«Η παλιά δημοτική Σκαμνά-βρύση του Δομοκού»
Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης
Άφθονα ήταν τα κρυστάλλινα, γάργαρα, πόσιμα νερά στο Δομοκό και πολλές οι βρύσες που τρέχανε ασταμάτητα μέρα και νύχτα. Οι ιστορικές πηγές, κάνουν λόγο για οκτώ κρήνες πόσιμου ύδατος εντός της πόλης του Δομοκού, κατά το έτος 1881.
Μια από τις αξιολογότερες κρήνες του Δομοκού, ήταν η δημοτική Σκαμνά-Βρύση, που βρίσκεται κοντά στην πλατεία του Δομοκού, παραπλεύρως της οικίας Κων. Καρατζά, έναντι οικίας Σκλατινιώτη, πάνω σε πετρόχτιστο τοίχο. Ονομάστηκε Σκαμνά-Βρύση από τα υπάρχοντα τότε «σκάμνα» (μουριές) και είχε δύο κρουνούς με πηγαίο ύδωρ. Τούτη ή κρήνη έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης και ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Σύμφωνα με την Διεύθυνση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, «η παλιά δημοτική βρύση χρονολογείται γύρω στο 1880, ενώ πρόκειται για μονόπλευρη βρύση, η όψη της οποίας διαμορφώθηκε στη μία πλευρά του πετρόκτιστου τοίχου. Η πρόσοψή της διαμορφώνεται με βάση τον κατακόρυφο άξονα συμμετρίας και αποτελείται από τρεις τοξωτές εσοχές, μία κεντρική και δύο παράπλευρες. Στο πάνω μέρος των εσοχών στον άξονα συμμετρίας υπήρχαν μικρά διακοσμητικά τόξα από πελεκητή πέτρα, καθώς και εντοιχισμένη πλάκα, πιθανόν κτητορική επιγραφή. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η εσωτερική θολωτή δεξαμενή νερού που βρίσκεται στην κεντρική τοξωτή εσοχή. Η απλότητα της κατασκευής, η διαφοροποίηση ορισμένων υλικών, η διάθεση διακόσμησής της, συνθέτουν ένα αρμονικό σύνολο και αποδίδουν στο κτίσμα την έννοια του έργου τέχνης».
Η εντειχισμένη ενεπίγραφη πλάκα, φέρει τουρκική επιγραφή γραμμένη με αραβική γραφή, την οποία προφανώς, πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω, για το εάν είναι πράγματι κτητορική ή αφιερωματική. Κατά το έτος 1880, κατά το οποίο φέρεται να έγινε η κατασκευή, επισκευή ή ανακατασκευή της ως άνω κρήνης, ο Δομοκός βρισκόταν υπό Οθωμανική κατοχή, καθώς απελευθερώθηκε ένα χρόνο αργότερα, το 1881. Οι Οθωμανοί έδιναν μεγάλη σημασία στο νερό και η κατασκευή μιας δημόσιας βρύσης θεωρούνταν έργο θεάρεστο, καθώς λέγεται πως ο Μωάμεθ έβαλε σχετική ρήση στο Κοράνι. Ήταν ακόμη, σημάδι της τουρκικής κυριαρχίας, σήμα κατατεθέν της θρησκείας τους.
Η βρύση ανακατασκευάστηκε την δεκαετία του 1990, από την τότε δημοτική αρχή και έκτοτε αποτελεί ένα από τα πολλά και αξιόλογα ιστορικά μνημεία της πόλης του Δομοκού.
Σχετικά με την ονομασία της, η παράδοση αναφέρει πως η βρύση ήταν περιτριγυρισμένη από σκαμνιές, δηλαδή μουριές (συκαμιά, σκαμνιά ή συκαμινιά, αρχ. και βυζ. συκάμινος) και εξ αυτού του λόγου ονομάστηκε Σκαμνά-βρύση. Η μουριά, λευκή ή μαύρη, είναι φυλλοβόλο πλατύφυλλο δέντρο, που φημίζεται για τη σκιά του.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε πως η λέξη πιθανώς να προέρχεται ετυμολογικά από το βυζαντινό «σκάμνος» και σκαμνίον, το σκαμνί (Λατ. scamnum), το κάθισμα. Τα σκαμνία ή σκάμνα, χαμηλά καθίσματα με ξύλινα πόδια, ονομάσθηκαν έτσι διότι ήταν κατασκευασμένα αρχικά από ξύλο συκαμινέας (μουριάς), το οποίο, κατά τον Θεόφραστον «ήτο ασαπές και εύεργον» (δεν σάπιζε και ήταν ευκολοδούλευτο). Κατά του Βυζαντινούς χρόνους ως σκάμνα αναφέρονταν οποιαδήποτε καθίσματα, βάσεις στήριξης ή θεμέλια, ενώ υπήρχαν και «σκάμνα θρονοειδή». Πιθανώς λοιπόν η ονομασία της βρύσης να αναφέρεται στο «κάθισμα» (σκαμνά, σκαμνιά) και όχι στο όμορφο, πλατύφυλλο και καλοΐσκιωτο δεντρί ή και στα δύο.
*Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
Κατά την εποχή της επανάστασης του 1821, το συντονισμό του αγώνα είχαν οι δύο διακεκριμένοι Φαναριώτες, ο Κων. Θ. Καρατζάς και ο Θεόδωρος Νέγρης, ενώ γενικός υπεύθυνος της Φιλικής Εταιρείας ήταν ο Χριστόφορος Περραιβός. Επίσημος Οπλαρχηγός στην κεντρική Ρούμελη, στην επαρχία Ζητουνίου, με επιρροή στην επαρχία Δομοκού, ήταν ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης ή Γερο-Δυοβουνιώτης, ο οποίος κήρυξε την επανάσταση στις 13 Απριλίου 1821.
Ο κλήρος στάθηκε εμψυχωτής του γένους κατά τα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, κι όταν τα μαύρα σύννεφα της βαρβαρότητας των κατακτητών σκέπαζαν την ελληνική κοινωνία, έγινε ο φάρος της γνώσης και του αγώνα. Μαζί με τα ηρωικά καρυοφύλλια των αγωνιστών του ’21 ηχούσε το οκτώηχο των Μοναστηριών που στέριωσε τη Ελληνική ψυχή, οδηγώντας στο «Ελευθερία ή Θάνατος»! Φωτεινό παράδειγμα στην περιοχή του Δομοκού οι μοναχοί της Αντίνιτσας οι οποίοι έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1821. Όπως θυμούνται παλαιότεροι προσκυνητές της Μονής, στους εξωτερικούς τοίχους των καταστραφέντων κελιών υπήρχαν πολεμίστρες σε καλή κατάσταση, αψευδής μάρτυρες της συμμετοχής των μοναχών αυτής στους αγώνες κατά των Τούρκων.[3] Επίσης, όταν το έτος 1946, οι κάτοικοι των πλησιέστερων χωριών, καθάρισαν το προαύλιο της Μονής από τα ερείπια για να φτιάξουν το σημερινό καθολικό, βρήκαν ξίφη των Αγωνιστών του ’21.
