-->

i Love to Create!

I AM

image
Hello,

I'm ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΚΑΡΕΛΗΣ

Ονομάζομαι Δημήτρης Καρέλης, είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης (Μ.Δ.Ε.) από το ΜΠΣ «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. Γεννήθηκα στη Λαμία και ζω στη Καλλιθέα Αττικής, είμαι παντρεμένος και έχω ένα γιο. Εργάζομαι ως υπάλληλος στον όμιλο Δ.Ε.Η. Α.Ε. από το 1993 και υπηρετώ στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε.). Σήμερα είμαι συνδικαλιστής, Εκτελεστικός Σύμβουλος Πολιτιστικών Θεμάτων και Μέλος του Δ.Σ. της ΓΕΝ.Ο.Π-Δ.Ε.Η.-Κ.Η.Ε., ενώ χρημάτισα επί σειρά ετών Πρόεδρος, Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος Δ.Σ. του ιστορικού συνδικάτου «Πανελλαδικός Σύλλογος Καταμετρητών-Εισπρακτόρων Δ.Ε.Η.». Είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος, με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Από την παιδική μου ηλικία, με πυξίδα τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, ξεκίνησα ένα μακρύ ταξίδι στο χώρο του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της παράδοσης, της γραφής, του λόγου και του στοχασμού.


Education
University

Culturologist

Postgraduate

Master of Arts in Public History

School of Amusement

Self-taught painter


Experience
Electricity worker

Public Power Corporation of Greece

Public Historian

Historical author-researcher

Painter

Art and painting lover


My Skills
Writing
Painting
Disquisition
Design

About Books

«Η βιβλιοθήκη κατοικείται από πνεύματα που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα». – Ιζαμπέλ Αλιέντε.

friendship

«Ένα μόνο τριαντάφυλλο μπορεί να είναι ο κήπος μου, αλλά μόνο ένας φίλος, ο κόσμος μου». – Λέο Μπουσκάλια

be yourself

«Να είσαι ο εαυτός σου, αλλά πάντα ο καλύτερος εαυτός σου». – Karl G. Maeser

about love

«Το να αγαπιέσαι βαθιά σου δίνει δύναμη, ενώ το να αγαπάς βαθιά σου δίνει κουράγιο». – Λάο Τσε.

WHAT I DO

Author-writer

«Είτε γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί, είτε κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», Βενιαμίν Φραγκλίνος

Culturologist

«Ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, κατακτάται», Αντρέ Μαλρώ

Painter

«Η ζωγραφική είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να κρατάς ημερολόγιο», Πάμπλο Πικάσο

Some of my work

Ο λαγός με τη… γραβάτα!!!


Ο λαγός με τη… γραβάτα!!!

Ιχνηλατεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης

Είναι γνωστό πως οι κυνηγοί είναι τουλάχιστον… παρεξηγημένοι, όσον αφορά τις διάφορες ιστορίες που διηγούνται στις παρέες τους και το κατά πόσον αυτές είναι κοντά στην αλήθεια ή όχι …
Όμως, θα τολμήσω να το πω, μερικές φορές αυτά που βλέπουμε εμείς οι κυνηγοί στο βουνό και στα κυνηγοτόπια είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, από περίεργα μέχρι απίστευτα.
Θυμήθηκα πρόσφατα μια ιστορία που διάβασα κάποτε σ’ ένα κυνηγετικό περιοδικό και θα σας τη διηγηθώ όπως τη θυμάμαι πολλά – πολλά χρόνια μετά.
Μια ιστορία για το πάθημα ενός συναδέλφου κυνηγού που σίγουρα σήμερα δεν θα θέλει να θυμάται.
Ήταν λοιπόν σε ένα γάμο μια παρέα λαγοκυνηγών που, όπως όλοι ξέρουμε, δεν σταματούσε να καυχιέται για τις επιδόσεις της. Όλοι είχαν να πουν και μια περιπέτεια από τα… ηράκλεια κατορθώματά τους!!!
Ξεκίνησαν λοιπόν ο καθένας να λέει την ιστορία του, πως ο Γκέκας έπιασε το λαγό στο γιατάκι του, πως ο άλλος μια μέρα πήρε τέσσερις λαγούς με… τρία φυσίγγια, πως ο τρίτος (και μη το γελάτε είναι αλήθεια!!!) έριξε με μονόκαννο… έντεκα τουφεκιές σ’ ένα λαγό κι άλλα τέτοια…
Τελευταίος λοιπόν έμεινε ο Μπάμπης που αμίλητος άκουγε τις απίστευτες ιστορίες των συναδέλφων του κυνηγών αλλά δεν τολμούσε να πει τη δικιά του. Πέσανε λοιπόν όλοι πάνω του, καθώς δεν φημιζόταν και για τις επιδώσεις του, να τους πει κι αυτός κάποιο από τα ανδραγαθήματά του!!!
Ο ίδιος βρέθηκε σε δύσκολη θέση καθώς οι άλλοι τον δούλευαν ως συνήθως και τότε του ήρθε η φαεινή ιδέα!!!
-Ρε σεις, θέλετε να πάω τώρα αμέσως με το κουστούμι να σας φέρω ένα λαγό; Τους λέει, σίγουρος πως αυτό που τους είπε θα το κάνει, αφού για καλή του τύχη στο σπίτι είχε ένα λαγό στο κλουβί!!!
Με μια φωνή όλοι συμφώνησαν καθώς ήταν σίγουροι πως η καζούρα θα συνεχιστεί και ο δικός σου, μια και δυο, φεύγει για το σπίτι να πάρει τα φυσεκλίκια του και να τους φέρει το πολυπόθητο θήραμα.
Όταν έφτασε στο σπίτι του σκέφθηκε πως θα ήταν χειρότερα αν απλώς τους πήγαινε  ένα λαγό ζωντανό και δεν χάνει καιρό, βάζει το λαγό, με κόπο είναι η αλήθεια, σ’ ένα ταγάρι και φεύγει για το διπλανό λόφο όπου θα… εκτελούσε το θήραμά του!
Φθάνοντας σε λίγα λεπτά διαπιστώνει πως δεν έχει με τι να δέσει το ζωντανό και χωρίς να χάσει καιρό βγάζει την εμπριμέ χαρακτηριστική γραβάτα του και προσπαθεί να τον δέσει σ’ ένα πουρνάρι.
Ο λαγός αντιστέκεται σθεναρά και όταν αυτός καταφέρνει να τον δέσει, μέχρι να πάρει το όπλο του ο λαγός λύνεται και με τη γραβάτα στο λαιμό φεύγει σφαίρα προς την κοντινότερη πουρναριά!!!
Μάταια ο Μπάμπης, πιωμένος καθώς ήταν, του αδειάζει το δίκαννο χωρίς να το πετύχει ούτε σκάγι!!!
Πικραμένος,  απογοητευμένος και μαραμένος γυρνά στο σπίτι του και ούτε λόγος να ξαναγυρίσει στο γλέντι….
Όμως  η ατυχία του δεν σταμάτησε εδώ. Λίγες μέρες μετά το γάμο,  την επόμενη Τετάρτη που είχε και πάλι λαγοκυνήγι, κάποιος από την παρέα περνώντας από το λοφάκι σήκωσε ένα λαγό. Περιμένοντας στο καρτέρι με τα σκυλιά να κλαφουνίζουν, βλέπει με τεράστια έκπληξη ένα λαγό με… γραβάτα να έρχεται κατά πάνω του!!!
Του ρίχνει λοιπόν και το θήραμα πέφτει αμέσως μπροστά του. Μια δεύτερη έκπληξη όμως τον περιμένει καθώς περιεργάζεται τον… γραβατωμένο λαγό!!!
Η γνωστή σ’ όλους στο χωριό, εμπριμέ γραβάτα του φίλου του Μπάμπη!!!
Όπως καταλαβαίνετε όλοι γελούν ακόμα στο χωριό αυτό κι ο Μπάμπης, φευγάτος πια, πιθανότατα απαρνήθηκε μια για πάντα το αγαπημένο του άθλημα…

Δημήτρης Β. Καρέλης

«Αρχαίος ελληνικός λόγος και λατρείες μέσα από αναθηματικούς πίνακες και επιγραφές», του Δημήτρη Β. Καρέλη

«Αρχαίος ελληνικός λόγος και λατρείες  μέσα από αναθηματικούς πίνακες και επιγραφές»,
του Δημήτρη Β. Καρέλη


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή ………............................………………………………………………………………….. 2

Ενότητα Α΄: Η αρχαία ελληνική διάλεκτος και το αλφάβητο των επιγραφών στο σπήλαιο Πιτσά Κορινθίας …….................................................……………………………………………………… 3

Ενότητα Β΄: Η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων μέσα απ’ τους ζωγραφικούς πίνακες του σπηλαίου Πιτσά………................................………………………………………………………… 6

Συμπεράσματα …….............................….…………………………………………………………... 9

Βιβλιογραφία ...…………..........................………………………………………………………….10
 

Εισαγωγή

Στην Κορινθία, στον ορεινό όγκο του αρχαίου Χελιδορέα, σημερινού Μαύρου Βουνού, πίσω από τα χωριά Πιτσά  και Λουτρό, βρίσκεται το «Σπήλαιο των Πιτσών» ή «Σπηλιά του Σαφτουλή», σημαντικός λατρευτικός τόπος της αρχαιότητας, αφιερωμένος στις Νύμφες και στον οποίο η αρχαιολογική σκαπάνη κατά τη δεκαετία του 1930 αποκάλυψε πλούσια αφιερώματα.[1]
Η σταθερή θερμοκρασία και υγρασία στο εσωτερικό του σπηλαίου, δημιούργησαν συνθήκες διατήρησης αντικειμένων από ύφασμα και ξύλο, που σπάνια ανακαλύπτονται, όπως είναι τέσσερις ζωγραφισμένοι ξύλινοι πίνακες με επιγραφές, μοναδικά δείγματα αρχαίας ελληνική τέχνης, που ανακαλύφθηκαν εκεί. Ο καλύτερα διατηρημένος εξ’ αυτών πίνακας, παρουσιάζει πομπή θυσίας με γυναίκες και παιδιά και φέρει αφιερωματική επιγραφή.[2]
Στην πρώτη ενότητα του δοκιμίου αναλύουμε γιατί το αλφάβητο των παραπάνω επιγραφών διαφέρει από τη συνήθη μορφή του ελληνικού αλφαβήτου που είναι σε χρήση έως σήμερα, τη διάλεκτο που είναι γραμμένες οι επιγραφές και πώς αιτιολογείται η σύνταξή τους σε μία συγκεκριμένη διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Στην δεύτερη ενότητα εξηγούμε τι φανερώνει η συγκεκριμένη παράσταση της θυσίας για τις θρησκευτικές δοξασίες και το τελετουργικό λατρείας των αρχαίων Ελλήνων.

