ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή …...………………………………………………………………….. 2
Κεφάλαιο Α΄: Ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός…………………………… 3
Κεφάλαιο Β΄: Οι συνέπειες του β΄ Ελληνικού Αποικισμού ………………….. 6
Επίλογος …...………………………………………………………………….. 8
Βιβλιογραφία .………………………………………………………………….. 8
Εισαγωγή
Σε
αυτή την εργασία καλούμαστε να εξετάσουμε τον δεύτερο Ελληνικό
«αποικισμό» και τις συνέπειές του στο οικονομικό, κοινωνικό και
πολιτισμικό επίπεδο των Ελλήνων.
Ο Ελληνικός αποικισμός, ήταν μια
διέξοδος στην κρίση του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ., μια προγραμματισμένη
και οργανωμένη μετανάστευση, την οποία πραγματεύεται η παρούσα εργασία.
Στην
εργασία παρουσιάζονται τα αίτια, τα χαρακτηριστικά και εξάπλωση του
αποικισμού, οι σχέσεις μεταξύ των μητροπόλεων, των αποικιών και των
γηγενών κατοίκων, καθώς και οι λόγοι που ώθησαν τους Έλληνες της
αρχαϊκής περιόδου να μετοικίσουν.
Επιπλέον, γίνεται αναφορά στις
συνέπειες και τα αποτελέσματα του δεύτερου αποικισμού, στις σημαντικές
αλλαγές που επέφερε στο οικονομικό περιβάλλον της εποχής με την ραγδαία
ανάπτυξη των αποικιών, μέσω του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας, τις
μεταλλάξεις στην κοινωνία, καθώς και στην μεγάλη εξάπλωση του Ελληνικού
πολιτισμού.
Κεφάλαιο Α΄: Ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός
Είναι
γνωστό ότι, από τα μέσα του 8ου έως και τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., οι
αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να επεκτείνονται σταδιακά από την Ελληνική
ενδοχώρα, στη Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο και την Αφρική, στα μήκη και
πλάτη του τότε γνωστού κόσμου, ως μια διέξοδο στην κρίση της
περιόδου.[1] Η οργανωμένη αυτή αποικιακή εξάπλωση, που παραδοσιακά
αναφέρεται με τον όρο δεύτερος ελληνικός αποικισμός, είναι η πρώτη
ιστορική διεργασία, ως χαρακτηριστικό της πρώτης χρονικής περιόδου της
δημιουργίας των πόλεων από τους Έλληνες.[2]
Η αφετηρία, το
ερέθισμα του πρωτοφανούς αυτού αποικισμού, έλκουν την προσοχή των
σύγχρονων ερευνητών, για το αν οι αποικιστές προσβλέπουν στην οικονομική
και εμπορική εκμετάλλευση των περιοχών, ή αν αναζητούν μια άλλη μόνιμη
εστία, με τη δεύτερη εκδοχή να συγκεντρώνει τις περισσότερες
πιθανότητες, όπως οι φιλολογικές πηγές της εποχής και τα ανασκαφικά
δεδομένα μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε.[3]
Σε αντίθεση με τον
πρώτο Ελληνικό αποικισμό, για τον οποίο μόνον θρύλοι και μνημεία μας
πληροφορούν, καθώς είναι προϊστορικός, ο δεύτερος περιλαμβάνεται
ολόκληρος στο πλαίσιο των ιστορικών χρόνων. Υπάρχει όμως μια ακόμη
διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ανυπολογίστου σημασίας ρευμάτων του
Ελληνισμού. Ο πρώτος αποικισμός έγινε εν μέρει υπό το κράτος της βίας
της επιδρομής των Πελασγών, Κρητών, Αχαιών, Αιολέων, Ιώνων και Δωριέων,
