-->

i Love to Create!

I AM

image
Hello,

I'm ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΚΑΡΕΛΗΣ

Ονομάζομαι Δημήτρης Καρέλης, είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης (Μ.Δ.Ε.) από το ΜΠΣ «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. Γεννήθηκα στη Λαμία και ζω στη Καλλιθέα Αττικής, είμαι παντρεμένος και έχω ένα γιο. Εργάζομαι ως υπάλληλος στον όμιλο Δ.Ε.Η. Α.Ε. από το 1993 και υπηρετώ στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε.). Σήμερα είμαι συνδικαλιστής, Εκτελεστικός Σύμβουλος Πολιτιστικών Θεμάτων και Μέλος του Δ.Σ. της ΓΕΝ.Ο.Π-Δ.Ε.Η.-Κ.Η.Ε., ενώ χρημάτισα επί σειρά ετών Πρόεδρος, Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος Δ.Σ. του ιστορικού συνδικάτου «Πανελλαδικός Σύλλογος Καταμετρητών-Εισπρακτόρων Δ.Ε.Η.». Είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος, με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Από την παιδική μου ηλικία, με πυξίδα τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, ξεκίνησα ένα μακρύ ταξίδι στο χώρο του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της παράδοσης, της γραφής, του λόγου και του στοχασμού.


Education
University

Culturologist

Postgraduate

Master of Arts in Public History

School of Amusement

Self-taught painter


Experience
Electricity worker

Public Power Corporation of Greece

Public Historian

Historical author-researcher

Painter

Art and painting lover


My Skills
Writing
Painting
Disquisition
Design

About Books

«Η βιβλιοθήκη κατοικείται από πνεύματα που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα». – Ιζαμπέλ Αλιέντε.

friendship

«Ένα μόνο τριαντάφυλλο μπορεί να είναι ο κήπος μου, αλλά μόνο ένας φίλος, ο κόσμος μου». – Λέο Μπουσκάλια

be yourself

«Να είσαι ο εαυτός σου, αλλά πάντα ο καλύτερος εαυτός σου». – Karl G. Maeser

about love

«Το να αγαπιέσαι βαθιά σου δίνει δύναμη, ενώ το να αγαπάς βαθιά σου δίνει κουράγιο». – Λάο Τσε.

WHAT I DO

Author-writer

«Είτε γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί, είτε κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», Βενιαμίν Φραγκλίνος

Culturologist

«Ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, κατακτάται», Αντρέ Μαλρώ

Painter

«Η ζωγραφική είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να κρατάς ημερολόγιο», Πάμπλο Πικάσο

Some of my work
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΄Αρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΄Αρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Από την ανοσία της αγέλης, στην αγελαία ανοησία;

Συσσίτιο στη γρίππη του 1918.
Από την ανοσία της αγέλης, στην αγελαία ανοησία;
Είναι βέβαιο πως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση, αλλά σε μια πρωτόγνωρη επιλογή διαχείρισης μιας υπαρκτής, είναι η αλήθεια, πάνδημης κρίσης. Πανδημίες και επιδημίες, λοιμοί και θανατηφόρες ασθένειες έπληξαν τον πλανήτη και τις ανθρώπινες κοινωνίες ουκ ολίγες φορές. Να θυμηθούμε το λοιμό των Αθηνών («σύνδρομο του Θουκυδίδη») το 430 π.Χ. που αποδεκάτισε την πόλη, την «Ιουστινιάνειο» πανώλη τον 6ο αιώνα  μ.Χ. με τα 15 εκ. θύματα, τη Μεγάλη Πανώλη ή Μαύρο Θάνατο που στοίχισε τη ζωή 25 εκατ. ανθρώπους στα τέλη της δεκαετίας του 1340, την Ευλογιά  (15ος -17ος αιώνας), τη Χολέρα (1817-23), ως τις φονικές πανδημίες γρίπης του 20ου αιώνα, την Ισπανική γρίπη με πάνω από 50 εκατομμύρια νεκρούς το 1918, την επιδημία τύφου στη Ρωσία το 1918-22 με 3 εκατ. να πεθαίνουν, την Ασιατική γρίπη 1957-58 που στοίχισε τη ζωή σε περίπου ένα εκατ. ανθρώπους, τη Γρίπη του Χονγκ Κονγκ το 1968 που ήταν υπεύθυνη για το θάνατο 500.000-1.000.000 ανθρώπων παγκοσμίως, την πανδημία της Ρωσικής Γρίπης, 1977-78 με 700.000 θανάτους, αλλά και την πανδημία HIV/AIDS, με την παγκόσμια εξάπλωση και τα 36 εκ. νεκρών από το 1981 ως το 2012.
Ωστόσο, οι κοινωνίες ποτέ δεν σταμάτησαν να λειτουργούν, παρότι το πλήγμα ήταν σε κάθε περίπτωση μεγάλο, ενώ οι δυνατότητες της ιατρικής επιστήμης απειροελάχιστες, ως μηδενικές, σε σχέση με τη σημερινή εποχή.
Στην σημερινή περίπτωση του κορονοϊού, το μεγαλύτερο ποσοστό των θανάτων παγκοσμίως, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, αφορά χαμηλά ποσοστά, με μεγαλύτερα στο Βέλγιο με 0, 047%, την Ισπανία με 0,043%, την Ιταλία με 0,038%, τη Γαλλία με 0,029%, την Αγγλία με 0,022%, την Ολλανδία με 0,021%, την Ελβετία με 0,016%, τη Σουηδία με 0,015% και στις ΗΠΑ 0,012%, ενώ στον αντίποδα με εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά, βρίσκονται χώρες με μεγάλο πληθυσμό όπως η Ινδία με 0,000036%, η Συρία με 0,00001%, αλλά και άλλες χώρες με ποσοστό θανάτων γύρω στο 0,001%, όπως η Ελλάδα, η Φινλανδία, η Αλβανία, η Κροατία, η Πολωνία, η Βραζιλία, το Περού, η Χιλή και η Αλγερία.
  • Αναρωτιέμαι λοιπόν, ποιος μας εξασφαλίζει πως το μοντέλο που έχει επιλεγεί είναι η μοναδική ενδεδειγμένη λύση, όταν ούτε ιστορικό προηγούμενο πλήρους αποκλεισμού έχουμε κι όταν άλλα μοντέλα (Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ) έχουν μεγαλύτερη επιτυχία, με το μικρότερο δυνατό κόστος στην κοινωνία; 
  •  Πότε και πως μπορεί να επιτευχθεί η απαιτούμενη, κατά τους ειδικούς, γενική ανοσία στον πληθυσμό, εφόσον οι «γνωστοί» νοσούντες είναι λίγοι, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας;
Μάθαμε τον παράγοντα R, δηλαδή τον πραγματικό ρυθμό αναπαραγωγής του ιού και χάσαμε τον παράγοντα Α, δηλαδή τον ίδιο τον άνθρωπο, παρότι ισχυριζόμαστε πως όλα γίνονται για την προστασία του.
  •  Ποιος μας διασφαλίζει πως τα «υποκείμενα νοσήματα» των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού δεν θα είναι αύριο οι κύριες αιτίες θανάτου σε μεγάλη μερίδα πληθυσμού και σε τεράστια πιθανόν κλίμακα, δεδομένης της παραμέλησης ή της άγνοιας της επικινδυνότητας της νόσου; 
  •  Δεν θα είναι οι θάνατοι αυτοί απότοκα της κακής ή ανεπαρκούς διαχείρισης μια κρίσης, η οποία ίσως έχει υπερεκτιμηθεί ή διογκωθεί τεχνητά;
  •  Ποιος γνωρίζει τις μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες στην υγεία των εγκλεισμένων ανθρώπων από την αρνητική τους ψυχολογία, την έλλειψη δραστηριότητας και την καθιστική ζωή;
Φτάσαμε στο σημείο να πρυτανεύει η λογική «Πας μη ων μεθ’ ημών, καθ’ ημών», για όσους έχουν διαφορετική άποψη, μ’ ότι αυτό μπορεί να προκαλέσει, εξαίροντας υπέρμετρα την λογική της καραντίνας, ενώ οι διαφαινόμενοι κίνδυνοι από τον στραγγαλισμό της οικονομίας είναι ανυπολόγιστοι και παράγουν αλυσιδωτές αντιδράσεις, οι οποίες πιθανόν να φέρουν περισσότερα θύματα από αυτά της ασθένειας που προκαλεί ο κορονοϊός. Δεν μιλούμε με βάση συνωμοσιολογικές θεωρίες, καθώς προτάσσουμε τη ρεαλιστική θεώρηση ενός υπαρκτού προβλήματος, με όρους επιστημονικούς κι όχι κατ’ ανάγκη ιατρικούς και υγειονομικούς.

  • Ποιος μπορεί με βεβαιότητα να πει πως θα είναι σε λίγο και για πόσα χρόνια η παγκόσμια οικονομία;
  •  Πόσες επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να κλείσουν και πόσοι άνθρωποι θα οδηγηθούν στην ανεργία;
  • Θα πει κανείς πως η ανθρώπινη ζωή έχει τον πρώτο λόγο. 
  •  Ναι, αλλά πως θα μπορέσουμε να διαχειριστούμε τις εξεγέρσεις που θα φέρουν όλα τα παραπάνω, την επισιτιστική κρίση και όλα τα συνεπακόλουθα μιας κρίσης τέτοιου μεγέθους;
Μαθαίνουμε για παράδειγμα, ότι οι Έλληνες αγρότες μειώνουν την καλλιέργεια κηπευτικών και άλλων εδώδιμων προϊόντων, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον επισιτισμό των Ελλήνων, καθώς ουδεμία πρόνοια υπήρξε τα προηγούμενα χρόνια για την καταγραφή των αναγκών σε προϊόντα που, αντί να εισάγουμε, έπρεπε να καλλιεργούμε οι ίδιοι, όπως γινόταν παραδοσιακά.
Χρειάζεται λοιπόν μια ρεαλιστική και πολύπλευρη, πατριωτική διαχείριση της κρίσης, για να μην αναγκαστούμε αύριο να τρώμε τις σάρκες μας, αλλά να «διαβούμε τον Ρουβίκωνα» με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Πρέπει εν κατακλείδι, να προσέξουμε να μην περιέλθουμε αντί στην «ανοσία της αγέλης», στην «αγελαία ανοησία», με το «κάντο όπως οι άλλοι»…

«Alea jacta est ή ο κύβος ερρίφθη»…

Δημήτρης Καρέλης

Νοσοκομείο στη φονική γρίππη του 1918, στην Αμερική.

«Αν ο ήλιος δεν υπήρχε, θα ήταν νύχτα παρά τα άλλα άστρα»

(Με αφορμή την αρχή της επιδημίας του  νέου κορωνοϊού Covid-19)
Αθήνα, 20/03/2020
«Αν ο ήλιος δεν υπήρχε, θα ήταν νύχτα παρά τα άλλα άστρα»*
(«εἰ μὴ ἥλιος ἦν, ἕνεκα τῶν ἄλλων ἄστρων εὐφρόνη ἂν ἦν»).
Βρισκόμαστε στην αρχή μιας αχαρτογράφητης, σοβαρότατης απειλής, που εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία και τη ζωή όλων μας, της οποίας την πορεία και το τέλος ουδείς εξ ημών μπορεί να προβλέψει. Αφουγκραζόμαστε μόνο τους ειδικούς, ανά περίπτωση, ενώ έχουμε εμπιστοσύνη και τηρούμε κατά γράμμα τις αποφάσεις και τις εντολές των αρμόδιων αρχών.
Η εποχή δεν προσφέρεται για μικροπολιτικές προσεγγίσεις, τουναντίον είναι μοναδική ευκαιρία να ομονοήσουμε, μπροστά στις υπαρξιακές προκλήσεις και στα αλγεινά που έπονται. Μένουμε εντός, για όσο χρειαστεί, με υπομονή, ψυχραιμία και σύνεση, για το καλό όχι μόνο των «ευπαθών ομάδων» και των μεγαλύτερων σε ηλικία, αλλά για το καλό όλων ανεξαιρέτως.
 Όσοι είμαστε υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε, τηρούμε αυστηρά τα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας, με αίσθημα ευθύνης, για να προστατεύσουμε τους άλλους και την οικογένειά μας, αλλά και να γυρίζουμε πίσω υγιείς. Μένουμε στη μόνιμη κατοικία μας και δεν μετακομίζουμε για κανένα λόγο σε περιοχές της επαρχίας, όπου κυρίως ζουν ευάλωτοι πληθυσμοί και οι υποδομές υγείας είναι λιγοστές ή ανύπαρκτες.
Ατενίζουμε ωστόσο το μέλλον με θάρρος, αισιοδοξία και δύναμη, καθώς όπως έλεγε ο Ηράκλειτος*, «Αν δεν ελπίζεις το ανέλπιστο, δεν θα το βρεις». Αν ο καθένας μας πράξει τα δέοντα, σύντομα όλα τούτα δεν θα είναι παρά ένας έφιδρος, νυχτερινός εφιάλτης.

Δημήτρης Β. Καρέλης
Πολιτισμολόγος – Συγγραφέας
Πρόεδρος Δ.Σ.
Π.Σ.Κ.Ε. Ομίλου Δ.Ε.Η.