Ενότητα Α΄: Η αρχαία ελληνική διάλεκτος και το αλφάβητο των επιγραφών στο σπήλαιο Πιτσά Κορινθίας

Μελετώντας τις επιγραφές του σημαντικότερου πίνακα του σπηλαίου Πιτσά, που χρονολογούνται στην αρχαϊκή περίοδο (540-530 π.Χ.), επιβεβαιώνουμε τη διαφορετικότητα ανάμεσα στα αλφάβητα της εποχής αλλά και στις τοπικές διαλέκτους.
Άνωθεν της μορφής, σύνηθες στα κορινθιακά αγγεία, αναφέρεται το όνομα των συμμετεχόντων, στη δωρική διάλεκτο και στο αρχαίο κορινθιακό αλφάβητο.[3],[4] Το όνομα της γυναίκας αριστερά δεν σώζεται, η επόμενη ονομάζεται «ᛒ𐰮⊕𐰮∆ᛊ𐌊𐌀>ΕΥΘΥΔΙΚΑ», η άλλη «ᛒ𐰮⫯𐌏ᛚᛊᛖ>ΕΥΚΟΛΙΣ» και εκείνη κοντά στο βωμό «ᛒ⊕ᛒᛚ𐌏𐌍ᚷ[𐌀;]>ΕΘΕΛΟΝΧ[Α;]». Μετά το όνομα της δεύτερης γυναίκας, διαβάζουμε τη φράση: «[…𐌀𐌍]ᛒ⊕ᛒ𐌊ᛒ⏉𐌀ᛊᛖ𐌍[𐰮]𐌍⏀𐌀ᛊᛖ[…]»>«...ΑΝΕΘΕΚΕ ΤΑΙΣ ΝΥΜΦΑΙΣ», ενώ απουσιάζει το πρώτο μέρος της επιγραφής. Άλλη ακρωτηριασμένη επιγραφή δεξιά, αναφέρει: «𐌏⫯𐌏ᚹᛊ𐌍⨁ᛊ𐌏ᛖ»[5]>«...Ο ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ», πιθανώς αναφερόμενη στο όνομα του ζωγράφου ή του αναθέτη.[6] Παρατηρώντας τις διαφορές του αρχαϊκού κορινθιακού αλφαβήτου με το «ευκλείδειο αλφάβητο», που χρησιμοποιούμε από την κλασική εποχή μέχρι σήμερα, όπως για παράδειγμα η χρήση του συμβόλου «ᛒ» αντί του «Ε», του «⊕» αντί του «Θ» και του «ᛊ» αντί του «Ι» ή τη δωρική διατύπωση «ταῖς Νύμφαις», διαπιστώνουμε τις μεταβολές που υπέστη κατά την πάροδο του χρόνου η ελληνική γραφή και ο προφορικός λόγος.
Αρχαιότερη μορφή γραφής στον ελλαδικό χώρο (2000 π.Χ.), είναι η μη αποκρυπτογραφημένη Μινωική, ιερογλυφική ή εικονογραφική, γραμμένη σε σφραγιδόλιθους.[7] Σε εξελιγμένη μορφή συναντάται σε πήλινες πινακίδες, ράβδους και δίσκους («δίσκος της Φαιστού») τον 17ο αι. π.Χ.,[8] εποχή που χρησιμοποιείται και η «Γραμμική Α» η οποία επίσης δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί.[9] Σε πήλινες πινακίδες του 15ου - 13ου π.Χ. αι. στο ανάκτορο της Κνωσού, αποτυπώνεται τελειότερος τύπος γραμμικής γραφής, η Μυκηναϊκή «Γραμμική Β», η αρχαιότερη γραφή της ελληνικής γλώσσας, αποκρυπτογραφημένη το 1952 από τον Άγγλο αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις.[10]
Η Ελληνική γλώσσα από σχετικά ενιαία μορφή, την «προϊστορική κοινή», διασπάται σε διαλέκτους (Ιωνική-Αττική, Αχαϊκή, Δωρική) και ενοποιείται εκ νέου με την μορφή της «Αλεξανδρινής κοινής».[11]
Στις επιγραφές των αρχαϊκών χρόνων παρουσιάζονται παραλλαγές, καθώς στις διαλέκτους ορισμένοι χαρακτήρες διαφοροποιούνταν, τόσο μορφολογικά όσο και φθογγικά, όπως στην Κόρινθο και την Κέρκυρα, ο ήχος ε γράφονταν κάπως σαν το Β και έχει την αξία του ε και του η και το σημείο του σταυρού αλλού σήμαινε Χ κι αλλού Ξ.[12] Αυτή η «ετερομορφία» οφειλόταν στην τοπική εισαγωγή του Φοινικικού αλφαβήτου, καθώς ο δυναμισμός του ελληνικού πνεύματος μεταμόρφωσε γράμματα και φθόγγους, προσαρμόζοντάς τα στις τοπικές λεκτικές ανάγκες και κανένα από τα αρχαϊκά αλφάβητα δεν κράτησε τα είκοσι δύο γράμματα των Φοινίκων στην ακριβή φωνητική τους αξία.[13]
Η χρήση πολλών τοπικών διαλέκτων οφείλεται κυρίως στην έλλειψη επικοινωνίας, αλλά και στην διοικητική αυτονομία με τη μορφή της πόλης-κράτους, που ευνοούσε την γλωσσική αυτοτέλεια, επιτρέποντας περισσότερες επίσημες γλώσσες.[14]
Οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής ομαδοποιούνται στην «Ανατολική» με κορμό την «Ιωνική-Αττική» (Ιωνία, Εύβοια, Κυκλάδες και Αττική), την «Κεντρική» με τυπικές διαλέκτους «Αρκαδοκυπριακή» και «Αιολική» (Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και Αιολία) και την «Δυτική», με κλασσική διάλεκτο τη «Δωρική» (Ήπειρος, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Κρήτη, Δωδεκάνησα, Μικρά Ασία και δωρικές αποικίες της Ν. Ιταλίας).[15]
Σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις δύο διαλέκτους, «Δωρικής» και «Ιωνικής-Αττικής» η οποία εξελίχτηκε στη Νεοελληνική, είναι στη μεν Δωρική η διατήρηση του πρωτογενούς ᾶ (γυνά>γυνή), η διατήρηση του φθόγγου με το γράμμα δίγαμμα (F), Fίκατι>είκοσι, του –τι (δίδωτι>δίδωσι), α από ᾶε, ᾶω (Ηρακλείδα, δραχμάν>δραχμών) ή από η σε αε (όρη>όρα), αρ από ερ (ἱαρός>ἱερός) κλπ και στην «Ιωνική» η τροπή του παλαιού μακρού α σε η (=μακρό ε): φάμα>φήμη, νᾶσος>νῆσος, σίγηση του F (δίγαμμα): Fέργον>ἔργον, Fοῖκος>οἶκος, τροπή της συλλαβής τι σε σι: δίδωσι, εἴκοσι, διακόσιοι, τροπή του διπλού σ σε ττ (θάλαττα, φυλάττω) κλπ.[16]
Τον 7οαι. π.Χ. όλες οι ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν σε χρήση δικό τους πλήρως διαμορφωμένο αλφάβητο, αποτελούμενο από 21-23 γράμματα, με ιδιομορφίες και παραλλαγές.[17] Τα κείμενα των επιγραφών ήταν γραμμένα με κεφαλαία, χωρίς κενά διαστήματα στις λέξεις, χωρίς σημεία στίξης και τόνους.[18] Από τον 5ο π.Χ. αιώνα, άρχισε βαθμιαία να γενικεύεται η χρήση του ιωνικού αλφαβήτου, το οποίο είχε 24 γράμματα, ήταν πληρέστερο και το υιοθέτησαν επίσημα οι Αθηναίοι με νόμο το 403/2 π.Χ., την εποχή του επώνυμου άρχοντα Ευκλείδη για να καθιερωθεί πανελλαδικά ως «ευκλείδειο αλφάβητο» και να χρησιμοποιείται ως σήμερα.[19] Αρχικά, εξαιτίας φοινικικής επιρροής, η γραφή γινόταν από δεξιά προς τα αριστερά, μετέπειτα στη βουστροφηδόν γραφή, που άρχιζε από δεξιά προς τα αριστερά, συνεχίζοντας κατά την φορά των στίχων, όπως η στροφή των βοδιών στο όργωμα, στις γραφές «πλινθηδόν», σπειρηδόν ή σπειροειδή γραφή, την κιονηδόν ή γραφή κατά στήλες και την τετραγωνισμένη, στοιχηδόν γραφή. [20] Από τον 5ο π.Χ. αιώνα, οριστικοποιήθηκε η φορά της γραφής από αριστερά προς δεξιά, όπως στα μυκηναϊκά συλλαβογράμματα.[21]
Έτσι εξηγείται εν πολλοίς η χρήση του Κορινθιακού αλφάβητου και η τοπική δωρική διάλεκτος, στις επιγραφές του «Σπηλαίου Πιτσά».
Στην συνεκτικότητα της ελληνικής γλώσσας συνετέλεσε η βαθιά εθνική συνείδηση της κοινής καταγωγής και θρησκείας, που τους έκανε να αισθάνονται μεταξύ τους το «ομόγλωσσο», με αποτέλεσμα οι διαλεκτικές διαφορές να μην εξελιχθούν σε πλήρη γλωσσική διαφοροποίηση.[22]
Το «γλωσσικό ζήτημα», που ταλάνισε την Ελλάδα για είκοσι αιώνες, εμφανίζεται με την επικράτηση του «αττικισμού», τη μίμηση του τρόπου έκφρασης των κλασικών αττικών συγγραφέων, ως πρότυπα λόγου και σκέψης, με αρχαϊστικές υπερβολές, από διαφόρους γραμματικούς και λόγιους του 1ουαι. μ.Χ., που οδηγήθηκαν στη «διγλωσσία», την περιφρόνηση του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού.[23]

Ενότητα Β΄: Η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων μέσα απ’ τους ζωγραφικούς πίνακες του σπηλαίου Πιτσά

