-->

i Love to Create!

I AM

image
Hello,

I'm ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΚΑΡΕΛΗΣ

Ονομάζομαι Δημήτρης Καρέλης, είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης (Μ.Δ.Ε.) από το ΜΠΣ «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. Γεννήθηκα στη Λαμία και ζω στη Καλλιθέα Αττικής, είμαι παντρεμένος και έχω ένα γιο. Εργάζομαι ως υπάλληλος στον όμιλο Δ.Ε.Η. Α.Ε. από το 1993 και υπηρετώ στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε.). Σήμερα είμαι συνδικαλιστής, Εκτελεστικός Σύμβουλος Πολιτιστικών Θεμάτων και Μέλος του Δ.Σ. της ΓΕΝ.Ο.Π-Δ.Ε.Η.-Κ.Η.Ε., ενώ χρημάτισα επί σειρά ετών Πρόεδρος, Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος Δ.Σ. του ιστορικού συνδικάτου «Πανελλαδικός Σύλλογος Καταμετρητών-Εισπρακτόρων Δ.Ε.Η.». Είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος, με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Από την παιδική μου ηλικία, με πυξίδα τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, ξεκίνησα ένα μακρύ ταξίδι στο χώρο του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της παράδοσης, της γραφής, του λόγου και του στοχασμού.


Education
University

Culturologist

Postgraduate

Master of Arts in Public History

School of Amusement

Self-taught painter


Experience
Electricity worker

Public Power Corporation of Greece

Public Historian

Historical author-researcher

Painter

Art and painting lover


My Skills
Writing
Painting
Disquisition
Design

About Books

«Η βιβλιοθήκη κατοικείται από πνεύματα που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα». – Ιζαμπέλ Αλιέντε.

friendship

«Ένα μόνο τριαντάφυλλο μπορεί να είναι ο κήπος μου, αλλά μόνο ένας φίλος, ο κόσμος μου». – Λέο Μπουσκάλια

be yourself

«Να είσαι ο εαυτός σου, αλλά πάντα ο καλύτερος εαυτός σου». – Karl G. Maeser

about love

«Το να αγαπιέσαι βαθιά σου δίνει δύναμη, ενώ το να αγαπάς βαθιά σου δίνει κουράγιο». – Λάο Τσε.

WHAT I DO

Author-writer

«Είτε γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί, είτε κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», Βενιαμίν Φραγκλίνος

Culturologist

«Ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, κατακτάται», Αντρέ Μαλρώ

Painter

«Η ζωγραφική είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να κρατάς ημερολόγιο», Πάμπλο Πικάσο

Some of my work

«Υψωμένα Δέντρα»: Πως ξόρκιζαν κάποτε τα κακά και τις επιδημίες


Ο επιβλητικός «Υψωμένος Πλάτανος», στον Άγιο Γεώργιο Δομοκού, που «υψώθηκε» για πρώτη φορά σε μεγάλη λιτανεία το 1920, πιθανόν στα πλαίσια της «Ισπανικής Γρίπης» (1918-21) που έπληξε και την περιοχή. 
 «Υψωμένα Δέντρα»: Πως ξόρκιζαν κάποτε τα κακά και τις επιδημίες
Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Καρέλης

Κάποτε, σε περιόδους λοιμών ή λιμών (επιδημιών ή πείνας) και παρατεταμένης ξηρασίας, οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν καρτερικά και ψύχραιμα τις αντιξοότητες και τις δυσχέρειες. Ωστόσο, όταν το πράγμα έφτανε στο μη περαιτέρω, οι άνθρωποι εύρισκαν τελευταίο καταφύγιο στο Θεό.  Έκτακτοι αγιασμοί, λιτανείες ανάγκης (για βροχή και επιδημίες), μεταφορά Αγίων Λειψάνων, ειδική τέλεση λειτουργίας, εγκοίμηση (διανυκτέρευση στην εκκλησία), αναθήματα και τάματα (ταξίματα), ήταν οι τρόποι με τους οποίους προσπαθούσαν να ξορκίσουν το κακό. Ένας από τους τρόπους αυτούς, κυρίως σε καιρούς επιδημικής ασθένειας, ήταν και το «Ύψωμα των δέντρων».
Οι κάτοικοι των πληττόμενων περιοχών, διάβαζαν πρωινή λειτουργία κι υστέρα έβγαζαν τις μεγάλες εικόνες της εκκλησιάς και με ψαλμωδίες έκαναν το γύρο, έξω απ’ το χωριό. Κάνοντας την κυκλική περιφορά, στέκονταν σε κάθε δέντρο που είχαν επιλέξει, συνήθως πλάτανο, καρυδιά, καστανιά, γκορτσιά, ασκαμνιά (μουριά) ή βελανιδιά («δέντρος»), εφτά ή τέσσερα τον αριθμό, σταυρωτά σε κάθε σημείο του ορίζοντα, ενώ ο παπάς έβγαζε μ’ ένα μαχαιράκι ένα στρογγυλό κομμάτι απ’ τον κορμό του δέντρου, τοποθετούσε ένα Άρτο διαβασμένο και το σφράγιζε με κερί. Στην περιοχή του Δομοκού κάρφωναν πάνω στον κορμό κι ένα σιδερένιο σταυρό. Μερικές φορές η ιεροτελεστία γίνονταν με τη συμμετοχή ιερέων των γειτονικών χωριών, για μεγαλύτερη επισημότητα.
Ο κόσμος επέστρεφε με τις εικόνες και τους ιερείς στο Ναό του χωριού και κατόπιν σκόρπιζε, γεμάτος πίστη, πως με τη δύναμη του Θεού την επαύριον θα ήταν όλα πολύ καλύτερα. Σε λίγα χρόνια τα υψικάρηνα δέντρα, μαζί με  την επούλωση της πληγής τους, εξαφάνιζαν εντός του κορμού τους τον Άρτο και τον Σταυρό και γινόταν πλέον κιβωτοί ιερής παρακαταθήκης ως «Υψωμένα Δένδρα». Απ’ τα Υψωμένα δέντρα δεν έκοβαν ούτε ένα κλωναράκι, καθώς τα είχαν Ιερά, γιατί αυτά εμπόδιζαν την αρρώστια να μπει μέσα στο χωριό. Τα χωριά πού ήταν σταυρωμένα, ήταν πλέον προστατευμένα από τα Ιερά Δέντρα και δεν πάθαιναν μεγάλη αρρώστια ή άλλο κακό. Σε πολλά μέρη, κρεμούσαν για την αποτροπή του κακού στα δέντρα αυτά μαντήλια ή άλλα αντικείμενα.
Η τελετουργική αυτή πρακτική, έλκει την καταγωγή της προφανώς στις προελληνικές θρησκείες, όπως της Κρήτης και των Μυκηνών, όπου αναφέρονται ιερά του δέντρου και αγροτικές λατρείες, ενώ τα Ιερά Δέντρα λατρεύονταν ταυτόχρονα και ως κατοικία κάποιας θεότητας. Επίσης, η χάραξη μαγικού-προστατευτικού κύκλου ή φραγμού, που σχηματιζόταν με περισχοινισμό, γινόταν από τους αρχαίους Έλληνες με σκοπό την αποτροπή των κακών από καθοσιωμένου χώρου, όπως τα δικαστήρια και η εκκλησία. Κατά τον περισχοινισμό, μια κλωστή τυλιγμένη σε κουβάρι ξετυλίγονταν γύρω από χώρους λατρείας ή από τα σπίτια με σκοπό να ξορκίσουν το κακό. Ο περισχοινισμός διασώθηκε στα νεότερα χρόνια με το νημάτωμα των εκκλησιών ή χωριών, κυρίως σε περιόδους επιδημιών.

Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com

«Η Σταύρωση», ακρυλικό σε πέτρα

Μετά τη Σταύρωση, έρχεται πάντα η Ανάσταση!
Αγιογραφία με τίτλο «Η Σταύρωση», ακρυλικό σε πέτρα, δύσκολη αλλά χαλαρωτική τεχνοτροπία…

Η Επανάσταση του 1821 στην περιοχή του Δομοκού

Η Επανάσταση του 1821 στην περιοχή του Δομοκού
Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