«Σύγκριση των ανακτορικών συγκροτημάτων της Κνωσού και των Μυκηνών ως κέντρα εξουσίας και πολιτισμού»

«Σύγκριση των ανακτορικών συγκροτημάτων της Κνωσού και των Μυκηνών ως κέντρα εξουσίας και πολιτισμού»
του Δημήτρη Β. Καρέλη
Εισαγωγή ..................................................................................................................... 2
Ενότητα 1η : Η δομή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ως κέντρων εξουσίας και πολιτισμού............................................................................................. 3
Το Ανάκτορο της Κνωσού ......................................................................................... 3
Το ανάκτορο των Μυκηνών ...................................................................................... 4
Σύγκριση των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ........................................ 5
Ενότητα 2η: Οι τοιχογραφίες στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό ................ 7
Οι Γρύπες στην αίθουσα του θρόνου, στην Κνωσό ................................................. 8
Δαίμονες μεταφέρουν ανάφορο, σε τοιχογραφία των Μυκηνών ............................ 9
Ενότητα 3η: Η επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αξιοποίηση των προϊστορικών ανακτόρων ........................ 10
Επίλογος  ................................................................................................................... 11
Βιβλιογραφία ............................................................................................................ 12
Δικτυογραφία ............................................................................................................12
Παράρτημα εικόνων...................................................................................................13

Εισαγωγή
Τα Μινωικά και Μυκηναϊκά ανάκτορα, ιδιαίτερα τα ανάκτορα της Κνωσού και των Μυκηνών, αποτελούσαν κέντρα πολιτικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής διοίκησης των αντίστοιχων πολιτισμών. Συνιστούσαν επίσης κοιτίδες οικονομίας και πολιτισμού, όπως προκύπτει κυρίως από τις επιγραφές της Γραμμικής Β΄, που έχουν ανακαλυφθεί, αλλά και τις περιγραφές του Ομήρου.
Η εργασία που ακολουθεί, πραγματεύεται τις ομοιότητες και τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο ανακτόρων, με βάση τις κατόψεις του ανακτορικού συγκροτήματος της Κνωσού (εικ. 5) και της Ακρόπολης των Μυκηνών (εικ. 6), μελετά το ζωγραφικό διάκοσμο των ανακτόρων, συγκρίνοντας μια τοιχογραφία από κάθε ανάκτορο, τις περιγράφει και τις σχολιάζει, κυρίως από άποψη τεχνοτροπίας και καταγράφει την επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική.

Ενότητα 1η : Η δομή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ως κέντρων εξουσίας και πολιτισμού
Το Ανάκτορο της Κνωσού


  
Εικόνα 1: Άποψη των ανακτόρων της Κνωσού
(Προέλευση εικόνας: Αρχείο Δ. Β. Καρέλη)
 
Ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της μινωικής εξουσίας ήταν το εντυπωσιακό και επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα των Ανακτόρων της Κνωσού (εικ.1), που αναπτύσσονταν σε μια έκταση 22.000 τ.μ., κτισμένο κατά ένα μεγάλο μέρος πάνω σε τεχνητό λόφο. Ήταν η έδρα του βασιλιά Μίνωα και σε ορισμένα σημεία του θεωρείται πως είχε έως πέντε ορόφους. Το παλαιό ανάκτορο χτίστηκε περί το 2000 π.Χ., περίοδο της εμφάνισης των πρώτων ανακτόρων, στο νότιο άκρο της πόλης της Κνωσού και καταστράφηκε από σεισμό κατά το 1900 π.Χ.. Επισκευάστηκε ταχύτατα, αλλά καταστράφηκε για μια ακόμη φορά από σεισμό το 1700 π.Χ., περίπου. Το νέο ανάκτορο αναδομήθηκε αμέσως, μεγαλειώδες και θεαματικότερο, για να υποστεί νέα μερική καταστροφή στα μέσα του 15ου αι., μετά από έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, όταν εγκαθίστανται στην Κνωσό οι Μυκηναίοι. Καταστράφηκε εκ νέου, από πυρκαγιά, στα μέσα του 14ου αι. π.Χ. και από τότε δεν ανέπτυξε δραστηριότητα ανακτορικού κέντρου. 
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ανακτορικού συστήματος στην Μινωική Κρήτη έπαιξαν οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί με τα κέντρα της Ανατολής, σε Μεσοποταμία και Αίγυπτο, όπου υπήρχε ήδη «ιεραρχημένη» κοινωνία.  Η εμφάνιση των πρώτων ανακτόρων στη Μινωική Κρήτη, προοιώνιζε τη σταθεροποίηση της διοικητικής και κοινωνικής ιεραρχίας, την ενίσχυση της ευμάρειας των οικισμών της και την έξαρση της καλλιτεχνικής παραγωγής. 

Το ανάκτορο των Μυκηνών

 Εικόνα 2: Μυκήνες, η πύλη των Λεόντων
(Προέλευση εικόνας: www.greececulture.net, προσπ. 14/11/2014 )


Οι Μυκήνες κτίστηκαν από τον Περσέα, ο οποίος φόνευσε ακούσια τον παππού του Αρκίσιο, βασιλιά του Άργους.  Η ακρόπολη των Μυκηνών ιδρύθηκε, πάνω σε λόφο ύψους 278 μ., στα βορειοανατολικά της αργολικής πεδιάδας ανάμεσα σε δύο λόφους, τον Προφήτη Ηλία και τη Ζάρα, στα μέσα του 14ου αιώνα (1350 π.Χ. ΥΕ ΙΙΙ Α). Είχε έκταση 30.000 τ.μ. και τα τείχη της, περιμέτρου 900 μ., υπέστησαν αρκετές μετασκευές ως την τελική της μορφή που σώζεται μέχρι σήμερα και χρονολογείται στα τέλη του 13ου αι. π.Χ.  Στην ακμή της, χάρη σ’ ένα ισχυρό ηγεμόνα, κατασκευάστηκαν μεγάλα έργα, χτίστηκε η Πύλη των Λεόντων (εικ.2) με τον προμαχώνα της, η τοιχοποιία του βόρειου τείχους και η πύλη, αναδομήθηκε το νότιο τείχος, για να συμπεριλάβει τον «ταφικό περίβολο Α΄» και το θρησκευτικό κέντρο, χτίστηκε προμαχώνας στα νοτιοανατολικά και διαμορφώθηκε η μεγάλη αναβάθρα που οδηγούσε στο ανάκτορο, κατοικία του άνακτα.
Την ίδια εποχή οικοδομήθηκε ο «θησαυρός του Ατρέα», θολωτός τάφος με υψηλό κυψελοειδή θόλο και κολοσσιαία υπέρθυρα. Στην τελευταία φάση της, περί το 1200 π.Χ. (ΥΕ ΙΙΙ Γ), οι κάτοικοι έλαβαν περισσότερα μέτρα για την ασφάλειά τους και την εξασφάλιση νερού και τροφίμων.  Τα τείχη χτιζόταν με «κυκλώπεια» τοιχοδομία και τιτανόλιθους, πάχους τουλάχιστον πέντε μέτρων, ενώ το κεντρικό μέρος των τειχών γεμίζονταν με λίθους και πηλό. Στην ακρόπολη βρισκόταν και το υπόγειο υδραγωγείο, η «Περσεία κρήνη». Παρατηρούμε επίσης, σημαντικό αριθμό θολωτών τάφων, καθώς επίσης τάφους και κατοικίες στην κοντινή της περιοχή.  Το ανάκτορο έπαψε να λειτουργεί στα τέλη του 13ου αι., όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά, όμως οι Μυκήνες δεν έπαψαν να κατοικούνται.
Μελετώντας την κάτοψη των ανακτόρων και τα ευρήματα, παρατηρούμε την οργάνωση και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που απαιτούσε η εκτέλεση των έργων, καθώς και την κεντρική εξουσία, υπό τον άνακτα και τη δυνατότητά της να εξασφαλίζει το απαιτούμενο πλεόνασμα για τη διαβίωση τους, αναδεικνύοντας παράλληλα μια πολιτισμικά ανεπτυγμένη κοινωνία, με διακριτή κοινωνική δομή, αλλά με στρατοκρατική οργάνωση. 

Σύγκριση των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων
Αρκετά κοινά σημεία παρουσίαζαν, από αρχιτεκτονικής απόψεως, τα μυκηναϊκά με τα μινωικά ανάκτορα, όπως τα πρόπυλα, τις ταράτσες σε διαφορετικά επίπεδα, τις κιονοστοιχίες και τις εσωτερικές αυλές.  Βασικό συνδετικό στοιχείο ήταν επίσης, οι πρωτεύουσες κατασκευαστικές τεχνικές και η χρήση του λίθου ως αποκλειστικό ή πρωταγωνιστικό δομικό υλικό, παρότι διαφοροποιούνταν σε επί μέρους σημεία.  Για τη διακόσμησή τους, χρησιμοποιούσαν βασικά τις τοιχογραφίες, ακόμη και σε εξωτερικούς χώρους όπως τα προστώα, καθώς και σε κάποιες περιπτώσεις, λίθο, ξύλο και χαλκό.  Η διαρρύθμιση όμως των Μυκηναϊκών ανακτόρων βασίζονταν σε εντελώς διαφορετικές αρχές από τις Μινωικές, ήταν απλά και όχι δαιδαλώδη και αναπτύσσονταν σε περιορισμένη έκταση, σε αντίθεση με την πολύπλοκη διαρρύθμιση των πολυώροφων και εκτεταμένων Μινωικών. Το πρόπυλο εισόδου, η αυλή και το «μέγαρο», ο ορθογώνιος επίσημος χώρος, χαρακτηριστικό της Ηπειρωτικής Ελλάδας, διακρίνει τη μυκηναϊκή από τη μινωική αρχιτεκτονική.  Φειδωλή ήταν η χρήση κιόνων, σε εισόδους, προστώα και κυρίως χώρους του μεγάρου, είχαν χαρακτηριστικά που ήταν σπάνια στα Μινωικά ανάκτορα, όπως ραβδώσεις και άλλα που δεν υπήρχαν καν, όπως βαμμένοι δακτύλιοι από κονίαμα στις βάσεις.  Ακόμη, μικρή έως ανύπαρκτη ήταν η χρήση πήλινων σωλήνων στα αποχετευτικά συστήματα των Μυκηναϊκών ανακτόρων, όπου οι οχετοί ήταν αύλακες επενδυμένοι και καλυμμένοι με λίθινες πλάκες, σε αντίθεση με τα Μινωικά.  Βασική επίσης διαφοροποίηση ήταν η έλλειψη οχύρωσης στο ανάκτορο της Κνωσού, σε σχέση με το κυκλώπειο τείχος των Μυκηνών, καθώς τα ατείχιστα ανάκτορα και πόλεις των Μινωιτών, καθορίζουν την φιλειρηνική τους φύση. Απόδειξη του ειρηνικού χαρακτήρα των Μινωιτών είναι και η θεματολογία στις τοιχογραφίες, που είναι εμπνευσμένη από την καθημερινότητα, τη φύση ή τα θρησκευτικά και λατρευτικά σύμβολα, σε αντίθεση με τους Μυκηναίους που απεικονίζουν, είτε τους ίδιους σε σκηνές μάχης, ως δεινούς πολεμιστές, είτε αφηρημένες θεότητες.
Βόρεια καταγωγή δηλώνει το Μυκηναϊκό ανάκτορο, καθώς δείχνει εσωστρέφεια, σε αντίθεση με το Μινωικό, που παρουσιάζει σαφή μεσογειακή προέλευση.  Ο μινωικός «Λαβύρινθος», με αρχιτεκτονική ποικιλία και ιδιορρυθμία, αναδείκνυε μια κατοικία ανοιχτή σε «αέρα και φως», εν αντιθέσει με το ανάκτορο των Μυκηνών, που εμφάνιζε ορθολογιστικό σύνολο με ξεκάθαρη δομή, καθώς ακόμη και το σχήμα του μεγάρου δεν επέτρεπε παραλλαγές, σε έκταση και ύψος, ούτε προσθήκες.  Στην Μινωική Κρήτη και την Κνωσό προκρινόταν η κεντρική κιονοστοιχία, που έτεμνε το χώρο σε δύο μέρη, η εστία ήταν κινητή και το πλάτος της κατοικίας μεγαλύτερο από το βάθος, σε αντίθεση με την Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική που επέλεξε τη διπλή, η οποία χώριζε το χώρο στα τρία, η κατοικία είχε μεγαλύτερο βάθος απ’ ότι πλάτος, με την είσοδό της στην στενή πτέρυγα, ήταν σκοτεινή, καθώς είχε λιγοστά «φρέατα φωτισμού» και η εστία της βρισκόταν σε σταθερή θέση. 

Οι τοιχογραφίες στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό

Η τοιχογραφία, αντιπροσωπευτική μορφή έκφρασης πολιτισμού της εποχής του χαλκού, εντοπίζεται στα πρώτα ανάκτορα της Κνωσού, το 1600 π.Χ.  Ως εξαιρετικά αναπτυγμένη τέχνη για τους Μινωίτες, χαράσσει τα ρεύματα και τη μόδα της εποχής. Την εποχή αυτή οι ζωγράφοι εργάζονται σε αγαστή συνεργασία με το βασιλιά και τα εργαστήριά τους βρίσκονται εντός του ανακτόρου.  Η Αιγαιακή τεχνική των τοιχογραφιών είναι ανάμικτη και τα χρώματά τους είναι «φυσικά και γαιώδη», όπως για παράδειγμα το λευκό από ασβέστη, το σκούρο κόκκινο από αιματίτη, το ανοιχτό κόκκινο από ψημένη ώχρα, το κίτρινο από ώχρα, το μαύρο από άνθρακα, το μπλε από μείγμα πυριτίου χαλκού και οξειδίου ασβεστίου. 

