-->

i Love to Create!

I AM

image
Hello,

I'm ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΚΑΡΕΛΗΣ

Ονομάζομαι Δημήτρης Καρέλης, είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. Γεννήθηκα στη Λαμία και ζω στη Καλλιθέα Αττικής, είμαι παντρεμένος και έχω ένα γιο. Εργάζομαι ως υπάλληλος στον όμιλο Δ.Ε.Η. Α.Ε. από το 1993 και υπηρετώ στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε.). Σήμερα είμαι συνδικαλιστής, Εκτελεστικός Σύμβουλος Πολιτιστικών Θεμάτων και Μέλος του Δ.Σ. της ΓΕΝ.Ο.Π-Δ.Ε.Η.-Κ.Η.Ε., ενώ χρημάτισα επί σειρά ετών Πρόεδρος, Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος Δ.Σ. του ιστορικού συνδικάτου «Πανελλαδικός Σύλλογος Καταμετρητών-Εισπρακτόρων Δ.Ε.Η.». Είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος, με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Από την παιδική μου ηλικία, με πυξίδα τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, ξεκίνησα ένα μακρύ ταξίδι στο χώρο του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της παράδοσης, της γραφής, του λόγου και του στοχασμού.


Education
University

Culturologist

Postgraduate

Master of Arts in Public History

School of Amusement

Self-taught painter


Experience
Electricity worker

Public Power Corporation of Greece

Historical

Historical author-researcher

Painter

Art and painting lover


My Skills
Writing
Painting
Disquisition
Design

About Books

«Η βιβλιοθήκη κατοικείται από πνεύματα που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα». – Ιζαμπέλ Αλιέντε.

friendship

«Ένα μόνο τριαντάφυλλο μπορεί να είναι ο κήπος μου, αλλά μόνο ένας φίλος, ο κόσμος μου». – Λέο Μπουσκάλια

be yourself

«Να είσαι ο εαυτός σου, αλλά πάντα ο καλύτερος εαυτός σου». – Karl G. Maeser

about love

«Το να αγαπιέσαι βαθιά σου δίνει δύναμη, ενώ το να αγαπάς βαθιά σου δίνει κουράγιο». – Λάο Τσε.

WHAT I DO

Author-writer

«Είτε γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί, είτε κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», Βενιαμίν Φραγκλίνος

Culturologist

«Ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, κατακτάται», Αντρέ Μαλρώ

Painter

«Η ζωγραφική είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να κρατάς ημερολόγιο», Πάμπλο Πικάσο

Some of my work
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτιστικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτιστικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

«Του Δομοκού το Κάστρο», ακρυλικό σε χαρτί


«Του Δομοκού το Κάστρο», ακρυλικό σε χαρτί, 2020.

Δημήτρης Καρέλης, 2020
 


«Κυνηγέσιον, θύτης και θύμα», ακρυλικό σε χαρτί

 «Κυνηγέσιον, θύτης και θύμα», ακρυλικό σε χαρτί, 12/03/2022.

Δημήτρης Καρέλης, 2022

«Η παλιά δημοτική Σκαμνά-βρύση του Δομοκού»


«Η παλιά δημοτική Σκαμνά-βρύση του Δομοκού»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης


Άφθονα ήταν τα κρυστάλλινα, γάργαρα, πόσιμα νερά στο Δομοκό και πολλές οι βρύσες που τρέχανε ασταμάτητα μέρα και νύχτα. Οι ιστορικές πηγές, κάνουν λόγο για οκτώ κρήνες πόσιμου ύδατος εντός της πόλης του Δομοκού, κατά το έτος 1881.

Μια από τις αξιολογότερες κρήνες του Δομοκού, ήταν η δημοτική Σκαμνά-Βρύση, που βρίσκεται κοντά στην πλατεία του Δομοκού, παραπλεύρως της οικίας Κων. Καρατζά, έναντι οικίας Σκλατινιώτη, πάνω σε πετρόχτιστο τοίχο. Ονομάστηκε Σκαμνά-Βρύση από τα υπάρχοντα τότε «σκάμνα» (μουριές) και είχε δύο κρουνούς με πηγαίο ύδωρ. Τούτη ή κρήνη έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης και ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

Σύμφωνα με την Διεύθυνση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, «η παλιά δημοτική βρύση χρονολογείται γύρω στο 1880, ενώ πρόκειται για μονόπλευρη βρύση, η όψη της οποίας διαμορφώθηκε στη μία πλευρά του πετρόκτιστου τοίχου. Η πρόσοψή της διαμορφώνεται με βάση τον κατακόρυφο άξονα συμμετρίας και αποτελείται από τρεις τοξωτές εσοχές, μία κεντρική και δύο παράπλευρες. Στο πάνω μέρος των εσοχών στον άξονα συμμετρίας υπήρχαν μικρά διακοσμητικά τόξα από πελεκητή πέτρα, καθώς και εντοιχισμένη πλάκα, πιθανόν κτητορική επιγραφή. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η εσωτερική θολωτή δεξαμενή νερού που βρίσκεται στην κεντρική τοξωτή εσοχή. Η απλότητα της κατασκευής, η διαφοροποίηση ορισμένων υλικών, η διάθεση διακόσμησής της, συνθέτουν ένα αρμονικό σύνολο και αποδίδουν στο κτίσμα την έννοια του έργου τέχνης».

Η εντειχισμένη ενεπίγραφη πλάκα, φέρει τουρκική επιγραφή γραμμένη με αραβική γραφή, την οποία προφανώς, πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω, για το εάν είναι πράγματι κτητορική ή αφιερωματική. Κατά το έτος 1880, κατά το οποίο φέρεται να έγινε η κατασκευή, επισκευή ή ανακατασκευή της ως άνω κρήνης, ο Δομοκός βρισκόταν υπό Οθωμανική κατοχή, καθώς απελευθερώθηκε ένα χρόνο αργότερα, το 1881. Οι Οθωμανοί έδιναν μεγάλη σημασία στο νερό και η κατασκευή μιας δημόσιας βρύσης θεωρούνταν έργο θεάρεστο, καθώς λέγεται πως ο Μωάμεθ έβαλε σχετική ρήση στο Κοράνι. Ήταν ακόμη, σημάδι της τουρκικής κυριαρχίας, σήμα κατατεθέν της θρησκείας τους.

Η βρύση ανακατασκευάστηκε την δεκαετία του 1990, από την τότε δημοτική αρχή και έκτοτε αποτελεί ένα από τα πολλά και αξιόλογα ιστορικά μνημεία της πόλης του Δομοκού.

Σχετικά με την ονομασία της, η παράδοση αναφέρει πως η βρύση ήταν περιτριγυρισμένη από σκαμνιές, δηλαδή μουριές (συκαμιά, σκαμνιά ή συκαμινιά, αρχ. και βυζ. συκάμινος) και εξ αυτού του λόγου ονομάστηκε Σκαμνά-βρύση. Η μουριά, λευκή ή μαύρη, είναι φυλλοβόλο πλατύφυλλο δέντρο, που φημίζεται για τη σκιά του.

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε πως η λέξη πιθανώς να προέρχεται ετυμολογικά από το βυζαντινό «σκάμνος» και σκαμνίον, το σκαμνί (Λατ. scamnum), το κάθισμα. Τα σκαμνία ή σκάμνα, χαμηλά καθίσματα με ξύλινα πόδια, ονομάσθηκαν έτσι διότι ήταν κατασκευασμένα αρχικά από ξύλο συκαμινέας (μουριάς), το οποίο, κατά τον Θεόφραστον «ήτο ασαπές και εύεργον» (δεν σάπιζε και ήταν ευκολοδούλευτο). Κατά του Βυζαντινούς χρόνους ως σκάμνα αναφέρονταν οποιαδήποτε καθίσματα, βάσεις στήριξης ή θεμέλια, ενώ υπήρχαν και «σκάμνα θρονοειδή». Πιθανώς λοιπόν η ονομασία της βρύσης να αναφέρεται στο «κάθισμα» (σκαμνά, σκαμνιά) και όχι στο όμορφο, πλατύφυλλο και καλοΐσκιωτο δεντρί ή και στα δύο.  


*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.





Η Επανάσταση του 1821 στην περιοχή του Δομοκού

Η Επανάσταση του 1821 στην περιοχή του Δομοκού
Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