οι οποίοι εξανάγκασαν τους κατοίκους να εκπατριστούν, αντιθέτως, ο
δεύτερος αποικισμός έγινε με την ελεύθερη βούληση των μετοίκων και με
πλήρη συναίσθηση του επιδιωκόμενου σκοπού.[4] Οι αρχαιότατες ελληνικές
αποικίες, στον πρώτο αποικισμό, ήταν κυρίως ομάδες τυχοδιωκτών οι οποίοι
εγκαταλείποντας την πατρίδα τους, με την οικογένεια και τα υπάρχοντά
τους, αναζητούσαν νέα χώρα εγκατάστασης και νέο τόπο να κτίσουν την
κατοικία τους.[5] Κάποιες από τις αποικίες που δημιουργήθηκαν εξαιτίας
εξωτερικών εισβολών ή εμφυλίων πολέμων και διαμαχών, δεν γίνονταν με
τους συγκεκριμένους τύπους, δεν είχαν δηλαδή τη συγκατάθεση της
μητρόπολης. Οι συνήθεις όμως αποικίες, κατά το β΄ αποικισμό,
δημιουργούνταν αβίαστα, με τη σύμφωνη γνώμη των αρχών της μητροπόλεως
και τις οδηγίες του διορισμένου απ’ αυτήν «οικιστή», άλλοτε δε γινόταν
με συνεργασία περισσότερων πόλεων. Ο οικιστής, που προέρχονταν συνήθως
από την άρχουσα τάξη των ευγενών, εκτός από την αρχηγία της εκστρατείας
και την ευθύνη της εγκατάστασης των μετοίκων, είχε και την ευθύνη
οχύρωσης της πόλης, την κάλυψη των λατρευτικών αναγκών των πολιτών, με
την κατασκευή ναών, την νομοθετική πρωτοβουλία, αλλά και την διανομή των
νέων γαιών, την «κληρουχία», μετά δε το θάνατό του λατρευόταν ως
ήρωας.[6]
Η αποικία, όπως και αν αυτή είχε δημιουργηθεί,
θεωρούνταν πολιτικά μεν ανεξάρτητη από την μητρόπολη, ήταν όμως ενωμένη
με αυτήν με συγγενικούς δεσμούς και σύμφωνα με τα ελληνικά ιδεώδη, οι
σχέσεις τους ήταν μητέρας - κόρης.[7]
Οι σχέσεις μεταξύ των
Ελληνικών μητροπόλεων και των αποικιών τους δεν υπήρξαν κυριότητας και
υποταγής, αλλά σχέσεις εθνικές, θρησκευτικές, φυλετικές, οργανικές και
οικονομικές. Οι αποικίες των Ελλήνων απολάμβαναν αυτοτελή, ελεύθερη ζωή
και δεν έπαιζαν το ρόλο «μαστοφόρου αγελάδας», αναγνώριζαν όμως την
πνευματική και φυλετική ηγεμονία της μητροπόλεως.[8] Ωστόσο, οι δεσμοί
των νέων πόλεων-κρατών με τις μητροπόλεις τους, καθώς ήταν ανεξάρτητες
και δημιουργήθηκαν από την αρχή, ήταν χαλαροί και σε πολλές περιπτώσεις
ανύπαρκτοι, ενίοτε δε, οι σχέσεις τους ήταν εχθρικές.[9] Οι σχέσεις των
αποίκων με τους αυτόχθονες κατοίκους ήταν συνήθως ειρηνικές, χωρίς
πολεμικές συρράξεις και αντιδράσεις, κατά την άφιξη και την εισχώρησή
τους. Αναπτύσσονταν μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις και οι γηγενείς
ασπάζονταν πολιτισμικά στοιχεία των νέων γειτόνων τους. Δεν έλειψαν όμως
οι περιπτώσεις εντάσεων και εμπλοκών, όπως μαρτυρούν η παρουσία
στρατιωτικών φυλακίων, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις, η εξαφάνιση των
ντόπιων πληθυσμών.[10]
Οι λόγοι που ώθησαν στη μετανάστευση τους
Έλληνες κατά τον β΄ αποικισμό, ήταν κυρίως οικονομικοί, όμως δεν θα
μπορούσαμε να παραβλέψουμε μια σειρά αιτίων που ήταν εξίσου σημαντικά,
όπως η «στενοχωρία», το σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα που προέκυψε από την
μεγάλη αύξηση του πληθυσμού και τον περιορισμό των καλλιεργήσιμων
γαιών.
