-->

i Love to Create!

I AM

image
Hello,

I'm ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΚΑΡΕΛΗΣ

Ονομάζομαι Δημήτρης Καρέλης, είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. Γεννήθηκα στη Λαμία και ζω στη Καλλιθέα Αττικής, είμαι παντρεμένος και έχω ένα γιο. Εργάζομαι ως υπάλληλος στον όμιλο Δ.Ε.Η. Α.Ε. από το 1993 και υπηρετώ στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε.). Σήμερα είμαι συνδικαλιστής, Εκτελεστικός Σύμβουλος Πολιτιστικών Θεμάτων και Μέλος του Δ.Σ. της ΓΕΝ.Ο.Π-Δ.Ε.Η.-Κ.Η.Ε., ενώ χρημάτισα επί σειρά ετών Πρόεδρος, Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος Δ.Σ. του ιστορικού συνδικάτου «Πανελλαδικός Σύλλογος Καταμετρητών-Εισπρακτόρων Δ.Ε.Η.». Είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος, με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Από την παιδική μου ηλικία, με πυξίδα τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, ξεκίνησα ένα μακρύ ταξίδι στο χώρο του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της παράδοσης, της γραφής, του λόγου και του στοχασμού.


Education
University

Culturologist

Postgraduate

Master of Arts in Public History

School of Amusement

Self-taught painter


Experience
Electricity worker

Public Power Corporation of Greece

Historical

Historical author-researcher

Painter

Art and painting lover


My Skills
Writing
Painting
Disquisition
Design

About Books

«Η βιβλιοθήκη κατοικείται από πνεύματα που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα». – Ιζαμπέλ Αλιέντε.

friendship

«Ένα μόνο τριαντάφυλλο μπορεί να είναι ο κήπος μου, αλλά μόνο ένας φίλος, ο κόσμος μου». – Λέο Μπουσκάλια

be yourself

«Να είσαι ο εαυτός σου, αλλά πάντα ο καλύτερος εαυτός σου». – Karl G. Maeser

about love

«Το να αγαπιέσαι βαθιά σου δίνει δύναμη, ενώ το να αγαπάς βαθιά σου δίνει κουράγιο». – Λάο Τσε.

WHAT I DO

Author-writer

«Είτε γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί, είτε κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», Βενιαμίν Φραγκλίνος

Culturologist

«Ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, κατακτάται», Αντρέ Μαλρώ

Painter

«Η ζωγραφική είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να κρατάς ημερολόγιο», Πάμπλο Πικάσο

Some of my work
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΑΠ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΑΠ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

«Σύγκριση των ανακτορικών συγκροτημάτων της Κνωσού και των Μυκηνών ως κέντρα εξουσίας και πολιτισμού»

«Σύγκριση των ανακτορικών συγκροτημάτων της Κνωσού και των Μυκηνών ως κέντρα εξουσίας και πολιτισμού»
του Δημήτρη Β. Καρέλη
Εισαγωγή ..................................................................................................................... 2
Ενότητα 1η : Η δομή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ως κέντρων εξουσίας και πολιτισμού............................................................................................. 3
Το Ανάκτορο της Κνωσού ......................................................................................... 3
Το ανάκτορο των Μυκηνών ...................................................................................... 4
Σύγκριση των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ........................................ 5
Ενότητα 2η: Οι τοιχογραφίες στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό ................ 7
Οι Γρύπες στην αίθουσα του θρόνου, στην Κνωσό ................................................. 8
Δαίμονες μεταφέρουν ανάφορο, σε τοιχογραφία των Μυκηνών ............................ 9
Ενότητα 3η: Η επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αξιοποίηση των προϊστορικών ανακτόρων ........................ 10
Επίλογος  ................................................................................................................... 11
Βιβλιογραφία ............................................................................................................ 12
Δικτυογραφία ............................................................................................................12
Παράρτημα εικόνων...................................................................................................13

Εισαγωγή
Τα Μινωικά και Μυκηναϊκά ανάκτορα, ιδιαίτερα τα ανάκτορα της Κνωσού και των Μυκηνών, αποτελούσαν κέντρα πολιτικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής διοίκησης των αντίστοιχων πολιτισμών. Συνιστούσαν επίσης κοιτίδες οικονομίας και πολιτισμού, όπως προκύπτει κυρίως από τις επιγραφές της Γραμμικής Β΄, που έχουν ανακαλυφθεί, αλλά και τις περιγραφές του Ομήρου.
Η εργασία που ακολουθεί, πραγματεύεται τις ομοιότητες και τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο ανακτόρων, με βάση τις κατόψεις του ανακτορικού συγκροτήματος της Κνωσού (εικ. 5) και της Ακρόπολης των Μυκηνών (εικ. 6), μελετά το ζωγραφικό διάκοσμο των ανακτόρων, συγκρίνοντας μια τοιχογραφία από κάθε ανάκτορο, τις περιγράφει και τις σχολιάζει, κυρίως από άποψη τεχνοτροπίας και καταγράφει την επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική.

Ενότητα 1η : Η δομή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ως κέντρων εξουσίας και πολιτισμού
Το Ανάκτορο της Κνωσού


  
Εικόνα 1: Άποψη των ανακτόρων της Κνωσού
(Προέλευση εικόνας: Αρχείο Δ. Β. Καρέλη)
 
Ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της μινωικής εξουσίας ήταν το εντυπωσιακό και επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα των Ανακτόρων της Κνωσού (εικ.1), που αναπτύσσονταν σε μια έκταση 22.000 τ.μ., κτισμένο κατά ένα μεγάλο μέρος πάνω σε τεχνητό λόφο. Ήταν η έδρα του βασιλιά Μίνωα και σε ορισμένα σημεία του θεωρείται πως είχε έως πέντε ορόφους. Το παλαιό ανάκτορο χτίστηκε περί το 2000 π.Χ., περίοδο της εμφάνισης των πρώτων ανακτόρων, στο νότιο άκρο της πόλης της Κνωσού και καταστράφηκε από σεισμό κατά το 1900 π.Χ.. Επισκευάστηκε ταχύτατα, αλλά καταστράφηκε για μια ακόμη φορά από σεισμό το 1700 π.Χ., περίπου. Το νέο ανάκτορο αναδομήθηκε αμέσως, μεγαλειώδες και θεαματικότερο, για να υποστεί νέα μερική καταστροφή στα μέσα του 15ου αι., μετά από έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, όταν εγκαθίστανται στην Κνωσό οι Μυκηναίοι. Καταστράφηκε εκ νέου, από πυρκαγιά, στα μέσα του 14ου αι. π.Χ. και από τότε δεν ανέπτυξε δραστηριότητα ανακτορικού κέντρου. 
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ανακτορικού συστήματος στην Μινωική Κρήτη έπαιξαν οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί με τα κέντρα της Ανατολής, σε Μεσοποταμία και Αίγυπτο, όπου υπήρχε ήδη «ιεραρχημένη» κοινωνία.  Η εμφάνιση των πρώτων ανακτόρων στη Μινωική Κρήτη, προοιώνιζε τη σταθεροποίηση της διοικητικής και κοινωνικής ιεραρχίας, την ενίσχυση της ευμάρειας των οικισμών της και την έξαρση της καλλιτεχνικής παραγωγής. 

Το ανάκτορο των Μυκηνών

 Εικόνα 2: Μυκήνες, η πύλη των Λεόντων
(Προέλευση εικόνας: www.greececulture.net, προσπ. 14/11/2014 )


Οι Μυκήνες κτίστηκαν από τον Περσέα, ο οποίος φόνευσε ακούσια τον παππού του Αρκίσιο, βασιλιά του Άργους.  Η ακρόπολη των Μυκηνών ιδρύθηκε, πάνω σε λόφο ύψους 278 μ., στα βορειοανατολικά της αργολικής πεδιάδας ανάμεσα σε δύο λόφους, τον Προφήτη Ηλία και τη Ζάρα, στα μέσα του 14ου αιώνα (1350 π.Χ. ΥΕ ΙΙΙ Α). Είχε έκταση 30.000 τ.μ. και τα τείχη της, περιμέτρου 900 μ., υπέστησαν αρκετές μετασκευές ως την τελική της μορφή που σώζεται μέχρι σήμερα και χρονολογείται στα τέλη του 13ου αι. π.Χ.  Στην ακμή της, χάρη σ’ ένα ισχυρό ηγεμόνα, κατασκευάστηκαν μεγάλα έργα, χτίστηκε η Πύλη των Λεόντων (εικ.2) με τον προμαχώνα της, η τοιχοποιία του βόρειου τείχους και η πύλη, αναδομήθηκε το νότιο τείχος, για να συμπεριλάβει τον «ταφικό περίβολο Α΄» και το θρησκευτικό κέντρο, χτίστηκε προμαχώνας στα νοτιοανατολικά και διαμορφώθηκε η μεγάλη αναβάθρα που οδηγούσε στο ανάκτορο, κατοικία του άνακτα.
Την ίδια εποχή οικοδομήθηκε ο «θησαυρός του Ατρέα», θολωτός τάφος με υψηλό κυψελοειδή θόλο και κολοσσιαία υπέρθυρα. Στην τελευταία φάση της, περί το 1200 π.Χ. (ΥΕ ΙΙΙ Γ), οι κάτοικοι έλαβαν περισσότερα μέτρα για την ασφάλειά τους και την εξασφάλιση νερού και τροφίμων.  Τα τείχη χτιζόταν με «κυκλώπεια» τοιχοδομία και τιτανόλιθους, πάχους τουλάχιστον πέντε μέτρων, ενώ το κεντρικό μέρος των τειχών γεμίζονταν με λίθους και πηλό. Στην ακρόπολη βρισκόταν και το υπόγειο υδραγωγείο, η «Περσεία κρήνη». Παρατηρούμε επίσης, σημαντικό αριθμό θολωτών τάφων, καθώς επίσης τάφους και κατοικίες στην κοντινή της περιοχή.  Το ανάκτορο έπαψε να λειτουργεί στα τέλη του 13ου αι., όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά, όμως οι Μυκήνες δεν έπαψαν να κατοικούνται.
Μελετώντας την κάτοψη των ανακτόρων και τα ευρήματα, παρατηρούμε την οργάνωση και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που απαιτούσε η εκτέλεση των έργων, καθώς και την κεντρική εξουσία, υπό τον άνακτα και τη δυνατότητά της να εξασφαλίζει το απαιτούμενο πλεόνασμα για τη διαβίωση τους, αναδεικνύοντας παράλληλα μια πολιτισμικά ανεπτυγμένη κοινωνία, με διακριτή κοινωνική δομή, αλλά με στρατοκρατική οργάνωση. 

Σύγκριση των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων
Αρκετά κοινά σημεία παρουσίαζαν, από αρχιτεκτονικής απόψεως, τα μυκηναϊκά με τα μινωικά ανάκτορα, όπως τα πρόπυλα, τις ταράτσες σε διαφορετικά επίπεδα, τις κιονοστοιχίες και τις εσωτερικές αυλές.  Βασικό συνδετικό στοιχείο ήταν επίσης, οι πρωτεύουσες κατασκευαστικές τεχνικές και η χρήση του λίθου ως αποκλειστικό ή πρωταγωνιστικό δομικό υλικό, παρότι διαφοροποιούνταν σε επί μέρους σημεία.  Για τη διακόσμησή τους, χρησιμοποιούσαν βασικά τις τοιχογραφίες, ακόμη και σε εξωτερικούς χώρους όπως τα προστώα, καθώς και σε κάποιες περιπτώσεις, λίθο, ξύλο και χαλκό.  Η διαρρύθμιση όμως των Μυκηναϊκών ανακτόρων βασίζονταν σε εντελώς διαφορετικές αρχές από τις Μινωικές, ήταν απλά και όχι δαιδαλώδη και αναπτύσσονταν σε περιορισμένη έκταση, σε αντίθεση με την πολύπλοκη διαρρύθμιση των πολυώροφων και εκτεταμένων Μινωικών. Το πρόπυλο εισόδου, η αυλή και το «μέγαρο», ο ορθογώνιος επίσημος χώρος, χαρακτηριστικό της Ηπειρωτικής Ελλάδας, διακρίνει τη μυκηναϊκή από τη μινωική αρχιτεκτονική.  Φειδωλή ήταν η χρήση κιόνων, σε εισόδους, προστώα και κυρίως χώρους του μεγάρου, είχαν χαρακτηριστικά που ήταν σπάνια στα Μινωικά ανάκτορα, όπως ραβδώσεις και άλλα που δεν υπήρχαν καν, όπως βαμμένοι δακτύλιοι από κονίαμα στις βάσεις.  Ακόμη, μικρή έως ανύπαρκτη ήταν η χρήση πήλινων σωλήνων στα αποχετευτικά συστήματα των Μυκηναϊκών ανακτόρων, όπου οι οχετοί ήταν αύλακες επενδυμένοι και καλυμμένοι με λίθινες πλάκες, σε αντίθεση με τα Μινωικά.  Βασική επίσης διαφοροποίηση ήταν η έλλειψη οχύρωσης στο ανάκτορο της Κνωσού, σε σχέση με το κυκλώπειο τείχος των Μυκηνών, καθώς τα ατείχιστα ανάκτορα και πόλεις των Μινωιτών, καθορίζουν την φιλειρηνική τους φύση. Απόδειξη του ειρηνικού χαρακτήρα των Μινωιτών είναι και η θεματολογία στις τοιχογραφίες, που είναι εμπνευσμένη από την καθημερινότητα, τη φύση ή τα θρησκευτικά και λατρευτικά σύμβολα, σε αντίθεση με τους Μυκηναίους που απεικονίζουν, είτε τους ίδιους σε σκηνές μάχης, ως δεινούς πολεμιστές, είτε αφηρημένες θεότητες.
Βόρεια καταγωγή δηλώνει το Μυκηναϊκό ανάκτορο, καθώς δείχνει εσωστρέφεια, σε αντίθεση με το Μινωικό, που παρουσιάζει σαφή μεσογειακή προέλευση.  Ο μινωικός «Λαβύρινθος», με αρχιτεκτονική ποικιλία και ιδιορρυθμία, αναδείκνυε μια κατοικία ανοιχτή σε «αέρα και φως», εν αντιθέσει με το ανάκτορο των Μυκηνών, που εμφάνιζε ορθολογιστικό σύνολο με ξεκάθαρη δομή, καθώς ακόμη και το σχήμα του μεγάρου δεν επέτρεπε παραλλαγές, σε έκταση και ύψος, ούτε προσθήκες.  Στην Μινωική Κρήτη και την Κνωσό προκρινόταν η κεντρική κιονοστοιχία, που έτεμνε το χώρο σε δύο μέρη, η εστία ήταν κινητή και το πλάτος της κατοικίας μεγαλύτερο από το βάθος, σε αντίθεση με την Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική που επέλεξε τη διπλή, η οποία χώριζε το χώρο στα τρία, η κατοικία είχε μεγαλύτερο βάθος απ’ ότι πλάτος, με την είσοδό της στην στενή πτέρυγα, ήταν σκοτεινή, καθώς είχε λιγοστά «φρέατα φωτισμού» και η εστία της βρισκόταν σε σταθερή θέση. 