Ο πληθυσμός της Θεσσαλίας, στην οποία ανήκε διοικητικά ο Δομοκός, την εποχή της Επανάστασης αριθμούσε περίπου 350 χιλιάδες κατοίκους εκ των οποίων τα 3/4 ήταν χριστιανοί και το εν τέταρτον περίπου Οθωμανοί της φυλής των Κονιάρων.[1] 
Οι απελευθερωτικοί αγώνες της περιφέρειας Δομοκού, πριν την επανάσταση του 1821, αρχίζουν με τις προσπάθειες του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου Φιλοσόφου, του Γεωργίου Παπαζόλη, του Θεοδώρου Ορλώφ, του Λάμπρου Κατσώνη και του Ανδρίτσου, πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του παπα-Θύμιου Βλαχάβα, του Νικοτσάρα, του Ρήγα Βελεστινλή και των διαφόρων κλεφταρματωλών των Αγράφων και της Όθρης. Η ιστορική παράδοση του Ελληνικού Έθνους, η πνευματική και οικονομική άνοδος του παροικιακού και του υπόδουλου ελληνισμού κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, η διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών της εποχής, η οργανωτική προετοιμασία από τη Φιλική Εταιρεία και οι ετοιμοπόλεμες δυνάμεις των κλεφτών και των αρματολών, υπήρξαν τα θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίχτηκε η επανάσταση του 1821. 
Η βόρεια Φθιώτιδα μέχρι τις παραμονές της επανάστασης του 1821 βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και του γιου του, Βελή πασά. Μετά το θάνατό του, περιήλθε στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη και του Μαχμούτ πασά Δράμαλη, γνωστών από το ρόλο που έπαιξαν στον εθνικό μας αγώνα. Η πόλη του Δομοκού ήταν έδρα Τούρκου πασά και υπήρχε σ’ αυτόν πάντα ισχυρή φρουρά. Ο γάλλος γιατρός Pouqueville αναφέρει: «Η Θαυμακός δε εξαγορασθείσα υπό του Μπαμπά-πασά  κατά την επανάστασιν, κατελήφθη υπό του Ομέρ Βρυώνη και υπό του Δράμαλη».[2] 
 Την προπαρασκευή των κατοίκων της περιοχής του Δομοκού είχαν αναλάβει διάφοροι κλεφταρματολοί, φιλικοί, κληρικοί και μοναχοί των μοναστηριών (Αντινίτσης, Ομβριακής, Ξενιάς κτλ.) κι άλλοι ανυπότακτοι και ένοπλοι που κατέβαιναν από τα γειτονικά Άγραφα.
Κατά την εποχή της επανάστασης του 1821, το συντονισμό του αγώνα είχαν οι δύο διακεκριμένοι Φαναριώτες, ο Κων. Θ. Καρατζάς και ο Θεόδωρος Νέγρης, ενώ γενικός υπεύθυνος της Φιλικής Εταιρείας ήταν ο Χριστόφορος Περραιβός. Επίσημος Οπλαρχηγός στην κεντρική Ρούμελη, στην επαρχία Ζητουνίου, με επιρροή στην επαρχία Δομοκού, ήταν ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης ή Γερο-Δυοβουνιώτης, ο οποίος κήρυξε την επανάσταση στις 13 Απριλίου 1821.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, Κυβερνήτης της Ελλάδος έγραφε στις επιστολές του, για την αρχή της επανάστασης στη Φθιώτιδα: «Όλος ο τόπος και τα περί την Λαμίαν (Ζητούνι) χωρία επήραν τα όπλα εν αρχαί Απριλίου του 1821, και το φρούριον Βουδουνίτσι παρεδόθη εις τους Έλληνας μετά πολιορκιών ολιγοήμερων. Περώντος δε του Δραμαλικού στρατού, οι μεν μάχιμοι των Λοκρών, καταλαβόντες τα οχυρά των ορεινών του τόπου μερών, επείχον τους Τούρκους, αι δε γυναίκες, τα παιδία, και οι γέροντες μετακομίσθηκαν εις την νήσον του Ταλαντίου, όθεν εξήλθαν μετά τον κίνδυνον. Αλωθείσης όμως της Ευβοίας παρά των Τούρκων το 1824, οι Λοκροί, μη έχοντες πλέον ασφάλειαν, διεσκορπίσθησαν εις την Πελοπόννησον και τας νήσους. Οι δε της Φθιώτιδος κάτοικοι εκράτησαν μέχρι της αλώσεως του Μεσολογγίου. Κατά τάς τελευταίας ειδήσεις, οι Τούρκοι εις Πατρατζίκιον (σ.σ. Υπάτη) συνήξαν ήδη όλην σχεδόν την δύναμιν όσην είχον εις Ζητούνι και τα περίχωρα, ούσαν περί τους τρισχιλίους».
Οι κάτοικοι των χωριών του Δομοκού, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Πουκεβίλ, ήταν φόρου υποτελείς στον πασά της Λάρίσας και είχαν το δικαίωμα να φέρουν όπλα, προκειμένου να φυλάσσονται από τους πολλούς ληστές που διέτρεχαν την περιοχή. Μια εγκύκλιος του ιερού κλήρου της περιοχής κατά την έκρηξη του αγώνα του 1821 καλούσε τους κατοίκους σε επανάσταση κατά των Τούρκων, η οποία βρήκε ανταπόκριση μεταξύ των κατοίκων.
Πολλοί απ’ αυτούς προσέτρεξαν να πλαισιώσουν τους διάφορους οπλαρχηγούς και καπεταναίους που εμφανίστηκαν. Άλλοι μετέφεραν πληροφορίες κι άλλοι εξυπηρετούσαν διάφορους τρόπους τον αγώνα. Σε μια ενδιαφέρουσα εθνική καταγραφή ονομάτων Ρουμελιωτών πολεμιστών του 1821 (από πρίν και έπειτα) αναφέρονται 30 αγωνιστές από τον Δομοκό. Από έγγραφα του Αρχείου των Αγωνιστών, διαπιστώνεται ότι πολλοί κάτοικοι της περιοχής πλαισίωσαν ως ένοπλοι όχι μόνο τους Κοντογιανναίους, αλλά και τον Αθανάσιο Διάκο, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον αρχιστράτηγο της Ρούμελης Γεώργιο Καραϊσκάκη και συμμετείχαν στο θρίαμβο της Αράχωβας και στους αγώνες της Ακρόπολης μαζί με άλλους Ρουμελιώτες. Μεγαλύτερη όμως ακτινοβολία στους κατοίκους της περιοχής είχε ο Μήτσος Κοντογιάννης, οπλαρχηγός της Υπάτης. Ακόμη και οι καπεταναίοι του Αλμυρού Βελέντζας, Μπασδέκης, Γριζάνος κ.ά. προσέλκυσαν πολλούς κατοίκους της γειτονικής κυρίως πλευράς. Βέβαια, ο Χουρσίτ πασάς που πολιορκούσε τότε τον Αλή Πασά στα Ιωάννινα, έστειλε εναντίον των επαναστατών 8000 πεζούς και 800 ιππείς με αρχηγούς τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη, για να καταπνίξουν την επανάσταση.
Οι οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και Κοντογιάννης προσπάθησαν να παρεμποδίσουν το πέρασμα των Τούρκων προς τη Νότια Ελλάδα, στήνοντας καρτέρι στο χωριό Δερβέν Φούρκα (Καλαμάκι), οι οποίοι όμως αναγκάστηκαν μπροστά στο μεγάλο όγκο των Τούρκων να υποχωρήσουν προς την Οίτη. Όπως αναφέρει το «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Ιωάννου Φιλήμονος,  τον Απρίλιο του  1821 στην κορύφωση του αγώνα στην περιοχή της Στερεάς απαιτούταν συνένωση δυνάμεων και η μέσω πολιορκίας εξουδετέρωση των Τούρκικων δυνάμεων της Υπάτης: «Προς τον διπλούν δε τούτον σκοπόν μετέβησαν ούτοι εις το πλησίον της Υπάτης βορειοδυτικώς κείμενον χωρίον των Κομποτάδων όπου έφθασε και ο Πανουριάς μεθ’ ετέρων πεντακοσίων Φωκέων.  Εκείθεν δ’ έπεμψαν τον Κομνάν Τράκαν μετά διακοσίων πεντήκοντα ίνα καταλάβη το Δερβέν Φούρκα. O Κιοσσέ Μεχμέτ πασσάς και Oμέρ πασσάς Βρυώνης φθάσαντες διέλυσαν τη 17η Απριλίου το εν Δερβέν Φούρκα Ελληνικόν σώμα και εις το Λιανοκλάδι κατέβησαν, απέχον της Υπάτης μίαν και ημίσειαν ώραν. Περί δε μέσην νύκτα της 18 προς την 19 Απριλίου πυρά κατά το πεδίον πολυπληθή εβεβαίωσαν την άφιξιν και πλησίασιν ίσχυρας τουρκικής βοηθείας. Τότε δ’ οι Έλληνες ίνα μη κυκλοθώσι τη επαύριον υπεχώρησαν ευθύς αφήσαντες την πόλιν ημίκαυστον».
Μια άλλη μάχη, έγινε κοντά στο χωριό Μακρυρράχη (Καΐτσα) τον Ιούλιο του 1821, στη θέση Ντραμουχανή (Ντεμίρ Χάνι) και στην οποία έλαβαν μέρος πολλοί κάτοικοι του χωριού (γνωστοί από τα Αρχεία των αγωνιστών) και εκδίωξαν τους Κονιάρους. Τον Αύγουστο του 1821 οι Τούρκοι οργάνωσαν νέα, ενισχυμένη εκστρατεία κατά της Πελοποννήσου. Μια δύναμη από 8.000 ενόπλους –οι περισσότεροι έφιπποι– και πλήθος άμαξες φορτωμένες με εφόδια, με επικεφαλής το Μπεϊράν πασά, ως αντιστράτηγο, και τους Μεμίς πασά, Σαχίν Αλή πασά και Χατζή Μπεκίρ πασά, κατέβηκε από τη Λάρισα και στρατοπέδευσε στο Ζητούνι (Λαμία), ενώ μία άλλη από 4.000 άνδρες με επικεφαλής τον Μαχμούτ πα­σά της Δράμας στρατοπέδευσε στον Δομοκό, πριν από τη μάχη στα Βασιλικά Φθιώτιδας, όπου ο Οδυσσέας, ο Δυοβουνιώτης και ο Γκούρας νικούν τους Τούρκους στη Φοντάνα. Σχέδιο των Τούρκων ήταν οι δυνάμεις αυτές, αφού ενωθούν με τις δυνάμεις του Κιοσέτ Μεχμέτ πασά και του Ομέρ Βρυώνη, να προελάσουν στην Πελοπόννησο και να λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Ο κλήρος στάθηκε εμψυχωτής του γένους κατά τα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, κι όταν τα μαύρα σύννεφα της βαρβαρότητας των κατακτητών σκέπαζαν την ελληνική κοινωνία, έγινε ο φάρος της γνώσης και του αγώνα. Μαζί με τα ηρωικά καρυοφύλλια των αγωνιστών του ’21 ηχούσε το οκτώηχο των Μοναστηριών που στέριωσε τη Ελληνική ψυχή, οδηγώντας στο «Ελευθερία ή Θάνατος»! Φωτεινό παράδειγμα στην περιοχή του Δομοκού οι μοναχοί της Αντίνιτσας οι οποίοι έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1821. Όπως θυμούνται παλαιότεροι προσκυνητές της Μονής, στους εξωτερικούς τοίχους των καταστραφέντων κελιών υπήρχαν πολεμίστρες σε καλή κατάσταση, αψευδής μάρτυρες της συμμετοχής των μοναχών αυτής στους αγώνες κατά των Τούρκων.[3] Επίσης, όταν το έτος 1946, οι κάτοικοι των πλησιέστερων χωριών, καθάρισαν το προαύλιο της Μονής από τα ερείπια για να φτιάξουν το σημερινό καθολικό, βρήκαν ξίφη των Αγωνιστών του ’21. 
Γενικά η θέση της Ιεράς Μονής Αντινίτσης υπήρξε ορμητήριο των αγωνιστών της περιοχής Δομοκού. Στο Δεύτερο χρόνο της επανάστασης (1822) οι γνωστοί Έλληνες οπλαρχηγοί Ζαφειράκης και Γάτσος ελευθέρωσαν με τους συντρόφους τους τον οπλαρχηγό Καρατάσο, που με διακόσιους άντρες είχε αμπαρωθεί στα κελιά της Αντίνιτσας και αγωνιζόταν ενάντια στις Τούρκικες δυνάμεις. Επίσης την εποχή εκείνη αλλά και μετέπειτα, στο χώρο της Μονής, λειτούργησε Ελληνικό Σχολείο, λίχνος γνώσης και αφύπνισης των σκλαβωμένων Ελλήνων.
Για βαρύ φόρο αίματος την περίοδο της επανάστασης στην περιοχή, μας πληροφορεί η Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, του Αμβροσίου Φραντζή (1841): «Εν τούτοις ο αριθμός των παρά των Τούρκων εις διαφόρους τόπους φονευθέντων Ελλήνων από της 21 Φεβρουάριου 1821 μέχρι της 20 Μαΐου 1822, ενόχων τε και αθώων, είναι ως εφεξής: Εις Λάρισσαν, Αμπελάκια, Αγιάν, Μακρυνίτζαν, Βώλον, Αρμυρόν, Ζητούνι, Δομοκόν, Φέρσαλα, Τούρναβον και Τρίκκαλα, ως ένοχοι 590 αθώοι 13460…».
Ωστόσο, η Θεσσαλία υπήρξε ο σιτοβολώνας, ο τροφοδότης και το κέντρο των Τούρκων στον αγώνα τους κατά των επαναστατημένων Ελλήνων (1821-1827) και συνεπώς δεν ευοδώθηκαν οι προσπάθειες των Θεσσαλών πατριωτών εκείνη την περίοδο.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

[1] Καρέλης, Δημήτρης, «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δομοκός, 2013.
[2] Pouqueville, Historie de la Grece, Τομ. IV, 1825, σελ. , 401, 533.
[3] Λαϊνάς, Θεόκτιστος, Το μοναστήρι της Αντίνιτσας, Αθήνα: [χ.ό.] , [19--]
[4] Κουτσονίκας, Λάμπρος, Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος α΄, Αθήνα, 1863.
[5]Φραντζής, Αμβρόσιος, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αθήναι, 1841.

Φωτό: Ο Γιάννης Ξύκης ή «Δυοβουνιώτης» (1757 - 1831) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Στερεάς, γεννημένος στο χωριό Δύο Βουνά της Φθιώτιδας, γιος της Τριανταφυλλιάς και του Κώστα Ξύκη.


9η Μαΐου: Ο Άγιος Οσιομάρτυς Νικόλαος ο νέος, εν Βουνένη ξίφει τελειούται!