Ο πληθυσμός της Θεσσαλίας, στην οποία ανήκε διοικητικά ο Δομοκός, την εποχή της Επανάστασης αριθμούσε περίπου 350 χιλιάδες κατοίκους εκ των οποίων τα 3/4 ήταν χριστιανοί και το εν τέταρτον περίπου Οθωμανοί της φυλής των Κονιάρων.[1] 
Οι απελευθερωτικοί αγώνες της περιφέρειας Δομοκού, πριν την επανάσταση του 1821, αρχίζουν με τις προσπάθειες του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου Φιλοσόφου, του Γεωργίου Παπαζόλη, του Θεοδώρου Ορλώφ, του Λάμπρου Κατσώνη και του Ανδρίτσου, πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του παπα-Θύμιου Βλαχάβα, του Νικοτσάρα, του Ρήγα Βελεστινλή και των διαφόρων κλεφταρματωλών των Αγράφων και της Όθρης. Η ιστορική παράδοση του Ελληνικού Έθνους, η πνευματική και οικονομική άνοδος του παροικιακού και του υπόδουλου ελληνισμού κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, η διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών της εποχής, η οργανωτική προετοιμασία από τη Φιλική Εταιρεία και οι ετοιμοπόλεμες δυνάμεις των κλεφτών και των αρματολών, υπήρξαν τα θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίχτηκε η επανάσταση του 1821. 
Η βόρεια Φθιώτιδα μέχρι τις παραμονές της επανάστασης του 1821 βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και του γιου του, Βελή πασά. Μετά το θάνατό του, περιήλθε στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη και του Μαχμούτ πασά Δράμαλη, γνωστών από το ρόλο που έπαιξαν στον εθνικό μας αγώνα. Η πόλη του Δομοκού ήταν έδρα Τούρκου πασά και υπήρχε σ’ αυτόν πάντα ισχυρή φρουρά. Ο γάλλος γιατρός Pouqueville αναφέρει: «Η Θαυμακός δε εξαγορασθείσα υπό του Μπαμπά-πασά  κατά την επανάστασιν, κατελήφθη υπό του Ομέρ Βρυώνη και υπό του Δράμαλη».[2] 
 Την προπαρασκευή των κατοίκων της περιοχής του Δομοκού είχαν αναλάβει διάφοροι κλεφταρματολοί, φιλικοί, κληρικοί και μοναχοί των μοναστηριών (Αντινίτσης, Ομβριακής, Ξενιάς κτλ.) κι άλλοι ανυπότακτοι και ένοπλοι που κατέβαιναν από τα γειτονικά Άγραφα.
Κατά την εποχή της επανάστασης του 1821, το συντονισμό του αγώνα είχαν οι δύο διακεκριμένοι Φαναριώτες, ο Κων. Θ. Καρατζάς και ο Θεόδωρος Νέγρης, ενώ γενικός υπεύθυνος της Φιλικής Εταιρείας ήταν ο Χριστόφορος Περραιβός. Επίσημος Οπλαρχηγός στην κεντρική Ρούμελη, στην επαρχία Ζητουνίου, με επιρροή στην επαρχία Δομοκού, ήταν ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης ή Γερο-Δυοβουνιώτης, ο οποίος κήρυξε την επανάσταση στις 13 Απριλίου 1821.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, Κυβερνήτης της Ελλάδος έγραφε στις επιστολές του, για την αρχή της επανάστασης στη Φθιώτιδα: «Όλος ο τόπος και τα περί την Λαμίαν (Ζητούνι) χωρία επήραν τα όπλα εν αρχαί Απριλίου του 1821, και το φρούριον Βουδουνίτσι παρεδόθη εις τους Έλληνας μετά πολιορκιών ολιγοήμερων. Περώντος δε του Δραμαλικού στρατού, οι μεν μάχιμοι των Λοκρών, καταλαβόντες τα οχυρά των ορεινών του τόπου μερών, επείχον τους Τούρκους, αι δε γυναίκες, τα παιδία, και οι γέροντες μετακομίσθηκαν εις την νήσον του Ταλαντίου, όθεν εξήλθαν μετά τον κίνδυνον. Αλωθείσης όμως της Ευβοίας παρά των Τούρκων το 1824, οι Λοκροί, μη έχοντες πλέον ασφάλειαν, διεσκορπίσθησαν εις την Πελοπόννησον και τας νήσους. Οι δε της Φθιώτιδος κάτοικοι εκράτησαν μέχρι της αλώσεως του Μεσολογγίου. Κατά τάς τελευταίας ειδήσεις, οι Τούρκοι εις Πατρατζίκιον (σ.σ. Υπάτη) συνήξαν ήδη όλην σχεδόν την δύναμιν όσην είχον εις Ζητούνι και τα περίχωρα, ούσαν περί τους τρισχιλίους».
Οι κάτοικοι των χωριών του Δομοκού, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Πουκεβίλ, ήταν φόρου υποτελείς στον πασά της Λάρίσας και είχαν το δικαίωμα να φέρουν όπλα, προκειμένου να φυλάσσονται από τους πολλούς ληστές που διέτρεχαν την περιοχή. Μια εγκύκλιος του ιερού κλήρου της περιοχής κατά την έκρηξη του αγώνα του 1821 καλούσε τους κατοίκους σε επανάσταση κατά των Τούρκων, η οποία βρήκε ανταπόκριση μεταξύ των κατοίκων.
Πολλοί απ’ αυτούς προσέτρεξαν να πλαισιώσουν τους διάφορους οπλαρχηγούς και καπεταναίους που εμφανίστηκαν. Άλλοι μετέφεραν πληροφορίες κι άλλοι εξυπηρετούσαν διάφορους τρόπους τον αγώνα. Σε μια ενδιαφέρουσα εθνική καταγραφή ονομάτων Ρουμελιωτών πολεμιστών του 1821 (από πρίν και έπειτα) αναφέρονται 30 αγωνιστές από τον Δομοκό. Από έγγραφα του Αρχείου των Αγωνιστών, διαπιστώνεται ότι πολλοί κάτοικοι της περιοχής πλαισίωσαν ως ένοπλοι όχι μόνο τους Κοντογιανναίους, αλλά και τον Αθανάσιο Διάκο, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον αρχιστράτηγο της Ρούμελης Γεώργιο Καραϊσκάκη και συμμετείχαν στο θρίαμβο της Αράχωβας και στους αγώνες της Ακρόπολης μαζί με άλλους Ρουμελιώτες. Μεγαλύτερη όμως ακτινοβολία στους κατοίκους της περιοχής είχε ο Μήτσος Κοντογιάννης, οπλαρχηγός της Υπάτης. Ακόμη και οι καπεταναίοι του Αλμυρού Βελέντζας, Μπασδέκης, Γριζάνος κ.ά. προσέλκυσαν πολλούς κατοίκους της γειτονικής κυρίως πλευράς. Βέβαια, ο Χουρσίτ πασάς που πολιορκούσε τότε τον Αλή Πασά στα Ιωάννινα, έστειλε εναντίον των επαναστατών 8000 πεζούς και 800 ιππείς με αρχηγούς τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη, για να καταπνίξουν την επανάσταση.
Οι οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και Κοντογιάννης προσπάθησαν να παρεμποδίσουν το πέρασμα των Τούρκων προς τη Νότια Ελλάδα, στήνοντας καρτέρι στο χωριό Δερβέν Φούρκα (Καλαμάκι), οι οποίοι όμως αναγκάστηκαν μπροστά στο μεγάλο όγκο των Τούρκων να υποχωρήσουν προς την Οίτη. Όπως αναφέρει το «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Ιωάννου Φιλήμονος,  τον Απρίλιο του  1821 στην κορύφωση του αγώνα στην περιοχή της Στερεάς απαιτούταν συνένωση δυνάμεων και η μέσω πολιορκίας εξουδετέρωση των Τούρκικων δυνάμεων της Υπάτης: «Προς τον διπλούν δε τούτον σκοπόν μετέβησαν ούτοι εις το πλησίον της Υπάτης βορειοδυτικώς κείμενον χωρίον των Κομποτάδων όπου έφθασε και ο Πανουριάς μεθ’ ετέρων πεντακοσίων Φωκέων.  Εκείθεν δ’ έπεμψαν τον Κομνάν Τράκαν μετά διακοσίων πεντήκοντα ίνα καταλάβη το Δερβέν Φούρκα. O Κιοσσέ Μεχμέτ πασσάς και Oμέρ πασσάς Βρυώνης φθάσαντες διέλυσαν τη 17η Απριλίου το εν Δερβέν Φούρκα Ελληνικόν σώμα και εις το Λιανοκλάδι κατέβησαν, απέχον της Υπάτης μίαν και ημίσειαν ώραν. Περί δε μέσην νύκτα της 18 προς την 19 Απριλίου πυρά κατά το πεδίον πολυπληθή εβεβαίωσαν την άφιξιν και πλησίασιν ίσχυρας τουρκικής βοηθείας. Τότε δ’ οι Έλληνες ίνα μη κυκλοθώσι τη επαύριον υπεχώρησαν ευθύς αφήσαντες την πόλιν ημίκαυστον».
Μια άλλη μάχη, έγινε κοντά στο χωριό Μακρυρράχη (Καΐτσα) τον Ιούλιο του 1821, στη θέση Ντραμουχανή (Ντεμίρ Χάνι) και στην οποία έλαβαν μέρος πολλοί κάτοικοι του χωριού (γνωστοί από τα Αρχεία των αγωνιστών) και εκδίωξαν τους Κονιάρους. Τον Αύγουστο του 1821 οι Τούρκοι οργάνωσαν νέα, ενισχυμένη εκστρατεία κατά της Πελοποννήσου. Μια δύναμη από 8.000 ενόπλους –οι περισσότεροι έφιπποι– και πλήθος άμαξες φορτωμένες με εφόδια, με επικεφαλής το Μπεϊράν πασά, ως αντιστράτηγο, και τους Μεμίς πασά, Σαχίν Αλή πασά και Χατζή Μπεκίρ πασά, κατέβηκε από τη Λάρισα και στρατοπέδευσε στο Ζητούνι (Λαμία), ενώ μία άλλη από 4.000 άνδρες με επικεφαλής τον Μαχμούτ πα­σά της Δράμας στρατοπέδευσε στον Δομοκό, πριν από τη μάχη στα Βασιλικά Φθιώτιδας, όπου ο Οδυσσέας, ο Δυοβουνιώτης και ο Γκούρας νικούν τους Τούρκους στη Φοντάνα. Σχέδιο των Τούρκων ήταν οι δυνάμεις αυτές, αφού ενωθούν με τις δυνάμεις του Κιοσέτ Μεχμέτ πασά και του Ομέρ Βρυώνη, να προελάσουν στην Πελοπόννησο και να λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Ο κλήρος στάθηκε εμψυχωτής του γένους κατά τα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, κι όταν τα μαύρα σύννεφα της βαρβαρότητας των κατακτητών σκέπαζαν την ελληνική κοινωνία, έγινε ο φάρος της γνώσης και του αγώνα. Μαζί με τα ηρωικά καρυοφύλλια των αγωνιστών του ’21 ηχούσε το οκτώηχο των Μοναστηριών που στέριωσε τη Ελληνική ψυχή, οδηγώντας στο «Ελευθερία ή Θάνατος»! Φωτεινό παράδειγμα στην περιοχή του Δομοκού οι μοναχοί της Αντίνιτσας οι οποίοι έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1821. Όπως θυμούνται παλαιότεροι προσκυνητές της Μονής, στους εξωτερικούς τοίχους των καταστραφέντων κελιών υπήρχαν πολεμίστρες σε καλή κατάσταση, αψευδής μάρτυρες της συμμετοχής των μοναχών αυτής στους αγώνες κατά των Τούρκων.[3] Επίσης, όταν το έτος 1946, οι κάτοικοι των πλησιέστερων χωριών, καθάρισαν το προαύλιο της Μονής από τα ερείπια για να φτιάξουν το σημερινό καθολικό, βρήκαν ξίφη των Αγωνιστών του ’21. 
Γενικά η θέση της Ιεράς Μονής Αντινίτσης υπήρξε ορμητήριο των αγωνιστών της περιοχής Δομοκού. Στο Δεύτερο χρόνο της επανάστασης (1822) οι γνωστοί Έλληνες οπλαρχηγοί Ζαφειράκης και Γάτσος ελευθέρωσαν με τους συντρόφους τους τον οπλαρχηγό Καρατάσο, που με διακόσιους άντρες είχε αμπαρωθεί στα κελιά της Αντίνιτσας και αγωνιζόταν ενάντια στις Τούρκικες δυνάμεις. Επίσης την εποχή εκείνη αλλά και μετέπειτα, στο χώρο της Μονής, λειτούργησε Ελληνικό Σχολείο, λίχνος γνώσης και αφύπνισης των σκλαβωμένων Ελλήνων.
Για βαρύ φόρο αίματος την περίοδο της επανάστασης στην περιοχή, μας πληροφορεί η Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, του Αμβροσίου Φραντζή (1841): «Εν τούτοις ο αριθμός των παρά των Τούρκων εις διαφόρους τόπους φονευθέντων Ελλήνων από της 21 Φεβρουάριου 1821 μέχρι της 20 Μαΐου 1822, ενόχων τε και αθώων, είναι ως εφεξής: Εις Λάρισσαν, Αμπελάκια, Αγιάν, Μακρυνίτζαν, Βώλον, Αρμυρόν, Ζητούνι, Δομοκόν, Φέρσαλα, Τούρναβον και Τρίκκαλα, ως ένοχοι 590 αθώοι 13460…».
Ωστόσο, η Θεσσαλία υπήρξε ο σιτοβολώνας, ο τροφοδότης και το κέντρο των Τούρκων στον αγώνα τους κατά των επαναστατημένων Ελλήνων (1821-1827) και συνεπώς δεν ευοδώθηκαν οι προσπάθειες των Θεσσαλών πατριωτών εκείνη την περίοδο.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