Για βαρύ φόρο αίματος την περίοδο της επανάστασης στην περιοχή, μας πληροφορεί η Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, του Αμβροσίου Φραντζή (1841): «Εν τούτοις ο αριθμός των παρά των Τούρκων εις διαφόρους τόπους φονευθέντων Ελλήνων από της 21 Φεβρουάριου 1821 μέχρι της 20 Μαΐου 1822, ενόχων τε και αθώων, είναι ως εφεξής: Εις Λάρισσαν, Αμπελάκια, Αγιάν, Μακρυνίτζαν, Βώλον, Αρμυρόν, Ζητούνι, Δομοκόν, Φέρσαλα, Τούρναβον και Τρίκκαλα, ως ένοχοι 590 αθώοι 13460…».
Δημήτρης Β. Καρέλης
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
[1] Καρέλης, Δημήτρης, «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δομοκός, 2013.
[2] Pouqueville, Historie de la Grece, Τομ. IV, 1825, σελ. , 401, 533.
[3] Λαϊνάς, Θεόκτιστος, Το μοναστήρι της Αντίνιτσας, Αθήνα: [χ.ό.] , [19--]
[4] Κουτσονίκας, Λάμπρος, Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος α΄, Αθήνα, 1863.
[5]Φραντζής, Αμβρόσιος, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αθήναι, 1841.
Φωτό: Ο Γιάννης Ξύκης ή «Δυοβουνιώτης» (1757 - 1831) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Στερεάς, γεννημένος στο χωριό Δύο Βουνά της Φθιώτιδας, γιος της Τριανταφυλλιάς και του Κώστα Ξύκη.
Ἦχος δ’. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων.
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
Εισαγωγή …...………………………………………………………………….. 2
Κεφάλαιο Α΄: Ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός…………………………… 3
Κεφάλαιο Β΄: Οι συνέπειες του β΄ Ελληνικού Αποικισμού ………………….. 6
Επίλογος …...………………………………………………………………….. 8
Βιβλιογραφία .………………………………………………………………….. 8
Εισαγωγή
Σε αυτή την εργασία καλούμαστε να εξετάσουμε τον δεύτερο Ελληνικό «αποικισμό» και τις συνέπειές του στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο των Ελλήνων.
Ο Ελληνικός αποικισμός, ήταν μια διέξοδος στην κρίση του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ., μια προγραμματισμένη και οργανωμένη μετανάστευση, την οποία πραγματεύεται η παρούσα εργασία.
Στην εργασία παρουσιάζονται τα αίτια, τα χαρακτηριστικά και εξάπλωση του αποικισμού, οι σχέσεις μεταξύ των μητροπόλεων, των αποικιών και των γηγενών κατοίκων, καθώς και οι λόγοι που ώθησαν τους Έλληνες της αρχαϊκής περιόδου να μετοικίσουν.
Επιπλέον, γίνεται αναφορά στις συνέπειες και τα αποτελέσματα του δεύτερου αποικισμού, στις σημαντικές αλλαγές που επέφερε στο οικονομικό περιβάλλον της εποχής με την ραγδαία ανάπτυξη των αποικιών, μέσω του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας, τις μεταλλάξεις στην κοινωνία, καθώς και στην μεγάλη εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού.
Κεφάλαιο Α΄: Ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός
Είναι γνωστό ότι, από τα μέσα του 8ου έως και τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να επεκτείνονται σταδιακά από την Ελληνική ενδοχώρα, στη Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο και την Αφρική, στα μήκη και πλάτη του τότε γνωστού κόσμου, ως μια διέξοδο στην κρίση της περιόδου.[1] Η οργανωμένη αυτή αποικιακή εξάπλωση, που παραδοσιακά αναφέρεται με τον όρο δεύτερος ελληνικός αποικισμός, είναι η πρώτη ιστορική διεργασία, ως χαρακτηριστικό της πρώτης χρονικής περιόδου της δημιουργίας των πόλεων από τους Έλληνες.[2]
Η αφετηρία, το ερέθισμα του πρωτοφανούς αυτού αποικισμού, έλκουν την προσοχή των σύγχρονων ερευνητών, για το αν οι αποικιστές προσβλέπουν στην οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση των περιοχών, ή αν αναζητούν μια άλλη μόνιμη εστία, με τη δεύτερη εκδοχή να συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες, όπως οι φιλολογικές πηγές της εποχής και τα ανασκαφικά δεδομένα μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε.[3]
Σε αντίθεση με τον πρώτο Ελληνικό αποικισμό, για τον οποίο μόνον θρύλοι και μνημεία μας πληροφορούν, καθώς είναι προϊστορικός, ο δεύτερος περιλαμβάνεται ολόκληρος στο πλαίσιο των ιστορικών χρόνων. Υπάρχει όμως μια ακόμη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ανυπολογίστου σημασίας ρευμάτων του Ελληνισμού. Ο πρώτος αποικισμός έγινε εν μέρει υπό το κράτος της βίας της επιδρομής των Πελασγών, Κρητών, Αχαιών, Αιολέων, Ιώνων και Δωριέων, οι οποίοι εξανάγκασαν τους κατοίκους να εκπατριστούν, αντιθέτως, ο δεύτερος αποικισμός έγινε με την ελεύθερη βούληση των μετοίκων και με πλήρη συναίσθηση του επιδιωκόμενου σκοπού.[4] Οι αρχαιότατες ελληνικές αποικίες, στον πρώτο αποικισμό, ήταν κυρίως ομάδες τυχοδιωκτών οι οποίοι εγκαταλείποντας την πατρίδα τους, με την οικογένεια και τα υπάρχοντά τους, αναζητούσαν νέα χώρα εγκατάστασης και νέο τόπο να κτίσουν την κατοικία τους.[5] Κάποιες από τις αποικίες που δημιουργήθηκαν εξαιτίας εξωτερικών εισβολών ή εμφυλίων πολέμων και διαμαχών, δεν γίνονταν με τους συγκεκριμένους τύπους, δεν είχαν δηλαδή τη συγκατάθεση της μητρόπολης. Οι συνήθεις όμως αποικίες, κατά το β΄ αποικισμό, δημιουργούνταν αβίαστα, με τη σύμφωνη γνώμη των αρχών της μητροπόλεως και τις οδηγίες του διορισμένου απ’ αυτήν «οικιστή», άλλοτε δε γινόταν με συνεργασία περισσότερων πόλεων. Ο οικιστής, που προέρχονταν συνήθως από την άρχουσα τάξη των ευγενών, εκτός από την αρχηγία της εκστρατείας και την ευθύνη της εγκατάστασης των μετοίκων, είχε και την ευθύνη οχύρωσης της πόλης, την κάλυψη των λατρευτικών αναγκών των πολιτών, με την κατασκευή ναών, την νομοθετική πρωτοβουλία, αλλά και την διανομή των νέων γαιών, την «κληρουχία», μετά δε το θάνατό του λατρευόταν ως ήρωας.[6]