Ο Άγιος Οσιομάρτυς Νικόλαος ο νέος, εν Βουνένη ξίφει τελειούται!
Του Δημήτρη Β. Καρέλη*
Στην Κεντρική Ελλάδα, από την Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα κι ως τα χωριά του Βάλτου στην Αιτωλοακαρνανία, γιορτάζεται ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος, ο εν Βουναίνη της Θεσσαλίας αθλήσας. Πολλές εκκλησίες και παρεκκλήσια είναι αφιερωμένα στον Άγιο Νικόλαο τον εν Βουνένη (ή Βουναίνη), όπως το πολύ παλιό εκκλησάκι του Ζαπαντίου, σήμερα κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου Δομοκού.
Ο Άγιος Οσιομάρτυς Νικόλαος καταγόταν από τα μέρη της Ανατολής, από γονείς ευγενείς και θεοσεβείς. Ο νεαρός Νικόλαος δεν έκανε παρέα με τους συνομηλίκους του και προτιμούσε να συναναστρέφεται με γηραιότερους και σοφότερους ανθρώπους. Κατετάγη στα Ρωμαϊκά βασιλικά στρατεύματα κι επειδή εξαιρετικά ανδρείος και ρωμαλέος κι έκαμε μεγάλα ανδραγαθήματα στους πολέμους και τις μάχες που συμμετείχε, έγινε σ’ όλους ονομαστός και περίφημος. Γι αυτό λοιπόν κι ο βασιλεύς των Ρωμαίων, ακούγοντας την φήμη του οσίου, του μήνυσε και πήγε στο παλάτι.  Αναγνωρίζοντας σ’ αυτόν τη λογιότητα, την ανδρεία του και την επιδεξιότητά του, τον έκαμε Δούκα μιας επαρχίας, παραδίδοντάς του υπό τις διαταγές του μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Επειδή δε κατά τους καιρούς εκείνους αποστάτησαν οι άνθρωποι της Θεσσαλίας από τον βασιλέα και δεν ήθελαν να πληρώνουν τα βασιλικά δοσίματα (φορολογία) ο βασιλεύς έστειλε τους τοπάρχες της, μαζί και τον θαυμαστό τούτο αξιωματικό για να καταστείλουν την αποστασία. Ο Νικόλαος μαζί με τους υπόλοιπους Ρωμαίους Τοπάρχες πήγε αρχικά στην Θεσσαλονίκη, πόλη τότε της ευρύτερης Θεσσαλίας, πολέμησαν και καθυπόταξαν τους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι δήλωσαν και πάλι πίστη στο βασιλέα των Ρωμαίων. Ωστόσο, ελθόντες και στην Λάρισα, ο στρατός των Ρωμαίων νικήθηκε και ο Νικόλαος κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του. Τότε ήταν που αποχώρησε από τον πόλεμο, καταφρονώντας τον κόσμο και τα εγκόσμια, επήγε στο βουνό όπου βρήκε κάποιους μοναχούς, έγινε κι εκείνος μοναχός και έμεινε μαζί τους αγωνιζόμενος με νηστεία, με αγρυπνία και πάσα άσκηση. Ως συναθλητής του Νικολάου μνημονεύεται και κάποιος ονόματι Αρμόδιος. Ωστόσο, ο μισόκαλος διάβολος μη μπορώντας να βλέπει την Δόξα του Θεού, ξεσήκωσε το έθνος των άθεων Αβάρων (κατ’ άλλους των Σαρακηνών πειρατών της Μεσσογείου), εναντίον της Δύσεως. Τότε αυτοί, λεηλατώντας πολλά κάστρα, έφθασαν και ως την Λάρισα και τα περίχωρά της, τα Φάρσαλα, την Ελασσόνα, το Βόλο και τη Ζαγορά, όπου ταπείνωσαν τους εκεί χριστιανούς και τους εξανάγκαζαν να απαρνηθούν τον Δεσπότη Χριστό τον και να προσκυνήσουν τα είδωλα. Όσο γινόταν αυτά, κι ενώ ο όσιος ήταν με τους άλλους συνασκητές του, δώδεκα τον αριθμό, ήλθε την νύκτα Άγγελος Κυρίου και τους είπε να μετά από λίγο θα μαρτυρήσουν δια τον Μέγα Δεσπότη και θα λάβουν τους στεφάνους της Αθλήσεως. Πράγματι, μετά από λίγες μέρες, οι άπιστοι έφτασαν στις σκήτες στα Βούναινα της Θεσσαλίας, και αφού βασάνισαν τους υπόλοιπους μοναχούς, τους αποκεφάλισαν. Βλέποντας όμως τον νεαρό Νικόλαο, θέλησαν να τον παρακινήσουν με κολακείες να αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό και να προσκυνήσει τα είδωλα. Επειδή όμως ο Άγιος παρέμενε ευσεβής, οι βάρβαροι τον έδειραν, τον βασάνισαν και τον  έδεσαν σ’ ένα δένδρο. Κατόπιν, βλέποντες ότι ο ήταν αδύνατον να μετασαλεύσει  από του Χριστού πίστη, τον αποκεφάλισαν αυτόν κι έτσι έλαβε κι εκείνος ο αοίδιμος, τον Στέφανον της Αθλήσεως, στις 9 Μαΐου του 720 μ.Χ. (κατ’ άλλους το 901 ή 902)  Το δε Άγιο λείψανό του έμεινε άταφo στο βουνό εκείνο, φυλασσόμενο από Θείους Αγγέλους, αβλαβές και αδιάφθορο, ύστερα δε φανερώθηκε δια θαύματος του Αγίου, το οποίον έως την σήμερον «λωβούς ιατρεύει χωλούς ανορθοί και άλλας διαφόρους ασθενείας θεραπεύει εκείνων όσοι μετά πίστεως τούτω προστρέχουσι». Από τα δένδρα στα οποία δέθηκε και βασανίσθηκε ο Άγιος ρέει ένα κόκκινο υγρό το οποίο ονομάζεται «Αίμα». Το υγρό αυτό όταν χρησιμοποιείται με πίστη και εμπιστοσύνη στον Οσιομάρτυρα έχει ιαματικές ιδιότητες και επιτελεί θαύματα σε πάσχοντες από δερματικές παθήσεις και πονοκεφάλους. Ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος, παριστάνεται στις αγιογραφίες ενδεδυμένος ως στρατιωτικός Άγιος, με στρατιωτική στολή, με ερυθρό χιτώνα και επενδύτη επίσης ερυθροχρώμου, με χρυσά και μέλανα κοσμήματα, πεποικιλμένα με μαργαριτάρια. Εορτάζει στις 9 Μαΐου εκάστου έτους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων.
Ως τῶν νοσούντων ὁ ἄμισθος ἰατρός, καὶ τῶν ἐν κινδύνοις ἀπροσμάχητος βοηθός, θλιβομένων τε θερμὸς ὑπερασπιστής, καὶ τῶν ἐν παντοίαις ἀνάγκαις ὑπέρμαχος, Ὁσιομάρτυς ἐξ ἑῴας Νικόλαε πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Βιβλιογραφία:
Νικόδημος Αγιορείτης, Όσιος, (1749-1809), Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, πάλαι μεν Ελληνιστί συγγραφείς υπό Μαυρικίου, Διακόνου της Μεγάλης Εκκλησίας […], δαπάνη και επιστασία του εν Ιερεύσιν ελαχίστου ιερέως Σωφρονίου Χ. Ασλάνογλου εκ του Τυπογραφείου Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, Τόμος Β΄, Ἀθήνησι, 1868, σελ. 141-142.
Δημήτρης Β. Καρέλης
*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 

«Ο δεύτερος Ελληνικός «αποικισμός» και οι συνέπειές του, κατά την αρχαϊκή περίοδο», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή …...………………………………………………………………….. 2
Κεφάλαιο Α΄: Ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός……………………………  3
Κεφάλαιο Β΄: Οι συνέπειες του β΄ Ελληνικού Αποικισμού ………………….. 6
Επίλογος  …...………………………………………………………………….. 8
Βιβλιογραφία .………………………………………………………………….. 8

Εισαγωγή

Σε αυτή την εργασία καλούμαστε να εξετάσουμε τον δεύτερο Ελληνικό «αποικισμό» και τις συνέπειές του στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο των Ελλήνων.

Ο Ελληνικός αποικισμός, ήταν μια διέξοδος στην κρίση του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ., μια προγραμματισμένη και οργανωμένη μετανάστευση, την οποία πραγματεύεται η παρούσα εργασία.

Στην εργασία παρουσιάζονται τα αίτια, τα χαρακτηριστικά και εξάπλωση του αποικισμού, οι σχέσεις μεταξύ των μητροπόλεων, των αποικιών και των γηγενών κατοίκων, καθώς και οι λόγοι που ώθησαν τους Έλληνες της αρχαϊκής περιόδου  να μετοικίσουν.

Επιπλέον, γίνεται αναφορά στις συνέπειες και τα αποτελέσματα του δεύτερου αποικισμού, στις σημαντικές αλλαγές που επέφερε στο οικονομικό περιβάλλον της εποχής με την ραγδαία ανάπτυξη των αποικιών, μέσω του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας, τις μεταλλάξεις στην κοινωνία, καθώς και στην μεγάλη εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού.

Κεφάλαιο Α΄:    Ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός

Είναι γνωστό ότι, από τα μέσα του 8ου έως και τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να επεκτείνονται σταδιακά από την Ελληνική ενδοχώρα, στη Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο και την Αφρική, στα μήκη και πλάτη του τότε γνωστού κόσμου, ως μια διέξοδο στην κρίση της περιόδου.[1] Η οργανωμένη αυτή αποικιακή εξάπλωση, που παραδοσιακά αναφέρεται με τον όρο δεύτερος ελληνικός αποικισμός, είναι η πρώτη ιστορική διεργασία, ως χαρακτηριστικό της πρώτης χρονικής περιόδου της δημιουργίας των πόλεων από τους Έλληνες.[2]

Η αφετηρία, το ερέθισμα του πρωτοφανούς αυτού αποικισμού, έλκουν την προσοχή των σύγχρονων ερευνητών, για το αν οι αποικιστές προσβλέπουν στην οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση των περιοχών, ή αν αναζητούν μια άλλη μόνιμη εστία, με τη δεύτερη εκδοχή να συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες, όπως οι φιλολογικές πηγές της εποχής και τα ανασκαφικά δεδομένα μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε.[3]

Σε αντίθεση με τον πρώτο Ελληνικό αποικισμό, για τον οποίο μόνον θρύλοι και μνημεία μας πληροφορούν, καθώς είναι προϊστορικός, ο δεύτερος περιλαμβάνεται ολόκληρος στο πλαίσιο των ιστορικών χρόνων. Υπάρχει όμως μια ακόμη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ανυπολογίστου σημασίας ρευμάτων του Ελληνισμού. Ο πρώτος αποικισμός έγινε εν μέρει υπό το κράτος της βίας της επιδρομής των Πελασγών, Κρητών, Αχαιών, Αιολέων, Ιώνων και Δωριέων, οι οποίοι εξανάγκασαν τους κατοίκους να εκπατριστούν, αντιθέτως, ο δεύτερος αποικισμός έγινε με την ελεύθερη βούληση των μετοίκων και με πλήρη συναίσθηση του επιδιωκόμενου σκοπού.[4] Οι αρχαιότατες ελληνικές αποικίες, στον πρώτο αποικισμό, ήταν κυρίως ομάδες τυχοδιωκτών οι οποίοι εγκαταλείποντας την πατρίδα τους, με την οικογένεια και τα υπάρχοντά τους, αναζητούσαν νέα χώρα εγκατάστασης και νέο τόπο να κτίσουν την κατοικία τους.[5] Κάποιες από τις αποικίες που δημιουργήθηκαν εξαιτίας εξωτερικών εισβολών ή εμφυλίων πολέμων και διαμαχών, δεν γίνονταν με τους συγκεκριμένους τύπους, δεν είχαν δηλαδή τη συγκατάθεση της μητρόπολης. Οι συνήθεις όμως αποικίες, κατά το β΄ αποικισμό, δημιουργούνταν αβίαστα, με τη σύμφωνη γνώμη των αρχών της μητροπόλεως και τις οδηγίες του διορισμένου απ’ αυτήν «οικιστή», άλλοτε δε γινόταν με συνεργασία περισσότερων πόλεων. Ο οικιστής, που προέρχονταν συνήθως από την άρχουσα τάξη των ευγενών, εκτός από την αρχηγία της εκστρατείας και την ευθύνη της εγκατάστασης των μετοίκων, είχε και την ευθύνη οχύρωσης της πόλης, την κάλυψη των λατρευτικών αναγκών των πολιτών, με την κατασκευή ναών, την νομοθετική πρωτοβουλία, αλλά και την διανομή των νέων γαιών, την «κληρουχία», μετά δε το θάνατό του λατρευόταν ως ήρωας.[6]

Η αποικία, όπως και αν αυτή είχε δημιουργηθεί, θεωρούνταν πολιτικά μεν ανεξάρτητη από την μητρόπολη, ήταν όμως ενωμένη με αυτήν με συγγενικούς δεσμούς και σύμφωνα με τα ελληνικά ιδεώδη, οι σχέσεις τους ήταν μητέρας - κόρης.[7]

Οι σχέσεις μεταξύ των Ελληνικών μητροπόλεων και των αποικιών τους δεν υπήρξαν κυριότητας και υποταγής, αλλά σχέσεις εθνικές, θρησκευτικές, φυλετικές, οργανικές και οικονομικές. Οι αποικίες των Ελλήνων απολάμβαναν αυτοτελή, ελεύθερη ζωή και δεν έπαιζαν το ρόλο «μαστοφόρου αγελάδας», αναγνώριζαν όμως την πνευματική και φυλετική ηγεμονία της μητροπόλεως.[8] Ωστόσο, οι δεσμοί των νέων πόλεων-κρατών με τις μητροπόλεις τους, καθώς ήταν ανεξάρτητες και δημιουργήθηκαν από την αρχή, ήταν χαλαροί και σε πολλές περιπτώσεις ανύπαρκτοι, ενίοτε δε, οι σχέσεις τους ήταν εχθρικές.[9] Οι σχέσεις των αποίκων με τους αυτόχθονες κατοίκους ήταν συνήθως ειρηνικές, χωρίς πολεμικές συρράξεις και αντιδράσεις, κατά την άφιξη και την εισχώρησή τους. Αναπτύσσονταν μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις και οι γηγενείς ασπάζονταν πολιτισμικά στοιχεία των νέων γειτόνων τους. Δεν έλειψαν όμως οι περιπτώσεις εντάσεων και εμπλοκών, όπως μαρτυρούν η παρουσία στρατιωτικών φυλακίων, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις, η εξαφάνιση των ντόπιων πληθυσμών.[10]

Οι λόγοι που ώθησαν στη μετανάστευση τους Έλληνες κατά τον β΄ αποικισμό, ήταν κυρίως οικονομικοί, όμως δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε μια σειρά αιτίων που ήταν εξίσου σημαντικά, όπως η «στενοχωρία», το σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα που προέκυψε από την μεγάλη αύξηση του πληθυσμού και τον περιορισμό των καλλιεργήσιμων γαιών.

