-->

i Love to Create!

I AM

image
Hello,

I'm ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΚΑΡΕΛΗΣ

Ονομάζομαι Δημήτρης Καρέλης, είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. Γεννήθηκα στη Λαμία και ζω στη Καλλιθέα Αττικής, είμαι παντρεμένος και έχω ένα γιο. Εργάζομαι ως υπάλληλος στον όμιλο Δ.Ε.Η. Α.Ε. από το 1993 και υπηρετώ στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε.). Σήμερα είμαι συνδικαλιστής, Εκτελεστικός Σύμβουλος Πολιτιστικών Θεμάτων και Μέλος του Δ.Σ. της ΓΕΝ.Ο.Π-Δ.Ε.Η.-Κ.Η.Ε., ενώ χρημάτισα επί σειρά ετών Πρόεδρος, Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος Δ.Σ. του ιστορικού συνδικάτου «Πανελλαδικός Σύλλογος Καταμετρητών-Εισπρακτόρων Δ.Ε.Η.». Είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος, με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Από την παιδική μου ηλικία, με πυξίδα τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, ξεκίνησα ένα μακρύ ταξίδι στο χώρο του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της παράδοσης, της γραφής, του λόγου και του στοχασμού.


Education
University

Culturologist

Postgraduate

Master of Arts in Public History

School of Amusement

Self-taught painter


Experience
Electricity worker

Public Power Corporation of Greece

Historical

Historical author-researcher

Painter

Art and painting lover


My Skills
Writing
Painting
Disquisition
Design

About Books

«Η βιβλιοθήκη κατοικείται από πνεύματα που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα». – Ιζαμπέλ Αλιέντε.

friendship

«Ένα μόνο τριαντάφυλλο μπορεί να είναι ο κήπος μου, αλλά μόνο ένας φίλος, ο κόσμος μου». – Λέο Μπουσκάλια

be yourself

«Να είσαι ο εαυτός σου, αλλά πάντα ο καλύτερος εαυτός σου». – Karl G. Maeser

about love

«Το να αγαπιέσαι βαθιά σου δίνει δύναμη, ενώ το να αγαπάς βαθιά σου δίνει κουράγιο». – Λάο Τσε.

WHAT I DO

Author-writer

«Είτε γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί, είτε κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», Βενιαμίν Φραγκλίνος

Culturologist

«Ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, κατακτάται», Αντρέ Μαλρώ

Painter

«Η ζωγραφική είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να κρατάς ημερολόγιο», Πάμπλο Πικάσο

Some of my work
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το «Μνημείο του Κόκκαλη» στο Δομοκό

 


 

Το «Μνημείο του Κόκκαλη» στο Δομοκό

 Πάνω στο δενδροσκεπή λόφο, αριστερά στην είσοδο του Δομοκού, βρίσκεται το «μνημείο του Κόκκαλη». Ο Διονύσιος Κόκκαλης, γεννημένος στο Καρπενήσι το 1864, έπεσε ηρωικά στη μάχη των Φαρσάλων, στο Τατάρ-τεκέ το σημερινό χωριό Ζωοδόχος Πηγή, το 1897 και ετάφη στο Δομοκό.


Η επιτύμβια στήλη του μνημείου αναφέρει: «Ενθάδε κείται ο ηρωικώς πεσών υπέρ πατρίδος κατά την εν Τατάρ-τεκέ των Φαρσάλων μάχην τη 23η Απριλίου 1897, Ανθυπολοχαγός Ευζώνων Διονύσιος Κόκκαλης εκ Καρπενησίου».

Στο μνημείο του νεαρού Έλληνα αξιωματικού Διονύσιου Κόκκαλη, που έπεσε ένδοξα μαχόμενος για την πατρίδα, τιμώνται όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί που έπεσαν σε κείνο τον «άδοξο» πόλεμο.