Στην συνέχεια, εξετάζουμε δύο τοιχογραφίες, μία από κάθε ανάκτορο, τους «Γρύπες» (εικ.3), από την Αίθουσα του Θρόνου της Κνωσού και τους «Δαίμονες με το ανάφορο» (εικ.4), από τις Μυκήνες.


Οι Γρύπες στην αίθουσα του θρόνου στην Κνωσό

 Εικόνα 3.: Η τοιχογραφία με τους γρύπες την αίθουσα του θρόνου
(Προέλευση εικόνας: Αρχείο Δ. Β. Καρέλη)


Πρόκειται για επιζωγραφισμένη νωπογραφία που καταλαμβάνει, ολόκληρη την νότια πλευρά στην «αίθουσα του θρόνου». Φέρει ζωηρά, έντονα και φωτεινά χρώματα, στα οποία κυριαρχεί το επιβλητικό, μινωικό κόκκινο της Κνωσού, με αποχρώσεις μπλε, κυανού και φαιοκίτρινου χρώματος, αλλά και λευκού, με το οποίο αποδίδεται ένας κυματοειδής σχηματισμός που διατρέχει τους τοίχους, δίκην νέφους, στο μέσον και τη βάση του, παράλληλα με δύο κόκκινες γραμμές. Στη βάση της τοιχογραφίας, αμφίπλευρα του θρόνου, στέκονται αντικριστοί δύο άπτεροι «εραλδικοί γρύπες», σύμβολα βασιλικής ή θεϊκής εξουσίας, ίσως και απονομής δικαιοσύνης, που σκοπεύουν στην προστασία του. Όμοιοι «γρύπες» απεικονίζονται και στο δυτικό τοίχο. Από το ίδιο σημείο, αναφύονται θαλάσσια κρίνα. Οι «γρύπες», που αποδίδονται με μεγάλη τυποποίηση, φέρουν σώμα λιονταριού, κεφαλή αετού, (ίσως παγωνιού), εμφανίζονται άπτεροι, για να υποδηλώσουν την αέναη παρουσία τους στον χώρο, ενώ στο κεφάλι τους τονίζεται το γαμψό ράμφος και το περίτεχνο χρωματιστό λοφίο.  Φέρουν επίσης στο λαιμό τους σπειροειδές κόσμημα, που οι άκρες της απολήγουν σε άνθη παπύρου, χαρακτηριστικό της Φαραωνικής Αιγύπτου. Η τοιχογραφία χρονολογείται κατά την «κρητομυκηναϊκή περίοδο» (1700π. Χ. - 1075 π. Χ.)

Δαίμονες μεταφέρουν ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών

 Εικόνα 4: Δαίμονες μεταφέρουν το ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) (Προέλευση εικόνας:St. Louis Community College, http://users.stlcc.edu, προσπ. 2/11/2014)

Πρόκειται για θραύσμα τοιχογραφίας με παράσταση δαιμόνων. Αποτελεί μέρος αιγιακής τοιχογραφίας, στο Θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών. Φέρει μπλε και μαύρο χρώμα στα περιγράμματα, κυανό, ερυθρό, φαιοκίτρινο και λευκό στο θέμα της τοιχογραφίας. Εικονίζονται τρεις «ονοκέφαλοι» δαίμονες, να βαδίζουν προς τα δεξιά, κρατώντας μακρύ ξύλινο κοντάρι, το «ανάφορον», από το οποίο κρέμονταν θηράματα ή οι δορές τους.  Οι Δαίμονες της τοιχογραφίας εικονίζονται με κεφαλή όνου, φέρουσα κερατοειδή απόφυση και βόστρυχο, που πέφτει στο μέτωπο. Φέρουν ακόμη, ζώνη, δεμένη περιμετρικά. Πιθανότατα οι Δαίμονες επιστρέφουν από κυνήγι ιερό ή προς τιμή του άνακτα. Είναι πιθανόν να πρόκειται για μεταμφιεσμένους ανθρώπους, χάριν θρησκευτικής τελετής. Οι δαίμονες ιδίου τύπου προέρχονται από την Αιγυπτιακή θρησκευτική τέχνη.  Η απόδοσή τους είναι αντιφυσιοκρατική, χωρίς βάθος και προοπτική, καθώς απεικονίζονται κατά κρόταφο (προφίλ) και χωρίς επικάλυψη. Η τοιχογραφία τοποθετείται χρονικά περίπου το 13ο π.Χ. αι. (1250-1200 π.Χ.).
Συγκρίνοντας τις παραπάνω τοιχογραφίες, διαπιστώνουμε σημαντικές διαφορές, στην τεχνοτροπία, την τεχνική, αλλά και τη θεματολογία, που πηγάζουν από τη διαφορετικότητα των δύο πολιτισμών. Στην περίπτωση της νωπογραφίας των «γρυπών», αποτυπώνεται η ρεαλιστική τεχνοτροπία των Μινωιτών, με τα έντονα χρώματα, το φυσιοκρατισμό, κατά την απεικόνιση των κρίνων, αλλά και στην κίνηση των γρυπών, μέσα από καμπύλα περιγράμματα και τη συμβατική αιγαιακή προοπτική. Από την άλλη πλευρά η αυστηρή, λιτή και στατικότερη απόδοση, στην τοιχογραφία των «Δαιμόνων», συνδέεται με τον στρατιωτικό χαρακτήρα του πολιτισμού των Μυκηναίων.

Ενότητα 3η: Η επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αξιοποίηση των προϊστορικών ανακτόρων

Πέρα από κάποιες περιορισμένες χρήσεις στην αρχιτεκτονική διακόσμηση, η προϊστορική τέχνη δεν ενσωματώθηκε στη σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική και η αποκάλυψη του μινωικού και μυκηναϊκού πολιτισμού δεν είχε ουσιαστική επίδραση. Ενδεικτικά, μόνο το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο Ναύπλιο, σχεδιάστηκε σε ύφος Μυκηναϊκό, λόγω της γειτνίασης με τις Μυκήνες, καθώς και μεμονωμένα σπίτια στην Αθήνα και την Κρήτη, χρησιμοποίησαν τις χαρακτηριστικές μινωικές κολώνες, με το βαθύ κόκκινο χρώμα. Είχε πλέον προκριθεί ο νεοκλασικισμός, ως νέο ύφος και στυλ στην αρχιτεκτονική, αλλά και για την άμεση σύνδεση της Ελλάδας με το αρχαίο της παρελθόν. 
Η Ελλάδα, ένας από τους δημοφιλέστερους προορισμούς πολιτισμού παγκοσμίως, προσδίδει στον τουρισμό πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις. Η τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας, μέσα από την προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 και εξελίχθηκε σε μια εξαιρετική πηγή εσόδων.  Σήμερα οι επισκέπτες της Κνωσού ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο το χρόνο, με τις μέρες αιχμής να φτάνουν τους 15.000, αριθμοί ασύλληπτοι για τον Έβανς.  Ομοίως και οι επισκέπτες της Ακροπόλεως Μυκηνών αυξήθηκαν, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., κατά 1.8% περίπου, το μήνα.
Οι φθορές όμως που παρουσιάζουν σήμερα οι αρχαιολογικοί χώροι στις δομές τους, είναι σημαντικές, καθώς είναι εκτεθειμένοι στο εξωτερικό περιβάλλον και εμφανίζουν προβλήματα συνωστισμού και ρύπανσης, εξαιτίας του όγκου των επισκεπτών τους, καταστροφές από τους τουρίστες και  μεταβολή του χαρακτήρα της περιοχής.

Επίλογος
Συμπερασματικά, τα Μινωικά ανάκτορα ήταν ανοχύρωτα, τεράστια και λαβυρινθώδη, ενώ τα Μυκηναϊκά ήταν περιορισμένα σε έκταση και οχυρωμένα με κυκλώπεια τείχη. Διέφεραν επίσης στην αρχιτεκτονική δομή τους, δείγμα της διαφορετικότητας των δύο πολιτισμών, ήταν όμως και τα δύο διακοσμημένα με εξαιρετικές τοιχογραφίες.
Οι Μινωίτες δίδαξαν την τέχνη της τοιχογραφίας στους Μυκηναίους που ακολούθησαν τα ίδια πρότυπα, εναρμονισμένα στις δικές τους ανάγκες,  εν συγκρίσει όμως, άτεχνα και συμβατικά, με τη φυσιολατρία να απέχει και κεντρικό παράγοντα τις ανθρώπινες ασχολίες. 
Επίσης, η σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου από την προϊστορική τέχνη.
Η αξιοποίηση των Μυκηναϊκών και Μινωικών ανακτόρων προσέδωσε σοβαρή προστιθέμενη αξία στις περιοχές αυτές.


Βιβλιογραφία

Βασιλικού Ντόρα, Ο μυκηναϊκός πολιτισμός, Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΒΑΕ 152,  Αθήνα, 1995.

Παλυβού Κλαίρη, Δρ Αρχιτέκτων, «Η πορεία των επισκεπτών», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Το Μινωικό Θαύμα», Κυριακή 20 Απριλίου 1997.

Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, τόμος Α, Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999.

Τσούντας, Χρήστος, Μυκήναι και μυκηναίος πολιτισμός, υπό Χρήστου Τσούντα. Αθήνησιν: Παρά τω βιβλιοπωλείω της Εστίας,1893.

Dickinson, Oliver, Αιγαίο - Εποχή του Χαλκού, Μετ. Θεόδωρος Ξένος, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2003.

Μπουλώτης Χρήστος, Αρχαιολόγος στο  Κέντρον Ερεύνης της Αρχαιότητας  της Ακαδημίας Αθηνών, Το θρησκευτικό κέντρο, στο «Ο γοητευτικός μυκηναϊκός κόσμος», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», Κυριακή 31 Μαΐου 1998.

Φιλιππίδης Δ., Τέχνες Ι: Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Ιστορία της Ελληνικής και Πολεοδομίας. Τόμος Δ΄, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.

Δικτυογραφία

Αρχαιολογία Online, http://www.archaiologia.gr, Η τοιχογραφία στη μυκηναϊκή Ελλάδα, 27/6/2011, προσπ. 2/11/2014.
Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, http://digitalcrete.ims.forth.gr, προσπ. 30/10/14.
Νίκος Ζερβονικολάκης, http://zervonikolakis.lastros.net, Κνωσός - Ο Γρίφος Του Θρόνου, προσπ. 2/11/2014.
Τ.Ε.Ι. Χαλκίδας, http://www.ee.teihal.gr/ Οικοτουρισμός, προσπ. 2/11/2014.
Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, http://odysseus.culture.gr, προσπ. 30/10/14.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 

karelisdimitris@gmail.com
 
 
Εικ. 5 : Ανακτορικό συγκρότημα Κνωσού
 
 

Άγιος Αθανάσιος Παλαμά Δομοκού: Η «Αγία Λαύρα» της κεντρικής Ελλάδας!

Του Δημήτρη Β. Καρέλη

    Με αφορμή τον επίσημο εορτασμό μιας, άγνωστης για πολλούς, εθνικής επετείου: Της Επαναστατικής Εξέγερσης της 7ης Μαρτίου 1878 στον Παλαμά Δομοκού.

Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της νεότερης ιστορίας του Ελληνικού έθνους, γραμμένες στις «Χρυσές Δέλτους» της ιστορίας, διαδραματίζεται στη βόρεια Φθιώτιδα πριν από 136 χρόνια.
Όπως είναι γνωστό η περιοχή του Δομοκού, η Θεσσαλία και φυσικά η Μακεδονία και η Ήπειρος δεν απελευθερώθηκαν την ίδια περίοδο με την νότια Ελλάδα, αλλά πολλά χρόνια αργότερα δηλαδή το 1881 για τις πρώτες και το 1913 για τις άλλες δύο.
Οι πολλές και ποικίλες αντιδράσεις των υπόδουλων Ελλήνων της περιοχής στα χρόνια που ακολούθησαν την επανάσταση του 1821 και κατά τη δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους, δεν εύρισκαν συνήθως συμπαράσταση, καταδικασμένες κατ’ αυτό τον τρόπο σε αποτυχία.Όμως κείνο το χειμώνα του 1878 ετούτα τα χώματα έγραψαν και πάλι ιστορία.Ήδη από το 1876 είχαν ενταθεί οι πολεμικές διαθέσεις των υποδούλων Ελλήνων και άρχισαν να σχηματίζονται καπετανάτα στην περιοχή Δομοκού. Το σημαντικότερο καπετανάτο είχε έδρα στο Νεοχώρι Δομοκού και διοικούνταν από τριμελή επιτροπή, λεγόμενη και «τριμελία», τον ιερέα του Νεοχωρίου Παπα-Δημήτρη Κανάκη, τον Ομβριακίτη Βασίλη Κόκκινο και τον Δημ. Αβαριτσιώτη ή Γουρνά από τη Μελιταία και γραμματέα τον Δομοκίτη Δημήτρη Μάμμο.
Ο ρόλος της τριμελούς επαναστατικής επιτροπής ήταν πολιτικός και στρατιωτικός, αλλά και συγχρόνως και συντονιστικός. Τα παραμεθόρια χωριά επαναστάτησαν μόλις ξέσπασε ο αγώνας στη Θεσσαλία και οι επαναστάτες ενισχύθηκαν από την εισβολή στο οθωμανικό έδαφος του Τακτικού Στρατού υπό τον Σκαρλάτο Σούτσο.
Τα αντάρτικα σώματα της ελεύθερης και υπόδουλης πατρίδας κινήθηκαν, με καλύτερη αυτή τη φορά προετοιμασία, αρτιότερη οργάνωση και προσεκτικότερο συντονισμό ενεργειών, ώστε ν’ αποφευχθούν οι αποτυχίες του παρελθόντος. Έγιναν σπουδαίες μάχες στη θέση «Στενά Λιθάρια» έξω από το Δομοκό, την Ομβριακή και αλλού, απ’ όπου εξεδιώχθησαν οι Τούρκοι. Ο οπλαρχηγός Φούντας, έβαλε φωτιά στο χωριό Πασαλί, κοντά στην Αγόριανη. Ένα επαναστατικό σώμα, όμως, εγκλωβίστηκε από τους Τούρκους, στη Βαρδαλή και οι ηρωικοί εκείνοι άντρες μη βρίσκοντας άλλον τρόπο διαφυγής, αντί να παραδοθούν, προτίμησαν να σκοτωθούν πολεμώντας. Η δραστηριότητα εκείνη των επαναστατικών σωμάτων στην Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία σε συνδυασμό και μ’ εκείνη του τακτικού στρατού με αρχηγό το Σκαρλάτο Σούτσο, που εισέβαλε στη Θεσσαλία στις 21 Ιανουαρίου 1878, ασφαλώς προκάλεσε το ευνοϊκό υπέρ της Ελλάδας και των υποδούλων κλίμα.
Την 8η πρωινή της 21ης  Ιανουαρίου του 1878, ο Ελληνικός Στρατός εισέρχεται στην περιοχή του Δομοκού από το φυλάκιο του Δερβέν Φούρκα (σημερινό Καλαμάκι Λαμίας), της Γιαννιτσούς και άλλα σημεία της Ελληνοτουρκικής μεθορίου στην Όθρη, υπό τον Αντιστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο. Τον Στρατό αυτό αποτελούσαν 18750 πεζοί, 12 πυροβολαρχίες Κρουπ, εκ των οποίων οι τέσσερις πεδινές, 800 ιππείς με 558 ίππους, 1000 σκαπανείς, 2000 περίπου χωροφύλακες και 252 νοσοκόμους.
Οι Τούρκοι συνοριοφύλακες στο μεθοριακό Σταθμό του Δερβέν Φούρκα, μόλις αντελήφθησαν τον Ελληνικό Στρατό αποχώρησαν αμέσως, κάνοντας εύκολη υπόθεση την κατάληψη της θέσης. Την επομένη ο Στρατός κατέλαβε τα χωριά Νταουκλή, Νεζερό, Ομβριακή και Αλχανί. Μέσα σε 2 ημέρες, στις 22 Ιανουαρίου 1878, βρίσκεται χωρίς μεγάλες δυσκολίες στο Δομοκό, όπου την επομένη έδωσε την πρώτη και τελευταία ατυχώς, νικηφόρο μάχη κατά τού Τουρκικού στρατού. Την 23η Ιανουαρίου σημειώθηκε έξοδος τακτικών και άτακτων Τούρκων από το Φρούριο του Δομοκού, οι οποίοι κατόπιν αψιμαχίας με τον Ελληνικό Στρατό, επέστρεψαν με μικρές απώλειες.
Ο πολεμικές επιχειρήσεις όμως δεν είχαν συνέχεια καθώς το ζήτημα αφέθηκε στην διπλωματία και ο Ελληνικός Στρατός αποχώρησε από τη Θεσσαλία. Τότε έγινε γνωστή στην Αθήνα η συνομολόγηση της γενικής ανακωχής στην Αδριανούπολη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Η Κυβέρνηση Κουμουνδούρου επειδή έβλεπε ότι η Ελλάδα θα παρέμενε εντελώς αποκομμένη στον αγώνα κατά της Τουρκίας κατόπιν δε και επίμονων πιέσεων και υποσχέσεων των δήθεν προστάτιδων δυνάμεων ανακάλεσε τηλεγραφικά τον στρατό.
‘Όμως κατά την τραγική αυτή στιγμή και ύστερα από την αγανάκτηση που προκλήθηκε στις τάξεις του στρατού, ο ηρωικός επιλοχίας Δημήτριος Τερτίπης λιποτάκτησε με 170 υπαξιωματικούς και στρατιώτες και ανέλαβε τη συνέχιση του επαναστατικού αγώνα με αντάρτικο πλέον χαρακτήρα. Μεγαλύτερη ζωτικότητα και ορμή επέδειξε η επανάσταση που εκδηλώθηκε στην περιοχή των Αγράφων της Θεσσαλίας της οποίας αρχηγός υπήρξε ο διακεκριμένος λοχαγός του πυροβολικού Κ. Ισχόμαχος. Στην περιοχή αυτή είχαν συγκεντρωθεί υπό τις διαταγές του Ισχομάχου επαναστατικά τμήματα στις τάξεις των οποίων ήταν διακεκριμένοι πατριώτες όπως ο Γεώργιος Φιλάρετος δημοσιογράφος και πολιτευτής, ο βουλευτής Λοκρίδος Α. Ρούκης, ο δήμαρχος Σπερχειάδας Ν. Κοντογιάννης, οι αδελφοί Ζουλούμη, ο ιατρός Βασαρδάνης και άλλοι πολλοί. Οι άλλες μάχες πού δόθηκαν ήταν στον Σμόκοβο όπου πήραν μέρος ο Τερτίπης και ο φίλος του Λάιος, στη Σέκλιζα την οποία είχε πολιορκήσει ο σωματάρχης Γαλλής από το Φουρνά σε βοήθεια τού οποίου έσπευσε ο Δημήτριος Σούτσος μετέπειτα Δήμαρχος Αθηναίων καθώς και οι Τερτίπης, Λάιος και Ραχιώτης. Στο ιστορικό Παλαμά Δομοκού, πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαρτίου 1878, μεγάλη σύναξη επαναστατών-πολεμιστών στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου.  Οι επαναστάτες Έλληνες πατριώτες ύψωσαν την Ελληνική σημαία, ορκίστηκαν με σύνθημα: «Ελευθερία ή θάνατος», και δημιουργώντας μια ακόμη «Αγία Λαύρα», με ξεχωριστή αξία και σημασία για την ύπαρξη της νεώτερης Ελλάδας, κήρυξαν την επανάσταση εναντίον των Τούρκων, όρισαν επταμελή επαναστατική επιτροπή και συνέταξαν προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εκλέγοντας την «Προσωρινή Διοίκηση της επαρχίας Δομοκού». Αμέσως όλα τα χωριά πήραν τα όπλα οι δε Τούρκοι έσπευσαν να διαπραγματευθούν με τους επαναστάτες.  Η προσωρινή διοίκηση εξέδωσε και προκήρυξη στην οποία μεταξύ  άλλων αναφέρονται:
«…οι πρόκριτοι των περιχώρων του Δομοκού, ποθούντες την τακτοποίησιν και εξακολούθησιν της επαναστάσεως, συνήλθαν εν τω χωρίω Παλαμά και εξελέξαντο τους υποφαινομένους, ως προσωρινήν διοίκησιν τού τόπου. ‘Εν μέσω κατανυκτικής τελετής υψώσαντες εν του ναού του Θεού την Ιεράν σημαίαν, ορκίσθημεν ομοθύμως, όπως αγωνιζόμενοι μέχρις έσχάτων, αποκτήσωμεν την ελευθερίαν ή θυσιασθώμεν άπαντες υπέρ αύτης. Αφού ουδέν άλλο υπολείπεται ημίν ή τελεία εξόντωσις υπό τον δυσβάστακτον ζυγόν του τυράννου, θα προτιμήσωμεν τον εν όπλοις έντιμον θάνατον, προμαχούντες υπέρ της ενώσεως της Θεσσαλίας μετά της Γλυκυτάτης μητρός της Ελλάδος. Ελπίζοντες ότι το δίκαιον θέλει θριαμβεύσει και η Ευρώπη θέλει υποστηρίξει ημάς, θαρρούντως αναλαμβάνομεν τον υπέρ πατρίδος ευγενέστατον αγώνα.
‘Εν Παλαμά τη 7 Μαρτίου 1878.
Η προσωρινή διοίκησις της επαρχίας Δομοκού: Δ. Κόκκινος, Γ. Καραγεώργος, Αναγνώστης Καραμπότζης, Κώστας Γκαρίκος, Βάγιος Χριστοδούλου, Γ. Σαΐτης, Χ. Κυρίτζης». Η Πολιτεία για να τιμήσει, έστω κι αργά, με τη συνεργασία των τοπικών συλλόγων κι άλλων παραγόντων, ως εκπλήρωση εθνικού χρέους, προέβη στην ανέγερση ανάλογου και αντάξιου προς την ηρωική πράξη, μνημείου στον ιστορικό αυτό χώρο, που φωτίζει και διαιωνίζει το υψηλό νόημα των αγώνων του έθνους για την κατάκτηση και τη διατήρηση της ελευθερίας του.
Παράλληλα με τα όσα συνέβαιναν στην Θεσσαλία με την επανάσταση, στο διπλωματικό χώρο υπήρξαν εξελίξεις. Στις 19 Φεβρουαρίου υπογράφτηκε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου με την οποία παραγκωνίζονταν τα ελληνικά δίκαια.
Η Αγγλία και άλλες δυνάμεις αντέδρασαν έντονα στη συνθήκη αυτή κι έτσι φθάνουμε στη σύγκληση στο Βερολίνο, διεθνoύς συνεδρίου των Μεγάλων Δυνάμεων υπό τον καγκελάριο Βίσμαρκ, την 1η Ιουλίου 1878 για οριστικό καθορισμό των εδαφικών μεταβολών και διευθέτηση όλων των αναφυέντων ζητημάτων. Στο Συνέδριο η Ελλάδα υπέβαλε υπόμνημα με το οποίο ζητούσε την προσάρτηση της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Κρήτης. Η απόφαση του Συνεδρίου ήταν να γίνει αναθεώρηση των Ελληνοτουρκικών συνόρων, παρέπεμπε όμως το θέμα σε απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων. ‘Όμως η Ελλάδα και η Τουρκία ερμήνευσαν διαφορετικά η κάθε μία την απόφαση του Συνεδρίου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αναβολή της υλοποίησης της απόφασης και συνεπώς της επίλυσης του θέματος. Ακολούθησε η σύγκληση διαφόρων άλλων διασκέψεων και τελικά υπογράφτηκαν στην Κωνσταντινούπολη δύο συμβάσεις την 12 Μαΐου και 20 Ιουνίου. Οι συμβάσεις αυτές προέβλεπαν την προσάρτηση στην Ελλάδα της περιοχής της Άρτας και ολόκληρης της Θεσσαλίας, πλην της επαρχίας Ελασσόνας και κανόνιζαν λεπτομερώς όλα τα σχετικά με την προσάρτηση ζητήματα. Σύμφωνα με την τελευταία σύμβαση ο Δομοκός έπρεπε να παραδοθεί στις 8 Αυγούστου 1881. Το ευνοϊκό υπέρ της Ελλάδας και των υποδούλων κλίμα υλοποιήθηκε τελικά μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, το οποίο ανέτρεψε τις ρυθμίσεις που προβλέπονταν στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Φεβρουάριος 1878), και περιόρισε τα σύνορα της Βουλγαρίας. Δυστυχώς η Μακεδονία, η Θράκη και η Ήπειρος παρέμειναν στην Τουρκία.
Η τύχη της περιοχής του Δομοκού αλλά και της Θεσσαλίας κρίθηκε στο Συνέδριο του Βερολίνου, υπό τον Όττο Φον Βίσμαρκ, τον Ιούνιο του 1878, που είχε συνέλθει για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, με την οποία τερματιζόταν ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Οι αντιπρόσωποι των δυνάμεων δέχθηκαν την ένωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου, με την Ελλάδα, όμως η απόφαση δεν συμπεριλήφθηκε στη Συνθήκη του Βερολίνου εξαιτίας της επιμονής της Τουρκίας, αλλά σε πρωτόκολλο. Ύστερα από επίπονες διαπραγματεύσεις συναντήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και στις 26 Μαρτίου – 7 Απριλίου 1881 γνωστοποιήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση η απόφαση προσάρτησης της Θεσσαλίας που άφηνε όμως έξω την περιοχή της Ελασσόνας. Οι σχετικές συμβάσεις υπογράφηκαν μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων και Τουρκίας στις 12/24 Μαΐου και Ελλάδος-Τουρκίας στις 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1881. Η Θεσσαλία, (συνεπώς και η  Βόρεια Φθιώτιδα-επαρχία Δομοκού) και ένα μικρό τμήμα της Άρτας, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις με την Υψηλή Πύλη, προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος μόλις τον Απρίλιο του 1881. Η επίσημη απελευθέρωση του Δομοκού έγινε την 8η Αυγούστου 1881.

Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας- Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com

Απόσπασμα από το βιβλίο του «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας:  Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού»



9η Μαΐου: Ο Άγιος Οσιομάρτυς Νικόλαος ο νέος, εν Βουνένη ξίφει τελειούται!