Στον ξύλινο πίνακα του 6ου αι. π.Χ. από το Σπήλαιο Πιτσών, αναπαριστάται ιερή πομπή, ίσως ολόκληρης οικογένειας, για θυσία-αφιέρωση στις Νύμφες, όπως προκύπτει από την φέρουσα επιγραφή, οι μορφές έχουν αποδοθεί με έντονα χρώματα σε φόντο λευκό, στα δεξιά του πίνακα παριστάνεται λίθινος βωμός με κρατευτές, φωτιά αναμμένη και κηλίδες αίματος[24], μπροστά στο βωμό μορφή γυναίκας με γαλάζιο δωρικό πέπλο με λευκά περιγράμματα μαιάνδρων και μακρύ κόκκινο ιμάτιο χωρίς στολίδια,[25] η οποία στο δεξί της χέρι κρατά κορινθιακή πρόχου, είδος αγγείου με νερό για τις χοές και με το άλλο χέρι στηρίζει στο κεφάλι της πήλινο δίσκο γεμάτο με λατρευτικά σκεύη.[26] Τη γυναίκα ακολουθούν τρία αγόρια, εκ’ των οποίων το μικρότερο, που φορά μόνο ένα κόκκινο ιμάτιο με γυμνό ώμο και δεξί χέρι, κρατά δεμένο με κόκκινη κορδέλα ένα πρόβατο, το ζώο της θυσίας, τα άλλα δύο παίζουν μουσικά όργανα, το ένα μια οκτάχορδη λίρα και το άλλο αυλό, στηριγμένο στο στόμα του με φορβεία (ιμάντα).[27] Τα αγόρια ακολουθούν δύο γυναίκες με πέπλο και ιμάτιο, στο δεξί τους χέρι φέρουν κλαδιά μυρτιάς και κορδέλες, ενώ έχουν το αριστερό χέρι υψωμένο σε θέση προσευχής και ακολουθεί άλλη μορφή, κατά τον Ορλάνδο γυναίκα, κατ’ άλλους άνδρας, της οποίας δεν σώζεται το κεφάλι, φορά ολόσωμο γαλάζιο ιμάτιο και στο αριστερό χέρι φέρει κλαδί μυρτιάς.[28]
Με βάση τον πίνακα και την αφιερωματική επιγραφή, προσεγγίζουμε τις θρησκευτικές δοξασίες και το τελετουργικό των αρχαίων Ελλήνων, καθώς οι ιδιωτικές «αναθηματικές επιγραφές» που συνόδευαν το αφιέρωμα, ως έξαρση του θρησκευτικού αισθήματος ενός ατόμου, οικογένειας, φρατρίας ή κοινότητας, διαιώνιζαν την πράξη του αναθέτη.[29]
Η καθημερινότητα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας βρισκόταν σε απόλυτη ταύτιση με τη θρησκευτική της συμπεριφορά. Η οικογενειακή εστία, που γύρω της λειτουργούσε η ελληνική οικογένεια, ήταν αφιερωμένη στην προστάτιδα της οικιακής ζωής, ευημερίας και οικογένειας, θεότητα της Εστίας.[30] Οι θεότητες ήταν προσιτές σε κάθε σημαντική στιγμή της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής, μέσα από τις οικογενειακές λατρευτικές συνήθειες, έτσι ώστε οι θεοί να είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των Ελλήνων.[31] Ο πολίτης μετά την ενηλικίωσή του όφειλε να συμμετέχει στις γιορτές προς τιμή των θεών και των ηρώων, στα πλαίσια της φυλής, του δήμου ή θρησκευτικών ενώσεων, με τον όρκο των εφήβων να αποτελεί μια θρησκευτική πράξη και τις γυναίκες να μετέχουν επίσης από νεαρά κορίτσια, κυρίως όμως ως παντρεμένες, με ενεργό ρόλο στις θρησκευτικές τελετές της πόλης.[32] Η θρησκευτικότητα συνίσταται στην τήρηση της τελετουργίας, ως έκφρασης σεβασμού και απόδοσης οφειλόμενων τιμών, κυρίως με θυσίες και αναθηματικές προσφορές, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την τελετουργοποίηση της ζωής τους.[33] Χωρίς εμμονές, αισθάνονταν δέος απέναντι στις θεότητες καθώς πίστευαν στην δυνατότητα των θεών να τιμωρούν τους θνητούς για τα παραπτώματά τους στη διάρκεια του βίου τους ή μέσω των απογόνων τους. [34] Η εμπειρία του «ιερού» γεννήθηκε πιθανώς από το συναίσθημα πως υπερφυσικές δυνάμεις διαβιούσαν σε τόπους μυστηρίου, ποτάμια, πηγές και σπηλιές, βρισκόταν πίσω από τρομερά φυσικά φαινόμενα ή ήταν παρούσες σε καθοριστικές στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης.[35]
Η ιδιωτική και δημόσια ζωή των αρχαίων Ελλήνων περιελάμβανε ιεροτελεστίες, όπως θυσίες, υγρές προσφορές και προσευχές, που είχαν σκοπό να εξευμενίσουν τις θεότητες, για εξασφάλιση εύνοιας και προστασίας.[36] Οι θυσίες διακρίνονταν σε αιματηρές και αναίμακτες, στις οποίες γινόταν χρήση φωτιάς για την τέρψη των θεών από τις ευωδιές και την ωμοφαγία.[37] Οι «αιματηρές» ήταν θυσίες ζώων, κυρίαρχες στην αρχαία ελληνική λατρεία,[38] το δε ιερό σφάγιο λεγόταν «ἱερεῖον».[39] Σ’ αυτές θυσιάζονταν κατοικίδια ζώα, βοοειδή στις επισημότερες τελετές αιματηρής θυσίας.[40] Τα ζώα οδηγούσε στο βωμό μια πομπή με προκαθορισμένο τελετουργικό, τα μη αναλώσιμα μέρη του ζώου ραντίζονταν με σπονδή, λιβανίζονταν και στη συνέχεια καίγονταν στο βωμό, καθώς υπήρχε η πεποίθηση πως οι θεοί τρέφονταν και ευφραίνονταν από την «κνίσα», τον λιπαρό και ευωδιαστό καπνό που εκλυόταν από την καύση.[41] Τα υπόλοιπα βρώσιμα μέρη του κρέατος τεμαχιζόταν σε μερίδες και καταναλωνόταν επί τόπου από τους συνδαιτυμόνες, σε δημόσιο γεύμα που είχε σκοπό όχι μόνο την σίτιση των πολιτών αλλά και την ισχυροποίηση των μεταξύ τους δεσμών.[42] Στη γιορτή των Παναθηναίων οι Αθηναίοι θυσίαζαν συνήθως εκατό βοοειδή για να τραφεί το πλήθος των συμμετεχόντων, θυσίες γνωστές ως εκατόμβες.[43] Οι παραπάνω θυσίες αφορούσαν κυρίως ουράνιες θεότητες. Στις θυσίες προς τιμήν των χθόνιων θεοτήτων και των ηρώων, η τελετή διαφοροποιούνταν, καθώς το ζώο δεν σφάζονταν πάνω στο βωμό αλλά σε μια χαμηλή «εσχάρα πυράς» ή ένα λάκκο (βόθρο) και το κρέας δεν τρωγόταν αλλά καιγόταν σε «ολοκαύτωμα».[44] Στις αναίμακτες θυσίες οι συμμετέχοντες προσέφεραν, τρόφιμα, κάνιστρα ανθισμένα, θυμίαμα, καρπούς, φυσικούς ή διακοσμημένους όπως η «ειρεσιώνη» που ήταν κλάδος ελιάς στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί και καρπούς, κρατήρες με πρωτόλαδο, μέλι, κρασί, ξηρούς καρπούς, δημητριακά, πήλινες χύτρες με ψημένα όσπρια («πυανέψια»), «κέρνους» ή «τρυβλία» με αρωματικά καρυκεύματα και «όσχους», δηλαδή κλαδιά αμπελιού που είχαν επάνω τους σταφύλια.[45]
Τα «πέμματα» (πέλανοι ή πόπατα), ήταν ομοιώματα ζώων από αλεύρι ή κερί, που προσφέρονταν στις θεότητες από κείνους που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα θυσίας ενός ζώντος ζώου.[46] Η ελληνική μυθολογία παρέχει πολλά παραδείγματα ανθρωποθυσιών, που μπορεί να υπήρξαν, όμως καμία ιστορικά επιβεβαιωμένη πληροφορία δεν υπάρχει που να στηρίζει τέτοιο επιχείρημα.[47]  Οι σπονδές γινόταν συνήθως με «άκρατο οίνο» (ἔνσπονδο) ενίοτε δε με γάλα και μέλι και άλλα υγρά «άκρατα η κεκραμένα» (χοές), με ή χωρίς νερό.[48] Προσευχές και μουσική συνόδευαν τις θυσίες ή τις υγρές προσφορές.[49]

Συμπεράσματα

Με ενδελεχή μελέτη των δεδομένων και εξετάζοντας διεξοδικά τον συγκεκριμένο αναθηματικό πίνακα του 6ου π.Χ. αι., συμπεραίνουμε πως στο διάβα των αιώνων, μέσα από αέναες μεταβολές, κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση ήταν η μετάβαση από την Δωρική τραχύτητα και την Ιωνική απαλότητα στη σημερινή νεοελληνική γλώσσα και γραφή.
Κατά τη διερεύνηση της ζωγραφικής παράστασης του ίδιου πίνακα αντιλαμβανόμαστε πως η συμμετοχή των αρχαίων Ελλήνων σε θρησκευτικές τελετουργίες, όπως οι θυσίες, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους, έχοντας στόχο την εύνοια των θεοτήτων, χωρίς όμως θρησκοληπτικούς δογματισμούς. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ. και Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Πάτρα, 1999.

Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα και Α. Κουκουζέλη, Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό, Τόμος Β΄ Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.

Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., Δρ Αρχαιολόγος, περιοδικό «Αρχαιολογία», «Σπήλαιο Πιτσών», Τεύχος 15, Μαΐου 1985.

Κοπιδάκης, Μ. Ζ. (επιµ.),  Ιστορία της   Ελληνικής  γλώσσας , Αθήνα 1999.

Μπαµπινιώτης, Γ.,  Συνοπτική ιστορία της  ελληνικής  γλώσσας, Αθήνα 1985.

Πέππα-Δελμούζου Ντίνα, Έφορος Επιγραφικού Μουσείου, περιοδ. «Αρχαιολογία», «Γύρω από την ελληνική επιγραφική», Τεύχος 5, Νοεμβρίου 1982.

A.K. Orlandos, Pitsa, Enciclopedia dell' Arte Antica VI, 1965.

Mosse C., Ο Πολίτης στην Αρχαία Ελλάδα, (μτφρ. Παπακωνσταντίνου Ι.), εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 1996.

Smith William, Sir, «Λεξικόν της ελληνικής αρχαιολογίας», μεταφρασθέν υπό Δ. Πανταζή, Τυπογραφείο Ιω. Αγγελοπούλου, Αθήναι 1860.

Vegetti, M., «Ο άνθρωπος και οι θεοί» στο Borgeaud, P. et al., Ο Έλληνας άνθρωπος, σσ. 379-424, μτφρ. Χ. Τασάκος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996.


[1] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., Δρ Αρχαιολόγος, περιοδικό «Αρχαιολογία», «Σπήλαιο Πιτσών», Τεύχος 15, Μαΐου 1985, σελ. 23.
[2] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.