Οι τοιχογραφίες στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό

Η τοιχογραφία, αντιπροσωπευτική μορφή έκφρασης πολιτισμού της εποχής του χαλκού, εντοπίζεται στα πρώτα ανάκτορα της Κνωσού, το 1600 π.Χ.  Ως εξαιρετικά αναπτυγμένη τέχνη για τους Μινωίτες, χαράσσει τα ρεύματα και τη μόδα της εποχής. Την εποχή αυτή οι ζωγράφοι εργάζονται σε αγαστή συνεργασία με το βασιλιά και τα εργαστήριά τους βρίσκονται εντός του ανακτόρου.  Η Αιγαιακή τεχνική των τοιχογραφιών είναι ανάμικτη και τα χρώματά τους είναι «φυσικά και γαιώδη», όπως για παράδειγμα το λευκό από ασβέστη, το σκούρο κόκκινο από αιματίτη, το ανοιχτό κόκκινο από ψημένη ώχρα, το κίτρινο από ώχρα, το μαύρο από άνθρακα, το μπλε από μείγμα πυριτίου χαλκού και οξειδίου ασβεστίου. 

Στην συνέχεια, εξετάζουμε δύο τοιχογραφίες, μία από κάθε ανάκτορο, τους «Γρύπες» (εικ.3), από την Αίθουσα του Θρόνου της Κνωσού και τους «Δαίμονες με το ανάφορο» (εικ.4), από τις Μυκήνες.


Οι Γρύπες στην αίθουσα του θρόνου στην Κνωσό

 Εικόνα 3.: Η τοιχογραφία με τους γρύπες την αίθουσα του θρόνου
(Προέλευση εικόνας: Αρχείο Δ. Β. Καρέλη)


Πρόκειται για επιζωγραφισμένη νωπογραφία που καταλαμβάνει, ολόκληρη την νότια πλευρά στην «αίθουσα του θρόνου». Φέρει ζωηρά, έντονα και φωτεινά χρώματα, στα οποία κυριαρχεί το επιβλητικό, μινωικό κόκκινο της Κνωσού, με αποχρώσεις μπλε, κυανού και φαιοκίτρινου χρώματος, αλλά και λευκού, με το οποίο αποδίδεται ένας κυματοειδής σχηματισμός που διατρέχει τους τοίχους, δίκην νέφους, στο μέσον και τη βάση του, παράλληλα με δύο κόκκινες γραμμές. Στη βάση της τοιχογραφίας, αμφίπλευρα του θρόνου, στέκονται αντικριστοί δύο άπτεροι «εραλδικοί γρύπες», σύμβολα βασιλικής ή θεϊκής εξουσίας, ίσως και απονομής δικαιοσύνης, που σκοπεύουν στην προστασία του. Όμοιοι «γρύπες» απεικονίζονται και στο δυτικό τοίχο. Από το ίδιο σημείο, αναφύονται θαλάσσια κρίνα. Οι «γρύπες», που αποδίδονται με μεγάλη τυποποίηση, φέρουν σώμα λιονταριού, κεφαλή αετού, (ίσως παγωνιού), εμφανίζονται άπτεροι, για να υποδηλώσουν την αέναη παρουσία τους στον χώρο, ενώ στο κεφάλι τους τονίζεται το γαμψό ράμφος και το περίτεχνο χρωματιστό λοφίο.  Φέρουν επίσης στο λαιμό τους σπειροειδές κόσμημα, που οι άκρες της απολήγουν σε άνθη παπύρου, χαρακτηριστικό της Φαραωνικής Αιγύπτου. Η τοιχογραφία χρονολογείται κατά την «κρητομυκηναϊκή περίοδο» (1700π. Χ. - 1075 π. Χ.)

Δαίμονες μεταφέρουν ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών

 Εικόνα 4: Δαίμονες μεταφέρουν το ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) (Προέλευση εικόνας:St. Louis Community College, http://users.stlcc.edu, προσπ. 2/11/2014)

Πρόκειται για θραύσμα τοιχογραφίας με παράσταση δαιμόνων. Αποτελεί μέρος αιγιακής τοιχογραφίας, στο Θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών. Φέρει μπλε και μαύρο χρώμα στα περιγράμματα, κυανό, ερυθρό, φαιοκίτρινο και λευκό στο θέμα της τοιχογραφίας. Εικονίζονται τρεις «ονοκέφαλοι» δαίμονες, να βαδίζουν προς τα δεξιά, κρατώντας μακρύ ξύλινο κοντάρι, το «ανάφορον», από το οποίο κρέμονταν θηράματα ή οι δορές τους.  Οι Δαίμονες της τοιχογραφίας εικονίζονται με κεφαλή όνου, φέρουσα κερατοειδή απόφυση και βόστρυχο, που πέφτει στο μέτωπο. Φέρουν ακόμη, ζώνη, δεμένη περιμετρικά. Πιθανότατα οι Δαίμονες επιστρέφουν από κυνήγι ιερό ή προς τιμή του άνακτα. Είναι πιθανόν να πρόκειται για μεταμφιεσμένους ανθρώπους, χάριν θρησκευτικής τελετής. Οι δαίμονες ιδίου τύπου προέρχονται από την Αιγυπτιακή θρησκευτική τέχνη.  Η απόδοσή τους είναι αντιφυσιοκρατική, χωρίς βάθος και προοπτική, καθώς απεικονίζονται κατά κρόταφο (προφίλ) και χωρίς επικάλυψη. Η τοιχογραφία τοποθετείται χρονικά περίπου το 13ο π.Χ. αι. (1250-1200 π.Χ.).
Συγκρίνοντας τις παραπάνω τοιχογραφίες, διαπιστώνουμε σημαντικές διαφορές, στην τεχνοτροπία, την τεχνική, αλλά και τη θεματολογία, που πηγάζουν από τη διαφορετικότητα των δύο πολιτισμών. Στην περίπτωση της νωπογραφίας των «γρυπών», αποτυπώνεται η ρεαλιστική τεχνοτροπία των Μινωιτών, με τα έντονα χρώματα, το φυσιοκρατισμό, κατά την απεικόνιση των κρίνων, αλλά και στην κίνηση των γρυπών, μέσα από καμπύλα περιγράμματα και τη συμβατική αιγαιακή προοπτική. Από την άλλη πλευρά η αυστηρή, λιτή και στατικότερη απόδοση, στην τοιχογραφία των «Δαιμόνων», συνδέεται με τον στρατιωτικό χαρακτήρα του πολιτισμού των Μυκηναίων.

Ενότητα 3η: Η επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αξιοποίηση των προϊστορικών ανακτόρων

Πέρα από κάποιες περιορισμένες χρήσεις στην αρχιτεκτονική διακόσμηση, η προϊστορική τέχνη δεν ενσωματώθηκε στη σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική και η αποκάλυψη του μινωικού και μυκηναϊκού πολιτισμού δεν είχε ουσιαστική επίδραση. Ενδεικτικά, μόνο το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο Ναύπλιο, σχεδιάστηκε σε ύφος Μυκηναϊκό, λόγω της γειτνίασης με τις Μυκήνες, καθώς και μεμονωμένα σπίτια στην Αθήνα και την Κρήτη, χρησιμοποίησαν τις χαρακτηριστικές μινωικές κολώνες, με το βαθύ κόκκινο χρώμα. Είχε πλέον προκριθεί ο νεοκλασικισμός, ως νέο ύφος και στυλ στην αρχιτεκτονική, αλλά και για την άμεση σύνδεση της Ελλάδας με το αρχαίο της παρελθόν. 
Η Ελλάδα, ένας από τους δημοφιλέστερους προορισμούς πολιτισμού παγκοσμίως, προσδίδει στον τουρισμό πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις. Η τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας, μέσα από την προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 και εξελίχθηκε σε μια εξαιρετική πηγή εσόδων.  Σήμερα οι επισκέπτες της Κνωσού ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο το χρόνο, με τις μέρες αιχμής να φτάνουν τους 15.000, αριθμοί ασύλληπτοι για τον Έβανς.  Ομοίως και οι επισκέπτες της Ακροπόλεως Μυκηνών αυξήθηκαν, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., κατά 1.8% περίπου, το μήνα.
Οι φθορές όμως που παρουσιάζουν σήμερα οι αρχαιολογικοί χώροι στις δομές τους, είναι σημαντικές, καθώς είναι εκτεθειμένοι στο εξωτερικό περιβάλλον και εμφανίζουν προβλήματα συνωστισμού και ρύπανσης, εξαιτίας του όγκου των επισκεπτών τους, καταστροφές από τους τουρίστες και  μεταβολή του χαρακτήρα της περιοχής.

Επίλογος
Συμπερασματικά, τα Μινωικά ανάκτορα ήταν ανοχύρωτα, τεράστια και λαβυρινθώδη, ενώ τα Μυκηναϊκά ήταν περιορισμένα σε έκταση και οχυρωμένα με κυκλώπεια τείχη. Διέφεραν επίσης στην αρχιτεκτονική δομή τους, δείγμα της διαφορετικότητας των δύο πολιτισμών, ήταν όμως και τα δύο διακοσμημένα με εξαιρετικές τοιχογραφίες.
Οι Μινωίτες δίδαξαν την τέχνη της τοιχογραφίας στους Μυκηναίους που ακολούθησαν τα ίδια πρότυπα, εναρμονισμένα στις δικές τους ανάγκες,  εν συγκρίσει όμως, άτεχνα και συμβατικά, με τη φυσιολατρία να απέχει και κεντρικό παράγοντα τις ανθρώπινες ασχολίες. 
Επίσης, η σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου από την προϊστορική τέχνη.
Η αξιοποίηση των Μυκηναϊκών και Μινωικών ανακτόρων προσέδωσε σοβαρή προστιθέμενη αξία στις περιοχές αυτές.


Βιβλιογραφία

Βασιλικού Ντόρα, Ο μυκηναϊκός πολιτισμός, Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΒΑΕ 152,  Αθήνα, 1995.

Παλυβού Κλαίρη, Δρ Αρχιτέκτων, «Η πορεία των επισκεπτών», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Το Μινωικό Θαύμα», Κυριακή 20 Απριλίου 1997.

Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, τόμος Α, Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999.

Τσούντας, Χρήστος, Μυκήναι και μυκηναίος πολιτισμός, υπό Χρήστου Τσούντα. Αθήνησιν: Παρά τω βιβλιοπωλείω της Εστίας,1893.

Dickinson, Oliver, Αιγαίο - Εποχή του Χαλκού, Μετ. Θεόδωρος Ξένος, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2003.

Μπουλώτης Χρήστος, Αρχαιολόγος στο  Κέντρον Ερεύνης της Αρχαιότητας  της Ακαδημίας Αθηνών, Το θρησκευτικό κέντρο, στο «Ο γοητευτικός μυκηναϊκός κόσμος», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», Κυριακή 31 Μαΐου 1998.

Φιλιππίδης Δ., Τέχνες Ι: Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Ιστορία της Ελληνικής και Πολεοδομίας. Τόμος Δ΄, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.

Δικτυογραφία

Αρχαιολογία Online, http://www.archaiologia.gr, Η τοιχογραφία στη μυκηναϊκή Ελλάδα, 27/6/2011, προσπ. 2/11/2014.
Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, http://digitalcrete.ims.forth.gr, προσπ. 30/10/14.
Νίκος Ζερβονικολάκης, http://zervonikolakis.lastros.net, Κνωσός - Ο Γρίφος Του Θρόνου, προσπ. 2/11/2014.
Τ.Ε.Ι. Χαλκίδας, http://www.ee.teihal.gr/ Οικοτουρισμός, προσπ. 2/11/2014.
Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, http://odysseus.culture.gr, προσπ. 30/10/14.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 

karelisdimitris@gmail.com
 
 
Εικ. 5 : Ανακτορικό συγκρότημα Κνωσού
 
 

«Τα κόμματα «Αγγλικό», «Γαλλικό» και « Ρωσικό» κατά την περίοδο της βαυαρικής απολυταρχίας», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 Εισαγωγή .…………………….…………………………………………………
1η Ενότητα: Προέλευση και οργανωτικό πλαίσιο των πρώτων κομμάτων ……
2η Ενότητα: Ιδεολογικά χαρακτηριστικά των κομμάτων ………………………
3η Ενότητα: Κόμματα και πολιτικές κατά την βαυαρική απολυταρχία ..………
Επίλογος  .……………………………………………….………………………
Βιβλιογραφία .…..……………………………………….………………………


Εισαγωγή

Η ιστορία των κομμάτων στην Ελληνική πολιτική σκηνή φαίνεται πως είναι μακροβιότερη εκείνης του ίδιου του Ελληνικού κράτους. Ήδη από τα τέλη του 1821 άρχισαν να δημιουργούνται δύο πολιτικά σχήματα που αντανακλούσαν την διαμάχη μεταξύ στρατιωτικών και προεστών, αναγνωρίζοντας και ονομάζοντάς τα, πολιτικό «κόμμα» και στρατιωτικό «κόμμα».[1]

Λίγο αργότερα θα δημιουργηθούν τρεις πρωτογενείς πολιτικοί σχηματισμοί που θέτουν τις βάσεις του ελληνικού πολιτικού και κομματικού κατεστημένου: Το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό» κόμμα.

Στην παρούσα εργασία θα μελετήσουμε τα ιδεολογικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά των κομμάτων και τη θέση τους στην πολιτική ζωή του ελληνικού βασιλείου κατά την περίοδο της βαυαρικής απολυταρχίας (1832-1844).