Ο Άγιος Οσιομάρτυς Νικόλαος ο νέος, εν Βουνένη ξίφει τελειούται!
Του Δημήτρη Β. Καρέλη*
Στην Κεντρική Ελλάδα, από την Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα κι ως τα χωριά του Βάλτου στην Αιτωλοακαρνανία, γιορτάζεται ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος, ο εν Βουναίνη της Θεσσαλίας αθλήσας. Πολλές εκκλησίες και παρεκκλήσια είναι αφιερωμένα στον Άγιο Νικόλαο τον εν Βουνένη (ή Βουναίνη), όπως το πολύ παλιό εκκλησάκι του Ζαπαντίου, σήμερα κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου Δομοκού.
Ο Άγιος Οσιομάρτυς Νικόλαος καταγόταν από τα μέρη της Ανατολής, από γονείς ευγενείς και θεοσεβείς. Ο νεαρός Νικόλαος δεν έκανε παρέα με τους συνομηλίκους του και προτιμούσε να συναναστρέφεται με γηραιότερους και σοφότερους ανθρώπους. Κατετάγη στα Ρωμαϊκά βασιλικά στρατεύματα κι επειδή εξαιρετικά ανδρείος και ρωμαλέος κι έκαμε μεγάλα ανδραγαθήματα στους πολέμους και τις μάχες που συμμετείχε, έγινε σ’ όλους ονομαστός και περίφημος. Γι αυτό λοιπόν κι ο βασιλεύς των Ρωμαίων, ακούγοντας την φήμη του οσίου, του μήνυσε και πήγε στο παλάτι.  Αναγνωρίζοντας σ’ αυτόν τη λογιότητα, την ανδρεία του και την επιδεξιότητά του, τον έκαμε Δούκα μιας επαρχίας, παραδίδοντάς του υπό τις διαταγές του μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Επειδή δε κατά τους καιρούς εκείνους αποστάτησαν οι άνθρωποι της Θεσσαλίας από τον βασιλέα και δεν ήθελαν να πληρώνουν τα βασιλικά δοσίματα (φορολογία) ο βασιλεύς έστειλε τους τοπάρχες της, μαζί και τον θαυμαστό τούτο αξιωματικό για να καταστείλουν την αποστασία. Ο Νικόλαος μαζί με τους υπόλοιπους Ρωμαίους Τοπάρχες πήγε αρχικά στην Θεσσαλονίκη, πόλη τότε της ευρύτερης Θεσσαλίας, πολέμησαν και καθυπόταξαν τους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι δήλωσαν και πάλι πίστη στο βασιλέα των Ρωμαίων. Ωστόσο, ελθόντες και στην Λάρισα, ο στρατός των Ρωμαίων νικήθηκε και ο Νικόλαος κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του. Τότε ήταν που αποχώρησε από τον πόλεμο, καταφρονώντας τον κόσμο και τα εγκόσμια, επήγε στο βουνό όπου βρήκε κάποιους μοναχούς, έγινε κι εκείνος μοναχός και έμεινε μαζί τους αγωνιζόμενος με νηστεία, με αγρυπνία και πάσα άσκηση. Ως συναθλητής του Νικολάου μνημονεύεται και κάποιος ονόματι Αρμόδιος. Ωστόσο, ο μισόκαλος διάβολος μη μπορώντας να βλέπει την Δόξα του Θεού, ξεσήκωσε το έθνος των άθεων Αβάρων (κατ’ άλλους των Σαρακηνών πειρατών της Μεσσογείου), εναντίον της Δύσεως. Τότε αυτοί, λεηλατώντας πολλά κάστρα, έφθασαν και ως την Λάρισα και τα περίχωρά της, τα Φάρσαλα, την Ελασσόνα, το Βόλο και τη Ζαγορά, όπου ταπείνωσαν τους εκεί χριστιανούς και τους εξανάγκαζαν να απαρνηθούν τον Δεσπότη Χριστό τον και να προσκυνήσουν τα είδωλα. Όσο γινόταν αυτά, κι ενώ ο όσιος ήταν με τους άλλους συνασκητές του, δώδεκα τον αριθμό, ήλθε την νύκτα Άγγελος Κυρίου και τους είπε να μετά από λίγο θα μαρτυρήσουν δια τον Μέγα Δεσπότη και θα λάβουν τους στεφάνους της Αθλήσεως. Πράγματι, μετά από λίγες μέρες, οι άπιστοι έφτασαν στις σκήτες στα Βούναινα της Θεσσαλίας, και αφού βασάνισαν τους υπόλοιπους μοναχούς, τους αποκεφάλισαν. Βλέποντας όμως τον νεαρό Νικόλαο, θέλησαν να τον παρακινήσουν με κολακείες να αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό και να προσκυνήσει τα είδωλα. Επειδή όμως ο Άγιος παρέμενε ευσεβής, οι βάρβαροι τον έδειραν, τον βασάνισαν και τον  έδεσαν σ’ ένα δένδρο. Κατόπιν, βλέποντες ότι ο ήταν αδύνατον να μετασαλεύσει  από του Χριστού πίστη, τον αποκεφάλισαν αυτόν κι έτσι έλαβε κι εκείνος ο αοίδιμος, τον Στέφανον της Αθλήσεως, στις 9 Μαΐου του 720 μ.Χ. (κατ’ άλλους το 901 ή 902)  Το δε Άγιο λείψανό του έμεινε άταφo στο βουνό εκείνο, φυλασσόμενο από Θείους Αγγέλους, αβλαβές και αδιάφθορο, ύστερα δε φανερώθηκε δια θαύματος του Αγίου, το οποίον έως την σήμερον «λωβούς ιατρεύει χωλούς ανορθοί και άλλας διαφόρους ασθενείας θεραπεύει εκείνων όσοι μετά πίστεως τούτω προστρέχουσι». Από τα δένδρα στα οποία δέθηκε και βασανίσθηκε ο Άγιος ρέει ένα κόκκινο υγρό το οποίο ονομάζεται «Αίμα». Το υγρό αυτό όταν χρησιμοποιείται με πίστη και εμπιστοσύνη στον Οσιομάρτυρα έχει ιαματικές ιδιότητες και επιτελεί θαύματα σε πάσχοντες από δερματικές παθήσεις και πονοκεφάλους. Ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος, παριστάνεται στις αγιογραφίες ενδεδυμένος ως στρατιωτικός Άγιος, με στρατιωτική στολή, με ερυθρό χιτώνα και επενδύτη επίσης ερυθροχρώμου, με χρυσά και μέλανα κοσμήματα, πεποικιλμένα με μαργαριτάρια. Εορτάζει στις 9 Μαΐου εκάστου έτους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων.
Ως τῶν νοσούντων ὁ ἄμισθος ἰατρός, καὶ τῶν ἐν κινδύνοις ἀπροσμάχητος βοηθός, θλιβομένων τε θερμὸς ὑπερασπιστής, καὶ τῶν ἐν παντοίαις ἀνάγκαις ὑπέρμαχος, Ὁσιομάρτυς ἐξ ἑῴας Νικόλαε πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Βιβλιογραφία:
Νικόδημος Αγιορείτης, Όσιος, (1749-1809), Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, πάλαι μεν Ελληνιστί συγγραφείς υπό Μαυρικίου, Διακόνου της Μεγάλης Εκκλησίας […], δαπάνη και επιστασία του εν Ιερεύσιν ελαχίστου ιερέως Σωφρονίου Χ. Ασλάνογλου εκ του Τυπογραφείου Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, Τόμος Β΄, Ἀθήνησι, 1868, σελ. 141-142.
Δημήτρης Β. Καρέλης
*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 

Μια απρόσκλητη επίσκεψη από σμήνος μελισσών

Μια απρόσκλητη επίσκεψη δεχθήκαμε ανήμερα του Πάσχα στην αυλή μας στο χωριό μας τον Αι-Γιώργη: Ένα μεγάλο σμήνος μελισσών που είχε λίγο πριν εγκαταλείψει την παλιά του κυψέλη, μαζί με την παλιά του βασίλισσα, οδεύοντας προς τη δημιουργία μιας καινούργιας αποικίας. Ως ελάχιστα γνώστες του γεγονότος θορυβηθήκαμε είν’ αλήθεια, βλέποντας, την ώρα της απογευματινής ραστώνης και μετά από… σημαντική οινοζυθοποσία και τον ανάλογο… περίδρομο, χιλιάδες μέλισσες να έρχονται καταπάνω μας.
Η στάση τους στην ανθισμένη κυδωνιά μας, δίπλα στα αγαπημένο τους μελισσόχορτο που την περιτριγυρίζει, ήταν μια μεγάλη έκπληξη. Ένα τεράστιο τσαμπί από μέλισσες κρεμόταν σε λίγο από τα κλαδιά της κυδωνιάς, ένα θέαμα, πρωτόγνωρο κι αγριευτικό για τους αδαείς. Κι όμως το φαινόμενο της εγκατάλειψης της κυψέλης από ένα μέρος του μελισσιού κι η αναζήτηση νέας κατοικίας είναι σύνηθες φαινόμενο. Ονομάζεται αφεσμός ή σμηνουργία και συμβαίνει συχνά κατά την άνοιξη, από τον Φεβρουάριο έως τον μήνα Μάιο.
Ένα τέτοιο σμήνος είναι δυνατόν να διαθέτει πληθυσμό χιλιάδων μελισσών. Η σμηνουργία είναι το φυσικό μέσο αναπαραγωγής των αποικιών μελισσών. Λίγο πριν βγει από το κελί της η νέα βασίλισσα, η παλαιά εγκαταλείπει την κυψέλη. Την παλαιά βασίλισσα ακολουθεί τμήμα των εργατριών και των κηφήνων, σε μία προσωρινή εγκατάσταση, συνήθως κάποιο κλαδί δέντρου ή προφυλαγμένη θέση. Το σμήνος των μελισσών συγκεντρώνεται σε σφαιρική διάταξη καλύπτοντας τη βασίλισσα, έως ότου οι εργάτριες βρουν την οριστική θέση εγκατάστασης της νέας αποικίας.
Για καλή μας τύχη, ο Γιάννης και ο γιος του Κώστας, δύο έμπειροι μελισσοκόμοι τους οποίους καλέσαμε να συνδράμουν, περισυνέλεξαν άμεσα το… αδέσποτο μελίσσι για να επανέλθει η τάξη στον, για λίγο, κατεχόμενο κήπο μας!
  • Εάν ένα σμήνος μελισσών πλησιάζει την ιδιοκτησία σας:
  • Μην ενοχλείτε. Κρατήστε τους πεζούς, τα παιδιά και τα κατοικίδια ζώα μακριά από το σμήνος.
  • Αν το σμήνος βρίσκεται με ασφάλεια μακριά από τα ζώα και τους ανθρώπους, μπορείτε να περιμένετε για να πετάξει μακριά από μόνο του.
  • Αν το σμήνος ενέχει πραγματικό κίνδυνο για τους ανθρώπους ή τα ζώα, μπορείτε να βρείτε ένα μελισσοκόμο που θα το συλλέξει.
Δημήτρης Β. Καρέλης
02/05/2019





«Τα κόμματα «Αγγλικό», «Γαλλικό» και « Ρωσικό» κατά την περίοδο της βαυαρικής απολυταρχίας», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 Εισαγωγή .…………………….…………………………………………………
1η Ενότητα: Προέλευση και οργανωτικό πλαίσιο των πρώτων κομμάτων ……
2η Ενότητα: Ιδεολογικά χαρακτηριστικά των κομμάτων ………………………
3η Ενότητα: Κόμματα και πολιτικές κατά την βαυαρική απολυταρχία ..………
Επίλογος  .……………………………………………….………………………
Βιβλιογραφία .…..……………………………………….………………………


Εισαγωγή

Η ιστορία των κομμάτων στην Ελληνική πολιτική σκηνή φαίνεται πως είναι μακροβιότερη εκείνης του ίδιου του Ελληνικού κράτους. Ήδη από τα τέλη του 1821 άρχισαν να δημιουργούνται δύο πολιτικά σχήματα που αντανακλούσαν την διαμάχη μεταξύ στρατιωτικών και προεστών, αναγνωρίζοντας και ονομάζοντάς τα, πολιτικό «κόμμα» και στρατιωτικό «κόμμα».[1]

Λίγο αργότερα θα δημιουργηθούν τρεις πρωτογενείς πολιτικοί σχηματισμοί που θέτουν τις βάσεις του ελληνικού πολιτικού και κομματικού κατεστημένου: Το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό» κόμμα.

Στην παρούσα εργασία θα μελετήσουμε τα ιδεολογικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά των κομμάτων και τη θέση τους στην πολιτική ζωή του ελληνικού βασιλείου κατά την περίοδο της βαυαρικής απολυταρχίας (1832-1844).