Επιπλέον, ήταν η ανάγκη προμήθειας σιδηρομεταλλεύματος, που ήταν αναγκαίο για την κατασκευή εργαλείων και όπλων, η έλλειψη δημητριακών που δεν παράγονταν επαρκώς στην Ελλάδα και η αναζήτηση νέων αγορών για προμήθεια σημαντικών πρώτων υλών και πώληση αγαθών. Εκτός απ΄ αυτά, οι εσωτερικές πολιτικές ανακατατάξεις και έριδες, αλλά και ο χαρακτήρας του «ριψοκίνδυνου Οδυσσέα», όπως καταθέτουν πηγές εκείνης της περιόδου, σε συνάρτηση με τις γνώσεις τους για τους θαλάσσιους δρόμους και τους τόπους προορισμού τους, συμπληρώνουν τον κατάλογο των λόγων που ώθησαν τους ανθρώπους εκείνους να εγκαταλείψουν μαζικά και οργανωμένα τις πατρογονικές τους εστίες.[11]

Τη δεύτερη περίοδο επέκτασης των Ελλήνων χαρακτηρίζει η διεύρυνση των τόπων καταγωγής αλλά και των χώρων εγκατάστασης των αποίκων.[12] Η νέα αυτή διασπορά των Ελλήνων διαχωρίζεται κυρίως σε δύο χρονικές περιόδους. Στην πρώτη περίοδο, από τα μέσα του 8ου μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ., Έλληνες άποικοι εγκαθίστανται στη νότια Ιταλία και τη Σικελία, προερχόμενοι κυρίως από την Εύβοια και διάφορες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Το μεταναστευτικό ρεύμα συμπληρώνουν κάτοικοι άλλων περιοχών του Αιγαίου, όπως Ρόδιοι και Κρήτες, στο τέλος αυτής της περιόδου.[13] Τα μέρη από τα οποία έλκουν την καταγωγή τους οι άποικοι της δεύτερης περιόδου πολλαπλασιάζονται, καθώς Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τα νησιά του Αιγαίου παίρνουν μέρος στην ίδρυση των αποικιών. Κατά την εγκατάσταση στις περιοχές της Ιταλίας και της Σικελίας κατασκευάζονται νέες αποικίες και υποδομές, κοντά στις παλιές, η μετοίκηση όμως των Ελλήνων εκτείνεται προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, από τις βόρειες ακτές του Αιγαίου, τις Δυτικές ακτές της Μεσογείου, τον Ελλήσποντο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, ως την Βόρεια Αφρική. Οι Έλληνες κατάφεραν να υπερισχύσουν στις θαλάσσιες οδούς της Μεσογείου και να επικρατήσουν στον τομέα του εμπορίου, από τις Ηράκλειες Στήλες ως τον Καύκασο, μέσα σ’ ένα διάστημα δύο αιώνων.[14] Όπως στον πρώτο, έτσι και στον δεύτερο αποικισμό, τα ναυτιλιακά μέσα της εποχής εξακολουθούσαν να είναι πρωτόγονα, αλλά οι επιδέξιοι και τολμηροί Έλληνες ναυτικοί κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες και να διασχίσουν απ’ άκρη σ’ άκρη τη Μεσόγειο θάλασσα. Οι Έλληνες ανήγαγαν την τέχνη της ποντοπορίας με ιστία, σε ότι τελειότερο και ευφυέστερο για την εποχή, αξιοποιώντας την πείρα, τη γνώση και την τόλμη της υψηλής τέχνης της ναυσιπλοΐας.[15]

Κεφάλαιο Β΄:   Οι συνέπειες του Β΄ Ελληνικού αποικισμού


Είναι γεγονός ότι ο β΄ Ελληνικός αποικισμός, η αποικιστική εξάπλωση των Ελλήνων, σε μια τόσο σημαντική έκταση και χρονική περίοδο, υπήρξε ένα φαινόμενο που επηρέασε καθοριστικά την οικονομία και την κοινωνία και συνέβαλλε στην πολιτιστική πρόοδο των αρχαϊκών χρόνων.[16]

Ένα πραγματικό οικονομικό θαύμα επιτέλεσαν οι Έλληνες με τον δεύτερο Ελληνικό αποικισμό, πετυχαίνοντας την έξοδο από την κρίση της εποχής, πέρα από τα όρια της πόλης - κράτους, μέσα στο ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο της αποικιακής επέκτασης. Το εμπόριο αναπτύσσεται ραγδαία όπως και η ναυτιλία, με την βελτίωση και ανάπτυξη των μέσων ναυσιπλοΐας, λόγω των αυξημένων αναγκών στα μακρινά ταξίδια, ενώ εξελίχθηκαν και οι μέθοδοι της μεταλλουργίας.[17]

Η οικονομία των Ελληνικών πόλεων από κλειστή οικιακή, αγροτική και φυσική, γίνεται συναλλακτική, αποκτώντας εμπορευματοχρηματικό χαρακτήρα με την κοπή και την ευρύτερη χρήση νομίσματος.[18] Η ανταλλαγή και η πώληση εμπορευμάτων μεταξύ των αποικιών και των μητροπόλεών τους, αλλά και των αυτοχθόνων λαών, αύξησε θεαματικά το εμπόριο και αυτό με τη σειρά του τη ζήτηση πρώτων υλών, προκαλώντας την εργασιακή εξειδίκευση, συμβάλλοντας ταυτόχρονα μ’ αυτόν τον τρόπο στην αύξηση της παραγωγής.

Επακόλουθο της αυξημένης ζήτησης σε εργατικό δυναμικό, καθώς διευρύνεται η σφαίρα των γνώσεων σε πολλούς τομείς της καθημερινότητας, είναι η θεματική αύξηση του θεσμού της αργυρώνητης δουλείας. Η χρήση δούλων ως εργαζόμενων σε μεταλλεία, λατομεία και ποικίλες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής, ήταν η επικρατούσα πρακτική ως παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης, καθώς εξασφάλιζε φτηνά εργατικά χέρια.[19]

Οι σημαντικές αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον της εποχής του δεύτερου Ελληνικού αποικισμού, ευνοούν τις αλλαγές στην κοινωνία, τη δημιουργία των πρώτων πόλεων-κρατών και την πολιτική τους συγκρότηση. Αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών είναι και η εμφάνιση μιας νέας κατηγορίας πολιτών, εκείνης που πλούτισε από την οικονομική δραστηριότητα και επιδίωκε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη νομή της εξουσίας, αλλά και να βελτιώσει το κοινωνικό της επίπεδο.[20]

Αναντίρρητα όμως, πρώτη συνέπεια του μεταναστευτικού αυτού ρεύματος των Ελλήνων, ήταν η εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού, καθώς οι άποικοι δεν αποκόπτουν τους δεσμούς τους με την πατρώα γη.[21] Η Ελλάδα διέλαμψε εξαιτίας των αποικιών της, καθώς η Ελληνική αποικία άνοιξε τα φτερά της σε νέους ορίζοντες πολιτισμού και σοφίας, βασιζόμενη στα ιδανικά της. Μεταλαμπάδευσε στην μητρόπολη τις νέες εμπειρίες της, αντάλλαξε με αυτή τον πλούτο της και συγχρόνως δέχτηκε τους κοινωνικούς, πολιτικούς, νομοθετικούς, θρησκευτικούς, πνευματικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, τους οποίους ανέπτυξε στο έπακρο.[22] Υπόδειγμα αποτελούν οι νόμοι που θεσπίστηκαν σε κάποιες αποικίες και αποτέλεσαν παράδειγμα για όλους τους Έλληνες.[23]

 Σημαντικό γεγονός αποτελεί επίσης η διάδοση του Χαλκιδικού αλφάβητου στην Κάτω Ιταλία και στις αρχαίες Ιταλικές φυλές (Σταμνίτες, Λατίνους, Ετρούσκους κ.ά.), μέσω της Κύμης, αποικίας των Χαλκιδέων στην περιοχή, αποτελώντας το θεωρητικό στήριγμα του μεταγενέστερου λατινικού αλφάβητου.[24] Το αλφάβητό τους εισήγαγαν και σε άλλους λαούς, σε περιοχές που δεν υπήρχε γραφή, μαζί με τις παραδόσεις, τη γλώσσα και τους συνυφασμένους μαζί της, μύθους, μεταφέροντας παράλληλα στις νέες πατρίδες τις τεχνικές και την τέχνη του πολέμου.[25] Οι Έλληνες έποικοι στις επαφές τους με τους επιχώριους, ανταλλάσσουν πολιτιστικά συστατικά της κουλτούρας τους, μαθαίνουν από κείνους να κατασκευάζουν χάλκινα και πήλινα ειδώλια και ενστερνίζονται την εικονιστική διακόσμηση σε αγγεία και τάφους, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα.[26] 
Οι αυτόχθονες πάντως δεν ασκούν σημαντική επιρροή στους Έλληνες αποίκους.[27]

Επίλογος

Συνοψίζοντας μπορούμε να επισημάνουμε, πως ο δεύτερος Ελληνικός αποικισμός, που ξεκίνησε μέσα από μια κρίση στα μέσα του 8ου και διήρκεσε ως τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., είχε διακριτά χαρακτηριστικά σε σχέση με τον πρώτο αποικισμό. Οι νέοι Έλληνες άποικοι, συγκροτημένα και συντεταγμένα, ξεκινούσαν μια πορεία όχι πια προς το άγνωστο, αλλά γνωρίζοντας και προγραμματίζοντας τον προσδοκώμενο στόχο, την αναζήτηση δηλαδή νέων φιλόξενων πατρίδων, οικονομική ευμάρεια, εμπορικές συναλλαγές και προϊόντα, έχοντας αφετηρία και πυξίδα μια μητρόπολη που τους έδινε στήριξη και βοήθεια.

Εύκολα, λοιπόν, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, ότι η μητρόπολη, όπως και ολόκληρος ο Ελληνισμός, ωφελήθηκε από το αποτέλεσμα της μαζικής αυτής μετανάστευσης των αρχαϊκών χρόνων, καθώς οι ορίζοντές τους διευρύνθηκαν, οι οικονομικές απολαβές από το εγχείρημα ήταν τεράστιες, όπως και η πολιτισμική ανάπτυξη των αποικιών, των γηγενών πληθυσμών αλλά και των μητροπόλεων.


Βιβλιογραφία


1.      C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 1999.

2.      Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, Σοφία Ζουμπάκη, Ελένη Ζυμή, Θουκυδίδης Ιωάννου, Αντώνης Μαστραπάς, Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α΄, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002.

3.      Πασσάς Ιωάννης Δ., Επιμελητής, «Β΄ «Αι Αποικίαι των Ιστορικών χρόνων», Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», Τόμος 7, «Ελλάς», Αθήνα, 1960.

4.      Συγγραφέν μεν υπό διάφορων λόγιων και του εκδόντος αυτό διδάκτορος W. Smith, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, μεταφρασθέν δε εκ του Αγγλικού πρωτότυπου υπό Δ. Πανταζή, Β΄ Έκδοση, Αθήνα, 1860.

5.      Τ. Πετρής, Εύβοια: Ιστορία, τέχνη, λαογραφία, σύγχρονη ζωή, εκδ. Τούμπης, Αθήνα, 1982.