[3] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[4] A.K. Orlandos, Pitsa, Enciclopedia dell' Arte Antica VI, 1965, σ. 201.
[5] Γραμματοσειρά «Segoe UI Symbol».
[6] Ίδιο, σελ. 201-204.
[7] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ. και Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Πάτρα, 1999, σ. 260.
[8] Ι..Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε., κα., ό.π., σ. 260.
[9] Ίδιο, σ. 260.
[10] Ίδιο, σ. 261.
[11] Μπαµπινιώτης, Γ.,  Συνοπτική ιστορία της  ελληνικής  γλώσσας, Αθήνα 1985, σελ. 95.
[12] Πέππα-Δελμούζου Ντίνα, Έφορος Επιγραφικού Μουσείου, περιοδικό «Αρχαιολογία», «Γύρω από την ελληνική επιγραφική», Τεύχος 5, Νοεμβρίου 1982, σ. 68.
[13] Ίδιο, σ. 68.
[14] Μπαµπινιώτης, Γ.,  ό.π., σελ. 95.
[15] Ι..Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε., κα., ό.π., σ. 271.
[16] Ίδιο, σ. 272-273.
[17] Ίδιο, σ. 268.
[18] Ίδιο, σ. 268.
[19] Ίδιο, σ. 270.
[20] Ίδιο, σ. 270.
[21] Ίδιο, σ. 270.
[22] Μπαµπινιώτης, Γ., σελ. 95.
[23] Ι..Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε., κα., ό.π., σ. 286-287.
[24] A.K. Orlandos ό.π., σελ. 203.
[25] Ίδιο, σελ. 201.
[26] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[27] Ίδιο,  σελ. 25.
[28] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[29] Πέππα-Δελμούζου Ντίνα, ό.π., σ. 66.
[30] Vegetti, M., «Ο άνθρωπος και οι θεοί» στο Borgeaud, P. et al., Ο έλληνας άνθρωπος, σσ. 379-424, μτφρ. Χ. Τασάκος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σελ. 379.
[31] Vegetti, M., ό.π., σελ. 380.
[32] Mosse C., Ο Πολίτης στην Αρχαία Ελλάδα, (μτφρ. Παπακωνσταντίνου Ι.), εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 1996, σελ. 76-78.
[33] Vegetti, M., ό.π., σελ. 382-383.
[34] Vegetti, M., ό.π., σελ. 383.
[35] Ίδιο, σελ. 385.
[36] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα και Α. Κουκουζέλη, Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό
Τόμος Β΄ Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 29.
[37] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 29.
[38] Ίδιο, σ. 30.
[39]Smith William, Sir, «Λεξικόν της ελληνικής αρχαιολογίας», μεταφρασθέν υπό Δ. Πανταζή, Τυπογραφείο Ιω. Αγγελοπούλου, Αθήναι 1860, σ. 432.
[40] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 30.
[41] Ίδιο, σ. 30.
[42] Ίδιο, σ. 30.
[43] Ίδιο, σ. 30.
[44] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 30.
[45] Smith William, Sir, ό.π., σ. 432-433.
[46] Smith William, Sir, ό.π., σ. 433.
[47] Ίδιο, σ. 430.
[48] Ίδιο, σ. 433.
[49] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 31.

Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος, 
Απόφοιτος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

(ΕΛΠ10-2)


Το «Μέτσοβο της Κεντρικής Ελλάδας»: Ο Δομοκός που αγαπάμε!!!


Ο Δομοκός που αγαπάμε!!! Του Δημήτρη Β. Καρέλη
Στο κέντρο της Ελλάδας, στα μέρη όπου γεννήθηκαν και βασίλεψαν ο Γραικός, ο Δευκαλίωνας κι ο γιος του Έλληνας, ο Ποίας, ο Φιλοκτήτης, ο Αχιλλέας και πολλοί άλλοι, στον τόπο που έδωσε στην Ελλάδα τ’ όνομά της, που γέννησε ήρωες κι αγωνιστές, εδώ βρίσκετε ο Δομοκός, ένας τόπος με μεγάλη ιστορική κληρονομιά. Η όμορφη και γραφική κωμόπολη του Δομοκού είναι χτισμένη γύρω από τη θέση της αρχαίας Ακροπόλεως των Θαυμακών, ερείπια της οποίας σώζονταν μέχρι τους Βυζαντινούς χρόνους. Εδώ όπου βρισκόταν η Ομηρική «Θαυμακίη», η πόλη που έχτισε ο βασιλιάς Θαύμακος και υμνήθηκε για την απαράμιλλη θέα που προσφέρει στον επισκέπτη. «Πανώριο το αγνάντεμα στου Δομοκού το κάστρο, χωρίς αντάρα στην ψυχή και γύρω με ηλιοφώς», εξυμνεί ο αλησμόνητος Αθανάσιος Ζορμπάς. Την θαυμάσια θέα του Δομοκού αναφέρουν όλοι οι νεώτεροι περιηγητές και εκ των αρχαίων συγγραφέων ο Λίβιος, με τη γλαφυρή του περιγραφή μιας πολύ γνωστής εικόνας σ’ όλους τους Δομοκίτες: «γλυκυτέραν την εντύπωσιν, είναι η τελεία ομιχλότης της υποκείμενης πεδιάδος». Οι Θαυμακοί, αργότερα Θαυμακός, ήταν πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας, όπου ο μεσαιωνικός και ο νεώτερος Δομοκός, η οποία υπήρξε από τα κυριότερα κέντρα των Αχαιών της Φθιώτιδας και αργότερα σημαντικό κέντρο και οχυρό των Δολόπων, «εξελιχθείσα επί της αρχαίας πόλεως Θαυμακού ή Θαυμακών, της Θαυμακίης του Όμηρου, οφείλει δε την σπουδαιότητα αυτής εις την σημαντικήν θέσιν την οποίαν κατέχει ως ελέγχουσα τας επικοινωνίας». Η ονομασία της πόλης αναφέρεται σε επιγραφές που βρίσκονται σήμερα στο μουσείο του Βόλου.

Χτισμένος εκεί όπου βρισκόταν η Ομηρική «Θαυμακία», η πόλη που έχτισε ο βασιλιάς Θαυμακός, υμνήθηκε για την απαράμιλλη θέα που προσφέρει στον επισκέπτη.

Στην μακραίωνη ιστορία του ο Δομοκός ανήκε στο βασίλειο των Δολόπων, αποτέλεσε μέλος της Αιτωλικής Συμπολιτείας και στο διάβα των αιώνων καταλήφθηκε από Γαλάτες, Ρωμαίους, Φράγκους, Καταλανούς και Τούρκους.

Φαίνεται ότι η φωνητική μεταβολή του Θαυμακός σε Δομοκό έγινε κατά το 2ο π.Χ. αιώνα ή αρχές της 1ης εκατονταετηρίδας. Σημαντικές αναφορές όμως στο όνομα του Δομοκού βρίσκουμε κατά την διάλυση του Βυζαντίου από τους σταυροφόρους  το 1204, τις αναφορές του 1208 ως λατινική επισκοπή, στο  «Χρονικό του Μωρέως» περί το 1388, στην ιστορία του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη περί το 1470 και στην «πρόθεση»  με τους  αφιερωτές της Ιεράς Μονής Ρεντίνας κατά το 1640. Στην εκκλησιαστική ιστορία αναφέρεται ως Δομοκός και ως Θαυμακός.

Κατά τον μεσαίωνα ο Δομοκός παρουσίασε σημαντική ακμή και ήταν μια από τις πόλεις που ανήκαν στη γυναίκα του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄, αυτοκράτειρα Ευφροσύνη. Μετά την κατάληψη του Βυζάντιου από τους Φράγκους και τη διανομή του, ο Δομοκός περιήλθε στην εξουσία του βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφατίου.

Στα τέλη του 1393 ο Δομοκός καταλήφθηκε για πρώτη φορά, μαζί με τα Φάρσαλα, από τους Τούρκους και τον Βαγιαζήτ Α΄, καθώς έλειπε ο τοπικός ηγεμόνας Πιγκέρνης και οι κάτοικοι συνθηκολόγησαν. Απελευθερώθηκε από τους Τούρκους το 1881 μαζί με την υπόλοιπη Θεσσαλία στην οποία ανήκε ως τις αρχές της δεκαετίας του 1900. Έκτοτε ανήκει στο νομό Φθιώτιδας και αποτελεί έδρα του ομώνυμου Δήμου.

Στο Δομοκό υπάρχει τουρκικό μνημείο με επιτύμβια στήλη γραμμένη αραβικά και τουρκικά σε ανάμνηση της μάχης του 1897, το μεσαιωνικό κάστρο στη θέση αρχαίας ακρόπολης Θαυμακού, το τουρκικό χαμάμ, αψιδωτές λίθινες βρύσες, η μία με αραβική γραφή, το «Στρογγυλόκαστρο», το σπήλαιο «Κουδουνιστό πηγάδι», η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και ο Προφήτης Ηλίας με μοναδική θέα ως τον Όλυμπο και τα Μετέωρα.

Ο Δομοκός όμως έχει αδικηθεί ιδιαίτερα, παρά το φυσικό κάλλος, τη μεγάλη ιστορία και τα σημαντικότατα μνημεία της περιοχής που περιλαμβάνει ο σημερινός Δήμος Δομοκού και  τις φιλότιμες προσπάθειες λίγων «πεφωτισμένων» συμπατριωτών μας.

Πολλά και διάφορα θα μπορούσε να προτείνει κανείς για την αξιοποίηση, ακόμη, των φυσικών πόρων και της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής στην ευρύτερη περιοχή που περιλαμβάνει άριστα προϊόντα, όπως το κατίκι, βραβευμένα όσπρια, νοστιμότατα κρεατικά, βελούδινα κρασιά και πλήθος άλλα αξιολογότατα προϊόντα

Εν κατακλείδι, ο Δομοκός θα μπορούσε, μ’ ένα όχι μαγικό αλλά μεθοδευμένο και συστηματικό τρόπο,  να γίνει όπως συνηθίζω να λέω το «Μέτσοβο της Κεντρικής Ελλάδας», μ’ ότι μπορεί να σημαίνει αυτό, ακόμη και στην εποχή της βαθιάς κρίσης και της ύφεσης.

Στις σελίδες μας θα παρουσιάσουμε σταδιακά σχετικές προτάσεις και παράλληλα όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την απαρχή μιας νέας εποχής ακμής σ’ ένα τόπο που πραγματικά το αξίζει.

Είναι άλλωστε η γη που γέννησε, πολλά και άξια τέκνα κι ανάμεσά τους τον Ποίαντα, το Φιλοκτήτη, τον Ευρυδάμαντα, αλλά και τον Έλληνα!!!