Επιπλέον, ήταν η ανάγκη προμήθειας σιδηρομεταλλεύματος,
που ήταν αναγκαίο για την κατασκευή εργαλείων και όπλων, η έλλειψη
δημητριακών που δεν παράγονταν επαρκώς στην Ελλάδα και η αναζήτηση νέων
αγορών για προμήθεια σημαντικών πρώτων υλών και πώληση αγαθών. Εκτός απ΄
αυτά, οι εσωτερικές πολιτικές ανακατατάξεις και έριδες, αλλά και ο
χαρακτήρας του «ριψοκίνδυνου Οδυσσέα», όπως καταθέτουν πηγές εκείνης της
περιόδου, σε συνάρτηση με τις γνώσεις τους για τους θαλάσσιους δρόμους
και τους τόπους προορισμού τους, συμπληρώνουν τον κατάλογο των λόγων που
ώθησαν τους ανθρώπους εκείνους να εγκαταλείψουν μαζικά και οργανωμένα
τις πατρογονικές τους εστίες.[11]
Τη δεύτερη περίοδο επέκτασης
των Ελλήνων χαρακτηρίζει η διεύρυνση των τόπων καταγωγής αλλά και των
χώρων εγκατάστασης των αποίκων.[12] Η νέα αυτή διασπορά των Ελλήνων
διαχωρίζεται κυρίως σε δύο χρονικές περιόδους. Στην πρώτη περίοδο, από
τα μέσα του 8ου μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ., Έλληνες
άποικοι εγκαθίστανται στη νότια Ιταλία και τη Σικελία, προερχόμενοι
κυρίως από την Εύβοια και διάφορες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Το
μεταναστευτικό ρεύμα συμπληρώνουν κάτοικοι άλλων περιοχών του Αιγαίου,
όπως Ρόδιοι και Κρήτες, στο τέλος αυτής της περιόδου.[13] Τα μέρη από τα
οποία έλκουν την καταγωγή τους οι άποικοι της δεύτερης περιόδου
πολλαπλασιάζονται, καθώς Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τα νησιά του
Αιγαίου παίρνουν μέρος στην ίδρυση των αποικιών. Κατά την εγκατάσταση
στις περιοχές της Ιταλίας και της Σικελίας κατασκευάζονται νέες αποικίες
και υποδομές, κοντά στις παλιές, η μετοίκηση όμως των Ελλήνων
εκτείνεται προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, από τις βόρειες ακτές του
Αιγαίου, τις Δυτικές ακτές της Μεσογείου, τον Ελλήσποντο, την Προποντίδα
και τον Εύξεινο Πόντο, ως την Βόρεια Αφρική. Οι Έλληνες κατάφεραν να
υπερισχύσουν στις θαλάσσιες οδούς της Μεσογείου και να επικρατήσουν στον
τομέα του εμπορίου, από τις Ηράκλειες Στήλες ως τον Καύκασο, μέσα σ’
ένα διάστημα δύο αιώνων.[14] Όπως στον πρώτο, έτσι και στον δεύτερο
αποικισμό, τα ναυτιλιακά μέσα της εποχής εξακολουθούσαν να είναι
πρωτόγονα, αλλά οι επιδέξιοι και τολμηροί Έλληνες ναυτικοί κατάφεραν να
αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες και να διασχίσουν απ’ άκρη σ’ άκρη τη
Μεσόγειο θάλασσα. Οι Έλληνες ανήγαγαν την τέχνη της ποντοπορίας με
ιστία, σε ότι τελειότερο και ευφυέστερο για την εποχή, αξιοποιώντας την
πείρα, τη γνώση και την τόλμη της υψηλής τέχνης της ναυσιπλοΐας.[15]
Κεφάλαιο Β΄: Οι συνέπειες του Β΄ Ελληνικού αποικισμού
Είναι
γεγονός ότι ο β΄ Ελληνικός αποικισμός, η αποικιστική εξάπλωση των
Ελλήνων, σε μια τόσο σημαντική έκταση και χρονική περίοδο, υπήρξε ένα
φαινόμενο που επηρέασε καθοριστικά την οικονομία και την κοινωνία και
συνέβαλλε στην πολιτιστική πρόοδο των αρχαϊκών χρόνων.[16]
Ένα
πραγματικό οικονομικό θαύμα επιτέλεσαν οι Έλληνες με τον δεύτερο
Ελληνικό αποικισμό, πετυχαίνοντας την έξοδο από την κρίση της εποχής,
πέρα από τα όρια της πόλης - κράτους, μέσα στο ευρύτερο γεωγραφικό
πλαίσιο της αποικιακής επέκτασης. Το εμπόριο αναπτύσσεται ραγδαία όπως
και η ναυτιλία, με την βελτίωση και ανάπτυξη των μέσων ναυσιπλοΐας, λόγω
των αυξημένων αναγκών στα μακρινά ταξίδια, ενώ εξελίχθηκαν και οι
μέθοδοι της μεταλλουργίας.[17]
Η οικονομία των Ελληνικών πόλεων
από κλειστή οικιακή, αγροτική και φυσική, γίνεται συναλλακτική,
αποκτώντας εμπορευματοχρηματικό χαρακτήρα με την κοπή και την ευρύτερη
χρήση νομίσματος.[18] Η ανταλλαγή και η πώληση εμπορευμάτων μεταξύ των
αποικιών και των μητροπόλεών τους, αλλά και των αυτοχθόνων λαών, αύξησε
θεαματικά το εμπόριο και αυτό με τη σειρά του τη ζήτηση πρώτων υλών,
προκαλώντας την εργασιακή εξειδίκευση, συμβάλλοντας ταυτόχρονα μ’ αυτόν
τον τρόπο στην αύξηση της παραγωγής.