Η αποικία, όπως και αν αυτή είχε δημιουργηθεί, θεωρούνταν πολιτικά μεν ανεξάρτητη από την μητρόπολη, ήταν όμως ενωμένη με αυτήν με συγγενικούς δεσμούς και σύμφωνα με τα ελληνικά ιδεώδη, οι σχέσεις τους ήταν μητέρας - κόρης.[7]
Οι σχέσεις μεταξύ των Ελληνικών μητροπόλεων και των αποικιών τους δεν υπήρξαν κυριότητας και υποταγής, αλλά σχέσεις εθνικές, θρησκευτικές, φυλετικές, οργανικές και οικονομικές. Οι αποικίες των Ελλήνων απολάμβαναν αυτοτελή, ελεύθερη ζωή και δεν έπαιζαν το ρόλο «μαστοφόρου αγελάδας», αναγνώριζαν όμως την πνευματική και φυλετική ηγεμονία της μητροπόλεως.[8] Ωστόσο, οι δεσμοί των νέων πόλεων-κρατών με τις μητροπόλεις τους, καθώς ήταν ανεξάρτητες και δημιουργήθηκαν από την αρχή, ήταν χαλαροί και σε πολλές περιπτώσεις ανύπαρκτοι, ενίοτε δε, οι σχέσεις τους ήταν εχθρικές.[9] Οι σχέσεις των αποίκων με τους αυτόχθονες κατοίκους ήταν συνήθως ειρηνικές, χωρίς πολεμικές συρράξεις και αντιδράσεις, κατά την άφιξη και την εισχώρησή τους. Αναπτύσσονταν μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις και οι γηγενείς ασπάζονταν πολιτισμικά στοιχεία των νέων γειτόνων τους. Δεν έλειψαν όμως οι περιπτώσεις εντάσεων και εμπλοκών, όπως μαρτυρούν η παρουσία στρατιωτικών φυλακίων, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις, η εξαφάνιση των ντόπιων πληθυσμών.[10]
Οι λόγοι που ώθησαν στη μετανάστευση τους Έλληνες κατά τον β΄ αποικισμό, ήταν κυρίως οικονομικοί, όμως δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε μια σειρά αιτίων που ήταν εξίσου σημαντικά, όπως η «στενοχωρία», το σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα που προέκυψε από την μεγάλη αύξηση του πληθυσμού και τον περιορισμό των καλλιεργήσιμων γαιών.
Επιπλέον, ήταν η ανάγκη προμήθειας σιδηρομεταλλεύματος, που ήταν αναγκαίο για την κατασκευή εργαλείων και όπλων, η έλλειψη δημητριακών που δεν παράγονταν επαρκώς στην Ελλάδα και η αναζήτηση νέων αγορών για προμήθεια σημαντικών πρώτων υλών και πώληση αγαθών. Εκτός απ΄ αυτά, οι εσωτερικές πολιτικές ανακατατάξεις και έριδες, αλλά και ο χαρακτήρας του «ριψοκίνδυνου Οδυσσέα», όπως καταθέτουν πηγές εκείνης της περιόδου, σε συνάρτηση με τις γνώσεις τους για τους θαλάσσιους δρόμους και τους τόπους προορισμού τους, συμπληρώνουν τον κατάλογο των λόγων που ώθησαν τους ανθρώπους εκείνους να εγκαταλείψουν μαζικά και οργανωμένα τις πατρογονικές τους εστίες.[11]
Τη δεύτερη περίοδο επέκτασης των Ελλήνων χαρακτηρίζει η διεύρυνση των τόπων καταγωγής αλλά και των χώρων εγκατάστασης των αποίκων.[12] Η νέα αυτή διασπορά των Ελλήνων διαχωρίζεται κυρίως σε δύο χρονικές περιόδους. Στην πρώτη περίοδο, από τα μέσα του 8ου μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ., Έλληνες άποικοι εγκαθίστανται στη νότια Ιταλία και τη Σικελία, προερχόμενοι κυρίως από την Εύβοια και διάφορες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Το μεταναστευτικό ρεύμα συμπληρώνουν κάτοικοι άλλων περιοχών του Αιγαίου, όπως Ρόδιοι και Κρήτες, στο τέλος αυτής της περιόδου.[13] Τα μέρη από τα οποία έλκουν την καταγωγή τους οι άποικοι της δεύτερης περιόδου πολλαπλασιάζονται, καθώς Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τα νησιά του Αιγαίου παίρνουν μέρος στην ίδρυση των αποικιών. Κατά την εγκατάσταση στις περιοχές της Ιταλίας και της Σικελίας κατασκευάζονται νέες αποικίες και υποδομές, κοντά στις παλιές, η μετοίκηση όμως των Ελλήνων εκτείνεται προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, από τις βόρειες ακτές του Αιγαίου, τις Δυτικές ακτές της Μεσογείου, τον Ελλήσποντο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, ως την Βόρεια Αφρική. Οι Έλληνες κατάφεραν να υπερισχύσουν στις θαλάσσιες οδούς της Μεσογείου και να επικρατήσουν στον τομέα του εμπορίου, από τις Ηράκλειες Στήλες ως τον Καύκασο, μέσα σ’ ένα διάστημα δύο αιώνων.[14] Όπως στον πρώτο, έτσι και στον δεύτερο αποικισμό, τα ναυτιλιακά μέσα της εποχής εξακολουθούσαν να είναι πρωτόγονα, αλλά οι επιδέξιοι και τολμηροί Έλληνες ναυτικοί κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες και να διασχίσουν απ’ άκρη σ’ άκρη τη Μεσόγειο θάλασσα. Οι Έλληνες ανήγαγαν την τέχνη της ποντοπορίας με ιστία, σε ότι τελειότερο και ευφυέστερο για την εποχή, αξιοποιώντας την πείρα, τη γνώση και την τόλμη της υψηλής τέχνης της ναυσιπλοΐας.[15]
Κεφάλαιο Β΄: Οι συνέπειες του Β΄ Ελληνικού αποικισμού
Είναι γεγονός ότι ο β΄ Ελληνικός αποικισμός, η αποικιστική εξάπλωση των Ελλήνων, σε μια τόσο σημαντική έκταση και χρονική περίοδο, υπήρξε ένα φαινόμενο που επηρέασε καθοριστικά την οικονομία και την κοινωνία και συνέβαλλε στην πολιτιστική πρόοδο των αρχαϊκών χρόνων.[16]
Ένα πραγματικό οικονομικό θαύμα επιτέλεσαν οι Έλληνες με τον δεύτερο Ελληνικό αποικισμό, πετυχαίνοντας την έξοδο από την κρίση της εποχής, πέρα από τα όρια της πόλης - κράτους, μέσα στο ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο της αποικιακής επέκτασης. Το εμπόριο αναπτύσσεται ραγδαία όπως και η ναυτιλία, με την βελτίωση και ανάπτυξη των μέσων ναυσιπλοΐας, λόγω των αυξημένων αναγκών στα μακρινά ταξίδια, ενώ εξελίχθηκαν και οι μέθοδοι της μεταλλουργίας.[17]
Η οικονομία των Ελληνικών πόλεων από κλειστή οικιακή, αγροτική και φυσική, γίνεται συναλλακτική, αποκτώντας εμπορευματοχρηματικό χαρακτήρα με την κοπή και την ευρύτερη χρήση νομίσματος.[18] Η ανταλλαγή και η πώληση εμπορευμάτων μεταξύ των αποικιών και των μητροπόλεών τους, αλλά και των αυτοχθόνων λαών, αύξησε θεαματικά το εμπόριο και αυτό με τη σειρά του τη ζήτηση πρώτων υλών, προκαλώντας την εργασιακή εξειδίκευση, συμβάλλοντας ταυτόχρονα μ’ αυτόν τον τρόπο στην αύξηση της παραγωγής.