[1] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, Σοφία Ζουμπάκη, Ελένη Ζυμή, Θουκυδίδης Ιωάννου, Αντώνης Μαστραπάς, Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α΄, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σ. 91.

[2] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1999, σ. 168.

[3] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.

[4] Πασσάς Ιωάννης Δ., Επιμελητής, «Β΄ «Αἱ ἀποικίαι τῶν ἱστορικῶν χρόνων», Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», Τόμος 7, «Ελλάς», Αθήνα, 1960, σ. 88.

[5] Συγγραφέν μεν υπό διάφορων λόγιων και του εκδόντος αυτό διδάκτορος W. Smith, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, μεταφρασθέν δε εκ του Αγγλικού πρωτότυπου υπό Δ. Πανταζή, Β΄ Έκδοση, Αθήνα, 1860, σ. 62.

[6] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.

[7] Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας., ό.π., σ. 62-63.

[8] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.

[9] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.

[10] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.

[11] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.

[12] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 172-173.

[13] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.

[14] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[15] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.

[16] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[17] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[18] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[19] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[20] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[21] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 180.

[22] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.

[23] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 181.

[24] Τ. Πετρής, Εύβοια: Ιστορία, τέχνη, λαογραφία, σύγχρονη ζωή, Αθήνα, εκδ. Τούμπης, 1982, σ. 28

[25] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 180-181.

[26] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 93.

[27] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 93.

(ΕΛΠ-11-1)


Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com


«Η αρνητική αντίληψη των διανοούμενων του Διαφωτισμού για το Βυζάντιο», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή ………...……………………………...………………….……………….. 2

Ενότητα Α΄: Η διαφοροποίηση και αποξένωση της λατινικής Δύσης από τη βυζαντινή Ανατολή ……………...…………………………..……………………… 3

Ενότητα Β΄:  Οι λόγιοι Έλληνες του 19ου αιώνα υιοθετούν την αρνητική εικόνα του Βυζαντίου .……………………………………………………………………… 6

Συμπέρασμα ………..….………………….….……………………………………... 8

Βιβλιογραφία ...……………………………….…………………………………….. 9

Εισαγωγή

Την περίοδο της κατάκτησης της Ελλάδας από τους Ρωμαίους οι Έλληνες έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με τον λατινικό κόσμο που τους ήταν ως τότε ουσιαστικά άγνωστος. Υποχρεωμένοι να συμβιώσουν για πολλούς αιώνες, ανταλλάσσουν πολιτισμικά στοιχεία και δέχονται αλληλεπιδράσεις, παρ’ όλες τις προστριβές σε θρησκευτικό, εκκλησιαστικό, αλλά και πολιτικό επίπεδο. Όμως οι διαφορές και οι αντιθέσεις τους εξακολούθησαν να είναι μεγάλες και αγεφύρωτες με αποτέλεσμα, τα επόμενα χρόνια η συμβίωσή τους να είναι γεμάτη προστριβές, έριδες και αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αποτέλεσμα της χιλιετούς αυτής κοινής πορείας και ιστορίας ήταν η διαμόρφωση ενός κλίματος αμοιβαίας αντιπαλότητας, καχυποψίας και πολλές φορές μίσους, ανάμεσα στους δύο μεγάλους πολιτικούς και πολιτισμικούς χώρους της Δύσης και της Ανατολής.
Στα κατοπινά χρόνια, η ιστοριογράφοι αποτύπωσαν με τους κονδυλοφόρους τους την ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά το δικό τους συμφέρον, επηρεασμένοι από τις καταβολές και την καταγωγή τους, αποτυπώνοντάς τη με μειωτικές εκφράσεις και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, κάτι πως ως τον 19ο αιώνα, αποδέχτηκαν και Έλληνες διανοούμενοι.
Στην παρούσα εργασία εμβαθύνουμε στα αίτια της διαφοροποίησης και αποξένωσης της Λατινικής Δύσης από τη Βυζαντινή Ανατολή και αναζητούμε τους λόγους που οδήγησαν τους Έλληνες διανοούμενους των αρχών του 19ου αιώνα να υιοθετήσουν την αρνητική εικόνα του Βυζαντίου στη Δύση.


Ενότητα Α΄: Η διαφοροποίηση και αποξένωση της λατινικής Δύσης από τη βυζαντινή Ανατολή

Η απομάκρυνση της Δύσης από τη Ανατολή και η αντίθεση ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη άρχισε να παίρνει πολύ σοβαρή μορφή από την εποχή που ο πάπας Γρηγόριος ο Α΄ (590-614) θεώρησε τον τίτλο «οικουμενικός» που έλαβε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Δ΄, ο λεγόμενος Νηστευτής, σαν ένα αδικαιολόγητο σφετερισμό.[1]
Η ρήξη ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση είχε δημιουργήσει ήδη από τον 5ο αι. μ.Χ. πρόσκαιρες κρίσεις, όπως και τον 7ο αιώνα με την αποκοπή των επαρχιών της Μέσης Ανατολής και την οριστική απομάκρυνση ενός κομματιού του χριστιανικού κόσμου με μονοφυσιτικές απόψεις, όμως κατά τον 9ο αιώνα πήρε διαστάσεις μεγαλύτερες καθώς εμφανίστηκε περισσότερο εκκλησιαστική παρά δογματική, με αποτέλεσμα να οδηγήσει αναπόφευκτα στο σχίσμα των δύο εκκλησιών, στην πραγματικότητα όμως τα προβλήματα και οι διαφορές είχαν ακόμη πολιτικό αλλά και πολιτισμικό χαρακτήρα.[2]
Τον 9ο αιώνα η Ρώμη, αποκόπτοντας κάθε σχέση με την αυτοκρατορία της Ανατολής, θέτει επιτακτικά το ζήτημα του «παπικού πρωτείου», κάτι που είχε τεθεί από τον 4ο αι., προσπαθώντας να επιβάλλει την ηγεμονική πρωτοκαθεδρία του πάπα σ’ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο και οι ενέργειες του πάπα Νικολάου Α΄ (858-867 μ.Χ), ως πραγματική αιτία, οδηγούν στο σχίσμα του 867 μ.Χ., όταν μια από τις γιγάντιες μορφές της ιστορίας των ελληνικών γραμμάτων, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος, εκπροσωπώντας τις διαθέσεις της Ανατολής, απέρριψε τις αξιώσεις του.[3] Πολύ βαθύτερο, αν όχι οριστικό, έγινε το σχίσμα το 1054, με εκατέρωθεν αναθέματα, μεταξύ του Καρδινάλιου Ουμβέρτου ο οποίος στην Αγία Σοφία την 16η Ιουλίου 1054 απέθεσε στην Αγία Τράπεζα απόφαση αφορισμού εναντίον του Πατριάρχη, με τον Κηρουλάριο να απαντά με αφορισμό εναντίον του Ουμβέρτου, μια εποχή που οι Ανατολικοί δεν αρκέστηκαν στην εναντίωση για τις αξιώσεις του «παπικού πρωτείου», θέτοντας δογματικά ζητήματα και αιτιάσεις για το ζήτημα της «αίρεσης του φιλιόκβε (filioque: και εκ του Υιού)» που αλλοίωνε την πίστη στην Αγία Τριάδα,  «τα άζυμα» την χρήση δηλαδή άζυμου άρτου στη θεία λειτουργία και την «αγαμία» των ιερέων, με τους Δυτικούς να τηρούν αδιάλλακτη στάση.[4]
Η αφετηρία της διάστασης αυτής μπορεί να αναζητηθεί σε πολιτισμικό κυρίως επίπεδο, καθώς είναι αρκετά δύσκολο στους μεν Ανατολικούς να διαβάζουν και να κατανοούν τα γραμμένα στα λατινικά θεολογικά έργα των Δυτικών και από την άλλη οι Λατίνοι τις γραμμένες στα Ελληνικά θεολογικές σκέψεις και απόψεις των Βυζαντινών, δύο περιοχές με διαφορετική κουλτούρα, συνήθειες και νοοτροπία.[5] Πολύ σοβαρότεροι βεβαίως είναι οι πολιτικοί λόγοι της εκρηκτικής ρήξης ανάμεσα στους δύο κόσμους, καθώς ο πάπας ως αρχηγός του παπικού κράτους στη Μέση Ιταλία από το 755, προσπαθεί να επιβληθεί και να ηγεμονεύσει, επιχειρώντας να θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του τους πάντες και τα πάντα, τις χριστιανικές εκκλησίες και την εκκλησιαστική εξουσία, αλλά και κάθε κοσμική εξουσία, αυτοκράτορες και βασιλείς.[6]
Οι Δυτικές αντιλήψεις με τη «θεοκρατική αντίληψη του κόσμου», την άποψη δηλαδή πως η διακυβέρνηση των ανθρώπων εξαρτάται απόλυτα από την εκκλησιαστική εξουσία, η θρησκευτική και πολιτική ηγεμονία του πάπα ως αρχιερέα των καθολικών, ο οποίος είναι γι αυτούς ανώτερος των συνόδων και των κανόνων και επί όλων των κοινωνικών ή εκκλησιαστικών υποθέσεων έχει το «αλάθητο», δεν μπορεί δηλαδή να σφάλλει, οι αποφάσεις του είναι τελεσίδικες και δεν αμφισβητούνται, αλλά και η αδιαλλαξία των ίδιων των Δυτικών, έδωσαν εκπληκτικές διαστάσεις στο αγεφύρωτο χάσμα με τους ανατολικούς Βυζαντινούς.[7]
Κατά τον 12ο αι., ανεξάρτητα από τις αιτίες των Σταυροφοριών και ασχέτως της συμμετοχής του Βυζαντίου, η παρουσία Λατίνων Σταυροφόρων στο Βυζάντιο δημιουργούσε ασφαλώς αρνητική εικόνα, καθώς για τους Βυζαντινούς αξιωματούχους η παρουσία τους ήταν πρόβλημα και η απελευθέρωση των Αγίων Τόπων ως σκοπός της εκστρατείας τους ήταν απλά προσχηματικός για την κατάκτηση της αυτοκρατορίας.[8] Το 1204 οι Δυτικοί Σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη και καταλύουν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ανακύπτοντας έτσι τρία βυζαντινογενή ελληνικά κράτη, της Νίκαιας, της Ηπείρου και της Τραπεζούντας, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους για τη χιλιόχρονη ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς Βούλγαροι και Σέρβοι ισχυροποιούνται και οι Οθωμανοί Τούρκοι ιδρύουν κράτος στην Μικρά Ασία, λίγα χρόνια αργότερα.[9] Με την κατάληψη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά την Τέταρτη Σταυροφορία το θεωρούμενο ως τότε προσωρινό, πολιτικό και πολιτισμικό σχίσμα παγιώθηκε και σε θεσμικό επίπεδο η Δύση έπαψε να αναγνωρίζει το Βυζάντιο ως πνευματική και πολιτική οντότητα, καθώς έχουμε δύο κατόχους του τίτλου του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και δύο τιτλούχους αυτοκράτορες.[10] Αμέσως μετά την πτώση της Πόλης, οι κατακτητές Λατίνοι, θέλοντας να γελοιοποιήσουν τους ηττημένους Βυζαντινούς, φορούσαν φαρδιά ρούχα και φτιασίδια, κρατώντας χαρτιά στα χέρια τους, θεωρώντας πως ήταν ένας λαός από γραφιάδες, μέλη της γραφειοκρατικής τάξης που υπήρξε κυρίαρχη την εποχή εκείνη.[11] Η συμπεριφορά των Λατίνων απέναντι στους Βυζαντινούς παρουσιάζεται πάντα σαν περιφρονητική γεμάτη μίσος, χωρίς ανοχή και οι βυζαντινοί συγγραφείς τη χαρακτηρίζουν αγέρωχη, ιταμή, αλαζονική, «υψηλαύχεν», πως ξεπερνά κάθε όριο.[12]
Όμως οι απόψεις των Δυτικών για τους Έλληνες Βυζαντινούς, προερχόμενες πιθανόν από συμπλέγματα κατωτερότητας, γενικά ήταν βαθιά ανθελληνικές. Ο Λιουτπράνδος επίσκοπος της Κρεμώνας, απεσταλμένος του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Α΄ (962-973), επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη το 968 μ.Χ. και διαπραγματεύεται με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το συνοικέσιο του γιου του Όθωνα με την αρχοντοπούλα Θεοφανώ.[13] Πιθανόν εξοργισμένος από την επιφυλακτική συμπεριφορά των Βυζαντινών ή με σκοπό την απαξίωσή τους και την αποβολή κάθε «συμπλέγματος κατωτερότητας» των δυτικών αναγνωστών του προς την ανατολική αυτοκρατορία, έγραψε μια άκρως εμπαθή και σφόδρα επικριτική αναφορά στην οποία ο «βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα...» και οι Έλληνες της Πόλης παρουσιάζονται ως «επιπόλαιοι», «ανόητοι», «κόλακες», «φιλάργυροι», «δόλιοι», «απατεώνες», «αναξιόπιστοι», «ψεύτες» και «προδότες».[14] Για «γηρασμό», «εκφυλισμό» και «διαφθορά» των Ελλήνων επί ρωμαιοκρατίας μιλούν δύο Άγγλοι διπλωματικοί υπάλληλοι, ο Γουίλιαμ Ήτον στα τέλη του 18ου αι., ο οποίος υποστηρίζει ότι «μερικά από τα ελαττώματα τους οφείλονται στην εξαχρείωση, στη σήψη και στην παρακμή τους, που είχε αρχίσει ήδη από τους κλασσικούς χρόνους» και ο Θωμάς Θόρντον  στις αρχές του 19ου αι., που θα εκφραστεί με την ίδια αφέλεια, με τον Γιάκομπ Φαλμεράυερ, ότι «στους απογόνους των Ελλήνων δεν θα βρει κανείς ούτε σταγόνα αίματος των μαραθωνομάχων Αθηναίων»,  καθώς υποστηρίζει ότι οι Έλληνες «έχουν χάσει την αγάπη για την ελευθερία».[15]
Η Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας (1439) έδωσε για τελευταία φορά στο Βυζάντιο διεθνές κύρος, με τους Βυζαντινούς να θέτουν υπό αμφισβήτηση κάθε προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, ενώ παραδέχτηκαν ότι κατά τα άλλα η προσθήκη του filioque αποσαφήνιζε τη θεολογία της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, παραδοχή που παρείχε  ισχυρή βάση για τη συμφωνία σχετικά με την Ένωση των Εκκλησιών.[16]


