Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης
Από αρχαιοτάτων χρόνων είχαν δημιουργηθεί υποτυπώδη ή πιο καλοστημένα, κατά περίπτωση, σημεία ανάπαυσης ταξιδιωτών και εμπορευόμενων.
Όμως από τις αρχές του 17ου αιώνα, όταν οι ανάγκες για μεγάλες μετακινήσεις, κυρίως λόγω της μεγάλης ανάπτυξης του εμπορίου, αλλά και τις μετακινήσεις περιηγητών και ταξιδευτών της εποχής εκείνης, δημιουργήθηκαν περισσότερο οργανωμένοι χώροι ανάπαυσης και σίτισης για ανθρώπους και ζώα. Άρχισαν τότε να αναπτύσσονται οι πρώτες παράγκες κατά μήκος των εμπορικών οδών, σε όλο το δίκτυο των εμπορικών δρόμων από Ασία, Βόρεια Αφρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, ειδικά κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκαν σε μόνιμα και οργανωμένα οικήματα τα λεγόμενα καραβάν σεράγια (kervansaray) ή χάνια (από την τουρκική λέξη han=πανδοχείο).
Παρεμφερής και η μνεία του Άγγλου Karl Baedeker, ο οποίος αναφερόμενος στην επίσκεψή του στην πόλη του Δομοκού στα τέλη του 19ου αι., δεν θα παραλείψει να αναφερθεί στην διαμονή του ίδιου στο σπίτι του επισκόπου Θαυμακών και να πει πως οι υπόλοιποι συνοδοιπόροι του «θα πρέπει να συμβιβαστούν με τα θλιβερά καταλύματα στέγασης ενός χανιού και το φτωχικό πιάτο των μαγειριών». Στην περιοχή υπήρχε και το Χάνι Δερβένι στη Ράχη, στον αυχένα της Όθρυος στο σημερνό 16ο χιλ. Λαμίας - Δομοκού, και πιθανότατα ένα ακόμη στο χωριό κάτω Δερβένι ή Παλιοντέρβενο που βρισκόταν κοντά στον οδικό άξονα ή καρόδρομο όπως τον έλεγαν οι ντόπιοι κάτοικοι, Ζητουνίου (Λαμίας) και Δομοκού.
Στο «Δρομοδείκτη» της Ελλάδας του Μιχαήλ Γλυκού από τα Ιωάννινα (έκδ. στη Βενετία το 1829) και στη διαδρομή «από Ιωάννινα εις Ζητούνι» αναφέρεται στην διαδρομή από Θαυμακό (Δομοκό) στο Ζητούνι (Λαμία), το «Χάνι Βιρβαλί», σε πορεία 4½ ωρών μετά την πόλη του Δομοκού προς Λαμία. Ακόμη υπήρχαν γνωστά χάνια στο Νεζερό (Άγιο Στέφανο), όπως αυτό του Γιώργου Κουτσούκου, αλλά και του Γιάννη Τετριμίδα, ο οποίος είχε Χάνι στις Πέντε Βρύσες.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα, ο θεσμός αυτός των χανιών ατόνησε λόγω της δημιουργίας πανδοχείων στα αστικά κέντρα. Τα χάνια ήταν συνήθως πολυγωνικά ή τετραγωνικά κτίσματα, που αναπτύσσονταν γύρω από μια κεντρική αυλή, με ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο περιφραγμένο εξωτερικό, με μια ενιαία πύλη αρκετά μεγάλη ώστε να επιτρέπει την είσοδο σε μεγάλα ή βαριά φορτωμένα ζώα όπως οι καμήλες.
Η αυλή αυτή περιβαλλόταν από χαγιάτια (στοές) και οδηγούσε στο δρόμο μέσω μιας και μόνο πύλης που ασφαλιζόταν επιμελώς τις νύχτες.
Ο εσωτερικός χώρος ήταν εφοδιασμένος με μια σειρά από πανομοιότυπους πάγκους, όρμους, κόγχες, ή θαλάμους, για να φιλοξενεί τους εμπόρους και τους υπαλλήλους τους, τα ζώα και τα εμπορεύματα. Τα δωμάτια των ταξιδιωτών (οντάδες) βρίσκονταν στο πρώτο όροφο, ενώ στο ισόγειο υπήρχαν και οι βοηθητικοί χώροι, δηλαδή οι αποθήκες, οι στάβλοι, διάφορα εργαστήρια, το μαγειρείο κλπ., ενώ μερικές φορές είχαν περίτεχνα λουτρά. Προμήθευαν επίσης ζωοτροφές για τα ζώα κι οι ταξιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν νέες προμήθειες.
Επιπλέον, οι κάτοικοι της περιοχής αλλά και τα καταστήματα, αγόραζαν αγαθά από τους ταξιδιώτες εμπόρους.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ο σοβαρότερος λόγος ύπαρξης αυτών των πανδοχείων κατά μήκος των εμπορικών οδών ήταν πως οι οργανωμένοι δρόμοι και οι κατοικημένες περιοχές ήταν συνήθως απαλλαγμένες από κινδύνους.
Πηγές:
- Δημήτρης Β. Καρέλης, «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δομοκός 2013.
- Karl Baedeker, Greece: Handbook for Travellers, London 1894, Σελ. 230.
- Henry Holland - Δόκτορ, μέλος της Αγγλικής Βασιλικής Ακαδημίας - «Ταξίδι στη Μακεδονία και Θεσσαλία» (1812-1813), Μετάφραση Γιώργος Καραβίτης, εκδόσεις Αφων Τολίδη, Αθήνα 1989.