Του Δημήτρη Β. Καρέλη

(Περισσότερα για το Δομοκό και τα χωριά της περιοχής στο βιβλίο του «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας:  Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού»)

(Οι φωτογραφίες αποτελούν μέρος του προσωπικού αρχείου του Δημήτρη Καρέλη)













(Οι φωτογραφίες αποτελούν μέρος του προσωπικού αρχείου του Δημήτρη Καρέλη)

Περί Οίνων: To Pinot noir

To Pinot noir είναι ένα μαύρο κρασοστάφυλο, μια ποικιλία του είδους Vitis vinifera . Το όνομα επίσης αναφέρεται στους οίνους που δημιουργήθηκαν κυρίως από ποικιλίες Pinot Noir.

Το όνομά του προέρχεται από τις γαλλικές λέξεις Pinot «πεύκο» και noir «μαύρο» και υπαινίσσεται την ποικιλία σταφυλιού με το σκούρο μωβ χρώμα και τα πυκνά συγκεντρωμένα με σχήμα σαν κουκουνάρι τσαμπιά του.

Οι ποικιλίες Pinot noir καλλιεργούνται σε όλο τον κόσμο, ως επί το πλείστον στις ψυχρότερες περιοχές, αλλά το σταφύλι αυτό κατά κύριο λόγο σχετίζεται με την Βουργουνδία στην Αλσατία, μια πολύ γνωστή περιοχή της Γαλλίας .

Το Pinot Noir γνωρίζει μεγάλη άνθιση και καλλιεργείται εντός αλλά και εκτός Γαλλίας, όπως η Ιταλία, Γερμανία, Ελλάδα, όσο και σε αρκετές χώρες του Νέου Κόσμου (ΗΠΑ, Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία, Νότια Αφρική). Σε αρκετές περιοχές είναι γνωστό με τοπικές παραλλαγές του ονόματός του, για παράδειγμα στην Ιταλία θα το ζητήσουμε ως Pinot Nero, ενώ στην Νότια Αφρική θα συναντήσουμε το Pinotage.

Είναι ευρέως διαδεδομένο και θεωρείται ότι παράγει μερικά από τα καλύτερα κρασιά στον κόσμο, είναι όμως μια δύσκολη ποικιλία για να καλλιεργηθεί και να μετατραπεί σε ένα άριστο κρασί.

Το Pinot Noir είναι ένα κρασί μεγάλης έντασης, ισορροπίας και δομής με βάθος και συγκέντρωση, ισορροπημένα, φρέσκια οξύτητα και ορυκτά με δελεαστικό μπουκέτο σύνθετων αρωμάτων .

Πρόκειται για ένα κρασί με διαυγές ρουμπινί χρώμα, ελαφρύ σώμα, υψηλή οξύτητα, ευγενικές ταννίνες, και κομψά αρώματα από κόκκινα φρούτα και άγρια κεράσια, μπαχαρικά και δαμάσκηνα, σμέουρα, νότες κακάο και με την δροσερή οξύτητα του ελκύει κάθε ουρανίσκο!

Απολαύστε το σε ιδανική θερμοκρασία δωματίου (18 °C) καθώς είναι εξαιρετικό με ψητά κρέατα όπως το μοσχαρίσιο ή ψητό σχάρας καθώς και γαλλικά τυριά όπως το Blue Cheese, αλλά και όλα τα κίτρινα και λευκά τυριά.


Επιμέλεια: Δημήτρης Β. Καρέλης

Οι κουραμπιέδες της Λαμίας !!!

Οι κουραμπιέδες της Λαμίας !!!
Μια γλυκιά επίγευση έρχεται στον ουρανίσκο μας, με το «μετείκασμα» όλων εκείνων που βιώσαμε, μαζί με ήχους, φωνές και μελωδίες, όταν αναπολούμε τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων των παιδικών μας χρόνων! Αναμνήσεις κι εικόνες προσώπων που δεν βρίσκονται πια εδώ για να γιορτάσουμε μαζί, μουσικές και κάλαντα, γεύσεις ιδιαίτερες και πάνω απ’ όλες η γεύση της άχνης ζάχαρης!
Η άχνη ζάχαρη πάνω σ’ ένα γλύκισμα - όνειρο κείνων των αθώων χρόνων, μαζί μ’ άλλα πολλά, έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένο βαθιά μέσα μου σαν βιωματική εικόνα ενός μακρινού αλλά τόσο ζωντανού παρελθόντος…
Μιλάμε για κουραμπιέδες λοιπόν, τους κουραμπιέδες της Λαμίας κι όχι μόνο, όλης της Φθιώτιδας! Σ’ όλα σχεδόν τα σπίτια τούτες της μέρες ψήνονταν τα κουραμπιεδάκια στα ταψιά τους, με το αγνό τους ντόπιο βούτυρο, το αμυγδαλάκι  ή το καρυδάκι τους! Θυμάμαι τη γιαγιά μου, στη Βόρεια Φθιώτιδα, να προετοιμάζει μέρες την ιεροτελεστία του …κουραμπιέ και του μπακλαβά (άλλο γλυκό κεφάλαιο τούτο!) μαζί με τη μητέρα μου και κατόπιν να σχολιάζουν το αποτέλεσμα, όποιο κι αν ήταν! 
Για την ιστορία, ο κουραμπιές είναι ένα χαρακτηριστικό πατροπαράδοτο γλύκισμα, ευρύτατα διαδεδομένο σε όλη την Ελλάδα, που συνήθως παρασκευάζεται τα Χριστούγεννα. Το όνομά του προέρχεται από το τουρκικό Kurabiye, που σημαίνει μπισκότο, γλύκισμα από αλεύρι, βούτυρο και άχνη ζάχαρη.
Όμως η ιστορία του κουραμπιέ στη Λαμία και τη Φθιώτιδα, δεν αφορά μόνο την κουζίνα του σπιτιού μας. Ο κουραμπιές ήταν κάποτε και εν πολλοίς εξακολουθεί και να είναι, σήμα κατατεθέν στη γαστριμαργική απόλαυση των επισκεπτών και φίλων της Λαμίας. Όλοι όταν έφευγαν από μια σύντομη επίσκεψη στην πόλη και μια πιθανή επίσκεψη στην …«οδό της χοληστερίνης» στα ψητοπωλεία της πλατείας Λαού, έπαιρναν μαζί τους ένα κουτί κουραμπιέδες από τα πολλά καταστήματα της περιοχής και πολλοί Λαμιώτες έφεραν ως «πεσκέσι» ένα κουτί κουραμπιέδες ακόμη και μέσα στο καλοκαίρι. Λέγεται πως οι καλύτεροι κουραμπιέδες παλιά, ήταν του Μπούσιου από τη Λαμία.
Σήμερα εξακολουθούν πολλά και μεγάλα εργαστήρια ζαχαροπλαστικής στη Λαμία και εν γένει τη Φθιώτιδα, να παράγουν εξαιρετικούς κουραμπιέδες εφάμιλλους των παλαιών, καθώς και οι ίδιοι έχουν παράδοση και ιστορία στον κουραμπιέ και όχι μόνο. 
 Στην Υπάτη η οικογένεια Κεραμίδα παράγει παραδοσιακά ζαχαρώδη και ζυμαρικά προϊόντα εδώ και τρεις γενιές. Η επιχείρηση ιδρύθηκε το 1922 από τον Ανάργυρο Κεραμίδα και παράγοντας ζαχαρώδη προϊόντα, κυρίως κουραμπιέδες και ζυμαρικά, κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να την κάνει γνωστή στο πανελλήνιο. Το 1934 στην «Γ΄ Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης» παίρνει το «Χρυσό Βραβείο μετ’ επαίνου» και το μέλλον προδιαγράφεται λαμπρό. Ο πόλεμος του 1940 ανέκοψε δυστυχώς την ανοδική της πορεία καθώς καταστράφηκε ολοσχερώς. Η επιχείρηση επαναλειτούργησε το 1951 και ξαναμπήκε δυναμικά στην αγορά. Το 1968 λαμβάνει μέρος στη «Διεθνή Έκθεση S.I.A.L» του Παρισιού και παίρνει το «Βραβείο Ποιότητας». Το 1989 η εταιρία πραγματοποιεί την πρώτη της εξαγωγή στη Γερμανία και μετέπειτα στη Γαλλία και την Κύπρο. Το 1995 ιδρύεται υποκατάστημα στο 12ο χλμ της εθνικής οδού Λαμίας - Καρπενησίου στο Λιανοκλάδι το οποίο και αποτελεί το στολίδι της επιχείρησης. Το εργαστήρι του Κεραμίδα παρασκευάζει τους νοστιμότατους «κουραμπιέδες βουτύρου», με την κατσίκα στην πρόσοψή τους, που μόνον με αυτούς της Καρβάλης μπορούν να συγκριθούν.
 Από τους πρωτοπόρους  το 1930 και η οικογένεια Καρανδρέα παρήγαγε κουραμπιέδες, χυλοπίτες και τραχανάδες. Σε δύσκολες εποχές, δουλεύοντας με μεράκι τις πρώτες ύλες που υπήρχαν σε αφθονία στην περιοχή, κατάφερε να ξεχωρίσει κάνοντας γνωστά τα προϊόντα Λαμίας όχι μόνο στο πανελλήνιο – αφού απέσπασε το Χρυσό Βραβείο Ποιότητας για τους κουραμπιέδες στην διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης το 1936 – αλλά πραγματοποιούσε και εξαγωγές. Το 2007 η εταιρεία της οικογένειας Καρανδρέα εξαγοράστηκε από την εταιρεία της οικογένειας Τσιάτσου. Ο πατέρας Κώστας Τσιάτσος , η σύζυγος  του Βασιλική και τα δύο τους παιδιά ο Βαγγέλης και η Γεωργία, αποτελούν τον πυρήνα μιας 11μελούς ομάδας που δίνει καθημερινά τον καλύτερο της εαυτό για την παρασκευή των πιο νόστιμων αλλά ταυτόχρονα ποιοτικών εδεσμάτων. Το γνωστό «στέκι» των προϊόντων Τσιάτσου, βρίσκεται στην πλατεία Λαού, ανάμεσα σε μελωμένα κουραμπιεδάκια, κλασικούς κουραμπιέδες με αγνό βούτυρο και ολόκληρο αμύγδαλο και χίλιους δυο γλυκούς πειρασμούς.
Μια ακόμη επιχείρηση, με μεράκι και σεβασμό στη παράδοση από το 1955, φέρει το όνομα «Καταραχιάς». Το μυστικό της επιτυχίας τους είναι το μεράκι και τα αγνά υλικά. Κουραμπιέδες αμυγδάλου με βούτυρο γάλακτος, γαλακτομπούρεκο, χαλβάς Φαρσάλων, λουκούμια και χειροποίητα ζυμαρικά απογειώνουν τη γεύση και... αποπλανούν γλυκά όποιον τα δοκιμάσει!
Το 1976 ο Γιώργος Χαντζής δημιουργεί στην Σπερχειάδα το ομώνυμο Καφεζαχαροπλαστείο του. Σήμερα η αλυσίδα καταστημάτων αριθμεί τέσσερις κρίκους με τα ζαχαροπλαστεία στα Λουτρά Υπάτης, τον Άγιο Γεώργιο Τυμφρηστού και τη Λαμία, όπου με τα αγνότερα υλικά και με σύγχρονα μηχανήματα ετοιμάζονται καθημερινά υπέροχοι κουραμπιέδες και μια μεγάλη ποικιλία γλυκών για κάθε περίσταση.*
Κλείνοντας, θα συμφωνήσουμε όλοι πως οι Κουραμπιέδες Λαμίας ...έχουν και το όνομα και την χάρη!!!