1η Ενότητα: Προέλευση και οργανωτικό πλαίσιο των πρώτων κομμάτων

Οι ρίζες της δημιουργίας των τριών κομμάτων που δεσπόζουν στον πολιτικό βίο της Ελλάδας στα πρώτα βήματα της αυτόνομης πορείας του και κατά την Οθωνική περίοδο, το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό», βρίσκονται στα 1825-26 στην κρισιμότερη φάση του αγώνα της ανεξαρτησίας.[2] Οι βασικοί παράγοντες που συνέργησαν στη γέννηση αυτών των κομμάτων ήταν η αμηχανία των Ελλήνων έναντι της συμμαχίας της «Υψηλής Πύλης» με τον Μεχμέτ Αλή Πασά, χεδίβη της Αιγύπτου για την καταστολή της επανάστασης, η αλληλοσυγκρουόμενη πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στην εγγύς Ανατολή και η κατευθυνόμενη εύνοια και προστασία προς τους επαναστατημένους Έλληνες.[3]

Οι Έλληνες προσέγγισαν τις μεγάλες δυνάμεις ευελπιστώντας σε βοήθεια στον αγώνα κατά των Οθωμανών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τριών κομμάτων ως συνεπακόλουθο των επιμέρους προτιμήσεων των Ελλήνων.[4]

Οι εφημερίδες της εποχής τα αποκαλούσαν με τους περιγραφικούς όρους «το λεγόμενον αγγλικόν», «το λεγόμενον γαλλικόν» και το «λεγόμενον ρωσικόν», για να προσδιορίσουν τον προσανατολισμό τους στις «μεγάλες δυνάμεις», ταυτοχρόνως όμως οι επωνυμίες τους χρησιμοποιήθηκαν ως συνθήματα κατά των αντιπάλων κομμάτων στην πολεμική τους ρητορική, επισημαίνοντας έτσι την προδοσία επί των εθνικών συμφερόντων, σε αντάλλαγμα για την ξένη «προστασία».[5]

Τα πολιτικά κόμματα είχαν καταβολές στην περίοδο της «Φιλικής Εταιρίας» και στις κοινωνικο-ιδεολογικές αντιθέσεις που φτάνουν στο ζενίθ τους στην επανάσταση, σχηματίστηκαν την περίοδο των εθνικών συνελεύσεων, είχαν άτυπες οργανωτικές δομές, δεν είχαν επίσημα μέλη - καταστατικό, ούτε γραφεία και βασικά αποτελούσαν συνέχεια δικτύων συγγενείας με οικονομική αλληλεξάρτηση και τοπικιστικά συμφέροντα, ενώ οι οικογένειες της εποχής συχνά αποτελούσαν πολυμελείς φατρίες,[6] καθώς ήδη από την οθωμανική κυριαρχία είχαν δημιουργηθεί, για διάφορους λόγους «πελατειακές ενώσεις» μέσα στους κύκλους της ευρύτερης οικογένειας όπου συναντούσε κανείς «γνησίους και φερέγγυους συμμάχους».[7]

Επειδή την περίοδο εκείνη δεν υπήρχαν διακριτοί δημοκρατικοί και αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, αναγκαστικά η πολιτική ζωή ήταν δέσμια αυτών των δικτύων πατρωνίας και πελατείας, εξασφαλίζοντας την πολιτική υποστήριξη και βοήθεια συγγενών που είχαν αναρριχηθεί σε υψηλές θέσεις-κλειδιά και είχαν αποκτήσει βασιλική εύνοια, απ’ όπου μπορούσαν να διεκπεραιώνουν μικρές ή μεγαλύτερες ρουσφετολογικές υποθέσεις, σε βαθμό που επηρέαζαν ακόμη και τις πολιτικές εξελίξεις, ανάλογα με την διάθεσή τους.[8] Οι «προστάτες» και οι «κύκλοι συμφερόντων» εκμεταλλεύθηκαν και ενίσχυσαν το «πελατειακό» σύστημα, εμποδίζοντας την καθιέρωση ενός πολιτικού συστήματος «ευρωπαϊκού τύπου», επειδή το θεωρούσαν αντίθετο και εχθρικό προς τα συμφέροντά τους.[9]

Οι σχέσεις προστασίας και οι συμπράξεις της προεπαναστατικής περιόδου, εμπίπτουν στην περίπτωση των οικογενειακών «φατριών» με σημαντικότερες την κοινή φατρία των Λόντου-Ζαΐμη, των Δεληγιανναίων, των Μαυρομιχαλαίων και των Κουντουριωτών και άξιες μνημόνευσης, ως προσωπικά σχήματα γεννημένα στον αγώνα, τις φατρίες του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Ιωάννη Κωλέττη.[10]

2η Ενότητα: Ιδεολογικά χαρακτηριστικά των κομμάτων

Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828, βρέθηκε μπροστά σε μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση σχετικά με τα πολιτικά κόμματα και βρισκόμενος σε δίλημμα να επιλέξει την αναζήτηση υποστήριξης και συνεργασίας όλων των φατριών και κομμάτων ή να επιχειρήσει να συνενώσει εξουσιάζοντας κάποιες φατρίες ώστε να υπερκεράσει τις υπόλοιπες, επέλεξε το δεύτερο σαφώς επηρεασμένος από τις ανοιχτές επιθέσεις κάποιων φατριών στο πρόσωπό του.[11] Έτσι δημιούργησε σε εθνικό επίπεδο ένα κόμμα, συνισταμένη πολλών φατριών και τοπικών συμπράξεων και πυρήνα τη «ρωσική» φατρία, γνωστό ως «Καποδιστριακό κόμμα» ή «κόμμα των Ναπαίων» με την «Εταιρία του Φοίνικος» να ενεργεί ως ανεπίσημος υποστηρικτικός οργανισμός, στηρίζοντας την κομματική του βάση στη νομιμοφροσύνη των φατριών με κύριους παράγοντες τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο και τον πιστό του φίλο καπετάν Γκούρα στη Ρούμελη.[12] Αντίθετα οι δυνάμεις των λεγόμενων «συνταγματικών» που περιλάμβαναν όλες τις «αντικαποδιστριακές» φατρίες, δεν λειτούργησαν ποτέ ως ενιαίο κόμμα και ανάμεσα στα χρόνια 1828-32 διακρίνονται σε τέσσερις ομάδες βασιζόμενες σε συνταγματικές αρχές, την «αγγλική», τη «γαλλική», τη φατρία των «Κουντουριωτών» και τη φατρία των «Μαυρομιχαλαίων». Σαφής είναι πλέον η ύπαρξη των τριών κομμάτων, του «καποδιστριακού» ή «ρωσικού», του «αγγλικού» και του «γαλλικού» στα τέλη του 1832.[13] Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και τον εμφύλιο του 1832, δημιουργούνται έντονες πικρίες ανάμεσα κυρίως στο «αγγλικό» και το «γαλλικό» κόμμα, ενισχύοντας τον διαχωρισμό μεταξύ των οπαδών τους, εμφανίζονται τα γενικά και τα γεωγραφικά όρια των κομμάτων, εφόσον αποκτούν υπόσταση και συνοχή και καθορίζονται με σαφήνεια ηγέτες και οπαδοί τους.[14] Κάποιοι συνδέουν τα προσανατολισμένα στους ξένους κόμματα με γεωγραφική διάκριση ταυτίζοντας το «αγγλικό» κόμμα με τους Νησιώτες, το «γαλλικό» με τη Ρούμελη και το «ρωσικό» με την Πελοπόννησο.[15]

Το «ρωσικό» κόμμα, φίλα προσκείμενο ιδεολογικά και πολιτικά στη Ρωσία, είχε ξεκάθαρη, συντηρητική ιδεολογία και ταυτιζόταν με την υπεράσπιση των συμφερόντων της Εκκλησίας, αποκτώντας έτσι μεγάλο λαϊκό έρεισμα, με ηγετικές φυσιογνωμίες και εκφραστές τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον κόμη Ανδρέα Μεταξά. Θεμελιώδης αξία κοινωνικής τάξεως υπήρξε για το «ρωσικό» κόμμα η θρησκεία και βάση της πολιτικής του το πεδίο της εσωτερικής πολιτικής και όχι της διπλωματίας.[16]

Το «αγγλικό» κόμμα υπό τον Αλέξανδρο Mαυροκορδάτο, χωρίς ιδιαίτερα ερείσματα στην επαρχία, αντλούσε δύναμη από ένα στενό κύκλο διανοούμενων με ευρωπαϊκή παιδεία, είχε πίστη στο κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και τη διάκριση των εξουσιών, ως  βασικές αρχές νόμιμης εξουσίας,[17]στον «εξευρωπαϊσμό» και τη διεύρυνση ελευθεριών,[18] κρατώντας μακριά την εκκλησία, χωρίς όμως περιορισμούς στην διδασκαλία της.

Γύρω από το «γαλλικό» κόμμα και την ισχυρή προσωπικότητα του Ιωάννη Κωλλέτη, επίσημου εκφραστή της «Μεγάλης Ιδέας», συσπειρώθηκε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, όπως οπλαρχηγοί της Ρούμελης, προεστοί της Πελοποννήσου και προύχοντες Νησιώτες. Το «γαλλικό» κόμμα πρέσβευε τον δυτικό φιλελευθερισμό και υποστήριζε την εγκαθίδρυση συνταγματικού καθεστώτος, με φανερή την ταύτιση του με τους «πολεμιστές» και την ιδέα του «ριζοσπαστικού αλυτρωτισμού», κάτι που εύρισκε αντίθετο το «αγγλικό» κόμμα[19].

Όλα τα κόμματα πάντως ασπάζονταν την «Μεγάλη Ιδέα» του αλυτρωτισμού, την απελευθέρωση δηλαδή όλων των Ελλήνων και των ομόδοξων χριστιανών από τον Οθωμανικό ζυγό, το καθένα στο δικό του βαθμό και επιζητούσαν μια αυτοκέφαλη εκκλησία.[20]

Οι πολιτικοί την εποχή εκείνη δεν έκριναν ψεκτό να αποδέχονται βοήθεια από τους ξένους και να οικοδομούν την Ελλάδα στα πρότυπα των μεγάλων δυνάμεων διότι όπως έλεγε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, «διατηρούμε ως θεμελιώδη αρχή της σκέψης μας το ότι είμαστε, Έλληνες και όχι Ρώσοι, Άγγλοι, ή Γάλλοι».[21]

3η Ενότητα: Κόμματα και πολιτικές κατά την βαυαρική απολυταρχία

Κατά την έλευση του Όθωνα το απολυταρχικό καθεστώς θεωρήθηκε απαραίτητο ώστε να αποκλειστούν τα κόμματα από τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται την εξουσία για ίδιον όφελος, με την σύμβαση μάλιστα της 25ης Απριλίου/7ης Μαΐου 1832 δόθηκε απόλυτη εξουσία στον αντιβασιλέα.[22]

Η Αντιβασιλεία έδειξε από την πρώτη στιγμή τις προθέσεις της, διατηρώντας αρχικά το κυβερνητικό σχήμα ως την 15η Απριλίου 1833, οπότε διόρισε μέλη του ονομαζόμενου υπουργικού συμβουλίου το Σπυρίδωνα Τρικούπη, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το Γεώργιο Πραΐδη  και τον Ιωάννη Κωλέττη, με καταφανή υπεροχή του «αγγλικού» έναντι του «γαλλικού» κόμματος ενώ δεν εκπροσωπήθηκε το «ρωσικό» κόμμα.[23]

Σύμφωνα με την κρίση της Αντιβασιλείας, οι ξένες Δυνάμεις συνιστούσαν απειλή για την εξουσία, καθώς συνέδεε την πολιτική των επεμβάσεών τους με τα πολιτικά κόμματα, τα οποία επεδίωξε να συνενωθούν υπό το στέμμα για την διασφάλιση της χώρας από ξένες παρεμβάσεις, έστω και θεωρητικά, καθότι ο κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσμπεργκ δεν απέφυγε την εμπλοκή τόσο με τις Δυνάμεις όσο και τα ελληνικά πολιτικά κόμματα.[24] Όμως αποδείχτηκαν λαθεμένες οι εκτιμήσεις της Αντιβασιλείας, πως η παρακώλυση των πολιτικών κομμάτων να συμμετάσχουν στην πολιτική ζωή της χώρας θα τα εξανάγκαζε σε υπόταξη, καθώς ο μεν Κωλλέτης ήταν επιφυλακτικός οι δε «Ναπαίοι» του «ρωσικού» κόμματος με το Κολοκοτρώνη, ήσαν ανυπόμονοι και καθώς είχαν πειστεί για την αρνητική στάση των Βαυαρών, προσπάθησαν με διάφορους τρόπους να βελτιώσουν τη θέση τους σχεδιάζοντας την πτώση της Αντιβασιλείας.[25]

Οι πολιτικές ανακατατάξεις της εποχής, ως απόρροια των «συνομωσιών» και ο εν μέρει παραγκωνισμός του «αγγλικού» κόμματος του Μαυροκορδάτου, είχαν ως συνέπεια να βγει κερδισμένος ο Κωλλέτης και το κόμμα του. Ο Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ δικαιολογώντας τη φιλογαλλική πια στάση της Αντιβασιλείας αποκαλεί το «γαλλικό» κόμμα ως «εθνικό» το οποίο «εκπροσωπεί την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και έχει ως ηγέτη την πλέον δημοφιλή ελληνική προσωπικότητα».[26]

Η πολιτική του Όθωνα απέναντι στα κόμματα ήταν ένας συγκερασμός της στάσης της πρώτης Αντιβασιλείας και του Άρμανσμπεργκ, προσπαθώντας να εφαρμόσει δίκαιη, ουδέτερη και «πατερναλιστική» διοίκηση, απαλλαγμένη από τις υπερβάσεις των κομμάτων, υπό τον απόλυτο έλεγχό του, συνυπάρχοντας και υπονομεύοντας ταυτόχρονα τα κόμματα, καθώς ο ίδιος με ταξίδια και επαφές επεδίωξε να εξουδετερώσει κάθε σχέση μεταξύ του λαού και των προεστών με τους πολιτικούς ηγέτες, χωρίς όμως επιτυχία.

Ο Όθωνας μετέβαλε τη στάση του υπέρ των «Ναπαίων» για εσωτερικούς λόγους καθώς μεγάλωνε η δημοτικότητά τους και την ίδια στιγμή άλλαξε στάση έναντι των Άγγλων καθώς δεν έλαβε την οικονομική βοήθεια που επιθυμούσε από κείνους. Οι «Ναπαίοι» κατόρθωσαν να θέσουν υπό πλήρη έλεγχο την περιφερειακή διοίκηση,  με το «ρωσικό» κόμμα να κυριαρχεί το 1838, όταν ο Όθωνας στράφηκε στη Ρωσία απ’ όπου πήρε τελικά την τρίτη δόση του δανείου.[27]

Επίλογος

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενεργού συμμετοχής των κομμάτων στην πολιτική ζωή της Οθωνικής Ελλάδας αποτελεί η διεκδίκηση συντάγματος καθώς το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος του 1832» της Ε' Εθνοσυνέλευσης Ναυπλίου, έμεινε ανεφάρμοστο από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα με αποτέλεσμα την διεκδίκησή του αρχικά από το «γαλλικό» και το «αγγλικό» κόμμα και στη συνέχεια από κομμάτι του «ρωσικού». Η συνωμοσία οργανώθηκε κατ' αρχάς από τα κόμματα «ρωσικό» και «αγγλικό», σύντομα όμως προσχώρησε και το δυσαρεστημένο «γαλλικό». Απόρροια της συνεργασίας των τριών κυρίαρχων κομματικών ηγετών, του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη και του Μεταξά, ήταν η παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα και η εγκαθίδρυση συνταγματικής μοναρχίας, μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Κατόπιν των γεγονότων και της λήξης της απολυταρχικής περιόδου τα κόμματα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την μεταξύ τους πολεμική τακτική, επιδιώκοντας νέους κοινούς στόχους όπως η απρόσκοπτη εφαρμογή του συντάγματος και η «Μεγάλη Ιδέα».