Ενότητα Β΄:  Οι λόγιοι Έλληνες του 19ου αιώνα υιοθετούν την αρνητική εικόνα του Βυζαντίου

Σε μια περίοδο που ο Ελληνισμός προσπαθεί να βρει την ταυτότητά του, οι εκφραστές της Ελληνικής διανόησης στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. συνετέλεσαν στην απαξίωση του Βυζαντίου καθώς έστρεψαν το ενδιαφέρον και την μελέτη στην αρχαία Ελλάδα των κλασικών χρόνων, μέσω της διαμάχης μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών εκφραστών του Διαφωτισμού.
Οι Έλληνες διαφωτιστές συνάντησαν δύο πνευματικές τάσεις εισηγμένες από την Ευρώπη, το Διαφωτισμό των κύκλων της λογιοσύνης, που πίστευε πως ο πολιτισμός έλκει την καταγωγή του στην αρχαία Ελλάδα της κλασσικής εποχής και το ρομαντισμό που στρέφεται στο αρχαίο Ελληνικό παρελθόν υπό τη μορφή του ρομαντικού νεοκλασικισμού, με φορέα τους αστούς και μεσοαστούς, δύσκολα όμως και εδώ το Βυζάντιο θα εύρισκε τη θέση του.[17] Ο θεοκρατικός χαρακτήρας και ο εναγκαλισμός της εκκλησίας και του κλήρου  με το κράτος στο Βυζάντιο, βρίσκει αντιμέτωπους τους Έλληνες διαφωτιστές, καθώς θεωρούν πως στέρησαν την ένταση ανάμεσα στο πνευματικό και το λαϊκό στοιχείο κάτι που αντίθετα στη δύση συνέβαλε στη δημιουργία δυτικοευρωπαϊκής συνείδησης.[18] Η χριστιανική κοσμοθεωρία των Βυζαντινών που αντιτίθεται στις αντιλήψεις των δυτικών φιλοσόφων του 18ου αιώνα, μαζί με την ιδέα της βυζαντινής οικουμενικότητας και τις αιτιάσεις του Νικολάου Μυστικού πως «η Δύση ανήκει στο κράτος των Ρωμαίων», εννοώντας το Βυζάντιο και του Νικηφόρου Φωκά ότι «η κυριαρχία των θαλασσών είναι δική του», δείχνουν πως Βυζαντινή εξουσία προσπάθησε να επιβληθεί στους υπολοίπους, ως θεία βούληση.[19]
Οι Φαναριώτες έμποροι και τα μέλη των Ελληνικών παροικιών στην Ευρώπη αποτελούν τους μοχλούς μετάβασης των ιδεών και των μηνυμάτων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στον κατακτημένο από τους Οθωμανούς Ελλαδικό χώρο. Ωστόσο τα αιτήματα διαφοροποιούνται καθώς ο Ελληνικός Διαφωτισμός θέτει ως στόχο την εθνική απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό, με εργαλείο επίτευξης του στόχου αυτού την σύνδεση των Νεοελλήνων με το απώτερο αρχαίο παρελθόν τους, την ένδοξη αρχαία Ελλάδα της φιλοσοφίας και του πολιτισμού.[20] Την καλλιέργεια της αρχαιογνωσίας και την ανακάλυψη της αρχαίας Ελλάδας από τους Ευρωπαίους, ήδη από την εποχή της αναγέννησης, εκμεταλλεύονται οι φορείς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού για να μεταλαμπαδεύσουν στους υπόδουλους Έλληνες την γνώση για την ιστορία και το αρχαίο παρελθόν τους με στόχο την αφύπνιση ή τη δημιουργία εθνικής συνείδησης.[21] Η απόπειρα να αναβιώσει ο Ελληνισμός ως έθνος-κράτος βασίστηκε στη θεωρία της «μετακένωσης» του Αδαμάντιου Κοραή, η οποία έλεγε πως αν οι «Ελληνόφωνοι Γραικοί» του βαλκανικού νότου ήθελαν να ξαναβρούν την ελληνικότητά τους όφειλαν πρώτα να ασπαστούν το δυτικό πολιτισμό, εφόσον η «δύση είναι η κιβωτός της αυθεντικής ελληνικότητας».[22] Ο Κοραής ανέφερε πως κατά τον 12ο αι. οι Έλληνες στέναζαν κάτω από την πίεση των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που τους αποκαλεί «Γραικορωμαίους τυράννους» και βαρβάρους, που ζουν πλούσια και αβασάνιστα σε βάρος του λαού, θεωρώντας χρέος των διαφωτιστών να μην επιτρέψουν την επιστροφή στο «Βυζαντινισμό» αλλά να μιμηθούν την «φωτισμένη» Ευρώπη.[23]
Η αποκατάσταση της Ελληνικής ιστοριογραφίας με το Βυζάντιο αρχίζει στα μέσα του 19ου αι. από τους Σκαρλάτο Βυζάντιο, Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, καθώς ο τελευταίος αναγνωρίζει ως άμεσους προγόνους των Νεοελλήνων τους Βυζαντινούς.[24]


Συμπέρασμα

Κατά κοινή ομολογία, τα αίτια του χάσματος και στη συνέχεια του σχίσματος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, την εποχή του Βυζαντίου, είχαν βαθιά πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Το «παπικό πρωτείο» και η προσπάθεια επιβολής της επιρροής του πάπα σ’ ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο από τη μια και οι δογματικές διαφορές ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, αποτελούσαν την αφορμή για την εκδήλωση σοβαρότερων διαφορών, που είχαν τις ρίζες τους κυρίως στην διαφορετική τους κουλτούρα, αλλά και σε ποικιλόμορφα συμφέροντα.
Οι Λατίνοι και οι υπόλοιποι Δυτικοί εποφθαλμιούν την αίγλη και τον πλούτο της Κωνσταντινούπολης και της αυτοκρατορικής αυλής, την οικονομική ευμάρεια της μεσαίας τάξης και των εμπόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την επιρροή της στην Μέση Ανατολή και σε μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου.
Επιπλέον το συναίσθημα της μειονεξίας των Ευρωπαίων έναντι των Ελλήνων, της τεράστιας, λαμπρής ιστορικής και πολιτισμικής τους κληρονομιάς, γινόταν ολοένα και μεγαλύτερο εμπόδιο στην αποδοχή της συμβολής του Βυζαντίου στο πολιτικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι για μια περίπου χιλιετία.
Οι Δυτικοί οικειοποιούνται τρόπον τινά το αρχαίο κλασικό, ένδοξο παρελθόν των Ελλήνων, συνεπικουρούμενοι μάλιστα από Έλληνες διανοούμενους όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας τη Βυζαντινή ιδεολογία και κοσμοθεωρία η οποία βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τα πιστεύω του Διαφωτισμού.
Σήμερα, η διάρκειας δέκα αιώνων ιστορία του Βυζαντίου, παρ’ όλα τα σκοτεινά της σημεία, δεν έχει ανάγκη υπερασπιστών, καθώς έχει μελετηθεί αρκετά και έχει δώσει πολλαπλά στοιχεία για το βάθος και την αξία της.


Βιβλιογραφία
  • Άνγκολντ Μάικλ, «Το Βυζάντιο τις παραμονές της Άλωσης», στο «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς», Τομές και συνέχεια, μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2013.
  • Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα: Έρευνα, πορίσματα, διδάγματα, Τυπ. Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 1983.
  • Γιανναράς Χρήστος, Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, Α' Έκδοση: 2011.
  • Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000.
  • Γλυκατζή–Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μτφρ. Τούλας Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2003.
  • Γουναρίδης Πάρις, «Η εικόνα των Λατίνων την εποχή των Κομνηνών», Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Σύμμεικτα 9, Αθήνα, 1994.
  • Δημητρακόπουλος Φώτης, Βυζάντιο και Νεοελληνική Διανόηση στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996.
  • Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης, Στοχαστής, 1997.
  • Roth Karl, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, μεταφρ. Ν. Σβορώνος, Εκδ.Οίκος: Αετός, Αθήνα 1949.
  • Hinterberger M., Από το ορθόδοξο Βυζάντιο στην καθολική Δύση. Τέσσερις διαφορετικοί δρόμοι, στο: Ε. Γραμματικοπούλου (επιμ.), στο «Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης». Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2004. 
  • Cyril Mango (επιμ), Ιστορία του Βυζαντίου, μτφρ. Όλγα Καραγιώργου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006


[1] Roth Karl, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, μεταφρ. Ν. Σβορώνος, Εκδ.Οίκος: Αετός, Αθήνα 1949, σελ. 69

[2] Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000, σ. 291.

[3] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 291-292.

[4] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292.

[5] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292.

[6] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292.

[7] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292-293.

[8] Γουναρίδης Πάρις, «Η εικόνα των Λατίνων την εποχή των Κομνηνών», Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Σύμμεικτα 9, Αθήνα, 1994, σελ. 160.

[9] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 258.

[10] Hinterberger M., Από το ορθόδοξο Βυζάντιο στην καθολική Δύση. Τέσσερις διαφορετικοί δρόμοι, στο: Ε. Γραμματικοπούλου (επιμ.), στο «Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης». Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2004, σελ. 74.

[11] Γουναρίδης Πάρις, ό.π., σελ. 171.

[12] Γουναρίδης Πάρις, ό.π., σελ. 166.

[13] Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης, Στοχαστής, 1997, σελ. 26.

[14] Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, ό.π., σελ. 26.

[15] Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα: Έρευνα, πορίσματα, διδάγματα, Τυπ. Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 74.

[16] Άνγκολντ Μάικλ, «Το Βυζάντιο τις παραμονές της Άλωσης», στο «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς», Τομές και συνέχεια, μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2013.

[17] Δημητρακόπουλος Φώτης, Βυζάντιο και Νεοελληνική Διανόηση στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σελ.29-30.

[18] Cyril Mango (επιμ), Ιστορία του Βυζαντίου, μτφρ. Όλγα Καραγιώργου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006, σελ.38.

[19] Γλυκατζή–Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μτφρ. Τούλας Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2003, σελ.53-54.

[20] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 421.

[21] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 421.

[22] Γιανναράς Χρήστος, Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, Α' Έκδοση: 2011, σελ.

[23] Δημητρακόπουλος Φώτης, ό.π., σελ.37.

[24] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 252.