Η «Έκθεσις πεπραγμένων της Εθνικής Εταιρείας», του 1897, αναφέρει τα ονόματα όλων των Ελλήνων αξιωματικών που έχασαν τη ζωή τους σε τούτο τον αμφιλεγόμενο και «αχρείαστο» πόλεμο:


Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

Η Επανάσταση του 1821 στην περιοχή του Δομοκού

Η Επανάσταση του 1821 στην περιοχή του Δομοκού
Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

Ο πληθυσμός της Θεσσαλίας, στην οποία ανήκε διοικητικά ο Δομοκός, την εποχή της Επανάστασης αριθμούσε περίπου 350 χιλιάδες κατοίκους εκ των οποίων τα 3/4 ήταν χριστιανοί και το εν τέταρτον περίπου Οθωμανοί της φυλής των Κονιάρων.[1] 
Οι απελευθερωτικοί αγώνες της περιφέρειας Δομοκού, πριν την επανάσταση του 1821, αρχίζουν με τις προσπάθειες του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου Φιλοσόφου, του Γεωργίου Παπαζόλη, του Θεοδώρου Ορλώφ, του Λάμπρου Κατσώνη και του Ανδρίτσου, πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του παπα-Θύμιου Βλαχάβα, του Νικοτσάρα, του Ρήγα Βελεστινλή και των διαφόρων κλεφταρματωλών των Αγράφων και της Όθρης. Η ιστορική παράδοση του Ελληνικού Έθνους, η πνευματική και οικονομική άνοδος του παροικιακού και του υπόδουλου ελληνισμού κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, η διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών της εποχής, η οργανωτική προετοιμασία από τη Φιλική Εταιρεία και οι ετοιμοπόλεμες δυνάμεις των κλεφτών και των αρματολών, υπήρξαν τα θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίχτηκε η επανάσταση του 1821. 
Η βόρεια Φθιώτιδα μέχρι τις παραμονές της επανάστασης του 1821 βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και του γιου του, Βελή πασά. Μετά το θάνατό του, περιήλθε στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη και του Μαχμούτ πασά Δράμαλη, γνωστών από το ρόλο που έπαιξαν στον εθνικό μας αγώνα. Η πόλη του Δομοκού ήταν έδρα Τούρκου πασά και υπήρχε σ’ αυτόν πάντα ισχυρή φρουρά. Ο γάλλος γιατρός Pouqueville αναφέρει: «Η Θαυμακός δε εξαγορασθείσα υπό του Μπαμπά-πασά  κατά την επανάστασιν, κατελήφθη υπό του Ομέρ Βρυώνη και υπό του Δράμαλη».[2] 
 Την προπαρασκευή των κατοίκων της περιοχής του Δομοκού είχαν αναλάβει διάφοροι κλεφταρματολοί, φιλικοί, κληρικοί και μοναχοί των μοναστηριών (Αντινίτσης, Ομβριακής, Ξενιάς κτλ.) κι άλλοι ανυπότακτοι και ένοπλοι που κατέβαιναν από τα γειτονικά Άγραφα.
Κατά την εποχή της επανάστασης του 1821, το συντονισμό του αγώνα είχαν οι δύο διακεκριμένοι Φαναριώτες, ο Κων. Θ. Καρατζάς και ο Θεόδωρος Νέγρης, ενώ γενικός υπεύθυνος της Φιλικής Εταιρείας ήταν ο Χριστόφορος Περραιβός. Επίσημος Οπλαρχηγός στην κεντρική Ρούμελη, στην επαρχία Ζητουνίου, με επιρροή στην επαρχία Δομοκού, ήταν ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης ή Γερο-Δυοβουνιώτης, ο οποίος κήρυξε την επανάσταση στις 13 Απριλίου 1821.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, Κυβερνήτης της Ελλάδος έγραφε στις επιστολές του, για την αρχή της επανάστασης στη Φθιώτιδα: «Όλος ο τόπος και τα περί την Λαμίαν (Ζητούνι) χωρία επήραν τα όπλα εν αρχαί Απριλίου του 1821, και το φρούριον Βουδουνίτσι παρεδόθη εις τους Έλληνας μετά πολιορκιών ολιγοήμερων. Περώντος δε του Δραμαλικού στρατού, οι μεν μάχιμοι των Λοκρών, καταλαβόντες τα οχυρά των ορεινών του τόπου μερών, επείχον τους Τούρκους, αι δε γυναίκες, τα παιδία, και οι γέροντες μετακομίσθηκαν εις την νήσον του Ταλαντίου, όθεν εξήλθαν μετά τον κίνδυνον. Αλωθείσης όμως της Ευβοίας παρά των Τούρκων το 1824, οι Λοκροί, μη έχοντες πλέον ασφάλειαν, διεσκορπίσθησαν εις την Πελοπόννησον και τας νήσους. Οι δε της Φθιώτιδος κάτοικοι εκράτησαν μέχρι της αλώσεως του Μεσολογγίου. Κατά τάς τελευταίας ειδήσεις, οι Τούρκοι εις Πατρατζίκιον (σ.σ. Υπάτη) συνήξαν ήδη όλην σχεδόν την δύναμιν όσην είχον εις Ζητούνι και τα περίχωρα, ούσαν περί τους τρισχιλίους».