Δημήτρης Β. Καρέλης
21/12/2013
(*Ας μας συγχωρεθεί η οποιαδήποτε παράλειψη αναφοράς σε περισσότερα ονόματα και επιχειρήσεις)

«Οίνος ευφραίνει καρδίαν»!!!

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης 
Editorial -Fthia Walk  5o Τεύχος

«Οίνος ευφραίνει καρδίαν»

«Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» έλεγαν οι πρόγονοί μας, οι Ρωμαίοι «in vino sanitas», το κρασί είναι για την υγεία και στην Κύπρο λένε «πίνε κρασίν να έχεις ζωήν». 
Λευκό, ροζέ ή κόκκινο, όπως κι αν το προτιμά κανείς, το κρασί είναι αναπόσπαστο μέρος των γαστριμαργικών μας απαιτήσεων για χιλιάδες χρόνια.  Το κρασί, με την αρχαιότερη γνωστή παραγωγή να καταγράφεται πριν 8.000 χρόνια στην Ευρώπη και τη σημερινή Γεωργία, εμφανίστηκε στα Βαλκάνια περίπου το 4500 π.Χ. και ήταν πολύ διαδεδομένο στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη.
 Στο διάβα των αιώνων  το κρασί έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη θρησκεία, από τον Έλληνα γιο του Δία Διόνυσο, θεό της βλάστησης και του κρασιού και το Ρωμαίο Βάκχο, ως τη χριστιανική Θεία Ευχαριστία και την εβραϊκή Kiddush.
Η λέξη «κρασί» αντικατέστησε τη λέξη «οίνος» στους βυζαντινούς χρόνους ίσως λόγω του ότι ο «οίνος» αποτελούσε όρο του χριστιανικού θρησκευτικού λεξιλογίου και λέξη ταμπού. Η ετυμολογία της από τη λέξη κράσις = ανάμειξη, αντανακλά τη συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων να πίνουν το κρασί τους ανακατεμένο με νερό και η πόση «άκρατου οίνου»  (ανέρωτου κρασιού) θεωρούταν βαρβαρότητα.
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα περιγράφει και επαινεί πολλές πόλεις και περιοχές της Ελλάδας που παρήγαγαν κρασί, γιατί στην αρχαία Ελλάδα δεν έπιναν το κρασί μόνο για ευχαρίστηση αλλά και ως φάρμακο. Το κρασί είναι ανεκτίμητος φίλος για την καρδιά καθώς η μικρή κατανάλωση κόκκινου κρασιού καθημερινά μαζί με τα γεύματα, κάνει μεγάλο καλό στην υγεία του ανθρώπου. Επίσης προτείνεται ως μια ασφαλής εναλλακτική λύση στο πόσιμο νερό, ως αντισηπτικό για τη θεραπεία πληγών, ως χωνευτικό, ως θεραπεία για ένα ευρύ φάσμα παθήσεων ακόμη και για μείωση του πόνου  του τοκετού.
Οι Έλληνες γνώριζαν την παλαίωση του κρασιού και χρησιμοποιούσαν θαμμένα πιθάρια σφραγισμένα με γύψο και ρετσίνι, με αποτέλεσμα την τυχαία ίσως δημιουργία της ρετσίνας.
Υπάρχουν πολλοί που δεν γνωρίζουν ότι η Ελλάδα παράγει κάποια από τα καλύτερα κρασιά του κόσμου, δροσιστικά και εύγευστα και ότι απίστευτες φιάλες προέρχονται από την εύφορη γη της.
Το κρασί βελτιώθηκε από την εποχή του Ομήρου με σύγχρονες τεχνικές οινοποίησης και φτάνει σε  μέγιστο βαθμό απόλαυσης.
Νέες ποικιλίες εκτός των παραδοσιακών έχουν φυτευτεί στην Ελλάδα και στην περιοχή της Φθιώτιδας κι αμπέλια καλλιεργούνται σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά, όπως ασύρτικο, μοσχάτο Σάμου, Ρομπόλα, Σαββατιανό, Ντομπίνα, Μαλαγουζιά, Μονεμβασιά, Αγιορείτικο από τα αμπέλια του Αγίου Όρους, Ροδίτης, Φιλέρι, Νεμέας, Καμπερνιέ, ξινόμαυρο Νάουσας, Λιάτικο, Μαυροδάφνη, Μανδηλαριά, Βερτζαμί, κόκκινο Λήμνου, Κοτσιφάλι, Ξινόμαυρο, Μοσχόμαυρο κι Αθήρι.
Αρχαιότατες αναφορές υπάρχουν για την αμπελοκαλλιέργεια στην περιοχή της Φθιώτιδας, όπως στην «Ανθολογία» του Jacobs» για τοποθετημένο στην Όθρη επίγραμμα μνημείου νεαρού αρχαίου Έλληνα, του Δερξία από την Θαυμακία (Δομοκό): «Ω ξένε! Εάν φτάσεις ποτέ στην Θαυμακία που είναι πόλη αρχαία και τη Φθία που έχει καλά αμπέλια πες ότι κάποτε ανεβαίνοντας το Μαλεαίο δάσος είδες το μνημείο αυτό που έφτιαξε ο Λάμπων για το παιδί του το Δερξία, τον οποίο καθώς πήγαινε για την ένδοξη Σπάρτη, ληστές με δόλο τον παρέσυραν και του πήραν τη ζωή!».
Στη εύφορη Φθιώτιδα οι δεκάδες ποικιλίες οινοστάφυλλων παράγουν εύγευστα και ευγενή κρασιά που αφήνουν ασύγκριτη επίγευση  στον ουρανίσκο όπως ισχυρή γεύση σταφίδας ή άγριων μούρων και δαμάσκηνων, με πλούσια φρουτώδη ή μαλακά οξέα και με άρωμα μπουκέτου από ξεθωριασμένες βιολέτες, τέλειο συμπλήρωμα για gourmet σπεσιαλιτέ!
Οι παραγωγοί κρασιού στην Φθιώτιδα, με το Κτήμα Χατζημιχάλη στην Αταλάντη, τη Γαία Γκανή στο Βαρδαλή Δομοκού, το «Κτήμα Κυρίτση» στην Ξυνιάδα, τα κτήματα «Μπεκρή» και «Μακαρέ» στην Ομβριακή, το Αγρόκτημα Καραγκούνη στο Λιανοκλάδι, τους Αμπελώνες Αρβανίτη σε Πετρωτό και Δίβρη, τους Αμπελώνες Χανιώτη στην Ελάτεια, τη Γεωργακόπουλος Αμπελουργική στη Μενδενίτσα , την Ευάμπελο Γη στο Δομοκό, το Κτήμα Δημάκη στο Μαρτίνο, το Κτήμα Καραδήμου στο Μεγαπλάτανο, το Κτήμα Παπουτσή στην Αταλάντη, την Κύφαιρα στην Εκκάρα, τον Πύργο Μελά στον Αχινό και την Οινοποιία Παντρά στο Μώλο, έχουν φθάσει σε άριστο επίπεδο.
Αξίζει εδώ να ξεδιαλύνουμε ένα μύθο, καθώς πολλοί θεωρούν πως το κόκκινο κρασί παράγεται από κόκκινα και το λευκό από λευκά σταφύλια. Αυτό αν και συμβαίνει κάλλιστα γίνεται και το αντίστροφο!
Το Σεπτέμβρη ή «Τρυγητή» γνωρίστε κι απολαύστε τη γλυκιά προσμονή της νέας σοδειάς!
                    
Δημήτρης Β. Καρέλης

«Κλασική αρχαιότητα, νεοκλασικισμός και εθνική ταυτότητα», του Δημήτρη Β. Καρέλη

«Κλασική αρχαιότητα, νεοκλασικισμός και εθνική ταυτότητα», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή ………...………………………………………………………………….. 2

Ενότητα Α΄:  Οι ομοιότητες της Ακαδημίας Αθηνών με τα κλασικά κτίρια της Ακρόπολης …………………………………………………………………………... 3

Ενότητα Β΄: Η αξία του Ερεχθείου, του Παρθενώνα και του τύμβου της Αμφίπολης, σε σχέση με το παρόν…………………………………………………... 6

Συμπεράσματα ……..….…………………………………………………………….. 8

Βιβλιογραφία ...………………………………………………………………………..9


Εισαγωγή

Όπως έγραφε το «Εθνικόν Ημερολόγιον» του 1871, «…η ανεγειρόμενη με φιλότιμη δαπάνη του εκ Μακεδονίας Βαρώνου Σίμωνος Σίνα Ακαδημία, ανακαλεί στη μνήμη μας και την αρχαία Ακαδημία του Πλάτωνος και τον φιλόκαλο, βαθύπλουτο και μεγαλόδωρο Ηρώδη τον Αττικό».[1]
Το δοκίμιο αυτό, στην πρώτη του ενότητα, πραγματεύεται τις ομοιότητες που παρουσιάζει το κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών, έργο των Θ. Χάνσεν και Ε. Τσίλλερ από την εποχή του Όθωνα, με τα κλασικά κτίρια του Ερεχθείου και του Παρθενώνα στην Ακρόπολη, επεξηγώντας τους λόγους για τους οποίους αυτές υφίστανται. 
Στη δεύτερη ενότητά του, αναλύει το είδος της αξίας που προσέλαβαν και προσλαμβάνουν τα πολιτισμικά στοιχεία του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος, το κομψό οικοδόμημα του Ερεχθείου και ο Παρθενώνας στην Ακρόπολη των Αθηνών αλλά και ο τύμβος της Αμφίπολης, στην Κεντρική Μακεδονία.