Επακόλουθο της αυξημένης ζήτησης σε εργατικό δυναμικό, καθώς διευρύνεται η σφαίρα των γνώσεων σε πολλούς τομείς της καθημερινότητας, είναι η θεματική αύξηση του θεσμού της αργυρώνητης δουλείας. Η χρήση δούλων ως εργαζόμενων σε μεταλλεία, λατομεία και ποικίλες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής, ήταν η επικρατούσα πρακτική ως παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης, καθώς εξασφάλιζε φτηνά εργατικά χέρια.[19]
Οι σημαντικές αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον της εποχής του δεύτερου Ελληνικού αποικισμού, ευνοούν τις αλλαγές στην κοινωνία, τη δημιουργία των πρώτων πόλεων-κρατών και την πολιτική τους συγκρότηση. Αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών είναι και η εμφάνιση μιας νέας κατηγορίας πολιτών, εκείνης που πλούτισε από την οικονομική δραστηριότητα και επιδίωκε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη νομή της εξουσίας, αλλά και να βελτιώσει το κοινωνικό της επίπεδο.[20]
Αναντίρρητα όμως, πρώτη συνέπεια του μεταναστευτικού αυτού ρεύματος των Ελλήνων, ήταν η εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού, καθώς οι άποικοι δεν αποκόπτουν τους δεσμούς τους με την πατρώα γη.[21] Η Ελλάδα διέλαμψε εξαιτίας των αποικιών της, καθώς η Ελληνική αποικία άνοιξε τα φτερά της σε νέους ορίζοντες πολιτισμού και σοφίας, βασιζόμενη στα ιδανικά της. Μεταλαμπάδευσε στην μητρόπολη τις νέες εμπειρίες της, αντάλλαξε με αυτή τον πλούτο της και συγχρόνως δέχτηκε τους κοινωνικούς, πολιτικούς, νομοθετικούς, θρησκευτικούς, πνευματικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, τους οποίους ανέπτυξε στο έπακρο.[22] Υπόδειγμα αποτελούν οι νόμοι που θεσπίστηκαν σε κάποιες αποικίες και αποτέλεσαν παράδειγμα για όλους τους Έλληνες.[23]
Σημαντικό γεγονός αποτελεί επίσης η διάδοση του Χαλκιδικού αλφάβητου στην Κάτω Ιταλία και στις αρχαίες Ιταλικές φυλές (Σταμνίτες, Λατίνους, Ετρούσκους κ.ά.), μέσω της Κύμης, αποικίας των Χαλκιδέων στην περιοχή, αποτελώντας το θεωρητικό στήριγμα του μεταγενέστερου λατινικού αλφάβητου.[24] Το αλφάβητό τους εισήγαγαν και σε άλλους λαούς, σε περιοχές που δεν υπήρχε γραφή, μαζί με τις παραδόσεις, τη γλώσσα και τους συνυφασμένους μαζί της, μύθους, μεταφέροντας παράλληλα στις νέες πατρίδες τις τεχνικές και την τέχνη του πολέμου.[25] Οι Έλληνες έποικοι στις επαφές τους με τους επιχώριους, ανταλλάσσουν πολιτιστικά συστατικά της κουλτούρας τους, μαθαίνουν από κείνους να κατασκευάζουν χάλκινα και πήλινα ειδώλια και ενστερνίζονται την εικονιστική διακόσμηση σε αγγεία και τάφους, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα.[26]
Οι αυτόχθονες πάντως δεν ασκούν σημαντική επιρροή στους Έλληνες αποίκους.[27]
Επίλογος
Συνοψίζοντας μπορούμε να επισημάνουμε, πως ο δεύτερος Ελληνικός αποικισμός, που ξεκίνησε μέσα από μια κρίση στα μέσα του 8ου και διήρκεσε ως τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., είχε διακριτά χαρακτηριστικά σε σχέση με τον πρώτο αποικισμό. Οι νέοι Έλληνες άποικοι, συγκροτημένα και συντεταγμένα, ξεκινούσαν μια πορεία όχι πια προς το άγνωστο, αλλά γνωρίζοντας και προγραμματίζοντας τον προσδοκώμενο στόχο, την αναζήτηση δηλαδή νέων φιλόξενων πατρίδων, οικονομική ευμάρεια, εμπορικές συναλλαγές και προϊόντα, έχοντας αφετηρία και πυξίδα μια μητρόπολη που τους έδινε στήριξη και βοήθεια.
Εύκολα, λοιπόν, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, ότι η μητρόπολη, όπως και ολόκληρος ο Ελληνισμός, ωφελήθηκε από το αποτέλεσμα της μαζικής αυτής μετανάστευσης των αρχαϊκών χρόνων, καθώς οι ορίζοντές τους διευρύνθηκαν, οι οικονομικές απολαβές από το εγχείρημα ήταν τεράστιες, όπως και η πολιτισμική ανάπτυξη των αποικιών, των γηγενών πληθυσμών αλλά και των μητροπόλεων.
Βιβλιογραφία
1. C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 1999.
2. Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, Σοφία Ζουμπάκη, Ελένη Ζυμή, Θουκυδίδης Ιωάννου, Αντώνης Μαστραπάς, Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α΄, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002.