[1] Καρέλης, Δημήτρης, «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δομοκός, 2013.
[2] Pouqueville, Historie de la Grece, Τομ. IV, 1825, σελ. , 401, 533.
[3] Λαϊνάς, Θεόκτιστος, Το μοναστήρι της Αντίνιτσας, Αθήνα: [χ.ό.] , [19--]
[4] Κουτσονίκας, Λάμπρος, Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος α΄, Αθήνα, 1863.
[5]Φραντζής, Αμβρόσιος, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αθήναι, 1841.

Φωτό: Ο Γιάννης Ξύκης ή «Δυοβουνιώτης» (1757 - 1831) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Στερεάς, γεννημένος στο χωριό Δύο Βουνά της Φθιώτιδας, γιος της Τριανταφυλλιάς και του Κώστα Ξύκη.


«Αν ο ήλιος δεν υπήρχε, θα ήταν νύχτα παρά τα άλλα άστρα»

(Με αφορμή την αρχή της επιδημίας του  νέου κορωνοϊού Covid-19)
Αθήνα, 20/03/2020
«Αν ο ήλιος δεν υπήρχε, θα ήταν νύχτα παρά τα άλλα άστρα»*
(«εἰ μὴ ἥλιος ἦν, ἕνεκα τῶν ἄλλων ἄστρων εὐφρόνη ἂν ἦν»).
Βρισκόμαστε στην αρχή μιας αχαρτογράφητης, σοβαρότατης απειλής, που εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία και τη ζωή όλων μας, της οποίας την πορεία και το τέλος ουδείς εξ ημών μπορεί να προβλέψει. Αφουγκραζόμαστε μόνο τους ειδικούς, ανά περίπτωση, ενώ έχουμε εμπιστοσύνη και τηρούμε κατά γράμμα τις αποφάσεις και τις εντολές των αρμόδιων αρχών.
Η εποχή δεν προσφέρεται για μικροπολιτικές προσεγγίσεις, τουναντίον είναι μοναδική ευκαιρία να ομονοήσουμε, μπροστά στις υπαρξιακές προκλήσεις και στα αλγεινά που έπονται. Μένουμε εντός, για όσο χρειαστεί, με υπομονή, ψυχραιμία και σύνεση, για το καλό όχι μόνο των «ευπαθών ομάδων» και των μεγαλύτερων σε ηλικία, αλλά για το καλό όλων ανεξαιρέτως.
 Όσοι είμαστε υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε, τηρούμε αυστηρά τα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας, με αίσθημα ευθύνης, για να προστατεύσουμε τους άλλους και την οικογένειά μας, αλλά και να γυρίζουμε πίσω υγιείς. Μένουμε στη μόνιμη κατοικία μας και δεν μετακομίζουμε για κανένα λόγο σε περιοχές της επαρχίας, όπου κυρίως ζουν ευάλωτοι πληθυσμοί και οι υποδομές υγείας είναι λιγοστές ή ανύπαρκτες.
Ατενίζουμε ωστόσο το μέλλον με θάρρος, αισιοδοξία και δύναμη, καθώς όπως έλεγε ο Ηράκλειτος*, «Αν δεν ελπίζεις το ανέλπιστο, δεν θα το βρεις». Αν ο καθένας μας πράξει τα δέοντα, σύντομα όλα τούτα δεν θα είναι παρά ένας έφιδρος, νυχτερινός εφιάλτης.

Δημήτρης Β. Καρέλης
Πολιτισμολόγος – Συγγραφέας
Πρόεδρος Δ.Σ.
Π.Σ.Κ.Ε. Ομίλου Δ.Ε.Η.



«Σύγκριση των ανακτορικών συγκροτημάτων της Κνωσού και των Μυκηνών ως κέντρα εξουσίας και πολιτισμού»

«Σύγκριση των ανακτορικών συγκροτημάτων της Κνωσού και των Μυκηνών ως κέντρα εξουσίας και πολιτισμού»
του Δημήτρη Β. Καρέλη
Εισαγωγή ..................................................................................................................... 2
Ενότητα 1η : Η δομή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ως κέντρων εξουσίας και πολιτισμού............................................................................................. 3
Το Ανάκτορο της Κνωσού ......................................................................................... 3
Το ανάκτορο των Μυκηνών ...................................................................................... 4
Σύγκριση των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ........................................ 5
Ενότητα 2η: Οι τοιχογραφίες στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό ................ 7
Οι Γρύπες στην αίθουσα του θρόνου, στην Κνωσό ................................................. 8
Δαίμονες μεταφέρουν ανάφορο, σε τοιχογραφία των Μυκηνών ............................ 9
Ενότητα 3η: Η επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αξιοποίηση των προϊστορικών ανακτόρων ........................ 10
Επίλογος  ................................................................................................................... 11
Βιβλιογραφία ............................................................................................................ 12
Δικτυογραφία ............................................................................................................12
Παράρτημα εικόνων...................................................................................................13

Εισαγωγή
Τα Μινωικά και Μυκηναϊκά ανάκτορα, ιδιαίτερα τα ανάκτορα της Κνωσού και των Μυκηνών, αποτελούσαν κέντρα πολιτικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής διοίκησης των αντίστοιχων πολιτισμών. Συνιστούσαν επίσης κοιτίδες οικονομίας και πολιτισμού, όπως προκύπτει κυρίως από τις επιγραφές της Γραμμικής Β΄, που έχουν ανακαλυφθεί, αλλά και τις περιγραφές του Ομήρου.
Η εργασία που ακολουθεί, πραγματεύεται τις ομοιότητες και τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο ανακτόρων, με βάση τις κατόψεις του ανακτορικού συγκροτήματος της Κνωσού (εικ. 5) και της Ακρόπολης των Μυκηνών (εικ. 6), μελετά το ζωγραφικό διάκοσμο των ανακτόρων, συγκρίνοντας μια τοιχογραφία από κάθε ανάκτορο, τις περιγράφει και τις σχολιάζει, κυρίως από άποψη τεχνοτροπίας και καταγράφει την επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική.

Ενότητα 1η : Η δομή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ως κέντρων εξουσίας και πολιτισμού
Το Ανάκτορο της Κνωσού


  
Εικόνα 1: Άποψη των ανακτόρων της Κνωσού
(Προέλευση εικόνας: Αρχείο Δ. Β. Καρέλη)
 
Ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της μινωικής εξουσίας ήταν το εντυπωσιακό και επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα των Ανακτόρων της Κνωσού (εικ.1), που αναπτύσσονταν σε μια έκταση 22.000 τ.μ., κτισμένο κατά ένα μεγάλο μέρος πάνω σε τεχνητό λόφο. Ήταν η έδρα του βασιλιά Μίνωα και σε ορισμένα σημεία του θεωρείται πως είχε έως πέντε ορόφους. Το παλαιό ανάκτορο χτίστηκε περί το 2000 π.Χ., περίοδο της εμφάνισης των πρώτων ανακτόρων, στο νότιο άκρο της πόλης της Κνωσού και καταστράφηκε από σεισμό κατά το 1900 π.Χ.. Επισκευάστηκε ταχύτατα, αλλά καταστράφηκε για μια ακόμη φορά από σεισμό το 1700 π.Χ., περίπου. Το νέο ανάκτορο αναδομήθηκε αμέσως, μεγαλειώδες και θεαματικότερο, για να υποστεί νέα μερική καταστροφή στα μέσα του 15ου αι., μετά από έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, όταν εγκαθίστανται στην Κνωσό οι Μυκηναίοι. Καταστράφηκε εκ νέου, από πυρκαγιά, στα μέσα του 14ου αι. π.Χ. και από τότε δεν ανέπτυξε δραστηριότητα ανακτορικού κέντρου. 
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ανακτορικού συστήματος στην Μινωική Κρήτη έπαιξαν οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί με τα κέντρα της Ανατολής, σε Μεσοποταμία και Αίγυπτο, όπου υπήρχε ήδη «ιεραρχημένη» κοινωνία.  Η εμφάνιση των πρώτων ανακτόρων στη Μινωική Κρήτη, προοιώνιζε τη σταθεροποίηση της διοικητικής και κοινωνικής ιεραρχίας, την ενίσχυση της ευμάρειας των οικισμών της και την έξαρση της καλλιτεχνικής παραγωγής. 