Βιβλιογραφία


  • Βλάχος Νικόλαος, περιοδικό «Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» του Δ. Καλιτσουνάκη, τόμ. 19, τεύχ. 1, «Η γένεσις του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού κόμματος εν Ελλάδι.», ΚΑ', Αθήνα, 1939.
  • G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α΄, μτφρ. Θ. Παρασκευόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, Νεότερος Ελληνισμός από το 1833 ως 1881, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1977.
  • Μαργαρίτης Γ., Μαρκέτος Σ., Ροτζώκος Ν., Μαυρέας Κ., Ελληνική Ιστορία, Τομ.Γ΄. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
  • Petropoulos J., «Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843)», μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997.


[1] Petropoulos J., «Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843)», μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997, σελ. 101.

[2] Βλάχος Νικόλαος, περιοδικό «Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» Δ. Καλιτσουνάκη, τόμ. 19, τεύχ. 1, «Η γένεσις του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού κόμματος εν Ελλάδι.», ΚΑ', Αθήνα, 1939, σελ. 25.

[3] Βλάχος Νικόλαος, ό.π., σελ. 25.

[4] G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α΄, μτφρ.Θ. Παρασκευόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006, σελ. 141.

[5] Petropoulos J., «Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843)», μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997, σελ. 16.

[6] Μαργαρίτης Γ., Μαρκέτος Σ., Ροτζώκος Ν., Μαυρέας Κ., Ελληνική Ιστορία, Τομ.Γ΄. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 146.

[7] G. Herring, ό.π., σελ. 63.

[8] Μαργαρίτης Γ., ό.π., σελ. 147.

[9] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ`, Νεότερος Ελληνισμός από το 1833 ως 1881, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1977, σελ. 14.

[10] Ίδιο, σελ. 28.

[11] Ίδιο, σελ. 29.

[12] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 29.

[13] Ίδιο, σελ. 29.

[14] Ίδιο, σελ. 29..

[15] Petropoulos J., ό.π., σελ. 15.

[16] G. Herring, ό.π., σελ. 224.

[17] G. Herring, ό.π., σελ. 200.

[18] G. Herring, ό.π, 273.

[19] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 87-88.

[20] Μαργαρίτης Γ., ό.π., σελ. 165.

[21] G. Herring, ό.π., σελ. 267.

[22] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 36.

[23] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 45.

[24] Ίδιο, σελ. 45-46.

[25] Ίδιο, σελ. 45.

[26] Ίδιο, σελ. 47.

[27] Petropoulos J., ό.π., σελ. 334-336.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 


Πηγή ΦΩΤΟ ΕΔΩ


«Η κοινωνική διαστρωμάτωση στο Βυζάντιο και η εξέλιξή της», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή …...…………………………….…………………………………......
Η κοινωνική διαστρωμάτωση στο Βυζάντιο (4ος -12ος αι.)…………….............
Ο Αυτοκράτορας…….……………………………….…………………………
Η Άρχουσα τάξη………..…………………………….…………………………
Η συγκλητική αριστοκρατία…….………………….…………………….……..
Η στρατιωτική αριστοκρατία…………………………………………….………
Η πολιτική αριστοκρατία………..………………….……………………….……
Οι «Δυνατοί» ………………………………..……….…………………………..
Η βουλευτική τάξη………………….……………….…………………….………
Ο κλήρος και η εκκλησία…………………………………….……..…….……… 
Η μεσαία τάξη του Βυζαντίου………….………………………….…..….………
Καλλιεργητές και Γαιοκτήμονες……..………………………..………….………
Οι κρατικοί υπάλληλοι…………………………………….…………...….……… 
Οι Ελεύθεροι επαγγελματίες…………………………………….……...………… 
Οι στρατιώτες …………………………………….………………….……..………
Η αγροτική τάξη…………………………………….…………….…….…….…… 
Κατώτερα στρώματα…..…………………………….…………………….………
Όχλος και Πένητες……..…………………………….……………………….…… 
Οι Δούλοι……………………………………….…….…………………………… 
Επίλογος .……………………………………………….…………………………..
Βιβλιογραφία .………………………………………….…………………………..

Εισαγωγή

Μια απ’ τις μακροβιότερες κρατικές οντότητες ανά τους αιώνες υπήρξε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, επιβιώνοντας χάρη σε ένα ιδιότυπο πολιτικό πολιτισμό που είχε αναπτύξει. Βασισμένη σ’ ένα πλήρως συγκεντρωτικό και απολυταρχικό σύστημα, με τον αυτοκράτορα στο ρόλο αρχηγέτη και πανίσχυρη πολιτική και στρατιωτική διακυβέρνηση, είχε υψηλού βαθμού κοινωνική και πολιτική οργάνωση.
Στην εργασία αυτή αναλύουμε την κοινωνική διαστρωμάτωση στο Βυζάντιο (4ος-12ος αι.), περιγράφουμε τα κυριότερα χαρακτηριστικά της και αναλύουμε την εξέλιξή της, ανά κοινωνική τάξη, μέσα από τις κοινωνικές ανακατατάξεις της μεσοβυζαντινής περιόδου.

Η κοινωνική διαστρωμάτωση στο Βυζάντιο (4ος -12ος αι.)
Οι Βυζαντινοί ταξινομούν την κοινωνία αναφέροντας μεγάλους και μικρούς, δυνατούς, πένητες και μεσαίους, αναφέρονται σε συγκλητικούς, μοναχούς, αστικό πληθυσμό, γεωργούς και εμπόρους, απέχοντας της έννοιας «κοινωνική ιεράρχηση».  Υπό την αδιαφιλονίκητη ηγεσία του αυτοκράτορα, η κοινωνία στηριζόταν στην ιδέα της τάξης, καθώς υπήρχε ανώτερη τάξη, έπειτα το μεγαλύτερο στρώμα, η μεσαία τάξη και οι πένητες.  Η κοινωνική δομή αναφέρεται και με τη μορφή, στρατός, κλήρος, γεωργοί, με το στρατό στην κορυφή του πολιτικού σώματος.
 Μια ενδιαφέρουσα ταξινόμηση της βυζαντινής κοινωνίας ήταν, κλήρος, δικαστές, σύμβουλοι (συγκλητικοί;), ασχολούμενοι με την οικονομία, επαγγελματίες και τεχνίτες, έμποροι, προμηθευτές πρώτων υλών, υποτακτικοί και υπηρέτες, άχρηστοι (δηλαδή γέροντες, άρρωστοι, ανάπηροι και τρελοί) και άνθρωποι του θεάματος (αρματοδρόμοι, μουσικοί, ηθοποιοί).

Ο Αυτοκράτορας
Υπέρτατος άρχων των Βυζαντινών ήταν ο «αυτοκράτωρ», ως ηγεμόνας της χριστιανοσύνης, «απόγονος» Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ανέβαινε στο θρόνο με τη δύναμη ή από κληρονομικό δικαίωμα, με το γάμο, το σφετερισμό της εξουσίας ή από το στρατό.  Οι Βυζαντινοί δεν αναγνώριζαν την «κληρονομικότητα» παρότι οι αυτοκράτορες επιδίωκαν να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους τη διαδοχή, ονομάζοντας τους γιους τους συμβασιλείς.  Ο δρόμος για τον θρόνο ήταν ανοικτός για τους ικανότατους, ανεξάρτητα από φυλή και κοινωνική θέση.
Το αυτοκρατορικό αξίωμα λειτουργούσε απολυταρχικά, καθώς η εξουσία του θεωρούνταν δώρο θεού κι ο αυτοκράτορας «αντιπρόσωπος του θεού επί της γης», πίστευαν δε πως συνέπιπταν το κοσμικό και το θείο κράτος, επιλέγοντας συμβούλους από ένα πολυάριθμο ιερατείο που τους περιστοίχιζε. 

Η Άρχουσα τάξη
Την αριστοκρατία χαρακτήριζε «κοινωνική κινητικότητα και ρευστότητα», μπορούσε ουσιαστικά να μπει κάθε υπάλληλος με κτηματική περιουσία, αποκτημένη μέσα από το υπαλληλικό λειτούργημα.  Η ευγενική καταγωγή, έπαιζε ρόλο, όμως η «αρχαία» καταγωγή, η περιουσία, η άσκηση ανώτατων λειτουργημάτων και η προσωπική αξία, αποτελούσαν σημαντικά κριτήρια για την βυζαντινή κοινωνική αναρρίχηση, παρότι οι αυτοκράτορες προωθούσαν τους «ημετέρους».  Αντιθέσεις ανάμεσα στον αυτοκράτορα και την Αριστοκρατία υπάρχουν σ’ όλο το βίο του Βυζαντίου.  Η νέα αριστοκρατία, άρχοντες και οι κτήτορες θεμάτων, έκαναν αισθητή την παρουσία τους, ώστε το 803 ο Νικηφόρος Α' τους συλλαμβάνει όλους και τις αρχές του 11ου αιώνα ο Βασίλειος Β΄ ασκεί «αντιαριστοκρατική πολιτική».
Στην ανώτερη αυτή τάξη προστίθεται από τον 4ο αι., με την βαθμιαία οικονομική και κοινωνική δύναμη της εκκλησίας, ο ανώτερος και ανώτατος κλήρος.

Η συγκλητική αριστοκρατία
Στο Βυζάντιο κοντά στην αυτοκρατορική εξουσία υπήρχε η Σύγκλητος, που έπαιζε ρόλο στη νομοθεσία και τη διοίκηση.  Στην κοινωνική ιεραρχία η «τάξη» των συγκλητικών (ordo senatorius) κατέχει την πρώτη θέση και ανώτατοι τιμητικοί τίτλοι όπως «λαμπρότατος» (clarissimus), «περίβλεπτος» (spectabilis), «ιλλούστριος» (illustris) αποδίδονται σ’ όσους έχουν δικαίωμα εισόδου εκεί. 
Η «Συγκλητική τάξη», περιορισμένη στην πρωτεύουσα, την εγκατέλειπε μόνο με άδεια του αυτοκράτορα, εγκαθίσταται κατόπιν στις γαίες τους στην επαρχία και σχηματίζουν από τον 4ο αι. το αυτοκρατορικό περιβάλλον, σαν επαρχιακή αριστοκρατία.  Από τα μέσα του 5ου αι. το δικαίωμα πραγματικής συμμετοχής στη σύγκλητο περιορίστηκε αποκλειστικά στους «ιλλούστριους».  Τον 4ο - 6ο αι., στη σύγκλητο εισέρχονταν και βουλευτές, που είχαν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις προς την πόλη τους, πάντως στο τέλος του 7ου αι. η επιρροή των συγκλητικών αραιώνει, έως ότου τον 9ο και 10ο αι. τους αφαιρέθηκε σχεδόν κάθε εξουσία.
Η στρατιωτική αριστοκρατία
Στην ανώτερη Βυζαντινή τάξη, ανήκαν και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, μέλη μεγάλων οικογενειών όπως Φωκάδες, Σκληροί, Δούκες και Δαλασσηνοί, που μονοπωλούσαν τα αξιώματα του στρατού και μέσω ισχυρών δεσμών κατάφεραν να παγιώσουν ένα είδος στρατιωτικής αριστοκρατίας, που σεβόταν την αρχαία καταγωγή, αλλά δημιουργούσε φανταστικές γενεαλογίες.  Στα τέλη του 8ου αιώνα είχε επιβληθεί  στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και ο κεντρικός πυρήνας της βυζαντινής άρχουσας τάξης του 9ου και 10ου αι. ξεπρόβαλλε από το στρατό των θεμάτων.  Στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα, σημειώνονται κρίσιμες αλλαγές, καθώς η ανώτατη στρατιωτική ελίτ παγιώνει τη θέση της, διαμορφώνοντας κλειστή ομάδα από ισχυρές οικογένειες, ένα είδος φατρίας και τον 11ο αι. γεφυρώνει το χάσμα με την πολιτική ελίτ. 
Η πολιτική αριστοκρατία
Μια εξέχουσα κατηγορία της «άρχουσας τάξης», υψηλόβαθμοι αυλικοί ή κρατικοί λειτουργοί και αξιωματούχοι, η «πολιτική αριστοκρατία» του Βυζαντίου, απολάμβανε επαύλεις, παραχωρήσεις και προνόμια όπως τα «χαριστίκια», μισθώσεις γαιών, δικαιώματα είσπραξης φόρων και ίδρυσης μοναστηριών, εξαρτώμενη πάντα από τον αυτοκράτορα, καθώς η επιβίωσή τους βασιζόταν σε κολακεία, επινοητικότητα και υπακοή. 
Μικρότερη σημασία είχε η κατώτερη αριστοκρατία των επαρχιακών πόλεων, αποτελούμενη από δημοτικούς υπαλλήλους («Δεκουρίωνες ή Κουριαλίους»).  Στο τέλος του 12ου αι. διαμορφώθηκε ένα υπολογίσιμο στρώμα επαρχιακής αριστοκρατίας και η Βυζαντινή ελίτ του 11ου αιώνα περιέλαβε δυο ακόμα κατηγορίες, τους ευνούχους, με κατά παράδοση υψηλές θέσεις τον 10ο και 11ο αι. και τους ξένους μισθοφόρους, διοικητές μονάδων του Βυζαντινού στρατού. 