3. Πασσάς Ιωάννης Δ., Επιμελητής, «Β΄ «Αι Αποικίαι των Ιστορικών χρόνων», Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», Τόμος 7, «Ελλάς», Αθήνα, 1960.
4. Συγγραφέν μεν υπό διάφορων λόγιων και του εκδόντος αυτό διδάκτορος W. Smith, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, μεταφρασθέν δε εκ του Αγγλικού πρωτότυπου υπό Δ. Πανταζή, Β΄ Έκδοση, Αθήνα, 1860.
5. Τ. Πετρής, Εύβοια: Ιστορία, τέχνη, λαογραφία, σύγχρονη ζωή, εκδ. Τούμπης, Αθήνα, 1982.
[1] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, Σοφία Ζουμπάκη, Ελένη Ζυμή, Θουκυδίδης Ιωάννου, Αντώνης Μαστραπάς, Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α΄, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σ. 91.
[2] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1999, σ. 168.
[3] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.
[4] Πασσάς Ιωάννης Δ., Επιμελητής, «Β΄ «Αἱ ἀποικίαι τῶν ἱστορικῶν χρόνων», Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», Τόμος 7, «Ελλάς», Αθήνα, 1960, σ. 88.
[5] Συγγραφέν μεν υπό διάφορων λόγιων και του εκδόντος αυτό διδάκτορος W. Smith, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, μεταφρασθέν δε εκ του Αγγλικού πρωτότυπου υπό Δ. Πανταζή, Β΄ Έκδοση, Αθήνα, 1860, σ. 62.
[6] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.
[7] Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας., ό.π., σ. 62-63.
[8] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.
[9] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.
[10] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.
[11] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.
[12] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 172-173.
[13] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.
[14] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.
[15] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.
[16] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.
[17] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.
[18] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.
[19] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.
[20] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.
[21] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 180.
[22] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.
[23] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 181.
[24] Τ. Πετρής, Εύβοια: Ιστορία, τέχνη, λαογραφία, σύγχρονη ζωή, Αθήνα, εκδ. Τούμπης, 1982, σ. 28
[25] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 180-181.
[26] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 93.
[27] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 93.
(ΕΛΠ-11-1)
Δημήτρης Β. Καρέλης
*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com
Εισαγωγή ………...……………………………...………………….……………….. 2
Ενότητα Α΄: Η διαφοροποίηση και αποξένωση της λατινικής Δύσης από τη βυζαντινή Ανατολή ……………...…………………………..……………………… 3
Ενότητα Β΄: Οι λόγιοι Έλληνες του 19ου αιώνα υιοθετούν την αρνητική εικόνα του Βυζαντίου .……………………………………………………………………… 6
Συμπέρασμα ………..….………………….….……………………………………... 8
Βιβλιογραφία ...……………………………….…………………………………….. 9
Εισαγωγή
Την περίοδο της κατάκτησης της Ελλάδας από τους Ρωμαίους οι Έλληνες έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με τον λατινικό κόσμο που τους ήταν ως τότε ουσιαστικά άγνωστος. Υποχρεωμένοι να συμβιώσουν για πολλούς αιώνες, ανταλλάσσουν πολιτισμικά στοιχεία και δέχονται αλληλεπιδράσεις, παρ’ όλες τις προστριβές σε θρησκευτικό, εκκλησιαστικό, αλλά και πολιτικό επίπεδο. Όμως οι διαφορές και οι αντιθέσεις τους εξακολούθησαν να είναι μεγάλες και αγεφύρωτες με αποτέλεσμα, τα επόμενα χρόνια η συμβίωσή τους να είναι γεμάτη προστριβές, έριδες και αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αποτέλεσμα της χιλιετούς αυτής κοινής πορείας και ιστορίας ήταν η διαμόρφωση ενός κλίματος αμοιβαίας αντιπαλότητας, καχυποψίας και πολλές φορές μίσους, ανάμεσα στους δύο μεγάλους πολιτικούς και πολιτισμικούς χώρους της Δύσης και της Ανατολής.
Στα κατοπινά χρόνια, η ιστοριογράφοι αποτύπωσαν με τους κονδυλοφόρους τους την ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά το δικό τους συμφέρον, επηρεασμένοι από τις καταβολές και την καταγωγή τους, αποτυπώνοντάς τη με μειωτικές εκφράσεις και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, κάτι πως ως τον 19ο αιώνα, αποδέχτηκαν και Έλληνες διανοούμενοι.
Στην παρούσα εργασία εμβαθύνουμε στα αίτια της διαφοροποίησης και αποξένωσης της Λατινικής Δύσης από τη Βυζαντινή Ανατολή και αναζητούμε τους λόγους που οδήγησαν τους Έλληνες διανοούμενους των αρχών του 19ου αιώνα να υιοθετήσουν την αρνητική εικόνα του Βυζαντίου στη Δύση.
Η απομάκρυνση της Δύσης από τη Ανατολή και η αντίθεση ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη άρχισε να παίρνει πολύ σοβαρή μορφή από την εποχή που ο πάπας Γρηγόριος ο Α΄ (590-614) θεώρησε τον τίτλο «οικουμενικός» που έλαβε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Δ΄, ο λεγόμενος Νηστευτής, σαν ένα αδικαιολόγητο σφετερισμό.[1]
Η ρήξη ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση είχε δημιουργήσει ήδη από τον 5ο αι. μ.Χ. πρόσκαιρες κρίσεις, όπως και τον 7ο αιώνα με την αποκοπή των επαρχιών της Μέσης Ανατολής και την οριστική απομάκρυνση ενός κομματιού του χριστιανικού κόσμου με μονοφυσιτικές απόψεις, όμως κατά τον 9ο αιώνα πήρε διαστάσεις μεγαλύτερες καθώς εμφανίστηκε περισσότερο εκκλησιαστική παρά δογματική, με αποτέλεσμα να οδηγήσει αναπόφευκτα στο σχίσμα των δύο εκκλησιών, στην πραγματικότητα όμως τα προβλήματα και οι διαφορές είχαν ακόμη πολιτικό αλλά και πολιτισμικό χαρακτήρα.[2]
Τον 9ο αιώνα η Ρώμη, αποκόπτοντας κάθε σχέση με την αυτοκρατορία της Ανατολής, θέτει επιτακτικά το ζήτημα του «παπικού πρωτείου», κάτι που είχε τεθεί από τον 4ο αι., προσπαθώντας να επιβάλλει την ηγεμονική πρωτοκαθεδρία του πάπα σ’ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο και οι ενέργειες του πάπα Νικολάου Α΄ (858-867 μ.Χ), ως πραγματική αιτία, οδηγούν στο σχίσμα του 867 μ.Χ., όταν μια από τις γιγάντιες μορφές της ιστορίας των ελληνικών γραμμάτων, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος, εκπροσωπώντας τις διαθέσεις της Ανατολής, απέρριψε τις αξιώσεις του.[3] Πολύ βαθύτερο, αν όχι οριστικό, έγινε το σχίσμα το 1054, με εκατέρωθεν αναθέματα, μεταξύ του Καρδινάλιου Ουμβέρτου ο οποίος στην Αγία Σοφία την 16η Ιουλίου 1054 απέθεσε στην Αγία Τράπεζα απόφαση αφορισμού εναντίον του Πατριάρχη, με τον Κηρουλάριο να απαντά με αφορισμό εναντίον του Ουμβέρτου, μια εποχή που οι Ανατολικοί δεν αρκέστηκαν στην εναντίωση για τις αξιώσεις του «παπικού πρωτείου», θέτοντας δογματικά ζητήματα και αιτιάσεις για το ζήτημα της «αίρεσης του φιλιόκβε (filioque: και εκ του Υιού)» που αλλοίωνε την πίστη στην Αγία Τριάδα, «τα άζυμα» την χρήση δηλαδή άζυμου άρτου στη θεία λειτουργία και την «αγαμία» των ιερέων, με τους Δυτικούς να τηρούν αδιάλλακτη στάση.[4]