1η Ενότητα: Προέλευση και οργανωτικό πλαίσιο των πρώτων κομμάτων

Οι ρίζες της δημιουργίας των τριών κομμάτων που δεσπόζουν στον πολιτικό βίο της Ελλάδας στα πρώτα βήματα της αυτόνομης πορείας του και κατά την Οθωνική περίοδο, το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό», βρίσκονται στα 1825-26 στην κρισιμότερη φάση του αγώνα της ανεξαρτησίας.[2] Οι βασικοί παράγοντες που συνέργησαν στη γέννηση αυτών των κομμάτων ήταν η αμηχανία των Ελλήνων έναντι της συμμαχίας της «Υψηλής Πύλης» με τον Μεχμέτ Αλή Πασά, χεδίβη της Αιγύπτου για την καταστολή της επανάστασης, η αλληλοσυγκρουόμενη πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στην εγγύς Ανατολή και η κατευθυνόμενη εύνοια και προστασία προς τους επαναστατημένους Έλληνες.[3]

Οι Έλληνες προσέγγισαν τις μεγάλες δυνάμεις ευελπιστώντας σε βοήθεια στον αγώνα κατά των Οθωμανών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τριών κομμάτων ως συνεπακόλουθο των επιμέρους προτιμήσεων των Ελλήνων.[4]

Οι εφημερίδες της εποχής τα αποκαλούσαν με τους περιγραφικούς όρους «το λεγόμενον αγγλικόν», «το λεγόμενον γαλλικόν» και το «λεγόμενον ρωσικόν», για να προσδιορίσουν τον προσανατολισμό τους στις «μεγάλες δυνάμεις», ταυτοχρόνως όμως οι επωνυμίες τους χρησιμοποιήθηκαν ως συνθήματα κατά των αντιπάλων κομμάτων στην πολεμική τους ρητορική, επισημαίνοντας έτσι την προδοσία επί των εθνικών συμφερόντων, σε αντάλλαγμα για την ξένη «προστασία».[5]

Τα πολιτικά κόμματα είχαν καταβολές στην περίοδο της «Φιλικής Εταιρίας» και στις κοινωνικο-ιδεολογικές αντιθέσεις που φτάνουν στο ζενίθ τους στην επανάσταση, σχηματίστηκαν την περίοδο των εθνικών συνελεύσεων, είχαν άτυπες οργανωτικές δομές, δεν είχαν επίσημα μέλη - καταστατικό, ούτε γραφεία και βασικά αποτελούσαν συνέχεια δικτύων συγγενείας με οικονομική αλληλεξάρτηση και τοπικιστικά συμφέροντα, ενώ οι οικογένειες της εποχής συχνά αποτελούσαν πολυμελείς φατρίες,[6] καθώς ήδη από την οθωμανική κυριαρχία είχαν δημιουργηθεί, για διάφορους λόγους «πελατειακές ενώσεις» μέσα στους κύκλους της ευρύτερης οικογένειας όπου συναντούσε κανείς «γνησίους και φερέγγυους συμμάχους».[7]

Επειδή την περίοδο εκείνη δεν υπήρχαν διακριτοί δημοκρατικοί και αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, αναγκαστικά η πολιτική ζωή ήταν δέσμια αυτών των δικτύων πατρωνίας και πελατείας, εξασφαλίζοντας την πολιτική υποστήριξη και βοήθεια συγγενών που είχαν αναρριχηθεί σε υψηλές θέσεις-κλειδιά και είχαν αποκτήσει βασιλική εύνοια, απ’ όπου μπορούσαν να διεκπεραιώνουν μικρές ή μεγαλύτερες ρουσφετολογικές υποθέσεις, σε βαθμό που επηρέαζαν ακόμη και τις πολιτικές εξελίξεις, ανάλογα με την διάθεσή τους.[8] Οι «προστάτες» και οι «κύκλοι συμφερόντων» εκμεταλλεύθηκαν και ενίσχυσαν το «πελατειακό» σύστημα, εμποδίζοντας την καθιέρωση ενός πολιτικού συστήματος «ευρωπαϊκού τύπου», επειδή το θεωρούσαν αντίθετο και εχθρικό προς τα συμφέροντά τους.[9]

Οι σχέσεις προστασίας και οι συμπράξεις της προεπαναστατικής περιόδου, εμπίπτουν στην περίπτωση των οικογενειακών «φατριών» με σημαντικότερες την κοινή φατρία των Λόντου-Ζαΐμη, των Δεληγιανναίων, των Μαυρομιχαλαίων και των Κουντουριωτών και άξιες μνημόνευσης, ως προσωπικά σχήματα γεννημένα στον αγώνα, τις φατρίες του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Ιωάννη Κωλέττη.[10]

2η Ενότητα: Ιδεολογικά χαρακτηριστικά των κομμάτων

Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828, βρέθηκε μπροστά σε μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση σχετικά με τα πολιτικά κόμματα και βρισκόμενος σε δίλημμα να επιλέξει την αναζήτηση υποστήριξης και συνεργασίας όλων των φατριών και κομμάτων ή να επιχειρήσει να συνενώσει εξουσιάζοντας κάποιες φατρίες ώστε να υπερκεράσει τις υπόλοιπες, επέλεξε το δεύτερο σαφώς επηρεασμένος από τις ανοιχτές επιθέσεις κάποιων φατριών στο πρόσωπό του.[11] Έτσι δημιούργησε σε εθνικό επίπεδο ένα κόμμα, συνισταμένη πολλών φατριών και τοπικών συμπράξεων και πυρήνα τη «ρωσική» φατρία, γνωστό ως «Καποδιστριακό κόμμα» ή «κόμμα των Ναπαίων» με την «Εταιρία του Φοίνικος» να ενεργεί ως ανεπίσημος υποστηρικτικός οργανισμός, στηρίζοντας την κομματική του βάση στη νομιμοφροσύνη των φατριών με κύριους παράγοντες τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο και τον πιστό του φίλο καπετάν Γκούρα στη Ρούμελη.[12] Αντίθετα οι δυνάμεις των λεγόμενων «συνταγματικών» που περιλάμβαναν όλες τις «αντικαποδιστριακές» φατρίες, δεν λειτούργησαν ποτέ ως ενιαίο κόμμα και ανάμεσα στα χρόνια 1828-32 διακρίνονται σε τέσσερις ομάδες βασιζόμενες σε συνταγματικές αρχές, την «αγγλική», τη «γαλλική», τη φατρία των «Κουντουριωτών» και τη φατρία των «Μαυρομιχαλαίων». Σαφής είναι πλέον η ύπαρξη των τριών κομμάτων, του «καποδιστριακού» ή «ρωσικού», του «αγγλικού» και του «γαλλικού» στα τέλη του 1832.[13] Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και τον εμφύλιο του 1832, δημιουργούνται έντονες πικρίες ανάμεσα κυρίως στο «αγγλικό» και το «γαλλικό» κόμμα, ενισχύοντας τον διαχωρισμό μεταξύ των οπαδών τους, εμφανίζονται τα γενικά και τα γεωγραφικά όρια των κομμάτων, εφόσον αποκτούν υπόσταση και συνοχή και καθορίζονται με σαφήνεια ηγέτες και οπαδοί τους.[14] Κάποιοι συνδέουν τα προσανατολισμένα στους ξένους κόμματα με γεωγραφική διάκριση ταυτίζοντας το «αγγλικό» κόμμα με τους Νησιώτες, το «γαλλικό» με τη Ρούμελη και το «ρωσικό» με την Πελοπόννησο.[15]

Το «ρωσικό» κόμμα, φίλα προσκείμενο ιδεολογικά και πολιτικά στη Ρωσία, είχε ξεκάθαρη, συντηρητική ιδεολογία και ταυτιζόταν με την υπεράσπιση των συμφερόντων της Εκκλησίας, αποκτώντας έτσι μεγάλο λαϊκό έρεισμα, με ηγετικές φυσιογνωμίες και εκφραστές τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον κόμη Ανδρέα Μεταξά. Θεμελιώδης αξία κοινωνικής τάξεως υπήρξε για το «ρωσικό» κόμμα η θρησκεία και βάση της πολιτικής του το πεδίο της εσωτερικής πολιτικής και όχι της διπλωματίας.[16]

Το «αγγλικό» κόμμα υπό τον Αλέξανδρο Mαυροκορδάτο, χωρίς ιδιαίτερα ερείσματα στην επαρχία, αντλούσε δύναμη από ένα στενό κύκλο διανοούμενων με ευρωπαϊκή παιδεία, είχε πίστη στο κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και τη διάκριση των εξουσιών, ως  βασικές αρχές νόμιμης εξουσίας,[17]στον «εξευρωπαϊσμό» και τη διεύρυνση ελευθεριών,[18] κρατώντας μακριά την εκκλησία, χωρίς όμως περιορισμούς στην διδασκαλία της.

Γύρω από το «γαλλικό» κόμμα και την ισχυρή προσωπικότητα του Ιωάννη Κωλλέτη, επίσημου εκφραστή της «Μεγάλης Ιδέας», συσπειρώθηκε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, όπως οπλαρχηγοί της Ρούμελης, προεστοί της Πελοποννήσου και προύχοντες Νησιώτες. Το «γαλλικό» κόμμα πρέσβευε τον δυτικό φιλελευθερισμό και υποστήριζε την εγκαθίδρυση συνταγματικού καθεστώτος, με φανερή την ταύτιση του με τους «πολεμιστές» και την ιδέα του «ριζοσπαστικού αλυτρωτισμού», κάτι που εύρισκε αντίθετο το «αγγλικό» κόμμα[19].

Όλα τα κόμματα πάντως ασπάζονταν την «Μεγάλη Ιδέα» του αλυτρωτισμού, την απελευθέρωση δηλαδή όλων των Ελλήνων και των ομόδοξων χριστιανών από τον Οθωμανικό ζυγό, το καθένα στο δικό του βαθμό και επιζητούσαν μια αυτοκέφαλη εκκλησία.[20]

Οι πολιτικοί την εποχή εκείνη δεν έκριναν ψεκτό να αποδέχονται βοήθεια από τους ξένους και να οικοδομούν την Ελλάδα στα πρότυπα των μεγάλων δυνάμεων διότι όπως έλεγε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, «διατηρούμε ως θεμελιώδη αρχή της σκέψης μας το ότι είμαστε, Έλληνες και όχι Ρώσοι, Άγγλοι, ή Γάλλοι».[21]

3η Ενότητα: Κόμματα και πολιτικές κατά την βαυαρική απολυταρχία

Κατά την έλευση του Όθωνα το απολυταρχικό καθεστώς θεωρήθηκε απαραίτητο ώστε να αποκλειστούν τα κόμματα από τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται την εξουσία για ίδιον όφελος, με την σύμβαση μάλιστα της 25ης Απριλίου/7ης Μαΐου 1832 δόθηκε απόλυτη εξουσία στον αντιβασιλέα.[22]

Η Αντιβασιλεία έδειξε από την πρώτη στιγμή τις προθέσεις της, διατηρώντας αρχικά το κυβερνητικό σχήμα ως την 15η Απριλίου 1833, οπότε διόρισε μέλη του ονομαζόμενου υπουργικού συμβουλίου το Σπυρίδωνα Τρικούπη, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το Γεώργιο Πραΐδη  και τον Ιωάννη Κωλέττη, με καταφανή υπεροχή του «αγγλικού» έναντι του «γαλλικού» κόμματος ενώ δεν εκπροσωπήθηκε το «ρωσικό» κόμμα.[23]

Σύμφωνα με την κρίση της Αντιβασιλείας, οι ξένες Δυνάμεις συνιστούσαν απειλή για την εξουσία, καθώς συνέδεε την πολιτική των επεμβάσεών τους με τα πολιτικά κόμματα, τα οποία επεδίωξε να συνενωθούν υπό το στέμμα για την διασφάλιση της χώρας από ξένες παρεμβάσεις, έστω και θεωρητικά, καθότι ο κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσμπεργκ δεν απέφυγε την εμπλοκή τόσο με τις Δυνάμεις όσο και τα ελληνικά πολιτικά κόμματα.[24] Όμως αποδείχτηκαν λαθεμένες οι εκτιμήσεις της Αντιβασιλείας, πως η παρακώλυση των πολιτικών κομμάτων να συμμετάσχουν στην πολιτική ζωή της χώρας θα τα εξανάγκαζε σε υπόταξη, καθώς ο μεν Κωλλέτης ήταν επιφυλακτικός οι δε «Ναπαίοι» του «ρωσικού» κόμματος με το Κολοκοτρώνη, ήσαν ανυπόμονοι και καθώς είχαν πειστεί για την αρνητική στάση των Βαυαρών, προσπάθησαν με διάφορους τρόπους να βελτιώσουν τη θέση τους σχεδιάζοντας την πτώση της Αντιβασιλείας.[25]

Οι πολιτικές ανακατατάξεις της εποχής, ως απόρροια των «συνομωσιών» και ο εν μέρει παραγκωνισμός του «αγγλικού» κόμματος του Μαυροκορδάτου, είχαν ως συνέπεια να βγει κερδισμένος ο Κωλλέτης και το κόμμα του. Ο Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ δικαιολογώντας τη φιλογαλλική πια στάση της Αντιβασιλείας αποκαλεί το «γαλλικό» κόμμα ως «εθνικό» το οποίο «εκπροσωπεί την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και έχει ως ηγέτη την πλέον δημοφιλή ελληνική προσωπικότητα».[26]

Η πολιτική του Όθωνα απέναντι στα κόμματα ήταν ένας συγκερασμός της στάσης της πρώτης Αντιβασιλείας και του Άρμανσμπεργκ, προσπαθώντας να εφαρμόσει δίκαιη, ουδέτερη και «πατερναλιστική» διοίκηση, απαλλαγμένη από τις υπερβάσεις των κομμάτων, υπό τον απόλυτο έλεγχό του, συνυπάρχοντας και υπονομεύοντας ταυτόχρονα τα κόμματα, καθώς ο ίδιος με ταξίδια και επαφές επεδίωξε να εξουδετερώσει κάθε σχέση μεταξύ του λαού και των προεστών με τους πολιτικούς ηγέτες, χωρίς όμως επιτυχία.