Οι «Δυνατοί»
Πλούσιοι γαιοκτήμονες, μέλη της άρχουσας τάξης, λαϊκοί ή εκκλησιαστικοί, ήταν μια ολιγαρχική ομάδα πλούτου με ποικίλη προέλευση, που κυριαρχούσε παντού με το σύστημα της «προστασίας» (patrocinium), ήλεγχε την αγροτική οικονομία και οι πηγές τους δίνουν το όνομα «δυνατοί» (potentiores), σε αντίθεση με τους οικονομικά αδύνατους «πένητες» (tennes).  Οι «δυνατοί» ήταν άνθρωποι που είχαν τη δυνατότητα να τρομοκρατούν τους πολίτες και να τους αρπάζουν τη γη τους σε εξευτελιστικές τιμές, ήταν μάγιστροι ή πατρίκιοι, πολιτικοί ή στρατιωτικοί, συγκλητικοί, έπαρχοι, κλήρος ή γαιοκτήμονες.  Ο ανταγωνισμός της Βυζαντινής κυβέρνησης και των «δυνατών» είχε κυρίαρχα πολιτική χροιά χωρίς να λείπουν και οι κοινωνικές προεκτάσεις.  Αυτό που ανέβαζε και κρατούσε κάποιον στην τάξη των «Δυνατών» ήταν κυρίαρχα ο πλούτος ή ο βαθμός και σε σπάνιες περιπτώσεις η ευγένεια. 
Η βουλευτική τάξη
Μια ιδιαίτερη αριστοκρατική τάξη ήταν οι βουλευτές (curiales) ή δεκουρίωνες (decuriοnes) των επαρχιακών βουλευτηρίων (curia), όπου ανήκαν κληρονομικά ως άρχοντες της πόλης και ήταν γαιοκτήμονες, διανοούμενοι, επαγγελματίες, έμποροι ή κληρικοί.  Παρότι σταδιακά τα βουλευτήρια φθίνουν, διατηρούνται ως τον 5ο και 6ο αι., όταν οι μεγαλοκτηματίες μαζί με τον επίσκοπο και τους εκπροσώπους του αυτοκράτορα αναλαμβάνουν την εξουσία και στη συνέχεια καταργούνται.

Ο κλήρος και η εκκλησία
Το Βυζάντιο, κράτος με ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και θρησκεία, δεν χρησιμοποιούσε κληρικούς στη διοίκησή του κι ούτε τους άφηνε να αναμιχθούν αυτοδίκαια στις κρατικές υποθέσεις, ως εκλαϊκευμένο κράτος.  Ο κλήρος κατείχε όμως σημαντική θέση, διατηρούσε σχέσεις με τον αυτοκράτορα, με τους μοναχούς σε κυρίαρχο αλλά αμφιλεγόμενο ρόλο.  Εκτός από τον κατώτερο κλήρο υπήρχε κι ένας ανώτερος πού στρατολογούνταν ως επί το πλείστον από τους πιο σημαντικούς μοναχούς, αλλά και από εξέχοντες λαϊκούς που εκλέγονταν συχνότατα από τον αυτοκράτορα στον πατριαρχικό θρόνο, με σκοπό να στηρίζουν την πολιτική του.  Σύμμαχος της νέας άρχουσας τάξης του 9ου – 11ου αι. υπήρξε μια νεώτερη και αξιολογότατο τμήμα του ανώτερου κλήρου, με σημαντικά προσόντα, ήταν γόνοι επιφανών οικογενειών, διέθεταν ιδιαίτερη μόρφωση και μεγάλη περιουσία.

Η Μεσαία τάξη του Βυζαντίου
Καλλιεργητές και Γαιοκτήμονες

Οι γαιοκτήμονες ήταν άρχοντες της επαρχίας, κύριοι πόλεων και επαρχιακών συμβουλίων, με διαρκώς αυξανόμενη δύναμη-κίνδυνο για την αυτοκρατορική εξουσία, καθώς διέθεταν στρατεύματα από χιλιάδες οπλισμένους δούλους και είχαν σταδιακά απορροφήσει τη μέση και μικρή ιδιοκτησία, αποβλέποντας να καταλάβουν ακόμη και την κυβέρνηση της χώρας, έχοντας τους πόρους και τη δύναμη να παραλύσουν την αυτοκρατορική εξουσία. 
Στο Βυζάντιο υπήρχε ένα είδος χωροδεσποτείας (seigneurie), με αγρότες εξαρτημένους, που προσομοίαζε με μεσαιωνικές μορφές οικονομικών υποχρεώσεων, δεν εξισώνεται όμως με τη «φεουδαρχία» της δυτικής κοινωνίας, πάντως φορολογικά και άλλα προνόμια (εξκουσσείες) διευκόλυναν τη δημιουργία ημιφεουδαλικών ιδιοκτησιών. 
Οι κρατικοί υπάλληλοι
Αυλικοί και κρατικοί υπάλληλοι, διοικούσαν το κράτος και τον αυτοκράτορα περιέβαλλαν ανώτεροι αξιωματούχοι, πρίγκιπες με τίτλους κουροπαλάτης, νοβιλίσσιμος, σεβαστός, σεβαστοκράτωρ,  βασιλικοί θεράποντες (κουβικουλάριοι κλπ), ή γραμματείς (χαρτουλάριοι), με επί κεφαλής αυτών τον κουροπαλάτη ή τον μάγιστρο των οφφικίων (magister officiorum) και τον «παρακοιμώμενο», μόνιμο ακόλουθο του αυτοκράτορα, που κοιμόταν στο ίδιο διαμέρισμα και τον φρουρούσε, καθώς και η ακολουθία της αυτοκράτειρας,  καβικουλαρίες και κυρίες των τιμών (πατρικίαι, ζωσταί κλπ). 
Ακόμη αξιωματικοί της ανακτορικής φρουράς (εξκουβίτορες, ικανάτοι, numeri, σχολάριοι), ευνούχοι με εξαιρετικές θέσεις και σημαντικότατη επιρροή στον αυτοκράτορα και την κυβέρνηση, αλλά και τεράστιος αριθμός υπαλλήλων για την διοίκηση του κολοσσιαίου κράτους.   Η αστική υπαλληλία, συρρικνώνεται κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων σε μεγάλες πόλεις, γίνεται υποτυπώδης και απλά πλαισιώνει τον αξιωματούχο της κυβέρνησης.

Οι ελεύθεροι επαγγελματίες
Ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους, βρισκόταν η μέση τάξη των μικροεπαγγελματιών, μικρεμπόρων και βιοτεχνών.  Οι ελεύθεροι επαγγελματίες είχαν έδρες τους τα αστικά κέντρα και ήταν συμβολαιογράφοι (ταβουλάριοι), χρυσοχόοι, αργυροπράτες, παραγωγοί ή έμποροι μεταξιού, αρωματοποιοί, αρτοποιοί, κλπ.  Οι έμποροι (πραματευταί) είχαν μόνιμη εγκατάσταση ή περιφέρονταν, καθώς οι βυζαντινοί συνέχισαν τους εμπορικούς δεσμούς που είχαν συνάψει οι Έλληνες.  Οι χειρώνακτες ήταν εξαιρετικά φτωχοί και το ίδιο προφανώς συνέβαινε με τα υπόλοιπα ταπεινά επαγγέλματα. Οι τεχνίτες, οργανωμένοι σε συντεχνίες, θεωρούνταν ανώτεροι από τους λιανοπωλητές και επαγγέλματα όπως του κοσμηματοπώλη και του αργυροπράτου (αργυραμοιβού), μπορούσαν να αποφέρουν σημαντικές οικονομικές απολαβές.   Ευκατάστατοι ελεύθεροι επαγγελματίες, πετυχαίνουν συχνά την εισαγωγή τους στην τοπική βουλή ή γίνονται συγκλητικοί. 
Στη μεσοβυζαντινή εποχή, σύμφωνα με το «Επαρχικό βιβλίο», τα κυριότερα επαγγέλματα ήταν οργανωμένα σε συντεχνίες με την κυβέρνηση να ασκεί πιεστικά  τον έλεγχό της.  Αξιοσημείωτες ευκαιρίες παρέχει το εμπόριο και η παράλληλη αύξηση των επαγγελματιών στην κοινωνία του Βυζαντίου κατά το 10ο αι.             

Οι στρατιώτες
Στα πολιτικά πράγματα μεγάλο ρόλο έπαιζε ο στρατός, ερχόμενος συχνά σε αντίθεση με τον αυτοκράτορα και το «στρατιωτικό κόμμα» ήταν σε οξύτατη αντιπαράθεση με το «πολιτικό κόμμα» των υπαλλήλων του παλατιού και των ευνούχων.  Οι αυτοκρατορικές υπηρεσίες, στρατιωτικές και πολιτικές, χαρακτηριζόταν με τον όρο «στρατεία» (militia), με το στρατό να αποτελεί την μεγαλύτερη ομάδα του κράτους, με 650.000 άνδρες στα τέλη του 4ου αι. 
Ο στρατός αποτελούνταν κυρίως από δύο σώματα, τη φρουρά των συνόρων και την κινητή δύναμη (comitatenses), αλλά και τους «limitanei», γεωργούς που στρατολογούνταν τοπικά και επάνδρωναν τα φρούρια των συνόρων. Η  στρατιωτική υπηρεσία ήταν ισόβια και καλά αμειβόμενη, όμως δεν υπήρχε ιδιαίτερος ζήλος από τους πολίτες να υπηρετήσουν. 
Η αγροτική τάξη
Η δυνατή αγροτική τάξη στήριζε τη ζωτικότητα του Βυζαντίου, όμως η αρπαγή και απορρόφηση της μικρής και μέσης ιδιοκτησίας, προς όφελος των γαιοκτημόνων, οδήγησε στη μεταβολή των ελεύθερων γεωργών σε πάροικους και μοναχούς που δεν είχαν πλέον κανένα ενδιαφέρον για την καλλιέργεια της γης.  Οι γεωργοί χωρίζονταν σε ελεύθερους, έχοντες πλήρη ιδιοκτησία και σε εξαρτημένους, εργαζόμενους σε αυτοκρατορικά, εκκλησιαστικά ή μοναστηριακά κτήματα ή στους γαιοκτήμονες, διαιρούνταν σε δύο τάξεις, κολωνούς (koloni) και εναπόγραφους (adscriptitii), που ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν «ετήσια δοσίματα» στο γαιοκτήμονα.  Οι ιδιοκτήτες μικροκαλλιεργητές εξακολουθούν να υφίστανται κατά τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο, χωρίς σημαντικές αλλαγές, αν και μειωμένη υφίσταται ως το τέλος του Βυζαντίου, μολονότι δεν διαφέρουν από την τάξη των πάροικων. Στα μέσα του 6ου αι. οι κατηγορίες των «κολωνών» και «εναπογράφων» έχουν ήδη αρχίσει να αφομοιώνονται και τείνουν να εξαφανιστούν ή δεν επιζούν του 6ου αι. όταν αντικαθίσταται από τους «πάροικους», όρος που την εξαρτημένη εργατική δύναμη. 
Κατώτερα στρώματα
Όχλος και Πένητες
Το κύριο χαρακτηριστικό της κατώτερης τάξης ήταν η φτώχια, που ενίοτε άγγιζε τα όρια της εξαθλίωσης, με εργάτες, ψαράδες, μικρομαγαζάτορες, ηθοποιούς, χειρώνακτες, λιανοπωλητές, απλούς τεχνίτες και ζητιάνους να αποτελούν τον όχλο, ένα ετερόκλητο πολυάριθμο πλήθος.  Στο απολυταρχικό κράτος ο λαός δεν είχε πραγματικά πολιτικά δικαιώματα, μπορούσε όμως να επεμβαίνει περιοριστικά κι αποτελούσε παράγοντα που λογάριαζε ο αυτοκράτωρ, καθώς έβρισκε σ’ αυτόν ένα στήριγμα στον αγώνα κατά των ευγενών και της εκκλησίας. 
Οι Δούλοι
Οι δούλοι ήταν γενικό υπόστρωμα του πληθυσμού κι ο «εφοδιασμός» της «αγοράς» γινόταν κυρίως από βαρβάρους αιχμαλώτους πολέμου, με κληρονομική την ιδιότητα του δούλου και παρά την επικράτηση του χριστιανισμού, διατηρήθηκε στο βυζαντινό κράτος χωρίς αρχικά σημαντικές μεταβολές.
 Οι πηγές της μέσο και υστεροβυζαντινής εποχής δίνουν την εντύπωση, πως η δουλεία υφίσταται ως το τέλος του κράτους, οι διαπιστώσεις όμως είναι διαφορετικές καθώς αρχικά τον 9ο αι., στην εκκλησία αρχίζουν φωνές κατά της δουλείας, ο Λέων Στ΄ επιτρέπει στους δούλους αυτοκρατορικών γαιών να κατέχουν ελεύθερα δική τους έγγεια κτήση, τον 10ο αι. ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος καθορίζει ότι οι δούλοι κάποιου που πεθαίνει χωρίς διαθήκη καθίστανται ελεύθεροι και τον 11ο αι. ο Αλέξιος Κομνηνός διατάσει να απελευθερώνονται οι αιχμάλωτοι που κατάγονταν από γειτονικούς λαούς, αν αποδείκνυαν ότι είχαν γεννηθεί ελεύθεροι και ορίζει την αναγνώριση του γάμου των δούλων, με εκκλησιαστική τους τέλεση.

Επίλογος
Η κοινωνική διαστρωμάτωση στο Βυζάντιο παρουσιάζει συνεχείς μεταβολές. Η Μεσοβυζαντινή περίοδος χαρακτηρίζεται από διοικητικές αλλαγές, κατάργηση των βουλευτηρίων και της Συγκλήτου, ενίσχυση της στρατιωτικής αριστοκρατίας, κατάτμηση μεγάλων γαιοκτησιών κλπ.
Την περίοδο αυτή διακρίνει η συρρίκνωση της αστικής, εμπορικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας, οι εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις-επιδρομές, η πολιτική, οικονομική και πολιτισμική υστέρηση, λόγω ανικανότητας διαχείρισης της εξουσίας, η διάχυτη διαφθορά στην κοινωνία και οι πολιτικοί και θρησκευτικοί διχασμοί.


Βιβλιογραφία
1.    Βλυσίδου Βασιλική Ν., Κύρια ερευνήτρια, ΙΒΕ/ΕΙΕ, Η βυζαντινή αριστοκρατία και η κρατική εξουσία (9ος-10ος αι.), Αθήνα, 2003.
2.    Καραγιαννόπουλος Ι., Το Βυζαντινό κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001.
3.    Νικόλαος Σβορώνος, «Οι κύριες γραμμές των κοινωνικών δομών», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ζ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1978, σ. 304-305.
4.    Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, Ελληνική ιστορία, τ. Β΄ Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
5.    C. Mango, H αυτοκρατορία της Nέας Pώμης, μτφρ. Δ. Tσουγκαράκης, ΜΙΕΤ, Aθήνα, 1988, σ. 44-76.
6.    Α. Kazhdan, A. W. Epstein, Αλλαγές στο Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1997.
7.    Karl Roth, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, μεταφρ. Ν. Σβορώνος, Εκδ.Οίκος: Αετός, Αθήνα 1949.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 



«Ο δεύτερος Ελληνικός «αποικισμός» και οι συνέπειές του, κατά την αρχαϊκή περίοδο», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή …...………………………………………………………………….. 2
Κεφάλαιο Α΄: Ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός……………………………  3
Κεφάλαιο Β΄: Οι συνέπειες του β΄ Ελληνικού Αποικισμού ………………….. 6
Επίλογος  …...………………………………………………………………….. 8
Βιβλιογραφία .………………………………………………………………….. 8

Εισαγωγή

Σε αυτή την εργασία καλούμαστε να εξετάσουμε τον δεύτερο Ελληνικό «αποικισμό» και τις συνέπειές του στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο των Ελλήνων.