Η αφετηρία της διάστασης αυτής μπορεί να αναζητηθεί σε πολιτισμικό κυρίως επίπεδο, καθώς είναι αρκετά δύσκολο στους μεν Ανατολικούς να διαβάζουν και να κατανοούν τα γραμμένα στα λατινικά θεολογικά έργα των Δυτικών και από την άλλη οι Λατίνοι τις γραμμένες στα Ελληνικά θεολογικές σκέψεις και απόψεις των Βυζαντινών, δύο περιοχές με διαφορετική κουλτούρα, συνήθειες και νοοτροπία.[5] Πολύ σοβαρότεροι βεβαίως είναι οι πολιτικοί λόγοι της εκρηκτικής ρήξης ανάμεσα στους δύο κόσμους, καθώς ο πάπας ως αρχηγός του παπικού κράτους στη Μέση Ιταλία από το 755, προσπαθεί να επιβληθεί και να ηγεμονεύσει, επιχειρώντας να θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του τους πάντες και τα πάντα, τις χριστιανικές εκκλησίες και την εκκλησιαστική εξουσία, αλλά και κάθε κοσμική εξουσία, αυτοκράτορες και βασιλείς.[6]
Οι Δυτικές αντιλήψεις με τη «θεοκρατική αντίληψη του κόσμου», την άποψη δηλαδή πως η διακυβέρνηση των ανθρώπων εξαρτάται απόλυτα από την εκκλησιαστική εξουσία, η θρησκευτική και πολιτική ηγεμονία του πάπα ως αρχιερέα των καθολικών, ο οποίος είναι γι αυτούς ανώτερος των συνόδων και των κανόνων και επί όλων των κοινωνικών ή εκκλησιαστικών υποθέσεων έχει το «αλάθητο», δεν μπορεί δηλαδή να σφάλλει, οι αποφάσεις του είναι τελεσίδικες και δεν αμφισβητούνται, αλλά και η αδιαλλαξία των ίδιων των Δυτικών, έδωσαν εκπληκτικές διαστάσεις στο αγεφύρωτο χάσμα με τους ανατολικούς Βυζαντινούς.[7]
Κατά τον 12ο αι., ανεξάρτητα από τις αιτίες των Σταυροφοριών και ασχέτως της συμμετοχής του Βυζαντίου, η παρουσία Λατίνων Σταυροφόρων στο Βυζάντιο δημιουργούσε ασφαλώς αρνητική εικόνα, καθώς για τους Βυζαντινούς αξιωματούχους η παρουσία τους ήταν πρόβλημα και η απελευθέρωση των Αγίων Τόπων ως σκοπός της εκστρατείας τους ήταν απλά προσχηματικός για την κατάκτηση της αυτοκρατορίας.[8] Το 1204 οι Δυτικοί Σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη και καταλύουν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ανακύπτοντας έτσι τρία βυζαντινογενή ελληνικά κράτη, της Νίκαιας, της Ηπείρου και της Τραπεζούντας, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους για τη χιλιόχρονη ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς Βούλγαροι και Σέρβοι ισχυροποιούνται και οι Οθωμανοί Τούρκοι ιδρύουν κράτος στην Μικρά Ασία, λίγα χρόνια αργότερα.[9] Με την κατάληψη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά την Τέταρτη Σταυροφορία το θεωρούμενο ως τότε προσωρινό, πολιτικό και πολιτισμικό σχίσμα παγιώθηκε και σε θεσμικό επίπεδο η Δύση έπαψε να αναγνωρίζει το Βυζάντιο ως πνευματική και πολιτική οντότητα, καθώς έχουμε δύο κατόχους του τίτλου του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και δύο τιτλούχους αυτοκράτορες.[10] Αμέσως μετά την πτώση της Πόλης, οι κατακτητές Λατίνοι, θέλοντας να γελοιοποιήσουν τους ηττημένους Βυζαντινούς, φορούσαν φαρδιά ρούχα και φτιασίδια, κρατώντας χαρτιά στα χέρια τους, θεωρώντας πως ήταν ένας λαός από γραφιάδες, μέλη της γραφειοκρατικής τάξης που υπήρξε κυρίαρχη την εποχή εκείνη.[11] Η συμπεριφορά των Λατίνων απέναντι στους Βυζαντινούς παρουσιάζεται πάντα σαν περιφρονητική γεμάτη μίσος, χωρίς ανοχή και οι βυζαντινοί συγγραφείς τη χαρακτηρίζουν αγέρωχη, ιταμή, αλαζονική, «υψηλαύχεν», πως ξεπερνά κάθε όριο.[12]
Όμως οι απόψεις των Δυτικών για τους Έλληνες Βυζαντινούς, προερχόμενες πιθανόν από συμπλέγματα κατωτερότητας, γενικά ήταν βαθιά ανθελληνικές. Ο Λιουτπράνδος επίσκοπος της Κρεμώνας, απεσταλμένος του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Α΄ (962-973), επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη το 968 μ.Χ. και διαπραγματεύεται με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το συνοικέσιο του γιου του Όθωνα με την αρχοντοπούλα Θεοφανώ.[13] Πιθανόν εξοργισμένος από την επιφυλακτική συμπεριφορά των Βυζαντινών ή με σκοπό την απαξίωσή τους και την αποβολή κάθε «συμπλέγματος κατωτερότητας» των δυτικών αναγνωστών του προς την ανατολική αυτοκρατορία, έγραψε μια άκρως εμπαθή και σφόδρα επικριτική αναφορά στην οποία ο «βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα...» και οι Έλληνες της Πόλης παρουσιάζονται ως «επιπόλαιοι», «ανόητοι», «κόλακες», «φιλάργυροι», «δόλιοι», «απατεώνες», «αναξιόπιστοι», «ψεύτες» και «προδότες».[14] Για «γηρασμό», «εκφυλισμό» και «διαφθορά» των Ελλήνων επί ρωμαιοκρατίας μιλούν δύο Άγγλοι διπλωματικοί υπάλληλοι, ο Γουίλιαμ Ήτον στα τέλη του 18ου αι., ο οποίος υποστηρίζει ότι «μερικά από τα ελαττώματα τους οφείλονται στην εξαχρείωση, στη σήψη και στην παρακμή τους, που είχε αρχίσει ήδη από τους κλασσικούς χρόνους» και ο Θωμάς Θόρντον στις αρχές του 19ου αι., που θα εκφραστεί με την ίδια αφέλεια, με τον Γιάκομπ Φαλμεράυερ, ότι «στους απογόνους των Ελλήνων δεν θα βρει κανείς ούτε σταγόνα αίματος των μαραθωνομάχων Αθηναίων», καθώς υποστηρίζει ότι οι Έλληνες «έχουν χάσει την αγάπη για την ελευθερία».[15]
Η Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας (1439) έδωσε για τελευταία φορά στο Βυζάντιο διεθνές κύρος, με τους Βυζαντινούς να θέτουν υπό αμφισβήτηση κάθε προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, ενώ παραδέχτηκαν ότι κατά τα άλλα η προσθήκη του filioque αποσαφήνιζε τη θεολογία της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, παραδοχή που παρείχε ισχυρή βάση για τη συμφωνία σχετικά με την Ένωση των Εκκλησιών.[16]
Σε μια περίοδο που ο Ελληνισμός προσπαθεί να βρει την ταυτότητά του, οι εκφραστές της Ελληνικής διανόησης στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. συνετέλεσαν στην απαξίωση του Βυζαντίου καθώς έστρεψαν το ενδιαφέρον και την μελέτη στην αρχαία Ελλάδα των κλασικών χρόνων, μέσω της διαμάχης μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών εκφραστών του Διαφωτισμού.