Ενότητα Α΄:  Οι ομοιότητες της Ακαδημίας Αθηνών με τα κλασικά κτίρια της Ακρόπολης

Ένα από τα αδιαφιλονίκητα κοσμήματα της Αθήνας, είναι το περικαλλές μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών, η Σιναία Ακαδημία, που θεωρείται το ωραιότερο νεοκλασικό οικοδόμημα του κόσμου, σχεδιασμένη από τον ελληνολάτρη Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν, με επίβλεψη του Ερνέστου Τσίλερ και δαπάνες του ομογενούς βαρώνου Σίμωνος Σίνα. Η πανηγυρική θεμελίωσή της έγινε στις 2 Αυγούστου 1859, παρουσία των βασιλέων, της κυβέρνησης και πλήθους επισήμων και ολοκληρώθηκε το 1885, με συνολική δαπάνη 3.360.000 φιορίνια, ποσό ανυπολόγιστης αξίας για τις τότε συνθήκες.[2] Η κλασική αρχιτεκτονική του 5ου αιώνα στην Αθήνα, αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη του Χάνσεν, ο οποίος, για τα στοιχεία ιωνικού ρυθμού στο μέγαρο της «Σιναίας Ακαδημίας», άντλησε την έμπνευσή του από το κομψοτέχνημα του Ερεχθείου και τον Παρθενώνα. Όλη η αρχαία ελληνική παράδοση, τα οράματα και ιδανικά του Ελληνισμού αποτυπώνονται γλαφυρά και ξεκάθαρα στον ζωγραφικό και γλυπτικό διάκοσμο του κτιρίου. Το θαυμάσιο και μεγαλοπρεπές αυτό κτίριο, μέρος της νεοκλασικής «αρχιτεκτονικής τριλογίας» των Χάνσεν (Βιβλιοθήκη - Πανεπιστήμιο - Ακαδημία), είναι φημισμένο για το μεγάλο αέτωμα της Ιωνικής εισόδου, από πεντελικό μάρμαρο, που αναπαριστά τη γέννηση της θεάς Αθηνάς, όπως και το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα και παρουσιάζει επίσης ομοιότητες στην εξάστυλη πρόσοψή της, με την ανατολική πρόσοψη του Ερεχθείου, στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Για να εξηγήσουμε τις ομοιότητες των νεοκλασικών κτιρίων, εξαίσιων δειγμάτων αρχιτεκτονικής, που ανεγείρονται στην Αθήνα, που αναδομείται την περίοδο εκείνη, με τα εξαιρετικά οικοδομήματα της κλασικής αρχαιότητας, θα πρέπει να εξετάσουμε την εποχή και τις συνθήκες κατά τις οποίες κατασκευάζονται. Στα τέλη του 18ου αιώνα, αναπτύσσεται στην Ευρώπη μεγάλο ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες, ως πηγή πληροφοριών για το παρελθόν, κυρίως για τα αρχαιολογικά υπολείμματα της κλασσικής αρχαιότητας της Μεσογείου.[3]
Το καλλιτεχνικό ρεύμα που κυριαρχεί στην Ευρώπη την ίδια περίοδο είναι ο νεοκλασικισμός, με το ιδεώδες της υψηλής τέχνης.[4] Οι ιστορικοί της τέχνης αποκαλούν τη νέα τεχνοτροπία «νεοκλασικισμό», τονίζοντας την ιδιαίτερη σημασία που είχαν για αυτήν, τα πρότυπα της κλασικής αρχαιότητας, καθώς αντλεί την έμπνευση της δημιουργίας της από την αρχαία και νεότερη ιστορία, τη μυθολογία, ακόμη και τη λογοτεχνία, στην περίπτωση της ζωγραφικής.[5] Στα μέσα του 18ου αιώνα τα αρχαιοελληνικά πρότυπα μονοπώλησαν το ενδιαφέρον εξαιτίας των αρχαιολογικών ευρημάτων της Πομπηίας και της Ηράκλειας.
Ο γερμανός αρχαιολόγος Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν (1717-1768), θεωρητικός του νεοκλασικισμού και πατέρας της αρχαιολογικής επιστήμης, ανέδειξε το βασικό στοιχείο της κλασικής ελληνικής τέχνης, δηλαδή την «ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο»[6], προτρέποντας τους καλλιτέχνες να τη διδαχθούν και να τη μιμηθούν. Οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν τις ελληνικές αρχαιότητες κομμάτι της κοινής ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς και ο διακαής πόθος για την απόκτηση τους, με προορισμό τα ευρωπαϊκά μουσεία, υποστηρίζει ένα ιδιότυπο εμπόριο αρχαιοτήτων με κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο.[7] Το 1801, ο λόρδος Έλγιν, λεηλατεί τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και τον Παρθενώνα, αρπάζοντας αμύθητης αξίας έργα τέχνης. Οι ευγενείς περιηγητές γυρίζοντας από τα ταξίδια τους, στολίζουν τις πολυτελείς αυλές, τους κήπους και τις νεοκλασικές επαύλεις τους, με εξαιρετικές συλλογές αρχαίων γλυπτών, για να δώσουν την εικόνα μόρφωσης και κουλτούρας.[8]
Στην Ελλάδα, μετά την απελευθέρωσή της, άμεση προτεραιότητα της «εθνικής υπερηφάνειας» ήταν η δημιουργία μιας αρμόζουσας πρωτεύουσας,[9] παράλληλα με την προστασία και φροντίδα των αρχαίων μνημείων, καθώς ο κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας είχε επιδείξει σοβαρό ενδιαφέρον.[10]
Την Οθωνική περίοδο το Ελληνικό έθνος αποκτά εκ νέου δικαιώματα στις αρχαιότητες, οργανώνεται η αρχαιολογική υπηρεσία, με πρώτους Γενικούς Εφόρους τον Γερμανό ελληνιστή, καθηγητή αρχαιολογίας Λουδοβίκο Ρος και το Βαυαρό αρχιτέκτονα Άντολφ Βάισσενμπουργκ, παράλληλα δε, ετοιμάζεται νομοσχέδιο κατά των αρχαιοκαπήλων.[11] Τα μνημεία της Αθήνας, νέας πρωτεύουσας της Ελλάδας από το 1833, βρίσκονται στο επίκεντρο της φροντίδας, καθώς για τους Έλληνες αντανακλούν την παλιά δόξα και την ανεξαρτησία τους και για τους Γερμανούς είναι το σύμβολο της νέας τους εξουσίας.[12]
Συγχρόνως, η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1837, αποτέλεσε ατράνταχτο ιδεολογικό θεμέλιο, καθώς έδινε αδιάψευστο υλικό για την απευθείας καταγωγή των Ελλήνων από τους αρχαίους.[13] Η ελληνική αρχαιολογία, ανέλαβε τη στοιχειοθέτηση του κυρίαρχου εθνικού λόγου περί αρχαιότητας.
Οι ελεύθεροι Έλληνες είχαν πολλούς λόγους να διασώσουν και να αναστυλώσουν τις αρχαιότητες, προστατεύοντάς τες από τους δήθεν φιλάρχαιους, ξένους και ντόπιους ασύδοτους αρχαιοκάπηλους.
Η σύνδεση των Ελλήνων με την κλασική αρχαιότητα, ως απόγονων και συνεχιστών της λαμπρής ιστορίας του Ελληνισμού, προκάλεσε το πολιτικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον της ιθύνουσας τάξης στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, γεννώντας το πολιτικό και εθνικιστικό ιδεώδες, γνωστό με τον όρο «Μεγάλη Ιδέα». Ο όρος αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην Εθνοσυνέλευση το 1844, από τον πρώτο Συνταγματικό Πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος στήριξε εκεί ολόκληρο το πολιτικό του οικοδόμημα. Η «Μεγάλη Ιδέα», έγινε κυρίαρχο ιδεολογικοπολιτικό σύνθημα, το «χρυσό όνειρο» του ελληνισμού, επιδιώκοντας τη δημιουργία εθνικής συνείδησης, την υπεράσπιση της ενότητας του έθνους και την επέκταση των εδαφικών ορίων της επικράτειας.[14]

Ενότητα Β΄: Η αξία του Ερεχθείου, του Παρθενώνα και του τύμβου της Αμφίπολης, σε σχέση με το παρόν