Δημήτρης Β. Καρέλης




Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος, 
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

(ΕΛΠ10-3)

Ο «Κούρος της Αναβύσσου» και το «συντάγμα των Τυραννοκτόνων», «μίμηση» και «εξιδανίκευση», του Δημήτρη Β. Καρέλη

Ο «Κούρος της Αναβύσσου» και το «συντάγμα των Τυραννοκτόνων», «μίμηση» και «εξιδανίκευση»

Δημήτρης Β. Καρέλης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή ………...……………………………...………………………………….. 2
Ενότητα Α΄: Ο «Κούρος της Αναβύσσου» ……..………………………………… 3
Ενότητα Β΄: Το «συντάγμα των Τυραννοκτόνων» .……………………………… 5
Ενότητα Γ΄: «Μίμηση» και «εξιδανίκευση» της αρχαίας ελληνικής τέχνης  ..… 7
Συμπέρασμα ………..….…………………….……………………………………... 8
Βιβλιογραφία ...…………………………………………………………………….. 9

Εισαγωγή
Σκοπός της γλυπτικής στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν μόνο ο εξωραϊσμός αλλά και η πλήρωση πνευματικών αναγκών των Ελλήνων, καθώς εκείνοι προσέφεραν στις θεότητες αριστοτεχνικά γλυπτά ως απτά δείγματα λατρείας και πίστης, απεικόνιζαν τους θεούς, πρόβαλλαν αθλητικά, αγωνιστικά, πολεμικά και πολιτικά πρότυπα και ιδεώδη, αλλά και διατηρούσαν στο χρόνο την μνήμη των νεκρών τους.[1]
Στην πρώτη ενότητα της παρούσης εργασίας μελετούμε τα γνωρίσματα του αρχαϊκού «Κούρου της Αναβύσσου», μέσα από τη διάρθρωση του πολιτικοκοινωνικού περιβάλλοντος της εποχής, ενώ στη δεύτερη ενότητα αναλύουμε αισθητικά το «συντάγμα των Τυραννοκτόνων», προσδιορίζοντας το συμβολικό του χαρακτήρα στο γενικότερο κλίμα της εποχής του. 
Τέλος, στην τρίτη ενότητα εξηγούμε τα χαρακτηριστικά της «μίμησης» και «εξιδανίκευσης» της αρχαίας ελληνικής τέχνης της ύστερης αρχαϊκής και της πρώιμης κλασικής εποχής.

Ενότητα Α΄: Ο «Κούρος της Αναβύσσου»
Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα αρχαίας ελληνικής μνημειακής γλυπτικής, τα «δαιδαλικά» ανάγλυφα γλυπτά ή λατρευτικά αγάλματα με ανατολικές επιρροές και δύο μορφές, κυρίως «σήματα» αριστοκρατικών τάφων ή αναθήματα, τον «κούρο», όρθιο γυμνό γυμνασμένο όμορφο νεαρό άνδρα, σύμβολο κάλλους ως πρότυπο της ανώτερης τάξης και την «κόρη», όρθια ενδεδυμένη νεαρή γυναίκα που υποδηλώνει τη θέση της στην αρχαϊκή κοινωνία.[2]
Ο Βασίλειος Λεονάρδος το 1895 ονόμασε τα Ελληνικά αρχαϊκά μαρμάρινα αγάλματα, γυμνών αγένειων αντρών σε διασκελισμό, «κούρους» δηλαδή «νέους».[3] Οι κούροι, που μιμούνται αιγυπτιακά αγάλματα, κυριάρχησαν στη γλυπτική του 6ου αι. π.Χ., θεωρήθηκαν μορφές του θεού Απόλλωνα, όμως η σημασία τους ποικίλει, ως αριστοκρατικά πρότυπα και διόλου τυχαία δεν ήταν η φράση «καλός κἀγαθός».[4] Οι αρχαϊκοί Έλληνες αγάπησαν τη μορφή του κούρου και οι γλύπτες την απέδωσαν επί 150 χρόνια σε αναρίθμητα αγάλματα.[5] Χιλιάδες κούροι φιλοτεχνήθηκαν τον 6ο αιώνα π.Χ. στην Αττική κι ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς από την Μικρά Ασία, τη Μακεδονία ως τη Βόρειο Αφρική, σπάνιοι όμως σε Πελοπόννησο και Κρήτη, ανιχνεύοντας τις απαρχές του σε δωρικές διαβατήριες τελετές ή στη συνήθεια του γυμνικού αγώνα δρόμου των Ολυμπιακών.[6] Ο γυμνός νέος πατά στα δύο του πέλματα αλλά προβάλει πάντοτε το αριστερό πόδι, ενώ στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. συντελείται μεταβολή, καθώς τα αγάλματα δεν μοιράζουν το βάρος στα δυο σκέλη, αλλά λυγίζοντας ελαφρά το ένα, αφήνουν το βάρος στο άλλο.[7]
Κατά το 530 π.Χ. περίπου αναδεικνύονται γλυπτά με πρωτοφανή αρμονικότητα στην απόδοση των όγκων του ανθρώπινου σώματος, όπως εκείνο του επιβλητικού, επιτύμβιου κούρου των υστεροαρχαϊκών χρόνων της Ανάβυσσου Αττικής, που φιλοξενείται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.[8]
Το μαρμάρινο γλυπτό είναι κατεργασμένο με ευαισθησία και επιδεξιότητα, έχει δυνατά σκέλη και γλουτούς, γυμνασμένο στήθος, θώρακα και βραχίονες, που καταδεικνύουν την απόπειρα του καλλιτέχνη να αποδώσει αποτελεσματικά τις μυϊκές και σωματικές αναλογίες του νεαρού κούρου, παρουσιάζοντας με ιδιαίτερη ζωντάνια το ψηλό μέτωπο, το δυνατό πιγούνι και τα προεξέχοντα μάγουλα και αποδίδοντας δεξιοτεχνικά τα μακριά μαλλιά με τους καμπυλωτούς βοστρύχους,[9] όπου σώζονται ίχνη κόκκινου χρώματος όπως και στο ηβαίο.[10]  Ο «κούρος της Αναβύσσου» ύψους 1,96 μέτρων, αναπαριστά γυμνό νεαρό άνδρα που μοιάζει να βαδίζει με τα χέρια σφιγμένα, κολλημένα στους γοφούς, με βλέμμα ουδέτερο, ανέκφραστο και απόμακρο, προσηλωμένο εμπρός, με αμυδρό αρχαϊκό «μειδίαμα» ευδαιμονίας θεών και «αρίστων», το αριστερό του πόδι προτεταμένο δείχνοντας κίνηση και το δεξί λίγο πίσω. Ο επονομαζόμενος και «Κροίσος της Αναβύσσου» έχει πρωτοφανή σωματική πληρότητα, σάρκα αφθονότερη άλλων αττικών γλυπτών, πρόσωπο με στέρεη, πλατιά κατασκευή, αυστηρή δομή και διάταξη όγκων.[11] Ο «Κροίσος» είναι νεότερος από τον «κούρο της Βολομάνδρας» και ο «Αριστόδικος» του «Κροίσου» και στους δύο όμως, σύμφωνα με άλλη άποψη, λείπει το μειδίαμα κι είναι πια άντρες, όχι «ανδρόπαιδες».[12]
Τύχη αγαθή διέσωσε δύο από τις τρεις βαθμίδες της βάσης του κούρου με την εγχάρακτη έμμετρη επιγραφή, μαρτυρώντας πως στόλιζε τον τάφο νεαρού άνδρα που ονομάζονταν «Κροίσος» και αναφέρει: «Στάσου και θρήνησε δίπλα στο μνήμα του πεθαμένου Κροίσου, που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή όταν τον εξολόθρεψε ο μανιασμένος Άρης».[13] Ο Κροίσος φαίνεται πως ήταν γόνος πλούσιας αριστοκρατικής οικογένειας της Μεσογαίας Αττικής, πιθανώς των Αλκμεωνίδων και όπως δείχνει το όνομά του κάποιοι κοντινοί συγγενείς ή ο πατέρας του, είχαν επαφές με τον ομώνυμο βασιλιά της Λυδίας.[14]
Ο «κούρος της Αναβύσσου», ένα γλυπτό σε δημόσια θέα που τιμά έναν «αριστοκράτη» ήρωα, νεκρό από θεϊκή παρέμβαση στην πρώτη γραμμή της μάχης, μεταφέρει τον ηρωισμό και την υστεροφημία του ίδιου και της γενιάς του από την αριστοκρατική αρχαϊκή κοινωνία, στο διηνεκές.
Ο «κούρος» αποτελούσε διακήρυξη της καλοκαγαθίας (ομορφιάς και ευγένειας) των «ολίγων και αρίστων», γόνων «ευγενών» οικογενειών, ως κύριων παραγγελιοδόχων, ενισχύοντας την «αυτοεκτίμησή» τους, καθώς η κατασκευή των γλυπτών αυτών ήταν δαπανηρή και η ολοκλήρωσή της απαιτούσε χρόνο.[15] Σχεδόν σε όλη την αρχαϊκή Ελλάδα οι κούροι είχαν συσχετιστεί με την ελίτ και φαίνεται πως εξαφανίζονται μετά από λαοκρατικές επαναστάσεις, με την Αθήνα να μην αποτελεί εξαίρεση.[16]
Ενότητα Β΄: Το «συντάγμα των Τυραννοκτόνων»
Το «Σύνταγμα των Τυραννοκτόνων», αριστούργημα αρχαίας γλυπτικής τέχνης και απόλυτο σύμβολο κατά της τυραννίας, εκφράζει την προεξάρχουσα αξία της δημοκρατίας, κληροδότημα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και συνιστά το πρώτο δημόσιο μνημείο πολιτικού χαρακτήρα στην Ευρώπη.[17]
Όταν ο Πεισίστρατος, επί εικοσαετία τύραννος των Αθηνών πεθαίνει, οι συμπολίτες του Αθηναίοι εκτιμώντας το έργο του, ανέθεσαν τη διακυβέρνηση της πόλης στους γιους του, τον Ιππία ως επικεφαλής πολιτικού σχεδιασμού, τον γνωστό για τις πνευματικές του ανησυχίες Ίππαρχο, τον Ηγησίστρατο (γνωστό ως «Θεσσαλό» με την πολεμική αρετή) και τον Ιοφώντα, γνωστοί επίσης ως «Πεισιστρατίδες».[18] Την τυραννίδα τους συγκλόνισε το 514 π.Χ. ένα κομβικό γεγονός, η δολοφονία του Ιππάρχου στο «Λεωκόρειον» της Αγοράς από τους συνωμότες Αρμόδιο και Αριστογείτονα.
Παρότι τα κίνητρα της δολοφονίας θεωρούνται προσωπικά, καθώς ο Ιππίας απαγόρευσε εκείνη τη χρονιά στην αδελφή του Αρμοδίου να συμμετάσχει ως «κανηφόρος» στην πομπή των Παναθηναίων, ως «μη άξια της τιμής», προκαλώντας την μήνιν του δεύτερου, φαίνεται πως υπήρχαν και πολιτικές προεκτάσεις στην πράξη των δύο «τυραννοκτόνων», καθώς μετά το τέλος και την ανατροπή της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών, όταν το 511 π.Χ. οι Αλκμεωνίδες εξώθησαν σε εξορία τον Ιππία, οι Αθηναίοι ανακήρυξαν τους δύο άνδρες ένδοξους φορείς της δημοκρατικής ιδέας, στήνοντάς τους ανδριάντα στην αγορά της πόλης των Αθηνών το 490 π.Χ..[19] Ωστόσο ο Θουκυδίδης, θεωρούσε πως η δολοφονία σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε για «λόγους ερωτικής αντιζηλίας», καθώς ο τύραννος Ίππαρχος φαίνεται πως επεχείρησε ν' αποπλανήσει τον νεαρό Αρμόδιο και το γεγονός αυτό εξερέθισε τον γηραιότερο «εραστή» του Αριστογείτονα.[20]
Τους πρωτότυπους χάλκινους ανδριάντες των «τυραννοκτόνων», έργο του Αντήνορος που ήταν στημένο στην αγορά των Αθηνών, πήραν μαζί τους οι Πέρσες μετά την καταστροφή της Αθήνας το 480 π.Χ. μεταφέροντάς το στα Σούσα.[21] Οι Αθηναίοι μετά την τελική τους νίκη 477-476 π.Χ., ανέθεσαν στους γλύπτες Κριτία και Νησιώτη να κατασκευάσουν νέο ορειχάλκινο «σύνταγμα των τυραννοκτόνων», που σηματοδοτεί όχι μόνο απαλλαγή από τους τυράννους αλλά και τους Πέρσες, έργο που επίσης έχει χαθεί. Ευτυχώς σώζονται αντίγραφά του, όπως το μαρμάρινο ρωμαϊκό αντίγραφο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, που επιτρέπουν το σχηματισμό εικόνας της ρωμαλέας δημιουργίας των κλασσικών χρόνων.[22] Στην επιγραφή της βάσης του αποκρυσταλλώνεται το μήνυμα του: «Πλημμύρισαν οι Αθηναίοι με φως όταν ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων σκότωσαν τον Ίππαρχο κι ελευθέρωσαν την πατρίδα».
Η νέα σύνθεση επαναλαμβάνει στο γενικό σχήμα το παλαιό έργο του Αντήνορος, εμφανίζοντας τον Αρμόδιο στηριγμένο στο δεξί πόδι να εφορμά με το χέρι υψωμένο κρατώντας ξίφος να χτυπήσει τον τύραννο, ενώ ο Αριστογείτων πατώντας στο αριστερό πόδι, απλώνει το χέρι με το ριγμένο σαν ασπίδα ιμάτιο κρατώντας το ξίφος χαμηλά.[23] Τα δύο κορμιά με τεντωμένα μέλη σε υπέρτατη προσπάθεια, κτίζονται πάνω σε ισχυρούς άξονες που επιτρέπουν να διοχετευτεί η ένταση και ο παλμός. Αυτό το εκρηκτικό στοιχείο της δράσης γοητεύει τους τεχνίτες της εποχής, γλύπτες και αγγειογράφους, που φαίνεται να αντιδρούν στην αρχαϊκή δέσμευση με διαμετρικά αντίθετη έκφραση.[24]
Μελετώντας την απελευθέρωση της πλαστικής από τα δύσκαμπτα και αυστηρά αρχαϊκά σχήματα σε μια «ρεαλιστική» ή «νατουραλιστική» οπτική και έκφραση, δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε την ουσία της τέχνης του «αυστηρού ρυθμού», την πηγή και το στόχο της εμπνεύσεώς τους.[25] Την αυστηρότητα και απλότητα του «αυστηρού ρυθμού» χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης για να αποδώσει τις μορφές που δημιουργεί, απεικονίζοντας «εύρος» και «σοβαρότητα», καθώς εμβάθυνε η σχέση του με το «θείο».[26]
Οι Αθηναίοι απέδιδαν μέγιστη πολιτική σημασία εκείνη την περίοδο στο «σύνταγμα των Τυραννοκτόνων», ένα γλυπτό που αντικατοπτρίζει με τα μορφικά του χαρακτηριστικά το νέο πνεύμα του «αυστηρού» ή «πρώιμου κλασικού ρυθμού»,  τη νέα πολιτική συνείδηση του Αθηναίου πολίτη και του ρόλου που καλείται να παίξει μέσα στη δημοκρατική πολιτεία.[27]