Το ανάκτορο των Μυκηνών

 Εικόνα 2: Μυκήνες, η πύλη των Λεόντων
(Προέλευση εικόνας: www.greececulture.net, προσπ. 14/11/2014 )


Οι Μυκήνες κτίστηκαν από τον Περσέα, ο οποίος φόνευσε ακούσια τον παππού του Αρκίσιο, βασιλιά του Άργους.  Η ακρόπολη των Μυκηνών ιδρύθηκε, πάνω σε λόφο ύψους 278 μ., στα βορειοανατολικά της αργολικής πεδιάδας ανάμεσα σε δύο λόφους, τον Προφήτη Ηλία και τη Ζάρα, στα μέσα του 14ου αιώνα (1350 π.Χ. ΥΕ ΙΙΙ Α). Είχε έκταση 30.000 τ.μ. και τα τείχη της, περιμέτρου 900 μ., υπέστησαν αρκετές μετασκευές ως την τελική της μορφή που σώζεται μέχρι σήμερα και χρονολογείται στα τέλη του 13ου αι. π.Χ.  Στην ακμή της, χάρη σ’ ένα ισχυρό ηγεμόνα, κατασκευάστηκαν μεγάλα έργα, χτίστηκε η Πύλη των Λεόντων (εικ.2) με τον προμαχώνα της, η τοιχοποιία του βόρειου τείχους και η πύλη, αναδομήθηκε το νότιο τείχος, για να συμπεριλάβει τον «ταφικό περίβολο Α΄» και το θρησκευτικό κέντρο, χτίστηκε προμαχώνας στα νοτιοανατολικά και διαμορφώθηκε η μεγάλη αναβάθρα που οδηγούσε στο ανάκτορο, κατοικία του άνακτα.
Την ίδια εποχή οικοδομήθηκε ο «θησαυρός του Ατρέα», θολωτός τάφος με υψηλό κυψελοειδή θόλο και κολοσσιαία υπέρθυρα. Στην τελευταία φάση της, περί το 1200 π.Χ. (ΥΕ ΙΙΙ Γ), οι κάτοικοι έλαβαν περισσότερα μέτρα για την ασφάλειά τους και την εξασφάλιση νερού και τροφίμων.  Τα τείχη χτιζόταν με «κυκλώπεια» τοιχοδομία και τιτανόλιθους, πάχους τουλάχιστον πέντε μέτρων, ενώ το κεντρικό μέρος των τειχών γεμίζονταν με λίθους και πηλό. Στην ακρόπολη βρισκόταν και το υπόγειο υδραγωγείο, η «Περσεία κρήνη». Παρατηρούμε επίσης, σημαντικό αριθμό θολωτών τάφων, καθώς επίσης τάφους και κατοικίες στην κοντινή της περιοχή.  Το ανάκτορο έπαψε να λειτουργεί στα τέλη του 13ου αι., όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά, όμως οι Μυκήνες δεν έπαψαν να κατοικούνται.
Μελετώντας την κάτοψη των ανακτόρων και τα ευρήματα, παρατηρούμε την οργάνωση και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που απαιτούσε η εκτέλεση των έργων, καθώς και την κεντρική εξουσία, υπό τον άνακτα και τη δυνατότητά της να εξασφαλίζει το απαιτούμενο πλεόνασμα για τη διαβίωση τους, αναδεικνύοντας παράλληλα μια πολιτισμικά ανεπτυγμένη κοινωνία, με διακριτή κοινωνική δομή, αλλά με στρατοκρατική οργάνωση. 

Σύγκριση των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων
Αρκετά κοινά σημεία παρουσίαζαν, από αρχιτεκτονικής απόψεως, τα μυκηναϊκά με τα μινωικά ανάκτορα, όπως τα πρόπυλα, τις ταράτσες σε διαφορετικά επίπεδα, τις κιονοστοιχίες και τις εσωτερικές αυλές.  Βασικό συνδετικό στοιχείο ήταν επίσης, οι πρωτεύουσες κατασκευαστικές τεχνικές και η χρήση του λίθου ως αποκλειστικό ή πρωταγωνιστικό δομικό υλικό, παρότι διαφοροποιούνταν σε επί μέρους σημεία.  Για τη διακόσμησή τους, χρησιμοποιούσαν βασικά τις τοιχογραφίες, ακόμη και σε εξωτερικούς χώρους όπως τα προστώα, καθώς και σε κάποιες περιπτώσεις, λίθο, ξύλο και χαλκό.  Η διαρρύθμιση όμως των Μυκηναϊκών ανακτόρων βασίζονταν σε εντελώς διαφορετικές αρχές από τις Μινωικές, ήταν απλά και όχι δαιδαλώδη και αναπτύσσονταν σε περιορισμένη έκταση, σε αντίθεση με την πολύπλοκη διαρρύθμιση των πολυώροφων και εκτεταμένων Μινωικών. Το πρόπυλο εισόδου, η αυλή και το «μέγαρο», ο ορθογώνιος επίσημος χώρος, χαρακτηριστικό της Ηπειρωτικής Ελλάδας, διακρίνει τη μυκηναϊκή από τη μινωική αρχιτεκτονική.  Φειδωλή ήταν η χρήση κιόνων, σε εισόδους, προστώα και κυρίως χώρους του μεγάρου, είχαν χαρακτηριστικά που ήταν σπάνια στα Μινωικά ανάκτορα, όπως ραβδώσεις και άλλα που δεν υπήρχαν καν, όπως βαμμένοι δακτύλιοι από κονίαμα στις βάσεις.  Ακόμη, μικρή έως ανύπαρκτη ήταν η χρήση πήλινων σωλήνων στα αποχετευτικά συστήματα των Μυκηναϊκών ανακτόρων, όπου οι οχετοί ήταν αύλακες επενδυμένοι και καλυμμένοι με λίθινες πλάκες, σε αντίθεση με τα Μινωικά.  Βασική επίσης διαφοροποίηση ήταν η έλλειψη οχύρωσης στο ανάκτορο της Κνωσού, σε σχέση με το κυκλώπειο τείχος των Μυκηνών, καθώς τα ατείχιστα ανάκτορα και πόλεις των Μινωιτών, καθορίζουν την φιλειρηνική τους φύση. Απόδειξη του ειρηνικού χαρακτήρα των Μινωιτών είναι και η θεματολογία στις τοιχογραφίες, που είναι εμπνευσμένη από την καθημερινότητα, τη φύση ή τα θρησκευτικά και λατρευτικά σύμβολα, σε αντίθεση με τους Μυκηναίους που απεικονίζουν, είτε τους ίδιους σε σκηνές μάχης, ως δεινούς πολεμιστές, είτε αφηρημένες θεότητες.
Βόρεια καταγωγή δηλώνει το Μυκηναϊκό ανάκτορο, καθώς δείχνει εσωστρέφεια, σε αντίθεση με το Μινωικό, που παρουσιάζει σαφή μεσογειακή προέλευση.  Ο μινωικός «Λαβύρινθος», με αρχιτεκτονική ποικιλία και ιδιορρυθμία, αναδείκνυε μια κατοικία ανοιχτή σε «αέρα και φως», εν αντιθέσει με το ανάκτορο των Μυκηνών, που εμφάνιζε ορθολογιστικό σύνολο με ξεκάθαρη δομή, καθώς ακόμη και το σχήμα του μεγάρου δεν επέτρεπε παραλλαγές, σε έκταση και ύψος, ούτε προσθήκες.  Στην Μινωική Κρήτη και την Κνωσό προκρινόταν η κεντρική κιονοστοιχία, που έτεμνε το χώρο σε δύο μέρη, η εστία ήταν κινητή και το πλάτος της κατοικίας μεγαλύτερο από το βάθος, σε αντίθεση με την Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική που επέλεξε τη διπλή, η οποία χώριζε το χώρο στα τρία, η κατοικία είχε μεγαλύτερο βάθος απ’ ότι πλάτος, με την είσοδό της στην στενή πτέρυγα, ήταν σκοτεινή, καθώς είχε λιγοστά «φρέατα φωτισμού» και η εστία της βρισκόταν σε σταθερή θέση. 

Οι τοιχογραφίες στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό

Η τοιχογραφία, αντιπροσωπευτική μορφή έκφρασης πολιτισμού της εποχής του χαλκού, εντοπίζεται στα πρώτα ανάκτορα της Κνωσού, το 1600 π.Χ.  Ως εξαιρετικά αναπτυγμένη τέχνη για τους Μινωίτες, χαράσσει τα ρεύματα και τη μόδα της εποχής. Την εποχή αυτή οι ζωγράφοι εργάζονται σε αγαστή συνεργασία με το βασιλιά και τα εργαστήριά τους βρίσκονται εντός του ανακτόρου.  Η Αιγαιακή τεχνική των τοιχογραφιών είναι ανάμικτη και τα χρώματά τους είναι «φυσικά και γαιώδη», όπως για παράδειγμα το λευκό από ασβέστη, το σκούρο κόκκινο από αιματίτη, το ανοιχτό κόκκινο από ψημένη ώχρα, το κίτρινο από ώχρα, το μαύρο από άνθρακα, το μπλε από μείγμα πυριτίου χαλκού και οξειδίου ασβεστίου. 

Στην συνέχεια, εξετάζουμε δύο τοιχογραφίες, μία από κάθε ανάκτορο, τους «Γρύπες» (εικ.3), από την Αίθουσα του Θρόνου της Κνωσού και τους «Δαίμονες με το ανάφορο» (εικ.4), από τις Μυκήνες.


Οι Γρύπες στην αίθουσα του θρόνου στην Κνωσό

 Εικόνα 3.: Η τοιχογραφία με τους γρύπες την αίθουσα του θρόνου
(Προέλευση εικόνας: Αρχείο Δ. Β. Καρέλη)


Πρόκειται για επιζωγραφισμένη νωπογραφία που καταλαμβάνει, ολόκληρη την νότια πλευρά στην «αίθουσα του θρόνου». Φέρει ζωηρά, έντονα και φωτεινά χρώματα, στα οποία κυριαρχεί το επιβλητικό, μινωικό κόκκινο της Κνωσού, με αποχρώσεις μπλε, κυανού και φαιοκίτρινου χρώματος, αλλά και λευκού, με το οποίο αποδίδεται ένας κυματοειδής σχηματισμός που διατρέχει τους τοίχους, δίκην νέφους, στο μέσον και τη βάση του, παράλληλα με δύο κόκκινες γραμμές. Στη βάση της τοιχογραφίας, αμφίπλευρα του θρόνου, στέκονται αντικριστοί δύο άπτεροι «εραλδικοί γρύπες», σύμβολα βασιλικής ή θεϊκής εξουσίας, ίσως και απονομής δικαιοσύνης, που σκοπεύουν στην προστασία του. Όμοιοι «γρύπες» απεικονίζονται και στο δυτικό τοίχο. Από το ίδιο σημείο, αναφύονται θαλάσσια κρίνα. Οι «γρύπες», που αποδίδονται με μεγάλη τυποποίηση, φέρουν σώμα λιονταριού, κεφαλή αετού, (ίσως παγωνιού), εμφανίζονται άπτεροι, για να υποδηλώσουν την αέναη παρουσία τους στον χώρο, ενώ στο κεφάλι τους τονίζεται το γαμψό ράμφος και το περίτεχνο χρωματιστό λοφίο.  Φέρουν επίσης στο λαιμό τους σπειροειδές κόσμημα, που οι άκρες της απολήγουν σε άνθη παπύρου, χαρακτηριστικό της Φαραωνικής Αιγύπτου. Η τοιχογραφία χρονολογείται κατά την «κρητομυκηναϊκή περίοδο» (1700π. Χ. - 1075 π. Χ.)