Οι κάτοικοι των χωριών του Δομοκού, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Πουκεβίλ, ήταν φόρου υποτελείς στον πασά της Λάρίσας και είχαν το δικαίωμα να φέρουν όπλα, προκειμένου να φυλάσσονται από τους πολλούς ληστές που διέτρεχαν την περιοχή. Μια εγκύκλιος του ιερού κλήρου της περιοχής κατά την έκρηξη του αγώνα του 1821 καλούσε τους κατοίκους σε επανάσταση κατά των Τούρκων, η οποία βρήκε ανταπόκριση μεταξύ των κατοίκων.
Πολλοί απ’ αυτούς προσέτρεξαν να πλαισιώσουν τους διάφορους οπλαρχηγούς και καπεταναίους που εμφανίστηκαν. Άλλοι μετέφεραν πληροφορίες κι άλλοι εξυπηρετούσαν διάφορους τρόπους τον αγώνα. Σε μια ενδιαφέρουσα εθνική καταγραφή ονομάτων Ρουμελιωτών πολεμιστών του 1821 (από πρίν και έπειτα) αναφέρονται 30 αγωνιστές από τον Δομοκό. Από έγγραφα του Αρχείου των Αγωνιστών, διαπιστώνεται ότι πολλοί κάτοικοι της περιοχής πλαισίωσαν ως ένοπλοι όχι μόνο τους Κοντογιανναίους, αλλά και τον Αθανάσιο Διάκο, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον αρχιστράτηγο της Ρούμελης Γεώργιο Καραϊσκάκη και συμμετείχαν στο θρίαμβο της Αράχωβας και στους αγώνες της Ακρόπολης μαζί με άλλους Ρουμελιώτες. Μεγαλύτερη όμως ακτινοβολία στους κατοίκους της περιοχής είχε ο Μήτσος Κοντογιάννης, οπλαρχηγός της Υπάτης. Ακόμη και οι καπεταναίοι του Αλμυρού Βελέντζας, Μπασδέκης, Γριζάνος κ.ά. προσέλκυσαν πολλούς κατοίκους της γειτονικής κυρίως πλευράς. Βέβαια, ο Χουρσίτ πασάς που πολιορκούσε τότε τον Αλή Πασά στα Ιωάννινα, έστειλε εναντίον των επαναστατών 8000 πεζούς και 800 ιππείς με αρχηγούς τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη, για να καταπνίξουν την επανάσταση.
Οι οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και Κοντογιάννης προσπάθησαν να παρεμποδίσουν το πέρασμα των Τούρκων προς τη Νότια Ελλάδα, στήνοντας καρτέρι στο χωριό Δερβέν Φούρκα (Καλαμάκι), οι οποίοι όμως αναγκάστηκαν μπροστά στο μεγάλο όγκο των Τούρκων να υποχωρήσουν προς την Οίτη. Όπως αναφέρει το «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Ιωάννου Φιλήμονος,  τον Απρίλιο του  1821 στην κορύφωση του αγώνα στην περιοχή της Στερεάς απαιτούταν συνένωση δυνάμεων και η μέσω πολιορκίας εξουδετέρωση των Τούρκικων δυνάμεων της Υπάτης: «Προς τον διπλούν δε τούτον σκοπόν μετέβησαν ούτοι εις το πλησίον της Υπάτης βορειοδυτικώς κείμενον χωρίον των Κομποτάδων όπου έφθασε και ο Πανουριάς μεθ’ ετέρων πεντακοσίων Φωκέων.  Εκείθεν δ’ έπεμψαν τον Κομνάν Τράκαν μετά διακοσίων πεντήκοντα ίνα καταλάβη το Δερβέν Φούρκα. O Κιοσσέ Μεχμέτ πασσάς και Oμέρ πασσάς Βρυώνης φθάσαντες διέλυσαν τη 17η Απριλίου το εν Δερβέν Φούρκα Ελληνικόν σώμα και εις το Λιανοκλάδι κατέβησαν, απέχον της Υπάτης μίαν και ημίσειαν ώραν. Περί δε μέσην νύκτα της 18 προς την 19 Απριλίου πυρά κατά το πεδίον πολυπληθή εβεβαίωσαν την άφιξιν και πλησίασιν ίσχυρας τουρκικής βοηθείας. Τότε δ’ οι Έλληνες ίνα μη κυκλοθώσι τη επαύριον υπεχώρησαν ευθύς αφήσαντες την πόλιν ημίκαυστον».