Ενότητα Γ΄: «Μίμηση» και «εξιδανίκευση» της αρχαίας ελληνικής τέχνης
Το θέμα της ανθρώπινης μορφής κυριαρχούσε στην αρχαία Ελληνική τέχνη, κάτι που οφείλεται στην ανθρωποκεντρική φύση του Ελληνικού πολιτισμού και χαρακτηριστικό της τέχνης εκείνης είναι η μίμηση της φύσης («φυσιοκρατία» – «νατουραλισμός»), η τάση δηλαδή της πιστής, ρεαλιστικής απεικόνισης των μορφών.[28] Ακόμη όμως και σε περιόδους που η μίμηση ήταν ο κυριότερος σκοπός της τέχνης, συνοδευόταν πάντα από μια τάση για εξιδανίκευση, καθώς οι φυσικές μορφές  αποδίδονταν με τρόπο απαράμιλλο και ιδανικό, αισθητικά τελειοποιημένες και ωραιοποιημένες.[29]
Στην γλυπτική η ροπή των αρχαίων Ελλήνων για μίμηση σε σχέση με την εξιδανίκευση αποτέλεσε ένα είδος άγραφου νόμου, αρκούντως χαλαρού ώστε να υλοποιείται διαφορετικά, αναλόγως της περιόδου.[30] Στην αρχαϊκή γλυπτική του 7ου αι. π.Χ. τα δαιδαλικά γλυπτά και οι αριστοκρατικές μορφές του κούρου και της κόρης δίνουν έμφαση στην αφαίρεση και την εξιδανίκευση, στο καθολικό και στο απόλυτο και μικρή σημασία στη μίμηση της φύσης.[31] Στην καθαυτό αρχαϊκή γλυπτική του 6ου αι. βλέπουμε προσπάθεια μίμησης της φύσης και μια επίμονη έμφαση στην εξιδανίκευση.[32] Η προσπάθεια πλήρους μίμησης της φύσης ήταν ίσως το κυριότερο επίτευγμα της πρώιμης κλασικής γλυπτικής, καθώς βελτιώνονται λεπτομέρειες της ανατομίας του σώματος και επινοούνται νέες ελεύθερες στάσεις για την απόδοση της κίνησης.[33] Στην πρώιμη φάση της κλασικής γλυπτικής (480-322 π.Χ.) έχουμε την πρώτη φυσιοκρατική ή «νατουραλιστική» τεχνοτροπία στην ιστορία της τέχνης, γνωστή ως «Ελληνική ή Κλασική Επανάσταση», στην οποία συνετέλεσε ο πειραματισμός στην τεχνική της χαλκοχυτικής.[34] Για πρώτη φορά αποδίδουν το  ήθος και το πάθος των μορφών μέσα από την έκφραση του προσώπου και μετριάζουν τη μίμηση με εξιδανίκευση.[35]
Επακόλουθο της αρχαίας Ελληνικής τάσης προς εξιδανίκευση και εξωραϊσμό ήταν κάποια χαρακτηριστικά της τέχνης αρχαϊκής και κλασικής εποχής, όπως συμμετρία, ρυθμός και ακρίβεια των μορφών και χρήση αρχετύπων με «κανόνες» αναλογιών, όπως στους κούρους.[36] Στις αλλαγές στην αρχαία ελληνική τέχνη συνετέλεσαν, η θρησκευτική, κοινωνική, πολιτική και πνευματική ελευθερία που υπήρχε στην Αθήνα ιδιαίτερα κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., η συνεχής μεταβολή των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών συνθηκών και ο «σφοδρός ανταγωνισμός» μεταξύ πολυάριθμων μικρών Ελληνικών κρατών στην κατακερματισμένη Ελληνική επικράτεια.[37]

Συμπέρασμα
Ο Γερμανός αρχαιογνώστης και θεολόγος Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν (1718-1768), ήταν ο πρώτος λόγιος που ασχολήθηκε με την ιστορίας της αρχαίας τέχνης, ο οποίος κατόπιν συστηματικής μελέτης της τέχνης Αιγύπτου, Ελλάδας, Ετρουρίας και Ρώμης, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως από όλα τα έργα που είχε μελετήσει, τα ελληνικά ήταν τα καλύτερα, καθώς επινοήθηκαν και τεχνουργήθηκαν σε συνθήκες πολιτικής «ελευθερίας».[38]

Βιβλιογραφία
  • Βουτυράς Μ. & Γουλάκη-Βουτυρά Α., Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρ. Τριανταφυλλίδη, Αθήνα 2011,  http://www.greek-language.gr, προσβ. 15/2/2015.
  • Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000.
  • Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Δελτίο Τύπου, Περιοδική Έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: «Classicità ed Europa. Το κοινό πεπρωμένο Ελλάδας και Ιταλίας», 28/08/14 έως 31/10/14, διαθέσιμο από http://www.namuseum.gr, προσβ. 22/02/2015.
  • Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, «Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών», «Σκοτεινοί αιώνες - Κλασικοί χρόνοι», Νίκου Γιάννης, Αρχαιολόγος, Ανανιάδης Κωνσταντίνος Αρχαιολόγος, από http://www.eie.gr, προσβ. 22/2/2015.
  • «Θουκυδίδου Ιστορίαι», Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος Επιμέλεια: Στεφ.Ι.Στεφάνου, Κωνστ.Δ.Στεργιόπουλου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σιας, Αθήνα 1960.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αρχαϊκός Ελληνισμός, τ.Β΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1971.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός, τ.Γ2΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1972.
  • Λαμπράκη-Πλάκα Μαρίνα, «Το όραμα της γλυπτικής», «Τέχνες», στο «Γνώμες», «Το Βήμα», δημοσίευση:  08/12/1996, στο http://www.tovima.gr, προσβ. 22/2/2015.
  • Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι. Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες. Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Τόμος Α΄ ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
  • Spivey J. N., Αρχαιοελληνική τέχνη, μτφρ. Γ. Τζήμας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999.
  • Stewart Andrew, «Τέχνη, επιθυμία και σώμα στην αρχαία Ελλάδα», μετάφραση: Νικολόπουλος Αναστάσιος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003.




[1] Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι. Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Τόμος Α΄ ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ.155.
[2] Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄:  Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000, σελ. 178.
[3] Stewart Andrew, «Τέχνη, επιθυμία και σώμα στην αρχαία Ελλάδα», μετάφραση: Νικολόπουλος Αναστάσιος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003, σελ. 132.
[4] Spivey J. N., Αρχαιοελληνική τέχνη, μτφρ. Γ. Τζήμας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σελ. 131.
[5] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αρχαϊκός Ελληνισμός, τ. Β΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1971, σελ. 384.
[6] Stewart Andrew, ό.π., σελ. 132-134.
[7] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 384.
[8] Βουτυράς Μ. & Γουλάκη-Βουτυρά Α., Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μ.Τριανταφυλλίδη, Αθήνα 2011, από http://www.greek-language.gr.
[9] Βουτυράς Μ. & Γουλάκη-Βουτυρά Α., ό.π., από http://www.greek-language.gr.
[10] Παπαγιαννοπούλου Α., ό.π., σελ. 159.
[11] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 387.
[12] Ίδιο, σελ. 387.
[13] Βουτυράς Μ. & Γουλάκη-Βουτυρά Α., ό.π., από http://www.greek-language.gr.
[14] Ίδιο, από http://www.greek-language.gr.
[15] Stewart Andrew, ό.π., σελ. 135.
[16] Ίδιο, σελ. 141.
[17] Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Περιοδική Έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: «Classicità ed Europa. Το κοινό πεπρωμένο Ελλάδας και Ιταλίας», 28 Αυγούστου-31 Οκτωβρίου 2014 http://www.namuseum.gr, προσπ. 22/2/2015.
[18] Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, «Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών», «Σκοτεινοί αιώνες-Κλασικοί χρόνοι», Νίκου Γιάννης, Αρχαιολόγος, Ανανιάδης Κωνσταντίνος Αρχαιολόγος, http://www.eie.gr, προσβ. 22/02/2015.
[19] Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, «Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών», ό.π., http://www.eie.gr, προσβ. 22/2/2015.
[20] Θουκυδίδου Ιστορίαι, Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος Επιμέλεια: Στεφ.Στεφάνου, Κωνστ.Στεργιόπουλου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ιωάννου Κολλάρου & Σιας, Αθήνα 1960, Ιστορία ΣΤ΄, παρ. 54-59.
[21] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός , τ. Γ2΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1972, σελ. 294.
[22] Ίδιο, σελ. 294.
[23] Ίδιο, σελ. 294.
[24] Ίδιο, σελ. 294.
[25] Ίδιο, σελ. 292.
[26] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός , ό.π., σελ. 292.
[27]Λαμπράκη-Πλάκα Μαρίνα, «Το όραμα της γλυπτικής», «Τέχνες», στο «Γνώμες», «Το Βήμα», δημοσίευση:  08/12/1996, στο http://www.tovima.gr , προσβ. 22/2/2015.
[28] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 155.
[29] Ίδιο, σελ. 155.
[30] Ίδιο, σελ. 177.
[31] Ίδιο, σελ. 177.
[32] Ίδιο, σελ. 179.
[33] Ίδιο, σελ. 179.
[34] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 180-181.
[35] Ίδιο, σελ. 181.
[36] Ίδιο, σελ. 156.
[37] Ίδιο, σελ. 157-158.
[38] Spivey, N., ό.π., σ.401


Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος, 
Απόφοιτος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

(ΕΛΠ10-3)

Contact With Me

Contact Us
DIMITRIS KARELIS
+306947185990
Athens, Greece