Δαίμονες μεταφέρουν ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών

 Εικόνα 4: Δαίμονες μεταφέρουν το ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) (Προέλευση εικόνας:St. Louis Community College, http://users.stlcc.edu, προσπ. 2/11/2014)

Πρόκειται για θραύσμα τοιχογραφίας με παράσταση δαιμόνων. Αποτελεί μέρος αιγιακής τοιχογραφίας, στο Θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών. Φέρει μπλε και μαύρο χρώμα στα περιγράμματα, κυανό, ερυθρό, φαιοκίτρινο και λευκό στο θέμα της τοιχογραφίας. Εικονίζονται τρεις «ονοκέφαλοι» δαίμονες, να βαδίζουν προς τα δεξιά, κρατώντας μακρύ ξύλινο κοντάρι, το «ανάφορον», από το οποίο κρέμονταν θηράματα ή οι δορές τους.  Οι Δαίμονες της τοιχογραφίας εικονίζονται με κεφαλή όνου, φέρουσα κερατοειδή απόφυση και βόστρυχο, που πέφτει στο μέτωπο. Φέρουν ακόμη, ζώνη, δεμένη περιμετρικά. Πιθανότατα οι Δαίμονες επιστρέφουν από κυνήγι ιερό ή προς τιμή του άνακτα. Είναι πιθανόν να πρόκειται για μεταμφιεσμένους ανθρώπους, χάριν θρησκευτικής τελετής. Οι δαίμονες ιδίου τύπου προέρχονται από την Αιγυπτιακή θρησκευτική τέχνη.  Η απόδοσή τους είναι αντιφυσιοκρατική, χωρίς βάθος και προοπτική, καθώς απεικονίζονται κατά κρόταφο (προφίλ) και χωρίς επικάλυψη. Η τοιχογραφία τοποθετείται χρονικά περίπου το 13ο π.Χ. αι. (1250-1200 π.Χ.).
Συγκρίνοντας τις παραπάνω τοιχογραφίες, διαπιστώνουμε σημαντικές διαφορές, στην τεχνοτροπία, την τεχνική, αλλά και τη θεματολογία, που πηγάζουν από τη διαφορετικότητα των δύο πολιτισμών. Στην περίπτωση της νωπογραφίας των «γρυπών», αποτυπώνεται η ρεαλιστική τεχνοτροπία των Μινωιτών, με τα έντονα χρώματα, το φυσιοκρατισμό, κατά την απεικόνιση των κρίνων, αλλά και στην κίνηση των γρυπών, μέσα από καμπύλα περιγράμματα και τη συμβατική αιγαιακή προοπτική. Από την άλλη πλευρά η αυστηρή, λιτή και στατικότερη απόδοση, στην τοιχογραφία των «Δαιμόνων», συνδέεται με τον στρατιωτικό χαρακτήρα του πολιτισμού των Μυκηναίων.

Ενότητα 3η: Η επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αξιοποίηση των προϊστορικών ανακτόρων

Πέρα από κάποιες περιορισμένες χρήσεις στην αρχιτεκτονική διακόσμηση, η προϊστορική τέχνη δεν ενσωματώθηκε στη σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική και η αποκάλυψη του μινωικού και μυκηναϊκού πολιτισμού δεν είχε ουσιαστική επίδραση. Ενδεικτικά, μόνο το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο Ναύπλιο, σχεδιάστηκε σε ύφος Μυκηναϊκό, λόγω της γειτνίασης με τις Μυκήνες, καθώς και μεμονωμένα σπίτια στην Αθήνα και την Κρήτη, χρησιμοποίησαν τις χαρακτηριστικές μινωικές κολώνες, με το βαθύ κόκκινο χρώμα. Είχε πλέον προκριθεί ο νεοκλασικισμός, ως νέο ύφος και στυλ στην αρχιτεκτονική, αλλά και για την άμεση σύνδεση της Ελλάδας με το αρχαίο της παρελθόν. 
Η Ελλάδα, ένας από τους δημοφιλέστερους προορισμούς πολιτισμού παγκοσμίως, προσδίδει στον τουρισμό πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις. Η τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας, μέσα από την προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 και εξελίχθηκε σε μια εξαιρετική πηγή εσόδων.  Σήμερα οι επισκέπτες της Κνωσού ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο το χρόνο, με τις μέρες αιχμής να φτάνουν τους 15.000, αριθμοί ασύλληπτοι για τον Έβανς.  Ομοίως και οι επισκέπτες της Ακροπόλεως Μυκηνών αυξήθηκαν, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., κατά 1.8% περίπου, το μήνα.
Οι φθορές όμως που παρουσιάζουν σήμερα οι αρχαιολογικοί χώροι στις δομές τους, είναι σημαντικές, καθώς είναι εκτεθειμένοι στο εξωτερικό περιβάλλον και εμφανίζουν προβλήματα συνωστισμού και ρύπανσης, εξαιτίας του όγκου των επισκεπτών τους, καταστροφές από τους τουρίστες και  μεταβολή του χαρακτήρα της περιοχής.

Επίλογος
Συμπερασματικά, τα Μινωικά ανάκτορα ήταν ανοχύρωτα, τεράστια και λαβυρινθώδη, ενώ τα Μυκηναϊκά ήταν περιορισμένα σε έκταση και οχυρωμένα με κυκλώπεια τείχη. Διέφεραν επίσης στην αρχιτεκτονική δομή τους, δείγμα της διαφορετικότητας των δύο πολιτισμών, ήταν όμως και τα δύο διακοσμημένα με εξαιρετικές τοιχογραφίες.
Οι Μινωίτες δίδαξαν την τέχνη της τοιχογραφίας στους Μυκηναίους που ακολούθησαν τα ίδια πρότυπα, εναρμονισμένα στις δικές τους ανάγκες,  εν συγκρίσει όμως, άτεχνα και συμβατικά, με τη φυσιολατρία να απέχει και κεντρικό παράγοντα τις ανθρώπινες ασχολίες. 
Επίσης, η σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου από την προϊστορική τέχνη.
Η αξιοποίηση των Μυκηναϊκών και Μινωικών ανακτόρων προσέδωσε σοβαρή προστιθέμενη αξία στις περιοχές αυτές.


Βιβλιογραφία

Βασιλικού Ντόρα, Ο μυκηναϊκός πολιτισμός, Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΒΑΕ 152,  Αθήνα, 1995.

Παλυβού Κλαίρη, Δρ Αρχιτέκτων, «Η πορεία των επισκεπτών», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Το Μινωικό Θαύμα», Κυριακή 20 Απριλίου 1997.

Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, τόμος Α, Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999.

Τσούντας, Χρήστος, Μυκήναι και μυκηναίος πολιτισμός, υπό Χρήστου Τσούντα. Αθήνησιν: Παρά τω βιβλιοπωλείω της Εστίας,1893.

Dickinson, Oliver, Αιγαίο - Εποχή του Χαλκού, Μετ. Θεόδωρος Ξένος, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2003.

Μπουλώτης Χρήστος, Αρχαιολόγος στο  Κέντρον Ερεύνης της Αρχαιότητας  της Ακαδημίας Αθηνών, Το θρησκευτικό κέντρο, στο «Ο γοητευτικός μυκηναϊκός κόσμος», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», Κυριακή 31 Μαΐου 1998.

Φιλιππίδης Δ., Τέχνες Ι: Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Ιστορία της Ελληνικής και Πολεοδομίας. Τόμος Δ΄, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.

Δικτυογραφία

Αρχαιολογία Online, http://www.archaiologia.gr, Η τοιχογραφία στη μυκηναϊκή Ελλάδα, 27/6/2011, προσπ. 2/11/2014.
Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, http://digitalcrete.ims.forth.gr, προσπ. 30/10/14.
Νίκος Ζερβονικολάκης, http://zervonikolakis.lastros.net, Κνωσός - Ο Γρίφος Του Θρόνου, προσπ. 2/11/2014.
Τ.Ε.Ι. Χαλκίδας, http://www.ee.teihal.gr/ Οικοτουρισμός, προσπ. 2/11/2014.
Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, http://odysseus.culture.gr, προσπ. 30/10/14.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 

karelisdimitris@gmail.com
 
 
Εικ. 5 : Ανακτορικό συγκρότημα Κνωσού
 
 

Άγιος Αθανάσιος Παλαμά Δομοκού: Η «Αγία Λαύρα» της κεντρικής Ελλάδας!

Του Δημήτρη Β. Καρέλη

    Με αφορμή τον επίσημο εορτασμό μιας, άγνωστης για πολλούς, εθνικής επετείου: Της Επαναστατικής Εξέγερσης της 7ης Μαρτίου 1878 στον Παλαμά Δομοκού.

Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της νεότερης ιστορίας του Ελληνικού έθνους, γραμμένες στις «Χρυσές Δέλτους» της ιστορίας, διαδραματίζεται στη βόρεια Φθιώτιδα πριν από 136 χρόνια.
Όπως είναι γνωστό η περιοχή του Δομοκού, η Θεσσαλία και φυσικά η Μακεδονία και η Ήπειρος δεν απελευθερώθηκαν την ίδια περίοδο με την νότια Ελλάδα, αλλά πολλά χρόνια αργότερα δηλαδή το 1881 για τις πρώτες και το 1913 για τις άλλες δύο.
Οι πολλές και ποικίλες αντιδράσεις των υπόδουλων Ελλήνων της περιοχής στα χρόνια που ακολούθησαν την επανάσταση του 1821 και κατά τη δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους, δεν εύρισκαν συνήθως συμπαράσταση, καταδικασμένες κατ’ αυτό τον τρόπο σε αποτυχία.Όμως κείνο το χειμώνα του 1878 ετούτα τα χώματα έγραψαν και πάλι ιστορία.Ήδη από το 1876 είχαν ενταθεί οι πολεμικές διαθέσεις των υποδούλων Ελλήνων και άρχισαν να σχηματίζονται καπετανάτα στην περιοχή Δομοκού. Το σημαντικότερο καπετανάτο είχε έδρα στο Νεοχώρι Δομοκού και διοικούνταν από τριμελή επιτροπή, λεγόμενη και «τριμελία», τον ιερέα του Νεοχωρίου Παπα-Δημήτρη Κανάκη, τον Ομβριακίτη Βασίλη Κόκκινο και τον Δημ. Αβαριτσιώτη ή Γουρνά από τη Μελιταία και γραμματέα τον Δομοκίτη Δημήτρη Μάμμο.
Ο ρόλος της τριμελούς επαναστατικής επιτροπής ήταν πολιτικός και στρατιωτικός, αλλά και συγχρόνως και συντονιστικός. Τα παραμεθόρια χωριά επαναστάτησαν μόλις ξέσπασε ο αγώνας στη Θεσσαλία και οι επαναστάτες ενισχύθηκαν από την εισβολή στο οθωμανικό έδαφος του Τακτικού Στρατού υπό τον Σκαρλάτο Σούτσο.
Τα αντάρτικα σώματα της ελεύθερης και υπόδουλης πατρίδας κινήθηκαν, με καλύτερη αυτή τη φορά προετοιμασία, αρτιότερη οργάνωση και προσεκτικότερο συντονισμό ενεργειών, ώστε ν’ αποφευχθούν οι αποτυχίες του παρελθόντος. Έγιναν σπουδαίες μάχες στη θέση «Στενά Λιθάρια» έξω από το Δομοκό, την Ομβριακή και αλλού, απ’ όπου εξεδιώχθησαν οι Τούρκοι. Ο οπλαρχηγός Φούντας, έβαλε φωτιά στο χωριό Πασαλί, κοντά στην Αγόριανη. Ένα επαναστατικό σώμα, όμως, εγκλωβίστηκε από τους Τούρκους, στη Βαρδαλή και οι ηρωικοί εκείνοι άντρες μη βρίσκοντας άλλον τρόπο διαφυγής, αντί να παραδοθούν, προτίμησαν να σκοτωθούν πολεμώντας. Η δραστηριότητα εκείνη των επαναστατικών σωμάτων στην Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία σε συνδυασμό και μ’ εκείνη του τακτικού στρατού με αρχηγό το Σκαρλάτο Σούτσο, που εισέβαλε στη Θεσσαλία στις 21 Ιανουαρίου 1878, ασφαλώς προκάλεσε το ευνοϊκό υπέρ της Ελλάδας και των υποδούλων κλίμα.
Την 8η πρωινή της 21ης  Ιανουαρίου του 1878, ο Ελληνικός Στρατός εισέρχεται στην περιοχή του Δομοκού από το φυλάκιο του Δερβέν Φούρκα (σημερινό Καλαμάκι Λαμίας), της Γιαννιτσούς και άλλα σημεία της Ελληνοτουρκικής μεθορίου στην Όθρη, υπό τον Αντιστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο. Τον Στρατό αυτό αποτελούσαν 18750 πεζοί, 12 πυροβολαρχίες Κρουπ, εκ των οποίων οι τέσσερις πεδινές, 800 ιππείς με 558 ίππους, 1000 σκαπανείς, 2000 περίπου χωροφύλακες και 252 νοσοκόμους.
Οι Τούρκοι συνοριοφύλακες στο μεθοριακό Σταθμό του Δερβέν Φούρκα, μόλις αντελήφθησαν τον Ελληνικό Στρατό αποχώρησαν αμέσως, κάνοντας εύκολη υπόθεση την κατάληψη της θέσης. Την επομένη ο Στρατός κατέλαβε τα χωριά Νταουκλή, Νεζερό, Ομβριακή και Αλχανί. Μέσα σε 2 ημέρες, στις 22 Ιανουαρίου 1878, βρίσκεται χωρίς μεγάλες δυσκολίες στο Δομοκό, όπου την επομένη έδωσε την πρώτη και τελευταία ατυχώς, νικηφόρο μάχη κατά τού Τουρκικού στρατού. Την 23η Ιανουαρίου σημειώθηκε έξοδος τακτικών και άτακτων Τούρκων από το Φρούριο του Δομοκού, οι οποίοι κατόπιν αψιμαχίας με τον Ελληνικό Στρατό, επέστρεψαν με μικρές απώλειες.
Ο πολεμικές επιχειρήσεις όμως δεν είχαν συνέχεια καθώς το ζήτημα αφέθηκε στην διπλωματία και ο Ελληνικός Στρατός αποχώρησε από τη Θεσσαλία. Τότε έγινε γνωστή στην Αθήνα η συνομολόγηση της γενικής ανακωχής στην Αδριανούπολη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Η Κυβέρνηση Κουμουνδούρου επειδή έβλεπε ότι η Ελλάδα θα παρέμενε εντελώς αποκομμένη στον αγώνα κατά της Τουρκίας κατόπιν δε και επίμονων πιέσεων και υποσχέσεων των δήθεν προστάτιδων δυνάμεων ανακάλεσε τηλεγραφικά τον στρατό.
‘Όμως κατά την τραγική αυτή στιγμή και ύστερα από την αγανάκτηση που προκλήθηκε στις τάξεις του στρατού, ο ηρωικός επιλοχίας Δημήτριος Τερτίπης λιποτάκτησε με 170 υπαξιωματικούς και στρατιώτες και ανέλαβε τη συνέχιση του επαναστατικού αγώνα με αντάρτικο πλέον χαρακτήρα. Μεγαλύτερη ζωτικότητα και ορμή επέδειξε η επανάσταση που εκδηλώθηκε στην περιοχή των Αγράφων της Θεσσαλίας της οποίας αρχηγός υπήρξε ο διακεκριμένος λοχαγός του πυροβολικού Κ. Ισχόμαχος. Στην περιοχή αυτή είχαν συγκεντρωθεί υπό τις διαταγές του Ισχομάχου επαναστατικά τμήματα στις τάξεις των οποίων ήταν διακεκριμένοι πατριώτες όπως ο Γεώργιος Φιλάρετος δημοσιογράφος και πολιτευτής, ο βουλευτής Λοκρίδος Α. Ρούκης, ο δήμαρχος Σπερχειάδας Ν. Κοντογιάννης, οι αδελφοί Ζουλούμη, ο ιατρός Βασαρδάνης και άλλοι πολλοί. Οι άλλες μάχες πού δόθηκαν ήταν στον Σμόκοβο όπου πήραν μέρος ο Τερτίπης και ο φίλος του Λάιος, στη Σέκλιζα την οποία είχε πολιορκήσει ο σωματάρχης Γαλλής από το Φουρνά σε βοήθεια τού οποίου έσπευσε ο Δημήτριος Σούτσος μετέπειτα Δήμαρχος Αθηναίων καθώς και οι Τερτίπης, Λάιος και Ραχιώτης. Στο ιστορικό Παλαμά Δομοκού, πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαρτίου 1878, μεγάλη σύναξη επαναστατών-πολεμιστών στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου.  Οι επαναστάτες Έλληνες πατριώτες ύψωσαν την Ελληνική σημαία, ορκίστηκαν με σύνθημα: «Ελευθερία ή θάνατος», και δημιουργώντας μια ακόμη «Αγία Λαύρα», με ξεχωριστή αξία και σημασία για την ύπαρξη της νεώτερης Ελλάδας, κήρυξαν την επανάσταση εναντίον των Τούρκων, όρισαν επταμελή επαναστατική επιτροπή και συνέταξαν προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εκλέγοντας την «Προσωρινή Διοίκηση της επαρχίας Δομοκού». Αμέσως όλα τα χωριά πήραν τα όπλα οι δε Τούρκοι έσπευσαν να διαπραγματευθούν με τους επαναστάτες.  Η προσωρινή διοίκηση εξέδωσε και προκήρυξη στην οποία μεταξύ  άλλων αναφέρονται:
«…οι πρόκριτοι των περιχώρων του Δομοκού, ποθούντες την τακτοποίησιν και εξακολούθησιν της επαναστάσεως, συνήλθαν εν τω χωρίω Παλαμά και εξελέξαντο τους υποφαινομένους, ως προσωρινήν διοίκησιν τού τόπου. ‘Εν μέσω κατανυκτικής τελετής υψώσαντες εν του ναού του Θεού την Ιεράν σημαίαν, ορκίσθημεν ομοθύμως, όπως αγωνιζόμενοι μέχρις έσχάτων, αποκτήσωμεν την ελευθερίαν ή θυσιασθώμεν άπαντες υπέρ αύτης. Αφού ουδέν άλλο υπολείπεται ημίν ή τελεία εξόντωσις υπό τον δυσβάστακτον ζυγόν του τυράννου, θα προτιμήσωμεν τον εν όπλοις έντιμον θάνατον, προμαχούντες υπέρ της ενώσεως της Θεσσαλίας μετά της Γλυκυτάτης μητρός της Ελλάδος. Ελπίζοντες ότι το δίκαιον θέλει θριαμβεύσει και η Ευρώπη θέλει υποστηρίξει ημάς, θαρρούντως αναλαμβάνομεν τον υπέρ πατρίδος ευγενέστατον αγώνα.
‘Εν Παλαμά τη 7 Μαρτίου 1878.
Η προσωρινή διοίκησις της επαρχίας Δομοκού: Δ. Κόκκινος, Γ. Καραγεώργος, Αναγνώστης Καραμπότζης, Κώστας Γκαρίκος, Βάγιος Χριστοδούλου, Γ. Σαΐτης, Χ. Κυρίτζης». Η Πολιτεία για να τιμήσει, έστω κι αργά, με τη συνεργασία των τοπικών συλλόγων κι άλλων παραγόντων, ως εκπλήρωση εθνικού χρέους, προέβη στην ανέγερση ανάλογου και αντάξιου προς την ηρωική πράξη, μνημείου στον ιστορικό αυτό χώρο, που φωτίζει και διαιωνίζει το υψηλό νόημα των αγώνων του έθνους για την κατάκτηση και τη διατήρηση της ελευθερίας του.
Παράλληλα με τα όσα συνέβαιναν στην Θεσσαλία με την επανάσταση, στο διπλωματικό χώρο υπήρξαν εξελίξεις. Στις 19 Φεβρουαρίου υπογράφτηκε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου με την οποία παραγκωνίζονταν τα ελληνικά δίκαια.
Η Αγγλία και άλλες δυνάμεις αντέδρασαν έντονα στη συνθήκη αυτή κι έτσι φθάνουμε στη σύγκληση στο Βερολίνο, διεθνoύς συνεδρίου των Μεγάλων Δυνάμεων υπό τον καγκελάριο Βίσμαρκ, την 1η Ιουλίου 1878 για οριστικό καθορισμό των εδαφικών μεταβολών και διευθέτηση όλων των αναφυέντων ζητημάτων. Στο Συνέδριο η Ελλάδα υπέβαλε υπόμνημα με το οποίο ζητούσε την προσάρτηση της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Κρήτης. Η απόφαση του Συνεδρίου ήταν να γίνει αναθεώρηση των Ελληνοτουρκικών συνόρων, παρέπεμπε όμως το θέμα σε απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων. ‘Όμως η Ελλάδα και η Τουρκία ερμήνευσαν διαφορετικά η κάθε μία την απόφαση του Συνεδρίου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αναβολή της υλοποίησης της απόφασης και συνεπώς της επίλυσης του θέματος. Ακολούθησε η σύγκληση διαφόρων άλλων διασκέψεων και τελικά υπογράφτηκαν στην Κωνσταντινούπολη δύο συμβάσεις την 12 Μαΐου και 20 Ιουνίου. Οι συμβάσεις αυτές προέβλεπαν την προσάρτηση στην Ελλάδα της περιοχής της Άρτας και ολόκληρης της Θεσσαλίας, πλην της επαρχίας Ελασσόνας και κανόνιζαν λεπτομερώς όλα τα σχετικά με την προσάρτηση ζητήματα. Σύμφωνα με την τελευταία σύμβαση ο Δομοκός έπρεπε να παραδοθεί στις 8 Αυγούστου 1881. Το ευνοϊκό υπέρ της Ελλάδας και των υποδούλων κλίμα υλοποιήθηκε τελικά μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, το οποίο ανέτρεψε τις ρυθμίσεις που προβλέπονταν στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Φεβρουάριος 1878), και περιόρισε τα σύνορα της Βουλγαρίας. Δυστυχώς η Μακεδονία, η Θράκη και η Ήπειρος παρέμειναν στην Τουρκία.
Η τύχη της περιοχής του Δομοκού αλλά και της Θεσσαλίας κρίθηκε στο Συνέδριο του Βερολίνου, υπό τον Όττο Φον Βίσμαρκ, τον Ιούνιο του 1878, που είχε συνέλθει για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, με την οποία τερματιζόταν ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Οι αντιπρόσωποι των δυνάμεων δέχθηκαν την ένωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου, με την Ελλάδα, όμως η απόφαση δεν συμπεριλήφθηκε στη Συνθήκη του Βερολίνου εξαιτίας της επιμονής της Τουρκίας, αλλά σε πρωτόκολλο. Ύστερα από επίπονες διαπραγματεύσεις συναντήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και στις 26 Μαρτίου – 7 Απριλίου 1881 γνωστοποιήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση η απόφαση προσάρτησης της Θεσσαλίας που άφηνε όμως έξω την περιοχή της Ελασσόνας. Οι σχετικές συμβάσεις υπογράφηκαν μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων και Τουρκίας στις 12/24 Μαΐου και Ελλάδος-Τουρκίας στις 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1881. Η Θεσσαλία, (συνεπώς και η  Βόρεια Φθιώτιδα-επαρχία Δομοκού) και ένα μικρό τμήμα της Άρτας, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις με την Υψηλή Πύλη, προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος μόλις τον Απρίλιο του 1881. Η επίσημη απελευθέρωση του Δομοκού έγινε την 8η Αυγούστου 1881.

Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας- Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com

Απόσπασμα από το βιβλίο του «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας:  Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού»



Είναι κακό ν' ακροβατείς στα όριά σου...

Είναι κακό ν ακροβατείς στα όριά σου...
Όταν η ζωή σου σα λύχνος φωτός, στο βάθος ενός μακρινού ορίζοντα αχνοφέγγει...
Είναι κακό ν ακροβατείς στα όριά σου...
Όταν το λυκόφως απ το λυκαυγές δεν μπορείς να ξεχωρίσεις...
Είναι κακό ν ακροβατείς στα όριά σου..
Όταν μιλάς κι  η φωνή σου ακούγεται σαν φαντασμάτων βήμα...
Είναι κακό ν ακροβατείς στα όριά σου...
Όταν η σιωπή σου παιχνίδια με τις πολύβουες σκέψεις σου θα παίζει...
Είναι κακό ν ακροβατείς στα όριά σου..
Ομως, ποιος αλήθεια γνωρίζει τα όριά του, για να μην ακροβατεί συχνά πάνω σ αυτά...


Δ. Κ. όπως Δον Κιχώτης...




Τα κάλαντα των Φώτων στην Βόρεια Φθιώτιδα

 Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Καρέλης
Τα Φώτα, μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης, γιορτάζονταν με λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια στην περιοχή του Δομοκού. Την Παραμονή των Φώτων ο ιερέας του χωριού επισκέπτονταν όλα τα σπίτια μαζί με το «παπαδάκι» που κρατούσε στο χέρι το «μπακρατσάκι» του γεμάτο αγιασμό, και ο παππάς με τον σταυρό και την «αγιαστούρα» του έδιωχνε τα καλικαντζαρούδια.
Τα ανθρωπόμορφα στοιχειά, τα «παγανά», άφηναν τις μέρες των Χριστουγέννων την μόνιμη εργασία τους, που ήταν το πριόνισμα του δέντρου της γης, κι έρχονταν στην επιφάνεια, τρύπωναν στις καμινάδες, τα ταβάνια  και τα αμπάρια των σπιτιών, με σκοπό να σκανδαλίσουν τους ανθρώπους.
Τα Φώτα οι καλικάντζαροι θα εξαφανιστούν για να ξαναπριονίσουν, ώς τις 23 Δεκεμβρίου της επόμενης χρονιάς.
Το βράδυ της παραμονής των Φώτων μεγάλες παρέες αγοριών και μεγαλύτερων ανδρών κρατώντας μεγάλα κουδούνια στα χέρια τα οποία χτυπούσαν συνεχώς, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έψαλλαν τα κάλαντα των Φώτων. Οι νοικοκυραίοι του χωριού τους φίλευαν χριστουγεννιάτικα εδέσματα τα οποία στο τέλος της βραδιάς γεύονταν όλοι μαζί στις ταβέρνες του χωριού τραγουδώντας και χορεύοντας.

Κάλαντα των Φώτων:

Σήμερα είν’ τα Φώτα και ο Φωτισμός
και χαρές μεγάλες και αγιασμός!
Σήμερα η κυρά μας η Παναγιά,
σπάργανα στα χέρια τίμια κρατεί
και τον Άη Γιάνη παρακαλεί:
Αϊ-Γιάννη Αφέντη και Πρόδρομε
δύνασαι βαφτίσεις θείον παιδί,
μες την κολυμπήθρα την αργυρή
που παιρνες νεράκι και νίβωσαν,
και χρυσό μαντλάκι σκουπίζωσαν!
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ,
και τον Κύριόν μου παρακαλώ,
αύριο ν’ ανέβω στους ουρανούς,
για να ρίξω δρόσο και λίβανο,
ν αγιαστούν οι βρύσες και τά νερά,
ν’ αγιαστεί κι αφέντης με την Κερά!
Αφέντη μ’ αφεντούτσικε μ’, πέντε φορές αφέντη μ’,
Αφέντη μ’ στα σαράια σου χρυσά καντήλια φέγγουν,
Αν βάλεις λάδι μοναχό φέγγουν στην αφεντιά σου,
Αν βάλεις λάδι και κερί φέγγουν στην γειτονιά σου,
Κυρά μ’ ψιλή κυρά μ’ λιγνή κυρά μ’ καντηλαφρύδω,
Κυρά μ’ φάντα στολίζοσαν να πας ταχιά στα Φώτα,
Βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη,
και του κοράκου το φτερό βάνεις καμαροφρύδι, 
τον άμμο τον αμέτρητο βάνεις για δακτυλίδι,
και την οχιά την παρδαλή γιορντάνι στο λαιμό σου!
Κι όταν σε  είδ’ η εκκλησιά απ’ άκρην σ’ άκρη εσείστη!
Παπάς σε  είδ’ εσώπασε, διάκος δεν ελειτούργα,
κι  εκειά  τ’  αναγνωστόπουλα ’φήκαν τα συναξάρια!
-Ψάλλε παπά μ’ σαν έψαλλες διάκο σαν ελειτούργας,
κι  εσείς αναγνωστόπουλα πέστε τα συναξάρια!
Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την άκριβή σου,
την έλουσες, τη χτένισες, στα σύννεφα την κρύβεις!
Τα σύννεφα σκορπίσανε κι η κόρη λάμπει μέσα,
τη βλέπει ο γιος του βασιλιά, τη βλέπει ο γιος του ρήγα!
- Δε θέλω γιο του βασιλιά, δε θέλω γιο του ρήγα,
θέλω το παπαδόπουλο, που ναι το φυσικό μου,
οπού χει μύλους δώδεκα μ' όλους τους μυλωνάδες,
οι πέντε αλέθουν με νερό κι οι έξι με το γάλα,
κι ο πρώτος ο καλύτερος αλέθει με το μέλι!
Άπλωσε αφέντη μ’, άπλωσε στην αργυρή σου τσέπη
κι αν εύρεις γρόσα δόσε τα, φλουριά μην τα λυπάσαι,
κι αν εύρεις και κατόφραγκα, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τ’ αφέντη μ’, κέρνα τα, να πιούνε στην υγειά σου,
και στην υγειά σου, αφέντη μου και στην καλή χρονιά σου!
Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό πέτρα να μην ραγίσει,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρονιά να ζήσει!!!


Και του Χρόνου!

Δημήτρης Β. Καρέλης

Η πρώτη θερμάστρα στην Αθήνα!


Η πρώτη θερμάστρα στην Αθήνα!