Μια άλλη μάχη, έγινε κοντά στο χωριό Μακρυρράχη (Καΐτσα) τον Ιούλιο του 1821, στη θέση Ντραμουχανή (Ντεμίρ Χάνι) και στην οποία έλαβαν μέρος πολλοί κάτοικοι του χωριού (γνωστοί από τα Αρχεία των αγωνιστών) και εκδίωξαν τους Κονιάρους. Τον Αύγουστο του 1821 οι Τούρκοι οργάνωσαν νέα, ενισχυμένη εκστρατεία κατά της Πελοποννήσου. Μια δύναμη από 8.000 ενόπλους –οι περισσότεροι έφιπποι– και πλήθος άμαξες φορτωμένες με εφόδια, με επικεφαλής το Μπεϊράν πασά, ως αντιστράτηγο, και τους Μεμίς πασά, Σαχίν Αλή πασά και Χατζή Μπεκίρ πασά, κατέβηκε από τη Λάρισα και στρατοπέδευσε στο Ζητούνι (Λαμία), ενώ μία άλλη από 4.000 άνδρες με επικεφαλής τον Μαχμούτ πα­σά της Δράμας στρατοπέδευσε στον Δομοκό, πριν από τη μάχη στα Βασιλικά Φθιώτιδας, όπου ο Οδυσσέας, ο Δυοβουνιώτης και ο Γκούρας νικούν τους Τούρκους στη Φοντάνα. Σχέδιο των Τούρκων ήταν οι δυνάμεις αυτές, αφού ενωθούν με τις δυνάμεις του Κιοσέτ Μεχμέτ πασά και του Ομέρ Βρυώνη, να προελάσουν στην Πελοπόννησο και να λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Ο κλήρος στάθηκε εμψυχωτής του γένους κατά τα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, κι όταν τα μαύρα σύννεφα της βαρβαρότητας των κατακτητών σκέπαζαν την ελληνική κοινωνία, έγινε ο φάρος της γνώσης και του αγώνα. Μαζί με τα ηρωικά καρυοφύλλια των αγωνιστών του ’21 ηχούσε το οκτώηχο των Μοναστηριών που στέριωσε τη Ελληνική ψυχή, οδηγώντας στο «Ελευθερία ή Θάνατος»! Φωτεινό παράδειγμα στην περιοχή του Δομοκού οι μοναχοί της Αντίνιτσας οι οποίοι έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1821. Όπως θυμούνται παλαιότεροι προσκυνητές της Μονής, στους εξωτερικούς τοίχους των καταστραφέντων κελιών υπήρχαν πολεμίστρες σε καλή κατάσταση, αψευδής μάρτυρες της συμμετοχής των μοναχών αυτής στους αγώνες κατά των Τούρκων.[3] Επίσης, όταν το έτος 1946, οι κάτοικοι των πλησιέστερων χωριών, καθάρισαν το προαύλιο της Μονής από τα ερείπια για να φτιάξουν το σημερινό καθολικό, βρήκαν ξίφη των Αγωνιστών του ’21. 
Γενικά η θέση της Ιεράς Μονής Αντινίτσης υπήρξε ορμητήριο των αγωνιστών της περιοχής Δομοκού. Στο Δεύτερο χρόνο της επανάστασης (1822) οι γνωστοί Έλληνες οπλαρχηγοί Ζαφειράκης και Γάτσος ελευθέρωσαν με τους συντρόφους τους τον οπλαρχηγό Καρατάσο, που με διακόσιους άντρες είχε αμπαρωθεί στα κελιά της Αντίνιτσας και αγωνιζόταν ενάντια στις Τούρκικες δυνάμεις. Επίσης την εποχή εκείνη αλλά και μετέπειτα, στο χώρο της Μονής, λειτούργησε Ελληνικό Σχολείο, λίχνος γνώσης και αφύπνισης των σκλαβωμένων Ελλήνων.
Για βαρύ φόρο αίματος την περίοδο της επανάστασης στην περιοχή, μας πληροφορεί η Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, του Αμβροσίου Φραντζή (1841): «Εν τούτοις ο αριθμός των παρά των Τούρκων εις διαφόρους τόπους φονευθέντων Ελλήνων από της 21 Φεβρουάριου 1821 μέχρι της 20 Μαΐου 1822, ενόχων τε και αθώων, είναι ως εφεξής: Εις Λάρισσαν, Αμπελάκια, Αγιάν, Μακρυνίτζαν, Βώλον, Αρμυρόν, Ζητούνι, Δομοκόν, Φέρσαλα, Τούρναβον και Τρίκκαλα, ως ένοχοι 590 αθώοι 13460…».
Ωστόσο, η Θεσσαλία υπήρξε ο σιτοβολώνας, ο τροφοδότης και το κέντρο των Τούρκων στον αγώνα τους κατά των επαναστατημένων Ελλήνων (1821-1827) και συνεπώς δεν ευοδώθηκαν οι προσπάθειες των Θεσσαλών πατριωτών εκείνη την περίοδο.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