Οι Έλληνες διαφωτιστές συνάντησαν δύο πνευματικές τάσεις εισηγμένες από την Ευρώπη, το Διαφωτισμό των κύκλων της λογιοσύνης, που πίστευε πως ο πολιτισμός έλκει την καταγωγή του στην αρχαία Ελλάδα της κλασσικής εποχής και το ρομαντισμό που στρέφεται στο αρχαίο Ελληνικό παρελθόν υπό τη μορφή του ρομαντικού νεοκλασικισμού, με φορέα τους αστούς και μεσοαστούς, δύσκολα όμως και εδώ το Βυζάντιο θα εύρισκε τη θέση του.[17] Ο θεοκρατικός χαρακτήρας και ο εναγκαλισμός της εκκλησίας και του κλήρου με το κράτος στο Βυζάντιο, βρίσκει αντιμέτωπους τους Έλληνες διαφωτιστές, καθώς θεωρούν πως στέρησαν την ένταση ανάμεσα στο πνευματικό και το λαϊκό στοιχείο κάτι που αντίθετα στη δύση συνέβαλε στη δημιουργία δυτικοευρωπαϊκής συνείδησης.[18] Η χριστιανική κοσμοθεωρία των Βυζαντινών που αντιτίθεται στις αντιλήψεις των δυτικών φιλοσόφων του 18ου αιώνα, μαζί με την ιδέα της βυζαντινής οικουμενικότητας και τις αιτιάσεις του Νικολάου Μυστικού πως «η Δύση ανήκει στο κράτος των Ρωμαίων», εννοώντας το Βυζάντιο και του Νικηφόρου Φωκά ότι «η κυριαρχία των θαλασσών είναι δική του», δείχνουν πως Βυζαντινή εξουσία προσπάθησε να επιβληθεί στους υπολοίπους, ως θεία βούληση.[19]
Οι Φαναριώτες έμποροι και τα μέλη των Ελληνικών παροικιών στην Ευρώπη αποτελούν τους μοχλούς μετάβασης των ιδεών και των μηνυμάτων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στον κατακτημένο από τους Οθωμανούς Ελλαδικό χώρο. Ωστόσο τα αιτήματα διαφοροποιούνται καθώς ο Ελληνικός Διαφωτισμός θέτει ως στόχο την εθνική απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό, με εργαλείο επίτευξης του στόχου αυτού την σύνδεση των Νεοελλήνων με το απώτερο αρχαίο παρελθόν τους, την ένδοξη αρχαία Ελλάδα της φιλοσοφίας και του πολιτισμού.[20] Την καλλιέργεια της αρχαιογνωσίας και την ανακάλυψη της αρχαίας Ελλάδας από τους Ευρωπαίους, ήδη από την εποχή της αναγέννησης, εκμεταλλεύονται οι φορείς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού για να μεταλαμπαδεύσουν στους υπόδουλους Έλληνες την γνώση για την ιστορία και το αρχαίο παρελθόν τους με στόχο την αφύπνιση ή τη δημιουργία εθνικής συνείδησης.[21] Η απόπειρα να αναβιώσει ο Ελληνισμός ως έθνος-κράτος βασίστηκε στη θεωρία της «μετακένωσης» του Αδαμάντιου Κοραή, η οποία έλεγε πως αν οι «Ελληνόφωνοι Γραικοί» του βαλκανικού νότου ήθελαν να ξαναβρούν την ελληνικότητά τους όφειλαν πρώτα να ασπαστούν το δυτικό πολιτισμό, εφόσον η «δύση είναι η κιβωτός της αυθεντικής ελληνικότητας».[22] Ο Κοραής ανέφερε πως κατά τον 12ο αι. οι Έλληνες στέναζαν κάτω από την πίεση των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που τους αποκαλεί «Γραικορωμαίους τυράννους» και βαρβάρους, που ζουν πλούσια και αβασάνιστα σε βάρος του λαού, θεωρώντας χρέος των διαφωτιστών να μην επιτρέψουν την επιστροφή στο «Βυζαντινισμό» αλλά να μιμηθούν την «φωτισμένη» Ευρώπη.[23]
Η αποκατάσταση της Ελληνικής ιστοριογραφίας με το Βυζάντιο αρχίζει στα μέσα του 19ου αι. από τους Σκαρλάτο Βυζάντιο, Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, καθώς ο τελευταίος αναγνωρίζει ως άμεσους προγόνους των Νεοελλήνων τους Βυζαντινούς.[24]
Κατά κοινή ομολογία, τα αίτια του χάσματος και στη συνέχεια του σχίσματος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, την εποχή του Βυζαντίου, είχαν βαθιά πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Το «παπικό πρωτείο» και η προσπάθεια επιβολής της επιρροής του πάπα σ’ ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο από τη μια και οι δογματικές διαφορές ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, αποτελούσαν την αφορμή για την εκδήλωση σοβαρότερων διαφορών, που είχαν τις ρίζες τους κυρίως στην διαφορετική τους κουλτούρα, αλλά και σε ποικιλόμορφα συμφέροντα.