Ο γνωστός Γερμανός αρχαιολόγος, ελληνιστής και πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών Λουδοβίκος Ρος, ο οποίος τον χειμώνα του 1832-33 διέμεινε για πρώτη φορά στην Αθήνα, όταν ακόμη η πόλη διατελούσε ουσιαστικά  υπό τουρκικό έλεγχο, γράφοντας τις αναμνήσεις του από την ζωή του στην Ελλάδα, περιέγραψε άκρως γλαφυρά την τότε κατάσταση των Αθηνών. Απ’ τις αναμνήσεις του αυτές, η εφημερίδα Εστία απέσπασε και δημοσίευσε το 1878, την αρκούντως περίεργη περιγραφή της εντύπωσης που προξένησε στους κατοίκους της Αθήνας η πρώτη θερμάστρα (σόμπα). Όπως αναφέρει ο Ρος, ο χειμώνας τότε ήταν δριμύτατος και το θερμόμετρο πολλάκις κατέβηκε κάτω του μηδενός. Όταν έκανε τόσο δριμύ ψύχος, ο Ανατολίτης συνήθιζε να τυλίγεται με τη μηλωτή του (προβιά, κάπα, ένδυμα ή σκέπασμα από δέρμα προβάτου) και θερμαίνοντας τα πόδια του στον πύραυνο (μαγκάλι), να μένει ακίνητος χωρίς να κάνει τίποτε. 
Ο  Ευρωπαίος όμως, ο οποίος ήταν συνηθισμένος μέσα στο δωμάτιό του να διαβάζει, να γράφει ή να ζωγραφίζει, ήταν αδύνατον να υποφέρει μια τέτοια κατάσταση, εφόσον ακόμη κι όπου τυχόν υπήρχε τζάκι, δεν αρκούσε να θερμάνει τα ελεεινά δωμάτια.
Ο Λύδερς, ο οποίος βρισκόταν επίσης στην Αθήνα, ως πρακτικός άνθρωπος, σκέφθηκε να κατασκευάσει μια θερμάστρα και προμηθεύτηκε για το λόγο αυτό από την αγορά κάποια σίδερα, προσέλαβε ένα σιδηρουργό και με τη βοήθειά του, με πολλούς κόπους, κατάφερε να συναρμολογήσει ένα είδος τετράγωνης λάρνακας, στην οποία άνοιξε μία θυρίδα και της τοποθέτησε ένα μακρύ σωλήνα. Έτσι κατασκευάστηκε και ξεκίνησε τη λειτουργία της η πρώτη αθηναϊκή θερμάστρα, ενώ τα ξύλα ελιάς που τοποθετήθηκαν σ’ αυτή, δημιούργησαν λαμπρή φωτιά και αίσθημα θαλπωρής, οι δε τριγμοί και οι σπινθηρισμοί των ξύλων, γέμιζαν με χαρά και ευφροσύνη τους παρευρισκόμενους. 
Η αγγελία περί του πρωτοφανούς και πρωτάκουστου θεάματος, καθώς επρόκειτο για την πρώτη θερμάστρα στην Αθήνα, διαδόθηκε ακαριαία σ’ ολόκληρη την πόλη, προκαλώντας μεγάλη έκπληξη και περιέργεια. Ο Επίσκοπος των Αθηνών Νεόφυτος, προσέτρεξε να δει το πράγμα με τα ίδια του τα μάτια, ενώ πολλοί από τους πρόκριτους των Τούρκων ζήτησαν την άδεια να προσέλθουν και να δουν από κοντά την πρωτότυπη κατασκευή. Έκθαμβοι και με σεβασμό παρατηρούσαν το όμορφο και χρήσιμο εκείνο κατασκεύασμα και χαϊδεύοντας τη γενειάδα τους αναφωνούσαν: «Ο Θεός είναι μέγας και η σοφία των Φράγκων δεν έχει όρια».

Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας- Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Πηγή: Εστία, τόμος 5ος, Ιανουάριος – Ιούνιος, Αθήνα 1878, σελ. 542.


9η Μαΐου: Ο Άγιος Οσιομάρτυς Νικόλαος ο νέος, εν Βουνένη ξίφει τελειούται!

Ο Άγιος Οσιομάρτυς Νικόλαος ο νέος, εν Βουνένη ξίφει τελειούται!
Του Δημήτρη Β. Καρέλη*
Στην Κεντρική Ελλάδα, από την Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα κι ως τα χωριά του Βάλτου στην Αιτωλοακαρνανία, γιορτάζεται ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος, ο εν Βουναίνη της Θεσσαλίας αθλήσας. Πολλές εκκλησίες και παρεκκλήσια είναι αφιερωμένα στον Άγιο Νικόλαο τον εν Βουνένη (ή Βουναίνη), όπως το πολύ παλιό εκκλησάκι του Ζαπαντίου, σήμερα κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου Δομοκού.
Ο Άγιος Οσιομάρτυς Νικόλαος καταγόταν από τα μέρη της Ανατολής, από γονείς ευγενείς και θεοσεβείς. Ο νεαρός Νικόλαος δεν έκανε παρέα με τους συνομηλίκους του και προτιμούσε να συναναστρέφεται με γηραιότερους και σοφότερους ανθρώπους. Κατετάγη στα Ρωμαϊκά βασιλικά στρατεύματα κι επειδή εξαιρετικά ανδρείος και ρωμαλέος κι έκαμε μεγάλα ανδραγαθήματα στους πολέμους και τις μάχες που συμμετείχε, έγινε σ’ όλους ονομαστός και περίφημος. Γι αυτό λοιπόν κι ο βασιλεύς των Ρωμαίων, ακούγοντας την φήμη του οσίου, του μήνυσε και πήγε στο παλάτι.  Αναγνωρίζοντας σ’ αυτόν τη λογιότητα, την ανδρεία του και την επιδεξιότητά του, τον έκαμε Δούκα μιας επαρχίας, παραδίδοντάς του υπό τις διαταγές του μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Επειδή δε κατά τους καιρούς εκείνους αποστάτησαν οι άνθρωποι της Θεσσαλίας από τον βασιλέα και δεν ήθελαν να πληρώνουν τα βασιλικά δοσίματα (φορολογία) ο βασιλεύς έστειλε τους τοπάρχες της, μαζί και τον θαυμαστό τούτο αξιωματικό για να καταστείλουν την αποστασία. Ο Νικόλαος μαζί με τους υπόλοιπους Ρωμαίους Τοπάρχες πήγε αρχικά στην Θεσσαλονίκη, πόλη τότε της ευρύτερης Θεσσαλίας, πολέμησαν και καθυπόταξαν τους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι δήλωσαν και πάλι πίστη στο βασιλέα των Ρωμαίων. Ωστόσο, ελθόντες και στην Λάρισα, ο στρατός των Ρωμαίων νικήθηκε και ο Νικόλαος κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του. Τότε ήταν που αποχώρησε από τον πόλεμο, καταφρονώντας τον κόσμο και τα εγκόσμια, επήγε στο βουνό όπου βρήκε κάποιους μοναχούς, έγινε κι εκείνος μοναχός και έμεινε μαζί τους αγωνιζόμενος με νηστεία, με αγρυπνία και πάσα άσκηση. Ως συναθλητής του Νικολάου μνημονεύεται και κάποιος ονόματι Αρμόδιος. Ωστόσο, ο μισόκαλος διάβολος μη μπορώντας να βλέπει την Δόξα του Θεού, ξεσήκωσε το έθνος των άθεων Αβάρων (κατ’ άλλους των Σαρακηνών πειρατών της Μεσσογείου), εναντίον της Δύσεως. Τότε αυτοί, λεηλατώντας πολλά κάστρα, έφθασαν και ως την Λάρισα και τα περίχωρά της, τα Φάρσαλα, την Ελασσόνα, το Βόλο και τη Ζαγορά, όπου ταπείνωσαν τους εκεί χριστιανούς και τους εξανάγκαζαν να απαρνηθούν τον Δεσπότη Χριστό τον και να προσκυνήσουν τα είδωλα. Όσο γινόταν αυτά, κι ενώ ο όσιος ήταν με τους άλλους συνασκητές του, δώδεκα τον αριθμό, ήλθε την νύκτα Άγγελος Κυρίου και τους είπε να μετά από λίγο θα μαρτυρήσουν δια τον Μέγα Δεσπότη και θα λάβουν τους στεφάνους της Αθλήσεως. Πράγματι, μετά από λίγες μέρες, οι άπιστοι έφτασαν στις σκήτες στα Βούναινα της Θεσσαλίας, και αφού βασάνισαν τους υπόλοιπους μοναχούς, τους αποκεφάλισαν. Βλέποντας όμως τον νεαρό Νικόλαο, θέλησαν να τον παρακινήσουν με κολακείες να αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό και να προσκυνήσει τα είδωλα. Επειδή όμως ο Άγιος παρέμενε ευσεβής, οι βάρβαροι τον έδειραν, τον βασάνισαν και τον  έδεσαν σ’ ένα δένδρο. Κατόπιν, βλέποντες ότι ο ήταν αδύνατον να μετασαλεύσει  από του Χριστού πίστη, τον αποκεφάλισαν αυτόν κι έτσι έλαβε κι εκείνος ο αοίδιμος, τον Στέφανον της Αθλήσεως, στις 9 Μαΐου του 720 μ.Χ. (κατ’ άλλους το 901 ή 902)  Το δε Άγιο λείψανό του έμεινε άταφo στο βουνό εκείνο, φυλασσόμενο από Θείους Αγγέλους, αβλαβές και αδιάφθορο, ύστερα δε φανερώθηκε δια θαύματος του Αγίου, το οποίον έως την σήμερον «λωβούς ιατρεύει χωλούς ανορθοί και άλλας διαφόρους ασθενείας θεραπεύει εκείνων όσοι μετά πίστεως τούτω προστρέχουσι». Από τα δένδρα στα οποία δέθηκε και βασανίσθηκε ο Άγιος ρέει ένα κόκκινο υγρό το οποίο ονομάζεται «Αίμα». Το υγρό αυτό όταν χρησιμοποιείται με πίστη και εμπιστοσύνη στον Οσιομάρτυρα έχει ιαματικές ιδιότητες και επιτελεί θαύματα σε πάσχοντες από δερματικές παθήσεις και πονοκεφάλους. Ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος, παριστάνεται στις αγιογραφίες ενδεδυμένος ως στρατιωτικός Άγιος, με στρατιωτική στολή, με ερυθρό χιτώνα και επενδύτη επίσης ερυθροχρώμου, με χρυσά και μέλανα κοσμήματα, πεποικιλμένα με μαργαριτάρια. Εορτάζει στις 9 Μαΐου εκάστου έτους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων.
Ως τῶν νοσούντων ὁ ἄμισθος ἰατρός, καὶ τῶν ἐν κινδύνοις ἀπροσμάχητος βοηθός, θλιβομένων τε θερμὸς ὑπερασπιστής, καὶ τῶν ἐν παντοίαις ἀνάγκαις ὑπέρμαχος, Ὁσιομάρτυς ἐξ ἑῴας Νικόλαε πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Βιβλιογραφία:
Νικόδημος Αγιορείτης, Όσιος, (1749-1809), Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, πάλαι μεν Ελληνιστί συγγραφείς υπό Μαυρικίου, Διακόνου της Μεγάλης Εκκλησίας […], δαπάνη και επιστασία του εν Ιερεύσιν ελαχίστου ιερέως Σωφρονίου Χ. Ασλάνογλου εκ του Τυπογραφείου Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, Τόμος Β΄, Ἀθήνησι, 1868, σελ. 141-142.
Δημήτρης Β. Καρέλης
*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 

Contact With Me

Contact Us
DIMITRIS KARELIS
+306947185990
Athens, Greece