[1] Καρέλης, Δημήτρης, «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δομοκός, 2013.
[2] Pouqueville, Historie de la Grece, Τομ. IV, 1825, σελ. , 401, 533.
[3] Λαϊνάς, Θεόκτιστος, Το μοναστήρι της Αντίνιτσας, Αθήνα: [χ.ό.] , [19--]
[4] Κουτσονίκας, Λάμπρος, Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος α΄, Αθήνα, 1863.
[5]Φραντζής, Αμβρόσιος, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αθήναι, 1841.

Φωτό: Ο Γιάννης Ξύκης ή «Δυοβουνιώτης» (1757 - 1831) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Στερεάς, γεννημένος στο χωριό Δύο Βουνά της Φθιώτιδας, γιος της Τριανταφυλλιάς και του Κώστα Ξύκη.


«Σύγκριση των ανακτορικών συγκροτημάτων της Κνωσού και των Μυκηνών ως κέντρα εξουσίας και πολιτισμού»

«Σύγκριση των ανακτορικών συγκροτημάτων της Κνωσού και των Μυκηνών ως κέντρα εξουσίας και πολιτισμού»
του Δημήτρη Β. Καρέλη
Εισαγωγή ..................................................................................................................... 2
Ενότητα 1η : Η δομή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ως κέντρων εξουσίας και πολιτισμού............................................................................................. 3
Το Ανάκτορο της Κνωσού ......................................................................................... 3
Το ανάκτορο των Μυκηνών ...................................................................................... 4
Σύγκριση των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ........................................ 5
Ενότητα 2η: Οι τοιχογραφίες στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό ................ 7
Οι Γρύπες στην αίθουσα του θρόνου, στην Κνωσό ................................................. 8
Δαίμονες μεταφέρουν ανάφορο, σε τοιχογραφία των Μυκηνών ............................ 9
Ενότητα 3η: Η επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αξιοποίηση των προϊστορικών ανακτόρων ........................ 10
Επίλογος  ................................................................................................................... 11
Βιβλιογραφία ............................................................................................................ 12
Δικτυογραφία ............................................................................................................12
Παράρτημα εικόνων...................................................................................................13