Οι Λατίνοι και οι υπόλοιποι Δυτικοί εποφθαλμιούν την αίγλη και τον πλούτο της Κωνσταντινούπολης και της αυτοκρατορικής αυλής, την οικονομική ευμάρεια της μεσαίας τάξης και των εμπόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την επιρροή της στην Μέση Ανατολή και σε μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου.
Επιπλέον το συναίσθημα της μειονεξίας των Ευρωπαίων έναντι των Ελλήνων, της τεράστιας, λαμπρής ιστορικής και πολιτισμικής τους κληρονομιάς, γινόταν ολοένα και μεγαλύτερο εμπόδιο στην αποδοχή της συμβολής του Βυζαντίου στο πολιτικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι για μια περίπου χιλιετία.
Οι Δυτικοί οικειοποιούνται τρόπον τινά το αρχαίο κλασικό, ένδοξο παρελθόν των Ελλήνων, συνεπικουρούμενοι μάλιστα από Έλληνες διανοούμενους όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας τη Βυζαντινή ιδεολογία και κοσμοθεωρία η οποία βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τα πιστεύω του Διαφωτισμού.
Σήμερα, η διάρκειας δέκα αιώνων ιστορία του Βυζαντίου, παρ’ όλα τα σκοτεινά της σημεία, δεν έχει ανάγκη υπερασπιστών, καθώς έχει μελετηθεί αρκετά και έχει δώσει πολλαπλά στοιχεία για το βάθος και την αξία της.
- Άνγκολντ Μάικλ, «Το Βυζάντιο τις παραμονές της Άλωσης», στο «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς», Τομές και συνέχεια, μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2013.
- Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα: Έρευνα, πορίσματα, διδάγματα, Τυπ. Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 1983.
- Γιανναράς Χρήστος, Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, Α' Έκδοση: 2011.
- Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000.
- Γλυκατζή–Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μτφρ. Τούλας Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2003.
- Γουναρίδης Πάρις, «Η εικόνα των Λατίνων την εποχή των Κομνηνών», Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Σύμμεικτα 9, Αθήνα, 1994.
- Δημητρακόπουλος Φώτης, Βυζάντιο και Νεοελληνική Διανόηση στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996.
- Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης, Στοχαστής, 1997.
- Roth Karl, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, μεταφρ. Ν. Σβορώνος, Εκδ.Οίκος: Αετός, Αθήνα 1949.
- Hinterberger M., Από το ορθόδοξο Βυζάντιο στην καθολική Δύση. Τέσσερις διαφορετικοί δρόμοι, στο: Ε. Γραμματικοπούλου (επιμ.), στο «Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης». Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2004.
- Cyril Mango (επιμ), Ιστορία του Βυζαντίου, μτφρ. Όλγα Καραγιώργου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006
[1] Roth Karl, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, μεταφρ. Ν. Σβορώνος, Εκδ.Οίκος: Αετός, Αθήνα 1949, σελ. 69
[2] Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000, σ. 291.
[3] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 291-292.
[4] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292.
[5] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292.
[6] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292.
[7] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292-293.
[8] Γουναρίδης Πάρις, «Η εικόνα των Λατίνων την εποχή των Κομνηνών», Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Σύμμεικτα 9, Αθήνα, 1994, σελ. 160.
[9] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 258.
[10] Hinterberger M., Από το ορθόδοξο Βυζάντιο στην καθολική Δύση. Τέσσερις διαφορετικοί δρόμοι, στο: Ε. Γραμματικοπούλου (επιμ.), στο «Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης». Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2004, σελ. 74.
[11] Γουναρίδης Πάρις, ό.π., σελ. 171.
[12] Γουναρίδης Πάρις, ό.π., σελ. 166.
[13] Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης, Στοχαστής, 1997, σελ. 26.
[14] Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, ό.π., σελ. 26.
[15] Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα: Έρευνα, πορίσματα, διδάγματα, Τυπ. Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 74.
[16] Άνγκολντ Μάικλ, «Το Βυζάντιο τις παραμονές της Άλωσης», στο «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς», Τομές και συνέχεια, μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2013.
[17] Δημητρακόπουλος Φώτης, Βυζάντιο και Νεοελληνική Διανόηση στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σελ.29-30.
[18] Cyril Mango (επιμ), Ιστορία του Βυζαντίου, μτφρ. Όλγα Καραγιώργου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006, σελ.38.
[19] Γλυκατζή–Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μτφρ. Τούλας Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2003, σελ.53-54.
[20] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 421.
[21] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 421.
[22] Γιανναράς Χρήστος, Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, Α' Έκδοση: 2011, σελ.
[23] Δημητρακόπουλος Φώτης, ό.π., σελ.37.
[24] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 252.
Δημήτρης Β. Καρέλης
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
(ΕΛΠ10-3)
- Βουτυράς Μ. & Γουλάκη-Βουτυρά Α., Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρ. Τριανταφυλλίδη, Αθήνα 2011, http://www.greek-language.gr, προσβ. 15/2/2015.
- Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000.
- Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Δελτίο Τύπου, Περιοδική Έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: «Classicità ed Europa. Το κοινό πεπρωμένο Ελλάδας και Ιταλίας», 28/08/14 έως 31/10/14, διαθέσιμο από http://www.namuseum.gr, προσβ. 22/02/2015.
- Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, «Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών», «Σκοτεινοί αιώνες - Κλασικοί χρόνοι», Νίκου Γιάννης, Αρχαιολόγος, Ανανιάδης Κωνσταντίνος Αρχαιολόγος, από http://www.eie.gr, προσβ. 22/2/2015.
- «Θουκυδίδου Ιστορίαι», Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος Επιμέλεια: Στεφ.Ι.Στεφάνου, Κωνστ.Δ.Στεργιόπουλου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σιας, Αθήνα 1960.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αρχαϊκός Ελληνισμός, τ.Β΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1971.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός, τ.Γ2΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1972.
- Λαμπράκη-Πλάκα Μαρίνα, «Το όραμα της γλυπτικής», «Τέχνες», στο «Γνώμες», «Το Βήμα», δημοσίευση: 08/12/1996, στο http://www.tovima.gr, προσβ. 22/2/2015.
- Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι. Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες. Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Τόμος Α΄ ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
- Spivey J. N., Αρχαιοελληνική τέχνη, μτφρ. Γ. Τζήμας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999.
- Stewart Andrew, «Τέχνη, επιθυμία και σώμα στην αρχαία
Ελλάδα», μετάφραση: Νικολόπουλος Αναστάσιος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια,
Αθήνα 2003.
Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Απόφοιτος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com
(ΕΛΠ10-3)