Επακόλουθο της αυξημένης
ζήτησης σε εργατικό δυναμικό, καθώς διευρύνεται η σφαίρα των γνώσεων σε
πολλούς τομείς της καθημερινότητας, είναι η θεματική αύξηση του θεσμού
της αργυρώνητης δουλείας. Η χρήση δούλων ως εργαζόμενων σε μεταλλεία,
λατομεία και ποικίλες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής, ήταν η
επικρατούσα πρακτική ως παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης, καθώς
εξασφάλιζε φτηνά εργατικά χέρια.[19]
Οι σημαντικές αλλαγές στο
οικονομικό περιβάλλον της εποχής του δεύτερου Ελληνικού αποικισμού,
ευνοούν τις αλλαγές στην κοινωνία, τη δημιουργία των πρώτων
πόλεων-κρατών και την πολιτική τους συγκρότηση. Αποτέλεσμα των αλλαγών
αυτών είναι και η εμφάνιση μιας νέας κατηγορίας πολιτών, εκείνης που
πλούτισε από την οικονομική δραστηριότητα και επιδίωκε να παίξει
καθοριστικό ρόλο στη νομή της εξουσίας, αλλά και να βελτιώσει το
κοινωνικό της επίπεδο.[20]
Αναντίρρητα όμως, πρώτη συνέπεια του
μεταναστευτικού αυτού ρεύματος των Ελλήνων, ήταν η εξάπλωση του
Ελληνικού πολιτισμού, καθώς οι άποικοι δεν αποκόπτουν τους δεσμούς τους
με την πατρώα γη.[21] Η Ελλάδα διέλαμψε εξαιτίας των αποικιών της, καθώς
η Ελληνική αποικία άνοιξε τα φτερά της σε νέους ορίζοντες πολιτισμού
και σοφίας, βασιζόμενη στα ιδανικά της. Μεταλαμπάδευσε στην μητρόπολη
τις νέες εμπειρίες της, αντάλλαξε με αυτή τον πλούτο της και συγχρόνως
δέχτηκε τους κοινωνικούς, πολιτικούς, νομοθετικούς, θρησκευτικούς,
πνευματικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, τους οποίους ανέπτυξε στο
έπακρο.[22] Υπόδειγμα αποτελούν οι νόμοι που θεσπίστηκαν σε κάποιες
αποικίες και αποτέλεσαν παράδειγμα για όλους τους Έλληνες.[23]
Σημαντικό
γεγονός αποτελεί επίσης η διάδοση του Χαλκιδικού αλφάβητου στην Κάτω
Ιταλία και στις αρχαίες Ιταλικές φυλές (Σταμνίτες, Λατίνους, Ετρούσκους
κ.ά.), μέσω της Κύμης, αποικίας των Χαλκιδέων στην περιοχή, αποτελώντας
το θεωρητικό στήριγμα του μεταγενέστερου λατινικού αλφάβητου.[24] Το
αλφάβητό τους εισήγαγαν και σε άλλους λαούς, σε περιοχές που δεν υπήρχε
γραφή, μαζί με τις παραδόσεις, τη γλώσσα και τους συνυφασμένους μαζί
της, μύθους, μεταφέροντας παράλληλα στις νέες πατρίδες τις τεχνικές και
την τέχνη του πολέμου.[25] Οι Έλληνες έποικοι στις επαφές τους με τους
επιχώριους, ανταλλάσσουν πολιτιστικά συστατικά της κουλτούρας τους,
μαθαίνουν από κείνους να κατασκευάζουν χάλκινα και πήλινα ειδώλια και
ενστερνίζονται την εικονιστική διακόσμηση σε αγγεία και τάφους, με βάση
τα αρχαιολογικά ευρήματα.[26]
Οι αυτόχθονες πάντως δεν ασκούν σημαντική επιρροή στους Έλληνες αποίκους.[27]
Επίλογος
Συνοψίζοντας
μπορούμε να επισημάνουμε, πως ο δεύτερος Ελληνικός αποικισμός, που
ξεκίνησε μέσα από μια κρίση στα μέσα του 8ου και διήρκεσε ως τα μέσα του
6ου αιώνα π.Χ., είχε διακριτά χαρακτηριστικά σε σχέση με τον πρώτο
αποικισμό. Οι νέοι Έλληνες άποικοι, συγκροτημένα και συντεταγμένα,
ξεκινούσαν μια πορεία όχι πια προς το άγνωστο, αλλά γνωρίζοντας και
προγραμματίζοντας τον προσδοκώμενο στόχο, την αναζήτηση δηλαδή νέων
φιλόξενων πατρίδων, οικονομική ευμάρεια, εμπορικές συναλλαγές και
προϊόντα, έχοντας αφετηρία και πυξίδα μια μητρόπολη που τους έδινε
στήριξη και βοήθεια.