Εισαγωγή
Τα Μινωικά και Μυκηναϊκά ανάκτορα, ιδιαίτερα τα ανάκτορα της Κνωσού και των Μυκηνών, αποτελούσαν κέντρα πολιτικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής διοίκησης των αντίστοιχων πολιτισμών. Συνιστούσαν επίσης κοιτίδες οικονομίας και πολιτισμού, όπως προκύπτει κυρίως από τις επιγραφές της Γραμμικής Β΄, που έχουν ανακαλυφθεί, αλλά και τις περιγραφές του Ομήρου.
Η εργασία που ακολουθεί, πραγματεύεται τις ομοιότητες και τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο ανακτόρων, με βάση τις κατόψεις του ανακτορικού συγκροτήματος της Κνωσού (εικ. 5) και της Ακρόπολης των Μυκηνών (εικ. 6), μελετά το ζωγραφικό διάκοσμο των ανακτόρων, συγκρίνοντας μια τοιχογραφία από κάθε ανάκτορο, τις περιγράφει και τις σχολιάζει, κυρίως από άποψη τεχνοτροπίας και καταγράφει την επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική.

Ενότητα 1η : Η δομή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων ως κέντρων εξουσίας και πολιτισμού
Το Ανάκτορο της Κνωσού


  
Εικόνα 1: Άποψη των ανακτόρων της Κνωσού
(Προέλευση εικόνας: Αρχείο Δ. Β. Καρέλη)
 
Ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της μινωικής εξουσίας ήταν το εντυπωσιακό και επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα των Ανακτόρων της Κνωσού (εικ.1), που αναπτύσσονταν σε μια έκταση 22.000 τ.μ., κτισμένο κατά ένα μεγάλο μέρος πάνω σε τεχνητό λόφο. Ήταν η έδρα του βασιλιά Μίνωα και σε ορισμένα σημεία του θεωρείται πως είχε έως πέντε ορόφους. Το παλαιό ανάκτορο χτίστηκε περί το 2000 π.Χ., περίοδο της εμφάνισης των πρώτων ανακτόρων, στο νότιο άκρο της πόλης της Κνωσού και καταστράφηκε από σεισμό κατά το 1900 π.Χ.. Επισκευάστηκε ταχύτατα, αλλά καταστράφηκε για μια ακόμη φορά από σεισμό το 1700 π.Χ., περίπου. Το νέο ανάκτορο αναδομήθηκε αμέσως, μεγαλειώδες και θεαματικότερο, για να υποστεί νέα μερική καταστροφή στα μέσα του 15ου αι., μετά από έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, όταν εγκαθίστανται στην Κνωσό οι Μυκηναίοι. Καταστράφηκε εκ νέου, από πυρκαγιά, στα μέσα του 14ου αι. π.Χ. και από τότε δεν ανέπτυξε δραστηριότητα ανακτορικού κέντρου. 
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ανακτορικού συστήματος στην Μινωική Κρήτη έπαιξαν οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί με τα κέντρα της Ανατολής, σε Μεσοποταμία και Αίγυπτο, όπου υπήρχε ήδη «ιεραρχημένη» κοινωνία.  Η εμφάνιση των πρώτων ανακτόρων στη Μινωική Κρήτη, προοιώνιζε τη σταθεροποίηση της διοικητικής και κοινωνικής ιεραρχίας, την ενίσχυση της ευμάρειας των οικισμών της και την έξαρση της καλλιτεχνικής παραγωγής. 