Ο Ελληνικός αποικισμός, ήταν μια διέξοδος στην κρίση του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ., μια προγραμματισμένη και οργανωμένη μετανάστευση, την οποία πραγματεύεται η παρούσα εργασία.

Στην εργασία παρουσιάζονται τα αίτια, τα χαρακτηριστικά και εξάπλωση του αποικισμού, οι σχέσεις μεταξύ των μητροπόλεων, των αποικιών και των γηγενών κατοίκων, καθώς και οι λόγοι που ώθησαν τους Έλληνες της αρχαϊκής περιόδου  να μετοικίσουν.

Επιπλέον, γίνεται αναφορά στις συνέπειες και τα αποτελέσματα του δεύτερου αποικισμού, στις σημαντικές αλλαγές που επέφερε στο οικονομικό περιβάλλον της εποχής με την ραγδαία ανάπτυξη των αποικιών, μέσω του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας, τις μεταλλάξεις στην κοινωνία, καθώς και στην μεγάλη εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού.

Κεφάλαιο Α΄:    Ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός

Είναι γνωστό ότι, από τα μέσα του 8ου έως και τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να επεκτείνονται σταδιακά από την Ελληνική ενδοχώρα, στη Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο και την Αφρική, στα μήκη και πλάτη του τότε γνωστού κόσμου, ως μια διέξοδο στην κρίση της περιόδου.[1] Η οργανωμένη αυτή αποικιακή εξάπλωση, που παραδοσιακά αναφέρεται με τον όρο δεύτερος ελληνικός αποικισμός, είναι η πρώτη ιστορική διεργασία, ως χαρακτηριστικό της πρώτης χρονικής περιόδου της δημιουργίας των πόλεων από τους Έλληνες.[2]

Η αφετηρία, το ερέθισμα του πρωτοφανούς αυτού αποικισμού, έλκουν την προσοχή των σύγχρονων ερευνητών, για το αν οι αποικιστές προσβλέπουν στην οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση των περιοχών, ή αν αναζητούν μια άλλη μόνιμη εστία, με τη δεύτερη εκδοχή να συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες, όπως οι φιλολογικές πηγές της εποχής και τα ανασκαφικά δεδομένα μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε.[3]

Σε αντίθεση με τον πρώτο Ελληνικό αποικισμό, για τον οποίο μόνον θρύλοι και μνημεία μας πληροφορούν, καθώς είναι προϊστορικός, ο δεύτερος περιλαμβάνεται ολόκληρος στο πλαίσιο των ιστορικών χρόνων. Υπάρχει όμως μια ακόμη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ανυπολογίστου σημασίας ρευμάτων του Ελληνισμού. Ο πρώτος αποικισμός έγινε εν μέρει υπό το κράτος της βίας της επιδρομής των Πελασγών, Κρητών, Αχαιών, Αιολέων, Ιώνων και Δωριέων, οι οποίοι εξανάγκασαν τους κατοίκους να εκπατριστούν, αντιθέτως, ο δεύτερος αποικισμός έγινε με την ελεύθερη βούληση των μετοίκων και με πλήρη συναίσθηση του επιδιωκόμενου σκοπού.[4] Οι αρχαιότατες ελληνικές αποικίες, στον πρώτο αποικισμό, ήταν κυρίως ομάδες τυχοδιωκτών οι οποίοι εγκαταλείποντας την πατρίδα τους, με την οικογένεια και τα υπάρχοντά τους, αναζητούσαν νέα χώρα εγκατάστασης και νέο τόπο να κτίσουν την κατοικία τους.[5] Κάποιες από τις αποικίες που δημιουργήθηκαν εξαιτίας εξωτερικών εισβολών ή εμφυλίων πολέμων και διαμαχών, δεν γίνονταν με τους συγκεκριμένους τύπους, δεν είχαν δηλαδή τη συγκατάθεση της μητρόπολης. Οι συνήθεις όμως αποικίες, κατά το β΄ αποικισμό, δημιουργούνταν αβίαστα, με τη σύμφωνη γνώμη των αρχών της μητροπόλεως και τις οδηγίες του διορισμένου απ’ αυτήν «οικιστή», άλλοτε δε γινόταν με συνεργασία περισσότερων πόλεων. Ο οικιστής, που προέρχονταν συνήθως από την άρχουσα τάξη των ευγενών, εκτός από την αρχηγία της εκστρατείας και την ευθύνη της εγκατάστασης των μετοίκων, είχε και την ευθύνη οχύρωσης της πόλης, την κάλυψη των λατρευτικών αναγκών των πολιτών, με την κατασκευή ναών, την νομοθετική πρωτοβουλία, αλλά και την διανομή των νέων γαιών, την «κληρουχία», μετά δε το θάνατό του λατρευόταν ως ήρωας.[6]

Η αποικία, όπως και αν αυτή είχε δημιουργηθεί, θεωρούνταν πολιτικά μεν ανεξάρτητη από την μητρόπολη, ήταν όμως ενωμένη με αυτήν με συγγενικούς δεσμούς και σύμφωνα με τα ελληνικά ιδεώδη, οι σχέσεις τους ήταν μητέρας - κόρης.[7]

Οι σχέσεις μεταξύ των Ελληνικών μητροπόλεων και των αποικιών τους δεν υπήρξαν κυριότητας και υποταγής, αλλά σχέσεις εθνικές, θρησκευτικές, φυλετικές, οργανικές και οικονομικές. Οι αποικίες των Ελλήνων απολάμβαναν αυτοτελή, ελεύθερη ζωή και δεν έπαιζαν το ρόλο «μαστοφόρου αγελάδας», αναγνώριζαν όμως την πνευματική και φυλετική ηγεμονία της μητροπόλεως.[8] Ωστόσο, οι δεσμοί των νέων πόλεων-κρατών με τις μητροπόλεις τους, καθώς ήταν ανεξάρτητες και δημιουργήθηκαν από την αρχή, ήταν χαλαροί και σε πολλές περιπτώσεις ανύπαρκτοι, ενίοτε δε, οι σχέσεις τους ήταν εχθρικές.[9] Οι σχέσεις των αποίκων με τους αυτόχθονες κατοίκους ήταν συνήθως ειρηνικές, χωρίς πολεμικές συρράξεις και αντιδράσεις, κατά την άφιξη και την εισχώρησή τους. Αναπτύσσονταν μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις και οι γηγενείς ασπάζονταν πολιτισμικά στοιχεία των νέων γειτόνων τους. Δεν έλειψαν όμως οι περιπτώσεις εντάσεων και εμπλοκών, όπως μαρτυρούν η παρουσία στρατιωτικών φυλακίων, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις, η εξαφάνιση των ντόπιων πληθυσμών.[10]

Οι λόγοι που ώθησαν στη μετανάστευση τους Έλληνες κατά τον β΄ αποικισμό, ήταν κυρίως οικονομικοί, όμως δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε μια σειρά αιτίων που ήταν εξίσου σημαντικά, όπως η «στενοχωρία», το σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα που προέκυψε από την μεγάλη αύξηση του πληθυσμού και τον περιορισμό των καλλιεργήσιμων γαιών.

Επιπλέον, ήταν η ανάγκη προμήθειας σιδηρομεταλλεύματος, που ήταν αναγκαίο για την κατασκευή εργαλείων και όπλων, η έλλειψη δημητριακών που δεν παράγονταν επαρκώς στην Ελλάδα και η αναζήτηση νέων αγορών για προμήθεια σημαντικών πρώτων υλών και πώληση αγαθών. Εκτός απ΄ αυτά, οι εσωτερικές πολιτικές ανακατατάξεις και έριδες, αλλά και ο χαρακτήρας του «ριψοκίνδυνου Οδυσσέα», όπως καταθέτουν πηγές εκείνης της περιόδου, σε συνάρτηση με τις γνώσεις τους για τους θαλάσσιους δρόμους και τους τόπους προορισμού τους, συμπληρώνουν τον κατάλογο των λόγων που ώθησαν τους ανθρώπους εκείνους να εγκαταλείψουν μαζικά και οργανωμένα τις πατρογονικές τους εστίες.[11]

Τη δεύτερη περίοδο επέκτασης των Ελλήνων χαρακτηρίζει η διεύρυνση των τόπων καταγωγής αλλά και των χώρων εγκατάστασης των αποίκων.[12] Η νέα αυτή διασπορά των Ελλήνων διαχωρίζεται κυρίως σε δύο χρονικές περιόδους. Στην πρώτη περίοδο, από τα μέσα του 8ου μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ., Έλληνες άποικοι εγκαθίστανται στη νότια Ιταλία και τη Σικελία, προερχόμενοι κυρίως από την Εύβοια και διάφορες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Το μεταναστευτικό ρεύμα συμπληρώνουν κάτοικοι άλλων περιοχών του Αιγαίου, όπως Ρόδιοι και Κρήτες, στο τέλος αυτής της περιόδου.[13] Τα μέρη από τα οποία έλκουν την καταγωγή τους οι άποικοι της δεύτερης περιόδου πολλαπλασιάζονται, καθώς Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τα νησιά του Αιγαίου παίρνουν μέρος στην ίδρυση των αποικιών. Κατά την εγκατάσταση στις περιοχές της Ιταλίας και της Σικελίας κατασκευάζονται νέες αποικίες και υποδομές, κοντά στις παλιές, η μετοίκηση όμως των Ελλήνων εκτείνεται προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, από τις βόρειες ακτές του Αιγαίου, τις Δυτικές ακτές της Μεσογείου, τον Ελλήσποντο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, ως την Βόρεια Αφρική. Οι Έλληνες κατάφεραν να υπερισχύσουν στις θαλάσσιες οδούς της Μεσογείου και να επικρατήσουν στον τομέα του εμπορίου, από τις Ηράκλειες Στήλες ως τον Καύκασο, μέσα σ’ ένα διάστημα δύο αιώνων.[14] Όπως στον πρώτο, έτσι και στον δεύτερο αποικισμό, τα ναυτιλιακά μέσα της εποχής εξακολουθούσαν να είναι πρωτόγονα, αλλά οι επιδέξιοι και τολμηροί Έλληνες ναυτικοί κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες και να διασχίσουν απ’ άκρη σ’ άκρη τη Μεσόγειο θάλασσα. Οι Έλληνες ανήγαγαν την τέχνη της ποντοπορίας με ιστία, σε ότι τελειότερο και ευφυέστερο για την εποχή, αξιοποιώντας την πείρα, τη γνώση και την τόλμη της υψηλής τέχνης της ναυσιπλοΐας.[15]

Κεφάλαιο Β΄:   Οι συνέπειες του Β΄ Ελληνικού αποικισμού


Είναι γεγονός ότι ο β΄ Ελληνικός αποικισμός, η αποικιστική εξάπλωση των Ελλήνων, σε μια τόσο σημαντική έκταση και χρονική περίοδο, υπήρξε ένα φαινόμενο που επηρέασε καθοριστικά την οικονομία και την κοινωνία και συνέβαλλε στην πολιτιστική πρόοδο των αρχαϊκών χρόνων.[16]

Ένα πραγματικό οικονομικό θαύμα επιτέλεσαν οι Έλληνες με τον δεύτερο Ελληνικό αποικισμό, πετυχαίνοντας την έξοδο από την κρίση της εποχής, πέρα από τα όρια της πόλης - κράτους, μέσα στο ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο της αποικιακής επέκτασης. Το εμπόριο αναπτύσσεται ραγδαία όπως και η ναυτιλία, με την βελτίωση και ανάπτυξη των μέσων ναυσιπλοΐας, λόγω των αυξημένων αναγκών στα μακρινά ταξίδια, ενώ εξελίχθηκαν και οι μέθοδοι της μεταλλουργίας.[17]

Η οικονομία των Ελληνικών πόλεων από κλειστή οικιακή, αγροτική και φυσική, γίνεται συναλλακτική, αποκτώντας εμπορευματοχρηματικό χαρακτήρα με την κοπή και την ευρύτερη χρήση νομίσματος.[18] Η ανταλλαγή και η πώληση εμπορευμάτων μεταξύ των αποικιών και των μητροπόλεών τους, αλλά και των αυτοχθόνων λαών, αύξησε θεαματικά το εμπόριο και αυτό με τη σειρά του τη ζήτηση πρώτων υλών, προκαλώντας την εργασιακή εξειδίκευση, συμβάλλοντας ταυτόχρονα μ’ αυτόν τον τρόπο στην αύξηση της παραγωγής.