Ο Όθωνας μετέβαλε τη στάση του υπέρ των «Ναπαίων» για εσωτερικούς λόγους καθώς μεγάλωνε η δημοτικότητά τους και την ίδια στιγμή άλλαξε στάση έναντι των Άγγλων καθώς δεν έλαβε την οικονομική βοήθεια που επιθυμούσε από κείνους. Οι «Ναπαίοι» κατόρθωσαν να θέσουν υπό πλήρη έλεγχο την περιφερειακή διοίκηση,  με το «ρωσικό» κόμμα να κυριαρχεί το 1838, όταν ο Όθωνας στράφηκε στη Ρωσία απ’ όπου πήρε τελικά την τρίτη δόση του δανείου.[27]

Επίλογος

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενεργού συμμετοχής των κομμάτων στην πολιτική ζωή της Οθωνικής Ελλάδας αποτελεί η διεκδίκηση συντάγματος καθώς το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος του 1832» της Ε' Εθνοσυνέλευσης Ναυπλίου, έμεινε ανεφάρμοστο από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα με αποτέλεσμα την διεκδίκησή του αρχικά από το «γαλλικό» και το «αγγλικό» κόμμα και στη συνέχεια από κομμάτι του «ρωσικού». Η συνωμοσία οργανώθηκε κατ' αρχάς από τα κόμματα «ρωσικό» και «αγγλικό», σύντομα όμως προσχώρησε και το δυσαρεστημένο «γαλλικό». Απόρροια της συνεργασίας των τριών κυρίαρχων κομματικών ηγετών, του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη και του Μεταξά, ήταν η παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα και η εγκαθίδρυση συνταγματικής μοναρχίας, μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Κατόπιν των γεγονότων και της λήξης της απολυταρχικής περιόδου τα κόμματα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την μεταξύ τους πολεμική τακτική, επιδιώκοντας νέους κοινούς στόχους όπως η απρόσκοπτη εφαρμογή του συντάγματος και η «Μεγάλη Ιδέα».


Βιβλιογραφία


  • Βλάχος Νικόλαος, περιοδικό «Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» του Δ. Καλιτσουνάκη, τόμ. 19, τεύχ. 1, «Η γένεσις του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού κόμματος εν Ελλάδι.», ΚΑ', Αθήνα, 1939.
  • G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α΄, μτφρ. Θ. Παρασκευόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, Νεότερος Ελληνισμός από το 1833 ως 1881, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1977.
  • Μαργαρίτης Γ., Μαρκέτος Σ., Ροτζώκος Ν., Μαυρέας Κ., Ελληνική Ιστορία, Τομ.Γ΄. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
  • Petropoulos J., «Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843)», μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997.


[1] Petropoulos J., «Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843)», μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997, σελ. 101.

[2] Βλάχος Νικόλαος, περιοδικό «Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» Δ. Καλιτσουνάκη, τόμ. 19, τεύχ. 1, «Η γένεσις του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού κόμματος εν Ελλάδι.», ΚΑ', Αθήνα, 1939, σελ. 25.

[3] Βλάχος Νικόλαος, ό.π., σελ. 25.

[4] G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α΄, μτφρ.Θ. Παρασκευόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006, σελ. 141.

[5] Petropoulos J., «Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843)», μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997, σελ. 16.

[6] Μαργαρίτης Γ., Μαρκέτος Σ., Ροτζώκος Ν., Μαυρέας Κ., Ελληνική Ιστορία, Τομ.Γ΄. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 146.

[7] G. Herring, ό.π., σελ. 63.

[8] Μαργαρίτης Γ., ό.π., σελ. 147.

[9] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ`, Νεότερος Ελληνισμός από το 1833 ως 1881, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1977, σελ. 14.

[10] Ίδιο, σελ. 28.

[11] Ίδιο, σελ. 29.

[12] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 29.

[13] Ίδιο, σελ. 29.

[14] Ίδιο, σελ. 29..

[15] Petropoulos J., ό.π., σελ. 15.

[16] G. Herring, ό.π., σελ. 224.

[17] G. Herring, ό.π., σελ. 200.

[18] G. Herring, ό.π, 273.

[19] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 87-88.

[20] Μαργαρίτης Γ., ό.π., σελ. 165.

[21] G. Herring, ό.π., σελ. 267.

[22] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 36.

[23] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 45.

[24] Ίδιο, σελ. 45-46.

[25] Ίδιο, σελ. 45.

[26] Ίδιο, σελ. 47.

[27] Petropoulos J., ό.π., σελ. 334-336.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 


Πηγή ΦΩΤΟ ΕΔΩ


Ο αγρότης και τα φασόλια στην τσέπη του...

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας αγρότης που έβαζε, κάθε πρωί, μια χούφτα φασόλια στην αριστερή του τσέπη. Κάθε φορά που έβλεπε ή γνώριζε κάτι όμορφο κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν απολάμβανε κάτι ή όταν είχε μια στιγμή ευτυχίας, έπαιρνε ένα φασόλι από την αριστερή τσέπη του παντελονιού του και το έβαζε στη δεξιά.
Αυτό δεν συνέβαινε συχνά στην αρχή, αλλά μέρα με τη μέρα, υπήρχαν περισσότερα φασόλια που κινούνταν από την αριστερή προς τη δεξιά του τσέπη. Το άρωμα του φρέσκου πρωινού αέρα, το γλυκό τραγούδισμα των πουλιών στην κορυφογραμμή, το γέλιο των παιδιών του, η ωραία κουβέντα μ' έναν γείτονα κι ένα φασόλι ταξίδευε από την αριστερή προς τη δεξιά του τσέπη.
Πριν πάει για ύπνο το βράδυ, μετρούσε τα φασόλια στη δεξιά του τσέπη και με κάθε φασόλι που έβρισκε εκεί, μπορούσε να θυμηθεί και μια θετική εμπειρία. Ικανοποιημένος και χαρούμενος έπεφτε για ύπνο, ακόμα κι αν είχε μόνο ένα φασόλι στη δεξιά του τσέπη...


«Ο δεύτερος Ελληνικός «αποικισμός» και οι συνέπειές του, κατά την αρχαϊκή περίοδο», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή …...………………………………………………………………….. 2
Κεφάλαιο Α΄: Ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός……………………………  3
Κεφάλαιο Β΄: Οι συνέπειες του β΄ Ελληνικού Αποικισμού ………………….. 6
Επίλογος  …...………………………………………………………………….. 8
Βιβλιογραφία .………………………………………………………………….. 8

Εισαγωγή

Σε αυτή την εργασία καλούμαστε να εξετάσουμε τον δεύτερο Ελληνικό «αποικισμό» και τις συνέπειές του στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο των Ελλήνων.

Ο Ελληνικός αποικισμός, ήταν μια διέξοδος στην κρίση του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ., μια προγραμματισμένη και οργανωμένη μετανάστευση, την οποία πραγματεύεται η παρούσα εργασία.

Στην εργασία παρουσιάζονται τα αίτια, τα χαρακτηριστικά και εξάπλωση του αποικισμού, οι σχέσεις μεταξύ των μητροπόλεων, των αποικιών και των γηγενών κατοίκων, καθώς και οι λόγοι που ώθησαν τους Έλληνες της αρχαϊκής περιόδου  να μετοικίσουν.

Επιπλέον, γίνεται αναφορά στις συνέπειες και τα αποτελέσματα του δεύτερου αποικισμού, στις σημαντικές αλλαγές που επέφερε στο οικονομικό περιβάλλον της εποχής με την ραγδαία ανάπτυξη των αποικιών, μέσω του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας, τις μεταλλάξεις στην κοινωνία, καθώς και στην μεγάλη εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού.

Κεφάλαιο Α΄:    Ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός

Είναι γνωστό ότι, από τα μέσα του 8ου έως και τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να επεκτείνονται σταδιακά από την Ελληνική ενδοχώρα, στη Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο και την Αφρική, στα μήκη και πλάτη του τότε γνωστού κόσμου, ως μια διέξοδο στην κρίση της περιόδου.[1] Η οργανωμένη αυτή αποικιακή εξάπλωση, που παραδοσιακά αναφέρεται με τον όρο δεύτερος ελληνικός αποικισμός, είναι η πρώτη ιστορική διεργασία, ως χαρακτηριστικό της πρώτης χρονικής περιόδου της δημιουργίας των πόλεων από τους Έλληνες.[2]

Η αφετηρία, το ερέθισμα του πρωτοφανούς αυτού αποικισμού, έλκουν την προσοχή των σύγχρονων ερευνητών, για το αν οι αποικιστές προσβλέπουν στην οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση των περιοχών, ή αν αναζητούν μια άλλη μόνιμη εστία, με τη δεύτερη εκδοχή να συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες, όπως οι φιλολογικές πηγές της εποχής και τα ανασκαφικά δεδομένα μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε.[3]

Σε αντίθεση με τον πρώτο Ελληνικό αποικισμό, για τον οποίο μόνον θρύλοι και μνημεία μας πληροφορούν, καθώς είναι προϊστορικός, ο δεύτερος περιλαμβάνεται ολόκληρος στο πλαίσιο των ιστορικών χρόνων. Υπάρχει όμως μια ακόμη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ανυπολογίστου σημασίας ρευμάτων του Ελληνισμού. Ο πρώτος αποικισμός έγινε εν μέρει υπό το κράτος της βίας της επιδρομής των Πελασγών, Κρητών, Αχαιών, Αιολέων, Ιώνων και Δωριέων, οι οποίοι εξανάγκασαν τους κατοίκους να εκπατριστούν, αντιθέτως, ο δεύτερος αποικισμός έγινε με την ελεύθερη βούληση των μετοίκων και με πλήρη συναίσθηση του επιδιωκόμενου σκοπού.[4] Οι αρχαιότατες ελληνικές αποικίες, στον πρώτο αποικισμό, ήταν κυρίως ομάδες τυχοδιωκτών οι οποίοι εγκαταλείποντας την πατρίδα τους, με την οικογένεια και τα υπάρχοντά τους, αναζητούσαν νέα χώρα εγκατάστασης και νέο τόπο να κτίσουν την κατοικία τους.[5] Κάποιες από τις αποικίες που δημιουργήθηκαν εξαιτίας εξωτερικών εισβολών ή εμφυλίων πολέμων και διαμαχών, δεν γίνονταν με τους συγκεκριμένους τύπους, δεν είχαν δηλαδή τη συγκατάθεση της μητρόπολης. Οι συνήθεις όμως αποικίες, κατά το β΄ αποικισμό, δημιουργούνταν αβίαστα, με τη σύμφωνη γνώμη των αρχών της μητροπόλεως και τις οδηγίες του διορισμένου απ’ αυτήν «οικιστή», άλλοτε δε γινόταν με συνεργασία περισσότερων πόλεων. Ο οικιστής, που προέρχονταν συνήθως από την άρχουσα τάξη των ευγενών, εκτός από την αρχηγία της εκστρατείας και την ευθύνη της εγκατάστασης των μετοίκων, είχε και την ευθύνη οχύρωσης της πόλης, την κάλυψη των λατρευτικών αναγκών των πολιτών, με την κατασκευή ναών, την νομοθετική πρωτοβουλία, αλλά και την διανομή των νέων γαιών, την «κληρουχία», μετά δε το θάνατό του λατρευόταν ως ήρωας.[6]

Η αποικία, όπως και αν αυτή είχε δημιουργηθεί, θεωρούνταν πολιτικά μεν ανεξάρτητη από την μητρόπολη, ήταν όμως ενωμένη με αυτήν με συγγενικούς δεσμούς και σύμφωνα με τα ελληνικά ιδεώδη, οι σχέσεις τους ήταν μητέρας - κόρης.[7]

Οι σχέσεις μεταξύ των Ελληνικών μητροπόλεων και των αποικιών τους δεν υπήρξαν κυριότητας και υποταγής, αλλά σχέσεις εθνικές, θρησκευτικές, φυλετικές, οργανικές και οικονομικές. Οι αποικίες των Ελλήνων απολάμβαναν αυτοτελή, ελεύθερη ζωή και δεν έπαιζαν το ρόλο «μαστοφόρου αγελάδας», αναγνώριζαν όμως την πνευματική και φυλετική ηγεμονία της μητροπόλεως.[8] Ωστόσο, οι δεσμοί των νέων πόλεων-κρατών με τις μητροπόλεις τους, καθώς ήταν ανεξάρτητες και δημιουργήθηκαν από την αρχή, ήταν χαλαροί και σε πολλές περιπτώσεις ανύπαρκτοι, ενίοτε δε, οι σχέσεις τους ήταν εχθρικές.[9] Οι σχέσεις των αποίκων με τους αυτόχθονες κατοίκους ήταν συνήθως ειρηνικές, χωρίς πολεμικές συρράξεις και αντιδράσεις, κατά την άφιξη και την εισχώρησή τους. Αναπτύσσονταν μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις και οι γηγενείς ασπάζονταν πολιτισμικά στοιχεία των νέων γειτόνων τους. Δεν έλειψαν όμως οι περιπτώσεις εντάσεων και εμπλοκών, όπως μαρτυρούν η παρουσία στρατιωτικών φυλακίων, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις, η εξαφάνιση των ντόπιων πληθυσμών.[10]

Οι λόγοι που ώθησαν στη μετανάστευση τους Έλληνες κατά τον β΄ αποικισμό, ήταν κυρίως οικονομικοί, όμως δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε μια σειρά αιτίων που ήταν εξίσου σημαντικά, όπως η «στενοχωρία», το σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα που προέκυψε από την μεγάλη αύξηση του πληθυσμού και τον περιορισμό των καλλιεργήσιμων γαιών.