Εύκολα, λοιπόν, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα,
ότι η μητρόπολη, όπως και ολόκληρος ο Ελληνισμός, ωφελήθηκε από το
αποτέλεσμα της μαζικής αυτής μετανάστευσης των αρχαϊκών χρόνων, καθώς οι
ορίζοντές τους διευρύνθηκαν, οι οικονομικές απολαβές από το εγχείρημα
ήταν τεράστιες, όπως και η πολιτισμική ανάπτυξη των αποικιών, των
γηγενών πληθυσμών αλλά και των μητροπόλεων.
Βιβλιογραφία
1. C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 1999.
2.
Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, Σοφία Ζουμπάκη, Ελένη Ζυμή,
Θουκυδίδης Ιωάννου, Αντώνης Μαστραπάς, Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος
Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α΄, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002.
3.
Πασσάς Ιωάννης Δ., Επιμελητής, «Β΄ «Αι Αποικίαι των Ιστορικών χρόνων»,
Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», Τόμος 7, «Ελλάς», Αθήνα, 1960.
4.
Συγγραφέν μεν υπό διάφορων λόγιων και του εκδόντος αυτό διδάκτορος W.
Smith, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, μεταφρασθέν δε εκ του
Αγγλικού πρωτότυπου υπό Δ. Πανταζή, Β΄ Έκδοση, Αθήνα, 1860.
5. Τ. Πετρής, Εύβοια: Ιστορία, τέχνη, λαογραφία, σύγχρονη ζωή, εκδ. Τούμπης, Αθήνα, 1982.
[1]
Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, Σοφία Ζουμπάκη, Ελένη Ζυμή,
Θουκυδίδης Ιωάννου, Αντώνης Μαστραπάς, Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος
Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α΄, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σ. 91.
[2] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1999, σ. 168.
[3] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.
[4]
Πασσάς Ιωάννης Δ., Επιμελητής, «Β΄ «Αἱ ἀποικίαι τῶν ἱστορικῶν χρόνων»,
Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», Τόμος 7, «Ελλάς», Αθήνα, 1960,
σ. 88.
[5] Συγγραφέν μεν υπό διάφορων λόγιων και του εκδόντος
αυτό διδάκτορος W. Smith, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας,
μεταφρασθέν δε εκ του Αγγλικού πρωτότυπου υπό Δ. Πανταζή, Β΄ Έκδοση,
Αθήνα, 1860, σ. 62.
[6] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.
[7] Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας., ό.π., σ. 62-63.
[8] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.
[9] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.
[10] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.
[11] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.
[12] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 172-173.
[13] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.
[14] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.
[15] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.
[16] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.
[17] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.
[18] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.
[19] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.
[20] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.
[21] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 180.
[22] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.
[23] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 181.
[24] Τ. Πετρής, Εύβοια: Ιστορία, τέχνη, λαογραφία, σύγχρονη ζωή, Αθήνα, εκδ. Τούμπης, 1982, σ. 28
[25] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 180-181.
[26] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 93.
[27] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 93.
(ΕΛΠ-11-1)
Δημήτρης Β. Καρέλης
*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com