Επακόλουθο της αυξημένης ζήτησης σε εργατικό δυναμικό, καθώς διευρύνεται η σφαίρα των γνώσεων σε πολλούς τομείς της καθημερινότητας, είναι η θεματική αύξηση του θεσμού της αργυρώνητης δουλείας. Η χρήση δούλων ως εργαζόμενων σε μεταλλεία, λατομεία και ποικίλες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής, ήταν η επικρατούσα πρακτική ως παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης, καθώς εξασφάλιζε φτηνά εργατικά χέρια.[19]

Οι σημαντικές αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον της εποχής του δεύτερου Ελληνικού αποικισμού, ευνοούν τις αλλαγές στην κοινωνία, τη δημιουργία των πρώτων πόλεων-κρατών και την πολιτική τους συγκρότηση. Αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών είναι και η εμφάνιση μιας νέας κατηγορίας πολιτών, εκείνης που πλούτισε από την οικονομική δραστηριότητα και επιδίωκε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη νομή της εξουσίας, αλλά και να βελτιώσει το κοινωνικό της επίπεδο.[20]

Αναντίρρητα όμως, πρώτη συνέπεια του μεταναστευτικού αυτού ρεύματος των Ελλήνων, ήταν η εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού, καθώς οι άποικοι δεν αποκόπτουν τους δεσμούς τους με την πατρώα γη.[21] Η Ελλάδα διέλαμψε εξαιτίας των αποικιών της, καθώς η Ελληνική αποικία άνοιξε τα φτερά της σε νέους ορίζοντες πολιτισμού και σοφίας, βασιζόμενη στα ιδανικά της. Μεταλαμπάδευσε στην μητρόπολη τις νέες εμπειρίες της, αντάλλαξε με αυτή τον πλούτο της και συγχρόνως δέχτηκε τους κοινωνικούς, πολιτικούς, νομοθετικούς, θρησκευτικούς, πνευματικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, τους οποίους ανέπτυξε στο έπακρο.[22] Υπόδειγμα αποτελούν οι νόμοι που θεσπίστηκαν σε κάποιες αποικίες και αποτέλεσαν παράδειγμα για όλους τους Έλληνες.[23]

 Σημαντικό γεγονός αποτελεί επίσης η διάδοση του Χαλκιδικού αλφάβητου στην Κάτω Ιταλία και στις αρχαίες Ιταλικές φυλές (Σταμνίτες, Λατίνους, Ετρούσκους κ.ά.), μέσω της Κύμης, αποικίας των Χαλκιδέων στην περιοχή, αποτελώντας το θεωρητικό στήριγμα του μεταγενέστερου λατινικού αλφάβητου.[24] Το αλφάβητό τους εισήγαγαν και σε άλλους λαούς, σε περιοχές που δεν υπήρχε γραφή, μαζί με τις παραδόσεις, τη γλώσσα και τους συνυφασμένους μαζί της, μύθους, μεταφέροντας παράλληλα στις νέες πατρίδες τις τεχνικές και την τέχνη του πολέμου.[25] Οι Έλληνες έποικοι στις επαφές τους με τους επιχώριους, ανταλλάσσουν πολιτιστικά συστατικά της κουλτούρας τους, μαθαίνουν από κείνους να κατασκευάζουν χάλκινα και πήλινα ειδώλια και ενστερνίζονται την εικονιστική διακόσμηση σε αγγεία και τάφους, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα.[26] 
Οι αυτόχθονες πάντως δεν ασκούν σημαντική επιρροή στους Έλληνες αποίκους.[27]

Επίλογος

Συνοψίζοντας μπορούμε να επισημάνουμε, πως ο δεύτερος Ελληνικός αποικισμός, που ξεκίνησε μέσα από μια κρίση στα μέσα του 8ου και διήρκεσε ως τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., είχε διακριτά χαρακτηριστικά σε σχέση με τον πρώτο αποικισμό. Οι νέοι Έλληνες άποικοι, συγκροτημένα και συντεταγμένα, ξεκινούσαν μια πορεία όχι πια προς το άγνωστο, αλλά γνωρίζοντας και προγραμματίζοντας τον προσδοκώμενο στόχο, την αναζήτηση δηλαδή νέων φιλόξενων πατρίδων, οικονομική ευμάρεια, εμπορικές συναλλαγές και προϊόντα, έχοντας αφετηρία και πυξίδα μια μητρόπολη που τους έδινε στήριξη και βοήθεια.

Εύκολα, λοιπόν, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, ότι η μητρόπολη, όπως και ολόκληρος ο Ελληνισμός, ωφελήθηκε από το αποτέλεσμα της μαζικής αυτής μετανάστευσης των αρχαϊκών χρόνων, καθώς οι ορίζοντές τους διευρύνθηκαν, οι οικονομικές απολαβές από το εγχείρημα ήταν τεράστιες, όπως και η πολιτισμική ανάπτυξη των αποικιών, των γηγενών πληθυσμών αλλά και των μητροπόλεων.


Βιβλιογραφία


1.      C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 1999.

2.      Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, Σοφία Ζουμπάκη, Ελένη Ζυμή, Θουκυδίδης Ιωάννου, Αντώνης Μαστραπάς, Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α΄, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002.

3.      Πασσάς Ιωάννης Δ., Επιμελητής, «Β΄ «Αι Αποικίαι των Ιστορικών χρόνων», Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», Τόμος 7, «Ελλάς», Αθήνα, 1960.

4.      Συγγραφέν μεν υπό διάφορων λόγιων και του εκδόντος αυτό διδάκτορος W. Smith, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, μεταφρασθέν δε εκ του Αγγλικού πρωτότυπου υπό Δ. Πανταζή, Β΄ Έκδοση, Αθήνα, 1860.

5.      Τ. Πετρής, Εύβοια: Ιστορία, τέχνη, λαογραφία, σύγχρονη ζωή, εκδ. Τούμπης, Αθήνα, 1982.

[1] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, Σοφία Ζουμπάκη, Ελένη Ζυμή, Θουκυδίδης Ιωάννου, Αντώνης Μαστραπάς, Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α΄, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σ. 91.

[2] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1999, σ. 168.

[3] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.

[4] Πασσάς Ιωάννης Δ., Επιμελητής, «Β΄ «Αἱ ἀποικίαι τῶν ἱστορικῶν χρόνων», Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», Τόμος 7, «Ελλάς», Αθήνα, 1960, σ. 88.

[5] Συγγραφέν μεν υπό διάφορων λόγιων και του εκδόντος αυτό διδάκτορος W. Smith, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, μεταφρασθέν δε εκ του Αγγλικού πρωτότυπου υπό Δ. Πανταζή, Β΄ Έκδοση, Αθήνα, 1860, σ. 62.

[6] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.

[7] Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας., ό.π., σ. 62-63.

[8] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.

[9] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.

[10] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.

[11] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.

[12] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 172-173.

[13] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.

[14] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[15] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.

[16] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[17] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[18] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[19] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[20] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[21] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 180.

[22] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.

[23] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 181.

[24] Τ. Πετρής, Εύβοια: Ιστορία, τέχνη, λαογραφία, σύγχρονη ζωή, Αθήνα, εκδ. Τούμπης, 1982, σ. 28

[25] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 180-181.

[26] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 93.

[27] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 93.

(ΕΛΠ-11-1)


Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com


«Η αρνητική αντίληψη των διανοούμενων του Διαφωτισμού για το Βυζάντιο», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή ………...……………………………...………………….……………….. 2

Ενότητα Α΄: Η διαφοροποίηση και αποξένωση της λατινικής Δύσης από τη βυζαντινή Ανατολή ……………...…………………………..……………………… 3

Ενότητα Β΄:  Οι λόγιοι Έλληνες του 19ου αιώνα υιοθετούν την αρνητική εικόνα του Βυζαντίου .……………………………………………………………………… 6

Συμπέρασμα ………..….………………….….……………………………………... 8

Βιβλιογραφία ...……………………………….…………………………………….. 9

Εισαγωγή

Την περίοδο της κατάκτησης της Ελλάδας από τους Ρωμαίους οι Έλληνες έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με τον λατινικό κόσμο που τους ήταν ως τότε ουσιαστικά άγνωστος. Υποχρεωμένοι να συμβιώσουν για πολλούς αιώνες, ανταλλάσσουν πολιτισμικά στοιχεία και δέχονται αλληλεπιδράσεις, παρ’ όλες τις προστριβές σε θρησκευτικό, εκκλησιαστικό, αλλά και πολιτικό επίπεδο. Όμως οι διαφορές και οι αντιθέσεις τους εξακολούθησαν να είναι μεγάλες και αγεφύρωτες με αποτέλεσμα, τα επόμενα χρόνια η συμβίωσή τους να είναι γεμάτη προστριβές, έριδες και αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αποτέλεσμα της χιλιετούς αυτής κοινής πορείας και ιστορίας ήταν η διαμόρφωση ενός κλίματος αμοιβαίας αντιπαλότητας, καχυποψίας και πολλές φορές μίσους, ανάμεσα στους δύο μεγάλους πολιτικούς και πολιτισμικούς χώρους της Δύσης και της Ανατολής.
Στα κατοπινά χρόνια, η ιστοριογράφοι αποτύπωσαν με τους κονδυλοφόρους τους την ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά το δικό τους συμφέρον, επηρεασμένοι από τις καταβολές και την καταγωγή τους, αποτυπώνοντάς τη με μειωτικές εκφράσεις και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, κάτι πως ως τον 19ο αιώνα, αποδέχτηκαν και Έλληνες διανοούμενοι.
Στην παρούσα εργασία εμβαθύνουμε στα αίτια της διαφοροποίησης και αποξένωσης της Λατινικής Δύσης από τη Βυζαντινή Ανατολή και αναζητούμε τους λόγους που οδήγησαν τους Έλληνες διανοούμενους των αρχών του 19ου αιώνα να υιοθετήσουν την αρνητική εικόνα του Βυζαντίου στη Δύση.


Ενότητα Α΄: Η διαφοροποίηση και αποξένωση της λατινικής Δύσης από τη βυζαντινή Ανατολή

Η απομάκρυνση της Δύσης από τη Ανατολή και η αντίθεση ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη άρχισε να παίρνει πολύ σοβαρή μορφή από την εποχή που ο πάπας Γρηγόριος ο Α΄ (590-614) θεώρησε τον τίτλο «οικουμενικός» που έλαβε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Δ΄, ο λεγόμενος Νηστευτής, σαν ένα αδικαιολόγητο σφετερισμό.[1]
Η ρήξη ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση είχε δημιουργήσει ήδη από τον 5ο αι. μ.Χ. πρόσκαιρες κρίσεις, όπως και τον 7ο αιώνα με την αποκοπή των επαρχιών της Μέσης Ανατολής και την οριστική απομάκρυνση ενός κομματιού του χριστιανικού κόσμου με μονοφυσιτικές απόψεις, όμως κατά τον 9ο αιώνα πήρε διαστάσεις μεγαλύτερες καθώς εμφανίστηκε περισσότερο εκκλησιαστική παρά δογματική, με αποτέλεσμα να οδηγήσει αναπόφευκτα στο σχίσμα των δύο εκκλησιών, στην πραγματικότητα όμως τα προβλήματα και οι διαφορές είχαν ακόμη πολιτικό αλλά και πολιτισμικό χαρακτήρα.[2]
Τον 9ο αιώνα η Ρώμη, αποκόπτοντας κάθε σχέση με την αυτοκρατορία της Ανατολής, θέτει επιτακτικά το ζήτημα του «παπικού πρωτείου», κάτι που είχε τεθεί από τον 4ο αι., προσπαθώντας να επιβάλλει την ηγεμονική πρωτοκαθεδρία του πάπα σ’ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο και οι ενέργειες του πάπα Νικολάου Α΄ (858-867 μ.Χ), ως πραγματική αιτία, οδηγούν στο σχίσμα του 867 μ.Χ., όταν μια από τις γιγάντιες μορφές της ιστορίας των ελληνικών γραμμάτων, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος, εκπροσωπώντας τις διαθέσεις της Ανατολής, απέρριψε τις αξιώσεις του.[3] Πολύ βαθύτερο, αν όχι οριστικό, έγινε το σχίσμα το 1054, με εκατέρωθεν αναθέματα, μεταξύ του Καρδινάλιου Ουμβέρτου ο οποίος στην Αγία Σοφία την 16η Ιουλίου 1054 απέθεσε στην Αγία Τράπεζα απόφαση αφορισμού εναντίον του Πατριάρχη, με τον Κηρουλάριο να απαντά με αφορισμό εναντίον του Ουμβέρτου, μια εποχή που οι Ανατολικοί δεν αρκέστηκαν στην εναντίωση για τις αξιώσεις του «παπικού πρωτείου», θέτοντας δογματικά ζητήματα και αιτιάσεις για το ζήτημα της «αίρεσης του φιλιόκβε (filioque: και εκ του Υιού)» που αλλοίωνε την πίστη στην Αγία Τριάδα,  «τα άζυμα» την χρήση δηλαδή άζυμου άρτου στη θεία λειτουργία και την «αγαμία» των ιερέων, με τους Δυτικούς να τηρούν αδιάλλακτη στάση.[4]
Η αφετηρία της διάστασης αυτής μπορεί να αναζητηθεί σε πολιτισμικό κυρίως επίπεδο, καθώς είναι αρκετά δύσκολο στους μεν Ανατολικούς να διαβάζουν και να κατανοούν τα γραμμένα στα λατινικά θεολογικά έργα των Δυτικών και από την άλλη οι Λατίνοι τις γραμμένες στα Ελληνικά θεολογικές σκέψεις και απόψεις των Βυζαντινών, δύο περιοχές με διαφορετική κουλτούρα, συνήθειες και νοοτροπία.[5] Πολύ σοβαρότεροι βεβαίως είναι οι πολιτικοί λόγοι της εκρηκτικής ρήξης ανάμεσα στους δύο κόσμους, καθώς ο πάπας ως αρχηγός του παπικού κράτους στη Μέση Ιταλία από το 755, προσπαθεί να επιβληθεί και να ηγεμονεύσει, επιχειρώντας να θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του τους πάντες και τα πάντα, τις χριστιανικές εκκλησίες και την εκκλησιαστική εξουσία, αλλά και κάθε κοσμική εξουσία, αυτοκράτορες και βασιλείς.[6]
Οι Δυτικές αντιλήψεις με τη «θεοκρατική αντίληψη του κόσμου», την άποψη δηλαδή πως η διακυβέρνηση των ανθρώπων εξαρτάται απόλυτα από την εκκλησιαστική εξουσία, η θρησκευτική και πολιτική ηγεμονία του πάπα ως αρχιερέα των καθολικών, ο οποίος είναι γι αυτούς ανώτερος των συνόδων και των κανόνων και επί όλων των κοινωνικών ή εκκλησιαστικών υποθέσεων έχει το «αλάθητο», δεν μπορεί δηλαδή να σφάλλει, οι αποφάσεις του είναι τελεσίδικες και δεν αμφισβητούνται, αλλά και η αδιαλλαξία των ίδιων των Δυτικών, έδωσαν εκπληκτικές διαστάσεις στο αγεφύρωτο χάσμα με τους ανατολικούς Βυζαντινούς.[7]
Κατά τον 12ο αι., ανεξάρτητα από τις αιτίες των Σταυροφοριών και ασχέτως της συμμετοχής του Βυζαντίου, η παρουσία Λατίνων Σταυροφόρων στο Βυζάντιο δημιουργούσε ασφαλώς αρνητική εικόνα, καθώς για τους Βυζαντινούς αξιωματούχους η παρουσία τους ήταν πρόβλημα και η απελευθέρωση των Αγίων Τόπων ως σκοπός της εκστρατείας τους ήταν απλά προσχηματικός για την κατάκτηση της αυτοκρατορίας.[8] Το 1204 οι Δυτικοί Σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη και καταλύουν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ανακύπτοντας έτσι τρία βυζαντινογενή ελληνικά κράτη, της Νίκαιας, της Ηπείρου και της Τραπεζούντας, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους για τη χιλιόχρονη ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς Βούλγαροι και Σέρβοι ισχυροποιούνται και οι Οθωμανοί Τούρκοι ιδρύουν κράτος στην Μικρά Ασία, λίγα χρόνια αργότερα.[9] Με την κατάληψη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά την Τέταρτη Σταυροφορία το θεωρούμενο ως τότε προσωρινό, πολιτικό και πολιτισμικό σχίσμα παγιώθηκε και σε θεσμικό επίπεδο η Δύση έπαψε να αναγνωρίζει το Βυζάντιο ως πνευματική και πολιτική οντότητα, καθώς έχουμε δύο κατόχους του τίτλου του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και δύο τιτλούχους αυτοκράτορες.[10] Αμέσως μετά την πτώση της Πόλης, οι κατακτητές Λατίνοι, θέλοντας να γελοιοποιήσουν τους ηττημένους Βυζαντινούς, φορούσαν φαρδιά ρούχα και φτιασίδια, κρατώντας χαρτιά στα χέρια τους, θεωρώντας πως ήταν ένας λαός από γραφιάδες, μέλη της γραφειοκρατικής τάξης που υπήρξε κυρίαρχη την εποχή εκείνη.[11] Η συμπεριφορά των Λατίνων απέναντι στους Βυζαντινούς παρουσιάζεται πάντα σαν περιφρονητική γεμάτη μίσος, χωρίς ανοχή και οι βυζαντινοί συγγραφείς τη χαρακτηρίζουν αγέρωχη, ιταμή, αλαζονική, «υψηλαύχεν», πως ξεπερνά κάθε όριο.[12]
Όμως οι απόψεις των Δυτικών για τους Έλληνες Βυζαντινούς, προερχόμενες πιθανόν από συμπλέγματα κατωτερότητας, γενικά ήταν βαθιά ανθελληνικές. Ο Λιουτπράνδος επίσκοπος της Κρεμώνας, απεσταλμένος του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Α΄ (962-973), επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη το 968 μ.Χ. και διαπραγματεύεται με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το συνοικέσιο του γιου του Όθωνα με την αρχοντοπούλα Θεοφανώ.[13] Πιθανόν εξοργισμένος από την επιφυλακτική συμπεριφορά των Βυζαντινών ή με σκοπό την απαξίωσή τους και την αποβολή κάθε «συμπλέγματος κατωτερότητας» των δυτικών αναγνωστών του προς την ανατολική αυτοκρατορία, έγραψε μια άκρως εμπαθή και σφόδρα επικριτική αναφορά στην οποία ο «βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα...» και οι Έλληνες της Πόλης παρουσιάζονται ως «επιπόλαιοι», «ανόητοι», «κόλακες», «φιλάργυροι», «δόλιοι», «απατεώνες», «αναξιόπιστοι», «ψεύτες» και «προδότες».[14] Για «γηρασμό», «εκφυλισμό» και «διαφθορά» των Ελλήνων επί ρωμαιοκρατίας μιλούν δύο Άγγλοι διπλωματικοί υπάλληλοι, ο Γουίλιαμ Ήτον στα τέλη του 18ου αι., ο οποίος υποστηρίζει ότι «μερικά από τα ελαττώματα τους οφείλονται στην εξαχρείωση, στη σήψη και στην παρακμή τους, που είχε αρχίσει ήδη από τους κλασσικούς χρόνους» και ο Θωμάς Θόρντον  στις αρχές του 19ου αι., που θα εκφραστεί με την ίδια αφέλεια, με τον Γιάκομπ Φαλμεράυερ, ότι «στους απογόνους των Ελλήνων δεν θα βρει κανείς ούτε σταγόνα αίματος των μαραθωνομάχων Αθηναίων»,  καθώς υποστηρίζει ότι οι Έλληνες «έχουν χάσει την αγάπη για την ελευθερία».[15]
Η Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας (1439) έδωσε για τελευταία φορά στο Βυζάντιο διεθνές κύρος, με τους Βυζαντινούς να θέτουν υπό αμφισβήτηση κάθε προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, ενώ παραδέχτηκαν ότι κατά τα άλλα η προσθήκη του filioque αποσαφήνιζε τη θεολογία της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, παραδοχή που παρείχε  ισχυρή βάση για τη συμφωνία σχετικά με την Ένωση των Εκκλησιών.[16]