Επιπλέον, ήταν η ανάγκη προμήθειας σιδηρομεταλλεύματος, που ήταν αναγκαίο για την κατασκευή εργαλείων και όπλων, η έλλειψη δημητριακών που δεν παράγονταν επαρκώς στην Ελλάδα και η αναζήτηση νέων αγορών για προμήθεια σημαντικών πρώτων υλών και πώληση αγαθών. Εκτός απ΄ αυτά, οι εσωτερικές πολιτικές ανακατατάξεις και έριδες, αλλά και ο χαρακτήρας του «ριψοκίνδυνου Οδυσσέα», όπως καταθέτουν πηγές εκείνης της περιόδου, σε συνάρτηση με τις γνώσεις τους για τους θαλάσσιους δρόμους και τους τόπους προορισμού τους, συμπληρώνουν τον κατάλογο των λόγων που ώθησαν τους ανθρώπους εκείνους να εγκαταλείψουν μαζικά και οργανωμένα τις πατρογονικές τους εστίες.[11]

Τη δεύτερη περίοδο επέκτασης των Ελλήνων χαρακτηρίζει η διεύρυνση των τόπων καταγωγής αλλά και των χώρων εγκατάστασης των αποίκων.[12] Η νέα αυτή διασπορά των Ελλήνων διαχωρίζεται κυρίως σε δύο χρονικές περιόδους. Στην πρώτη περίοδο, από τα μέσα του 8ου μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ., Έλληνες άποικοι εγκαθίστανται στη νότια Ιταλία και τη Σικελία, προερχόμενοι κυρίως από την Εύβοια και διάφορες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Το μεταναστευτικό ρεύμα συμπληρώνουν κάτοικοι άλλων περιοχών του Αιγαίου, όπως Ρόδιοι και Κρήτες, στο τέλος αυτής της περιόδου.[13] Τα μέρη από τα οποία έλκουν την καταγωγή τους οι άποικοι της δεύτερης περιόδου πολλαπλασιάζονται, καθώς Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τα νησιά του Αιγαίου παίρνουν μέρος στην ίδρυση των αποικιών. Κατά την εγκατάσταση στις περιοχές της Ιταλίας και της Σικελίας κατασκευάζονται νέες αποικίες και υποδομές, κοντά στις παλιές, η μετοίκηση όμως των Ελλήνων εκτείνεται προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, από τις βόρειες ακτές του Αιγαίου, τις Δυτικές ακτές της Μεσογείου, τον Ελλήσποντο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, ως την Βόρεια Αφρική. Οι Έλληνες κατάφεραν να υπερισχύσουν στις θαλάσσιες οδούς της Μεσογείου και να επικρατήσουν στον τομέα του εμπορίου, από τις Ηράκλειες Στήλες ως τον Καύκασο, μέσα σ’ ένα διάστημα δύο αιώνων.[14] Όπως στον πρώτο, έτσι και στον δεύτερο αποικισμό, τα ναυτιλιακά μέσα της εποχής εξακολουθούσαν να είναι πρωτόγονα, αλλά οι επιδέξιοι και τολμηροί Έλληνες ναυτικοί κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες και να διασχίσουν απ’ άκρη σ’ άκρη τη Μεσόγειο θάλασσα. Οι Έλληνες ανήγαγαν την τέχνη της ποντοπορίας με ιστία, σε ότι τελειότερο και ευφυέστερο για την εποχή, αξιοποιώντας την πείρα, τη γνώση και την τόλμη της υψηλής τέχνης της ναυσιπλοΐας.[15]

Κεφάλαιο Β΄:   Οι συνέπειες του Β΄ Ελληνικού αποικισμού


Είναι γεγονός ότι ο β΄ Ελληνικός αποικισμός, η αποικιστική εξάπλωση των Ελλήνων, σε μια τόσο σημαντική έκταση και χρονική περίοδο, υπήρξε ένα φαινόμενο που επηρέασε καθοριστικά την οικονομία και την κοινωνία και συνέβαλλε στην πολιτιστική πρόοδο των αρχαϊκών χρόνων.[16]

Ένα πραγματικό οικονομικό θαύμα επιτέλεσαν οι Έλληνες με τον δεύτερο Ελληνικό αποικισμό, πετυχαίνοντας την έξοδο από την κρίση της εποχής, πέρα από τα όρια της πόλης - κράτους, μέσα στο ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο της αποικιακής επέκτασης. Το εμπόριο αναπτύσσεται ραγδαία όπως και η ναυτιλία, με την βελτίωση και ανάπτυξη των μέσων ναυσιπλοΐας, λόγω των αυξημένων αναγκών στα μακρινά ταξίδια, ενώ εξελίχθηκαν και οι μέθοδοι της μεταλλουργίας.[17]

Η οικονομία των Ελληνικών πόλεων από κλειστή οικιακή, αγροτική και φυσική, γίνεται συναλλακτική, αποκτώντας εμπορευματοχρηματικό χαρακτήρα με την κοπή και την ευρύτερη χρήση νομίσματος.[18] Η ανταλλαγή και η πώληση εμπορευμάτων μεταξύ των αποικιών και των μητροπόλεών τους, αλλά και των αυτοχθόνων λαών, αύξησε θεαματικά το εμπόριο και αυτό με τη σειρά του τη ζήτηση πρώτων υλών, προκαλώντας την εργασιακή εξειδίκευση, συμβάλλοντας ταυτόχρονα μ’ αυτόν τον τρόπο στην αύξηση της παραγωγής.

Επακόλουθο της αυξημένης ζήτησης σε εργατικό δυναμικό, καθώς διευρύνεται η σφαίρα των γνώσεων σε πολλούς τομείς της καθημερινότητας, είναι η θεματική αύξηση του θεσμού της αργυρώνητης δουλείας. Η χρήση δούλων ως εργαζόμενων σε μεταλλεία, λατομεία και ποικίλες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής, ήταν η επικρατούσα πρακτική ως παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης, καθώς εξασφάλιζε φτηνά εργατικά χέρια.[19]

Οι σημαντικές αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον της εποχής του δεύτερου Ελληνικού αποικισμού, ευνοούν τις αλλαγές στην κοινωνία, τη δημιουργία των πρώτων πόλεων-κρατών και την πολιτική τους συγκρότηση. Αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών είναι και η εμφάνιση μιας νέας κατηγορίας πολιτών, εκείνης που πλούτισε από την οικονομική δραστηριότητα και επιδίωκε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη νομή της εξουσίας, αλλά και να βελτιώσει το κοινωνικό της επίπεδο.[20]

Αναντίρρητα όμως, πρώτη συνέπεια του μεταναστευτικού αυτού ρεύματος των Ελλήνων, ήταν η εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού, καθώς οι άποικοι δεν αποκόπτουν τους δεσμούς τους με την πατρώα γη.[21] Η Ελλάδα διέλαμψε εξαιτίας των αποικιών της, καθώς η Ελληνική αποικία άνοιξε τα φτερά της σε νέους ορίζοντες πολιτισμού και σοφίας, βασιζόμενη στα ιδανικά της. Μεταλαμπάδευσε στην μητρόπολη τις νέες εμπειρίες της, αντάλλαξε με αυτή τον πλούτο της και συγχρόνως δέχτηκε τους κοινωνικούς, πολιτικούς, νομοθετικούς, θρησκευτικούς, πνευματικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, τους οποίους ανέπτυξε στο έπακρο.[22] Υπόδειγμα αποτελούν οι νόμοι που θεσπίστηκαν σε κάποιες αποικίες και αποτέλεσαν παράδειγμα για όλους τους Έλληνες.[23]

 Σημαντικό γεγονός αποτελεί επίσης η διάδοση του Χαλκιδικού αλφάβητου στην Κάτω Ιταλία και στις αρχαίες Ιταλικές φυλές (Σταμνίτες, Λατίνους, Ετρούσκους κ.ά.), μέσω της Κύμης, αποικίας των Χαλκιδέων στην περιοχή, αποτελώντας το θεωρητικό στήριγμα του μεταγενέστερου λατινικού αλφάβητου.[24] Το αλφάβητό τους εισήγαγαν και σε άλλους λαούς, σε περιοχές που δεν υπήρχε γραφή, μαζί με τις παραδόσεις, τη γλώσσα και τους συνυφασμένους μαζί της, μύθους, μεταφέροντας παράλληλα στις νέες πατρίδες τις τεχνικές και την τέχνη του πολέμου.[25] Οι Έλληνες έποικοι στις επαφές τους με τους επιχώριους, ανταλλάσσουν πολιτιστικά συστατικά της κουλτούρας τους, μαθαίνουν από κείνους να κατασκευάζουν χάλκινα και πήλινα ειδώλια και ενστερνίζονται την εικονιστική διακόσμηση σε αγγεία και τάφους, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα.[26] 
Οι αυτόχθονες πάντως δεν ασκούν σημαντική επιρροή στους Έλληνες αποίκους.[27]

Επίλογος

Συνοψίζοντας μπορούμε να επισημάνουμε, πως ο δεύτερος Ελληνικός αποικισμός, που ξεκίνησε μέσα από μια κρίση στα μέσα του 8ου και διήρκεσε ως τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., είχε διακριτά χαρακτηριστικά σε σχέση με τον πρώτο αποικισμό. Οι νέοι Έλληνες άποικοι, συγκροτημένα και συντεταγμένα, ξεκινούσαν μια πορεία όχι πια προς το άγνωστο, αλλά γνωρίζοντας και προγραμματίζοντας τον προσδοκώμενο στόχο, την αναζήτηση δηλαδή νέων φιλόξενων πατρίδων, οικονομική ευμάρεια, εμπορικές συναλλαγές και προϊόντα, έχοντας αφετηρία και πυξίδα μια μητρόπολη που τους έδινε στήριξη και βοήθεια.

Εύκολα, λοιπόν, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, ότι η μητρόπολη, όπως και ολόκληρος ο Ελληνισμός, ωφελήθηκε από το αποτέλεσμα της μαζικής αυτής μετανάστευσης των αρχαϊκών χρόνων, καθώς οι ορίζοντές τους διευρύνθηκαν, οι οικονομικές απολαβές από το εγχείρημα ήταν τεράστιες, όπως και η πολιτισμική ανάπτυξη των αποικιών, των γηγενών πληθυσμών αλλά και των μητροπόλεων.


Βιβλιογραφία


1.      C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 1999.

2.      Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, Σοφία Ζουμπάκη, Ελένη Ζυμή, Θουκυδίδης Ιωάννου, Αντώνης Μαστραπάς, Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α΄, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002.

3.      Πασσάς Ιωάννης Δ., Επιμελητής, «Β΄ «Αι Αποικίαι των Ιστορικών χρόνων», Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», Τόμος 7, «Ελλάς», Αθήνα, 1960.

4.      Συγγραφέν μεν υπό διάφορων λόγιων και του εκδόντος αυτό διδάκτορος W. Smith, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, μεταφρασθέν δε εκ του Αγγλικού πρωτότυπου υπό Δ. Πανταζή, Β΄ Έκδοση, Αθήνα, 1860.

5.      Τ. Πετρής, Εύβοια: Ιστορία, τέχνη, λαογραφία, σύγχρονη ζωή, εκδ. Τούμπης, Αθήνα, 1982.

[1] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, Σοφία Ζουμπάκη, Ελένη Ζυμή, Θουκυδίδης Ιωάννου, Αντώνης Μαστραπάς, Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α΄, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σ. 91.

[2] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1999, σ. 168.

[3] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.

[4] Πασσάς Ιωάννης Δ., Επιμελητής, «Β΄ «Αἱ ἀποικίαι τῶν ἱστορικῶν χρόνων», Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», Τόμος 7, «Ελλάς», Αθήνα, 1960, σ. 88.

[5] Συγγραφέν μεν υπό διάφορων λόγιων και του εκδόντος αυτό διδάκτορος W. Smith, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, μεταφρασθέν δε εκ του Αγγλικού πρωτότυπου υπό Δ. Πανταζή, Β΄ Έκδοση, Αθήνα, 1860, σ. 62.

[6] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.

[7] Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας., ό.π., σ. 62-63.

[8] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.

[9] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.

[10] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.

[11] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 90.

[12] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 172-173.

[13] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 91.

[14] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[15] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.

[16] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[17] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[18] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[19] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[20] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 92.

[21] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 180.

[22] Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», ό.π., σ. 89.

[23] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 181.

[24] Τ. Πετρής, Εύβοια: Ιστορία, τέχνη, λαογραφία, σύγχρονη ζωή, Αθήνα, εκδ. Τούμπης, 1982, σ. 28

[25] C. Mosse- A. Scnhapp- Gourbeillon, ό.π., σ. 180-181.

[26] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 93.

[27] Θάνος Βερέμης, Ιωάννης Γιαννόπουλος, κ.α.., ό.π., σ. 93.

(ΕΛΠ-11-1)


Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com


Contact With Me

Contact Us
DIMITRIS KARELIS
+306947185990
Athens, Greece