Κατά την αναδημιουργία του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος στα τέλη του 18ου και τον 19ο αιώνα, μετά την Επανάσταση του 1821 και σ’ όλη τη διάρκεια του, κατεξοχήν όμως τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του Ελληνικού κράτους, η επιστήμη της αρχαιολογίας ανέδειξε τις αρχαιότητες ως τοπόσημα του ελληνικού έθνους, σύμβολα ιδεολογικά και αποδείξεις της κλασικής καταγωγής του, επιτρέποντας την τοποθέτησή του στον ευρωπαϊκό χώρο.[15] Η βαθιά εκτίμηση κάποιων για την κλασσική αρχαιότητα, τους οδηγούσε να αντιμετωπίζουν την περίοδο μεταξύ της αρχαιότητας και της Αναγέννησης, ως μια παρακμιακή και βάρβαρη εποχή, αναγνωρίζοντας την αξία των βυζαντινών και μεσαιωνικών μνημείων μόνο κατά το 19ο αιώνα.[16]
Τα λείψανα όμως των κλασικών χρόνων πέρα από την απαράμιλλη αισθητική τους ως καλλιτεχνικές δημιουργίες αποκτούν, ιδιαιτέρως, συμβολική αξία και ο ρόλος που διαδραματίζουν ως σύμβολα ή μνημεία του παρελθόντος, αλλά και ο τρόπος που συνδέονται με το παρόν, είναι σπουδαίος. Επομένως, η μοίρα των αρχαίων μνημείων είναι αλληλένδετη με το ελληνικό έθνος και το παρελθόν, όπως επενδύθηκε στην περίοδο της δημιουργίας νέας ταυτότητας, χτίζει στο παρόν και το μέλλον.
Η εξιδανικευμένη εικόνα της Ελλάδας, από τους Δυτικοευρωπαίους, ως βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, διευκόλυνε την παροχή βοήθειας από τους Φιλέλληνες στους επαναστατημένους Έλληνες και βοήθησε στη δημιουργία της νεοσύστατης κρατικής οντότητας.[17] Ο Ραγκαβής ταύτιζε την αποκατάσταση των πληγέντων αρχαίων μνημείων, από τα διάσπαρτα μέλη τους που συλλέγονταν με περισσή φροντίδα, με την ίδια την αναγέννηση του αρχαίου έθνους. Ακόμη και η καταστροφή κομματιού του Ερεχθείου κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης από τους Οθωμανούς το 1827, ενσωματώνεται σ’ ένα συμβολικό και εξιδανικευμένο περιβάλλον, καθώς η αρχαία ελληνική ελευθερία που θεμελίωσε το ναό, επανακάμπτει στο πρόσωπο της ελευθερίας που αγωνίζεται κατά των βαρβάρων.[18]
Τα αρχαιοελληνικά μνημεία, ανυπέρβλητης τέχνης και τεχνικής, όπως είναι το Ερεχθείο και ο Παρθενώνας στην Ακρόπολη των Αθηνών και πρόσφατα ο τύμβος της Αμφίπολης, διαθέτουν υψηλή γνωστική αξία, καθώς η ανασκαφή και η μελέτη τους, μας δίνουν σημαντικότατες  πληροφορίες για το πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον της εποχής τους. Η αξία των μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς είχε επίσης, ανέκαθεν, σημαντικότατη οικονομική διάσταση, από την κατασκευή, τις αποφάσεις για διατήρηση, μελέτη, αποκατάσταση, έκθεση, την πώληση ή την καταστροφή τους. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» της, τα μνημεία αυτού του τύπου, αποτελούν σημαντικότατο οικονομικό παράγοντα.[19] Ως γνωστόν, η Ακρόπολη άνοιξε για το κοινό ήδη από το 1835, καθορίζοντας το νέο της τουριστικό πεπρωμένο, καθώς πωλούνται τότε εισιτήρια εισόδου, ατομικά ή οικογενειακά.[20]
Ένα νέο είδος εκμετάλλευσης του συμβολισμού των αρχαιοτήτων της Ακρόπολης και του τύμβου της Αμφίπολης, περνά από τη συμβολική, γνωσιακή, οικονομική και πολιτισμική αξία των μνημείων αυτών. Η επιτυχία της Ολυμπιάδας του 2004, που έλαβε διαστάσεις σταυροφορίας, απαιτούσε εθνική ομοψυχία και οικονομικές θυσίες, σεβασμό στο περιβάλλον και τις πολιτικές ελευθερίες. Στην τελετή έναρξης κυριάρχησαν θέματα από την αρχαιότητα, με εντυπωσιακότερο την παρέλαση αρμάτων με έργα υψηλής τέχνης από την κλασική αρχαιότητα ως τους νεότερους χρόνους, με δεσπόζουσες τις Καρυάτιδες του Ερεχθείου, που παριστάνονταν από ομάδα καλλιτεχνών. Η Ελλάδα, ικανοποιημένη που απέδειξε πως ήταν ικανή να διοργανώσει τέτοιας εμβέλειας αγώνες με επιτυχία και να κατακτήσει τον κόσμο, εκφράζοντας παγκόσμιο πνεύμα, έμεινε προσηλωμένη στην δική της ταυτότητα και τον «εθνικό μύθο» της.[21] Ιδιαίτερη αίσθηση όμως είχε προκαλέσει αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 1992, μια διαφήμιση της «Coca-Cola» σε ιταλική εφημερίδα, που παρουσίαζε σε ψηφιακά επεξεργασμένη εικόνα, τους κίονες του Παρθενώνα να έχουν το σχήμα μπουκαλιού του γνωστού αναψυκτικού, κάτι που θεωρήθηκε ιεροσυλία.[22] Πρόσφατα, στην επανεξέταση του φακέλου «Ελγίνεια», με τη δραστηριοποίηση της Ελληνικής κυβέρνησης και επιχειρηματικών παραγόντων, κυρίως όμως με την άφιξη της Αμάλ Αλαμουντίν-Κλούνεϊ και τον τρόπο που έγινε δεκτή, εμφανίζεται καθαρά ο συμβολικός χαρακτήρας που αποκτά η διεκδίκηση των μοναδικών γλυπτών του Παρθενώνα, έχοντας ως στόχο μια μεγάλη, έστω και πρόσκαιρη, δημοσιότητα.[23]
Στην Αμφίπολη τα πράγματα είναι ίσως περισσότερο σύνθετα καθώς η ανασκαφική δραστηριότητα και το προσδοκώμενο αποτέλεσμά της, λαμβάνουν και πολιτικές διαστάσεις, εκτός των συμβολισμών του μνημείου και των περίτεχνων ευρημάτων που αποκαλύπτονται, για την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά των Ελλήνων.
Συνεπώς, όπως προκύπτει από την εξέλιξη της επιστήμης και τα αποτελέσματα των ερευνών τους, οι Έλληνες αρχαιολόγοι ενσυνείδητα ή όχι, γίνονται φορείς των εθνικών συμφερόντων σε εποχές διεκδικήσεων και αναζητήσεων.[24]

Συμπεράσματα
Οι ομοιότητες του κτιρίου της Ακαδημίας με τα μνημεία της Ακρόπολης των Αθηνών, ήταν αποτέλεσμα της αρχαιολατρίας των Ευρωπαίων της εποχής του 18ου και 19ου αιώνα, οι οποίοι μεταλαμπάδευσαν στους Έλληνες, μέσω των λόγιων της εποχής και των ομογενών που ζούσαν στην Ευρώπη, το ρεύμα του νεοκλασικισμού.
Η Αθήνα, ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους, αναπλάθεται με τα πρότυπα αυτά και τη μέγιστη οικονομική συμβολή δεκάδων εθνικών ευεργετών. Η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της εποχής, από τον Καποδίστρια, ως τον βασιλιά Όθωνα και τον Κωλέττη, προσπάθησε να τονώσει το εθνικό φρόνημα και δημιούργησε νέα «εθνικά» ιδεώδη, υπό τη μορφή της «Μεγάλης Ιδέας».
Τα κομψοτεχνήματα της Ακρόπολης των Αθηνών και ο τύμβος της Αμφίπολης, που ανασκάπτεται σήμερα, προσλαμβάνουν κυρίως συμβολική αξία, χωρίς να παραγνωρίζουμε την πραγματική προστιθέμενη αξία που αποδίδουν στον Ελληνισμό διαχρονικά.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ. και Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Πάτρα, 1999.
  • Βρετός Μαρίνος Π., Εθνικόν ημερολόγιον, εκδοθέν υπό Μαρίνου Π. Βρετού, Αθήνα, 1871.
  • Γκότση Γεωργία, Έμψυχες αρχαιότητες. Λογοτεχνία και πολιτισμική βιογραφία τον 19ο αιώνα, Περιοδικό «Κονδυλοφόρος», Ετήσια έκδοση Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας, Τ 11, Θεσσαλονίκη, 11/2012.
  • Ετιέν Ρολάν και Φρανσουάζ, Αρχαία Ελλάδα, Η αρχαιολογία μιας ανακάλυψης, μετάφραση: Λ. Παπαλάσκαρη, Γερ. Γέρμνας, τυπ. Α. Δεληθανάσης, Αθήνα, 2000.
  • Κόκκου Αγγελική, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα μουσεία, εκδ. Καπόν, Αθήνα 2009.
  • Ματθαίου Α.Σ.-Χατζηδημητρίου Α. (επιμ.), Ξενιτεμένες ελληνικές αρχαιότητες. Αφετηρίες και διαδρομές. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. 125, Αθήνα 2012.
  • Μπουκάλας Π., Αμφίπολη, Αντικύθηρα, Βεργίνα, Παρθενώνας..., «Καθημερινή», Πολιτική, 19.10.2014.
  • Νέα Εστία, περιοδικό, «Τα πενήντα χρόνια της Ακαδημίας Αθηνών», Έτος 51, Τόμος 101, τεύχος 1188, Αθήνα, Ιανουάριος 1977.
  • Πετράκος Bασίλειος, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Η ιστορία των 150 χρόνων της, Αθήνα, 1987.
  • Χαμηλάκης Γιάννης, «Το έθνος και τα ερείπιά του Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα», μετάφραση: Νεκτάριος Καλαϊτζής, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2012.
  • Bahn P. (επιμ.), The Cambridge Illustrated History of Archaeology, C.U.P., Cambridge 1996.
  • Stoneman Richard, Αναζητώντας την κλασική Ελλάδα, επιμέλεια: Αντιγόνη Φιλιπποπούλου, μετάφραση: Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1996.


[1] Βρετός Μαρίνος Π., Εθνικόν ημερολόγιον, εκδοθέν υπό Μαρίνου Π. Βρετού, Αθήνα 1871, σ. 435.
[2] Λούρος Ν. Κ., Νέα Εστία, περιοδικό, «Τα πενήντα χρόνια της Ακαδημίας Αθηνών», Έτος 51, Τόμος 101, τεύχος 1188, Αθήνα, Ιανουάριος 1977, σ. 7.
[3] Bahn P.(επιμ.), The Cambridge Illustrated History of Archaeology, C.U.P., Cambridge 1996, σ.49-64.
[4] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ. και Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Πάτρα, 1999, εκδ. Ε.Α.Π., σ. 83.
[5] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., κα., ό.π., σ. 82.
[6]Winckelmann, 1996, σ. 32.
[7]Ματθαίου Α.Σ.-Χατζηδημητρίου Α. (επιμ.), Ξενιτεμένες ελληνικές αρχαιότητες. Αφετηρίες και διαδρομές. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. 125, Αθήνα 2012, σ. 11.
[8] Bahn P., ό.π., σ.σ.49-64
[9]Stoneman Richard, Αναζητώντας την κλασική Ελλάδα, επιμέλεια: Αντιγόνη Φιλιπποπούλου, μετάφραση: Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1996, σ. 352.
[10] Stoneman Richard, ο.π. σ. 367.
[11] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., κα., ό.π., σ. 181.
[12] Ετιέν Ρολάν και Φρανσουάζ, Αρχαία Ελλάδα, Η αρχαιολογία μιας ανακάλυψης, μετάφραση: Λ. Παπαλάσκαρη, Γερ. Γέρμνας, τυπ. Α. Δεληθανάσης, Αθήνα, 2000, σελ. 65-67.
[13] Πετράκος Bασίλειος, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Η ιστορία των 150 χρόνων της (Αθήναι 1987), (Από την παρουσίαση της έκδοσης).
[14]  Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., κα., ό.π., Ενότητα 3.1, σ. 184.
[15]Γκότση Γεωργία, Έμψυχες αρχαιότητες. Λογοτεχνία και πολιτισμική βιογραφία τον 19ο αιώνα, Περιοδικό «Κονδυλοφόρος», Ετήσια έκδοση Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας, Τ. 11, Θεσσαλονίκη, 11-2012, σελ. 51-52.
[16] Bahn P. (επιμ.), The Cambridge Illustrated History of Archaeology, C.U.P., Cambridge 1996, σ. 49-64
[17] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., κα., ό.π., Ενότητα 2.1, σ. 133.
[18] Γκότση Γ., ό.π., σ. 58.
[19] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., κα., ό.π., Ενότητα 2.1, σ. 132.
[20] Ετιέν Ρολάν και Φρανσουάζ, ο.π., σελ. 91.
[21] Χαμηλάκης Γιάννης, «Το έθνος και τα ερείπιά του Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα», μετ. Ν.Καλαϊτζής, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2012, σ.σ. 24-27.
[22] Χαμηλάκης Γιάννης, ό.π., σ.σ. 29-30.
[23] Μπουκάλας Π., Αμφίπολη, Αντικύθηρα, Βεργίνα, Παρθενώνας..., Καθημερινή, Πολιτική, 19.10.2014.
[24] [24] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., κα., ό.π., Ενότητα 3.1, σ. 184.

Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος, 
Απόφοιτος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

(ΕΛΠ10-1)

Contact With Me

Contact Us
DIMITRIS KARELIS
+306947185990
Athens, Greece