Ενότητα Β΄:  Οι λόγιοι Έλληνες του 19ου αιώνα υιοθετούν την αρνητική εικόνα του Βυζαντίου

Σε μια περίοδο που ο Ελληνισμός προσπαθεί να βρει την ταυτότητά του, οι εκφραστές της Ελληνικής διανόησης στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. συνετέλεσαν στην απαξίωση του Βυζαντίου καθώς έστρεψαν το ενδιαφέρον και την μελέτη στην αρχαία Ελλάδα των κλασικών χρόνων, μέσω της διαμάχης μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών εκφραστών του Διαφωτισμού.
Οι Έλληνες διαφωτιστές συνάντησαν δύο πνευματικές τάσεις εισηγμένες από την Ευρώπη, το Διαφωτισμό των κύκλων της λογιοσύνης, που πίστευε πως ο πολιτισμός έλκει την καταγωγή του στην αρχαία Ελλάδα της κλασσικής εποχής και το ρομαντισμό που στρέφεται στο αρχαίο Ελληνικό παρελθόν υπό τη μορφή του ρομαντικού νεοκλασικισμού, με φορέα τους αστούς και μεσοαστούς, δύσκολα όμως και εδώ το Βυζάντιο θα εύρισκε τη θέση του.[17] Ο θεοκρατικός χαρακτήρας και ο εναγκαλισμός της εκκλησίας και του κλήρου  με το κράτος στο Βυζάντιο, βρίσκει αντιμέτωπους τους Έλληνες διαφωτιστές, καθώς θεωρούν πως στέρησαν την ένταση ανάμεσα στο πνευματικό και το λαϊκό στοιχείο κάτι που αντίθετα στη δύση συνέβαλε στη δημιουργία δυτικοευρωπαϊκής συνείδησης.[18] Η χριστιανική κοσμοθεωρία των Βυζαντινών που αντιτίθεται στις αντιλήψεις των δυτικών φιλοσόφων του 18ου αιώνα, μαζί με την ιδέα της βυζαντινής οικουμενικότητας και τις αιτιάσεις του Νικολάου Μυστικού πως «η Δύση ανήκει στο κράτος των Ρωμαίων», εννοώντας το Βυζάντιο και του Νικηφόρου Φωκά ότι «η κυριαρχία των θαλασσών είναι δική του», δείχνουν πως Βυζαντινή εξουσία προσπάθησε να επιβληθεί στους υπολοίπους, ως θεία βούληση.[19]
Οι Φαναριώτες έμποροι και τα μέλη των Ελληνικών παροικιών στην Ευρώπη αποτελούν τους μοχλούς μετάβασης των ιδεών και των μηνυμάτων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στον κατακτημένο από τους Οθωμανούς Ελλαδικό χώρο. Ωστόσο τα αιτήματα διαφοροποιούνται καθώς ο Ελληνικός Διαφωτισμός θέτει ως στόχο την εθνική απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό, με εργαλείο επίτευξης του στόχου αυτού την σύνδεση των Νεοελλήνων με το απώτερο αρχαίο παρελθόν τους, την ένδοξη αρχαία Ελλάδα της φιλοσοφίας και του πολιτισμού.[20] Την καλλιέργεια της αρχαιογνωσίας και την ανακάλυψη της αρχαίας Ελλάδας από τους Ευρωπαίους, ήδη από την εποχή της αναγέννησης, εκμεταλλεύονται οι φορείς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού για να μεταλαμπαδεύσουν στους υπόδουλους Έλληνες την γνώση για την ιστορία και το αρχαίο παρελθόν τους με στόχο την αφύπνιση ή τη δημιουργία εθνικής συνείδησης.[21] Η απόπειρα να αναβιώσει ο Ελληνισμός ως έθνος-κράτος βασίστηκε στη θεωρία της «μετακένωσης» του Αδαμάντιου Κοραή, η οποία έλεγε πως αν οι «Ελληνόφωνοι Γραικοί» του βαλκανικού νότου ήθελαν να ξαναβρούν την ελληνικότητά τους όφειλαν πρώτα να ασπαστούν το δυτικό πολιτισμό, εφόσον η «δύση είναι η κιβωτός της αυθεντικής ελληνικότητας».[22] Ο Κοραής ανέφερε πως κατά τον 12ο αι. οι Έλληνες στέναζαν κάτω από την πίεση των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που τους αποκαλεί «Γραικορωμαίους τυράννους» και βαρβάρους, που ζουν πλούσια και αβασάνιστα σε βάρος του λαού, θεωρώντας χρέος των διαφωτιστών να μην επιτρέψουν την επιστροφή στο «Βυζαντινισμό» αλλά να μιμηθούν την «φωτισμένη» Ευρώπη.[23]
Η αποκατάσταση της Ελληνικής ιστοριογραφίας με το Βυζάντιο αρχίζει στα μέσα του 19ου αι. από τους Σκαρλάτο Βυζάντιο, Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, καθώς ο τελευταίος αναγνωρίζει ως άμεσους προγόνους των Νεοελλήνων τους Βυζαντινούς.[24]


Συμπέρασμα

Κατά κοινή ομολογία, τα αίτια του χάσματος και στη συνέχεια του σχίσματος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, την εποχή του Βυζαντίου, είχαν βαθιά πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Το «παπικό πρωτείο» και η προσπάθεια επιβολής της επιρροής του πάπα σ’ ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο από τη μια και οι δογματικές διαφορές ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, αποτελούσαν την αφορμή για την εκδήλωση σοβαρότερων διαφορών, που είχαν τις ρίζες τους κυρίως στην διαφορετική τους κουλτούρα, αλλά και σε ποικιλόμορφα συμφέροντα.
Οι Λατίνοι και οι υπόλοιποι Δυτικοί εποφθαλμιούν την αίγλη και τον πλούτο της Κωνσταντινούπολης και της αυτοκρατορικής αυλής, την οικονομική ευμάρεια της μεσαίας τάξης και των εμπόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την επιρροή της στην Μέση Ανατολή και σε μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου.
Επιπλέον το συναίσθημα της μειονεξίας των Ευρωπαίων έναντι των Ελλήνων, της τεράστιας, λαμπρής ιστορικής και πολιτισμικής τους κληρονομιάς, γινόταν ολοένα και μεγαλύτερο εμπόδιο στην αποδοχή της συμβολής του Βυζαντίου στο πολιτικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι για μια περίπου χιλιετία.
Οι Δυτικοί οικειοποιούνται τρόπον τινά το αρχαίο κλασικό, ένδοξο παρελθόν των Ελλήνων, συνεπικουρούμενοι μάλιστα από Έλληνες διανοούμενους όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας τη Βυζαντινή ιδεολογία και κοσμοθεωρία η οποία βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τα πιστεύω του Διαφωτισμού.
Σήμερα, η διάρκειας δέκα αιώνων ιστορία του Βυζαντίου, παρ’ όλα τα σκοτεινά της σημεία, δεν έχει ανάγκη υπερασπιστών, καθώς έχει μελετηθεί αρκετά και έχει δώσει πολλαπλά στοιχεία για το βάθος και την αξία της.


Βιβλιογραφία
  • Άνγκολντ Μάικλ, «Το Βυζάντιο τις παραμονές της Άλωσης», στο «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς», Τομές και συνέχεια, μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2013.
  • Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα: Έρευνα, πορίσματα, διδάγματα, Τυπ. Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 1983.
  • Γιανναράς Χρήστος, Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, Α' Έκδοση: 2011.
  • Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000.
  • Γλυκατζή–Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μτφρ. Τούλας Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2003.
  • Γουναρίδης Πάρις, «Η εικόνα των Λατίνων την εποχή των Κομνηνών», Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Σύμμεικτα 9, Αθήνα, 1994.
  • Δημητρακόπουλος Φώτης, Βυζάντιο και Νεοελληνική Διανόηση στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996.
  • Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης, Στοχαστής, 1997.
  • Roth Karl, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, μεταφρ. Ν. Σβορώνος, Εκδ.Οίκος: Αετός, Αθήνα 1949.
  • Hinterberger M., Από το ορθόδοξο Βυζάντιο στην καθολική Δύση. Τέσσερις διαφορετικοί δρόμοι, στο: Ε. Γραμματικοπούλου (επιμ.), στο «Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης». Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2004. 
  • Cyril Mango (επιμ), Ιστορία του Βυζαντίου, μτφρ. Όλγα Καραγιώργου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006


[1] Roth Karl, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, μεταφρ. Ν. Σβορώνος, Εκδ.Οίκος: Αετός, Αθήνα 1949, σελ. 69

[2] Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000, σ. 291.

[3] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 291-292.

[4] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292.

[5] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292.

[6] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292.

[7] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292-293.

[8] Γουναρίδης Πάρις, «Η εικόνα των Λατίνων την εποχή των Κομνηνών», Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Σύμμεικτα 9, Αθήνα, 1994, σελ. 160.

[9] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 258.

[10] Hinterberger M., Από το ορθόδοξο Βυζάντιο στην καθολική Δύση. Τέσσερις διαφορετικοί δρόμοι, στο: Ε. Γραμματικοπούλου (επιμ.), στο «Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης». Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2004, σελ. 74.

[11] Γουναρίδης Πάρις, ό.π., σελ. 171.

[12] Γουναρίδης Πάρις, ό.π., σελ. 166.

[13] Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης, Στοχαστής, 1997, σελ. 26.

[14] Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, ό.π., σελ. 26.

[15] Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα: Έρευνα, πορίσματα, διδάγματα, Τυπ. Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 74.

[16] Άνγκολντ Μάικλ, «Το Βυζάντιο τις παραμονές της Άλωσης», στο «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς», Τομές και συνέχεια, μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2013.

[17] Δημητρακόπουλος Φώτης, Βυζάντιο και Νεοελληνική Διανόηση στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σελ.29-30.

[18] Cyril Mango (επιμ), Ιστορία του Βυζαντίου, μτφρ. Όλγα Καραγιώργου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006, σελ.38.

[19] Γλυκατζή–Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μτφρ. Τούλας Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2003, σελ.53-54.

[20] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 421.

[21] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 421.

[22] Γιανναράς Χρήστος, Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, Α' Έκδοση: 2011, σελ.

[23] Δημητρακόπουλος Φώτης, ό.π., σελ.37.

[24] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 252.

Δημήτρης Β. Καρέλης




Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος, 
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

(ΕΛΠ10-3)

Contact With Me

Contact Us
DIMITRIS KARELIS
+306947185990
Athens, Greece