν και «σκάμνα θρονοειδή». Πιθανώς λοιπόν η ονομασία της βρύσης να αναφέρεται στο «κάθισμα» (σκαμνά, σκαμνιά) και όχι στο όμορφο, πλατύφυλλο και καλοΐσκιωτο δεντρί ή και στα δύο.
*Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.