Το ανάκτορο των Μυκηνών

 Εικόνα 2: Μυκήνες, η πύλη των Λεόντων
(Προέλευση εικόνας: www.greececulture.net, προσπ. 14/11/2014 )


Οι Μυκήνες κτίστηκαν από τον Περσέα, ο οποίος φόνευσε ακούσια τον παππού του Αρκίσιο, βασιλιά του Άργους.  Η ακρόπολη των Μυκηνών ιδρύθηκε, πάνω σε λόφο ύψους 278 μ., στα βορειοανατολικά της αργολικής πεδιάδας ανάμεσα σε δύο λόφους, τον Προφήτη Ηλία και τη Ζάρα, στα μέσα του 14ου αιώνα (1350 π.Χ. ΥΕ ΙΙΙ Α). Είχε έκταση 30.000 τ.μ. και τα τείχη της, περιμέτρου 900 μ., υπέστησαν αρκετές μετασκευές ως την τελική της μορφή που σώζεται μέχρι σήμερα και χρονολογείται στα τέλη του 13ου αι. π.Χ.  Στην ακμή της, χάρη σ’ ένα ισχυρό ηγεμόνα, κατασκευάστηκαν μεγάλα έργα, χτίστηκε η Πύλη των Λεόντων (εικ.2) με τον προμαχώνα της, η τοιχοποιία του βόρειου τείχους και η πύλη, αναδομήθηκε το νότιο τείχος, για να συμπεριλάβει τον «ταφικό περίβολο Α΄» και το θρησκευτικό κέντρο, χτίστηκε προμαχώνας στα νοτιοανατολικά και διαμορφώθηκε η μεγάλη αναβάθρα που οδηγούσε στο ανάκτορο, κατοικία του άνακτα.
Την ίδια εποχή οικοδομήθηκε ο «θησαυρός του Ατρέα», θολωτός τάφος με υψηλό κυψελοειδή θόλο και κολοσσιαία υπέρθυρα. Στην τελευταία φάση της, περί το 1200 π.Χ. (ΥΕ ΙΙΙ Γ), οι κάτοικοι έλαβαν περισσότερα μέτρα για την ασφάλειά τους και την εξασφάλιση νερού και τροφίμων.  Τα τείχη χτιζόταν με «κυκλώπεια» τοιχοδομία και τιτανόλιθους, πάχους τουλάχιστον πέντε μέτρων, ενώ το κεντρικό μέρος των τειχών γεμίζονταν με λίθους και πηλό. Στην ακρόπολη βρισκόταν και το υπόγειο υδραγωγείο, η «Περσεία κρήνη». Παρατηρούμε επίσης, σημαντικό αριθμό θολωτών τάφων, καθώς επίσης τάφους και κατοικίες στην κοντινή της περιοχή.  Το ανάκτορο έπαψε να λειτουργεί στα τέλη του 13ου αι., όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά, όμως οι Μυκήνες δεν έπαψαν να κατοικούνται.
Μελετώντας την κάτοψη των ανακτόρων και τα ευρήματα, παρατηρούμε την οργάνωση και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που απαιτούσε η εκτέλεση των έργων, καθώς και την κεντρική εξουσία, υπό τον άνακτα και τη δυνατότητά της να εξασφαλίζει το απαιτούμενο πλεόνασμα για τη διαβίωση τους, αναδεικνύοντας παράλληλα μια πολιτισμικά ανεπτυγμένη κοινωνία, με διακριτή κοινωνική δομή, αλλά με στρατοκρατική οργάνωση. 

Σύγκριση των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων
Αρκετά κοινά σημεία παρουσίαζαν, από αρχιτεκτονικής απόψεως, τα μυκηναϊκά με τα μινωικά ανάκτορα, όπως τα πρόπυλα, τις ταράτσες σε διαφορετικά επίπεδα, τις κιονοστοιχίες και τις εσωτερικές αυλές.  Βασικό συνδετικό στοιχείο ήταν επίσης, οι πρωτεύουσες κατασκευαστικές τεχνικές και η χρήση του λίθου ως αποκλειστικό ή πρωταγωνιστικό δομικό υλικό, παρότι διαφοροποιούνταν σε επί μέρους σημεία.  Για τη διακόσμησή τους, χρησιμοποιούσαν βασικά τις τοιχογραφίες, ακόμη και σε εξωτερικούς χώρους όπως τα προστώα, καθώς και σε κάποιες περιπτώσεις, λίθο, ξύλο και χαλκό.  Η διαρρύθμιση όμως των Μυκηναϊκών ανακτόρων βασίζονταν σε εντελώς διαφορετικές αρχές από τις Μινωικές, ήταν απλά και όχι δαιδαλώδη και αναπτύσσονταν σε περιορισμένη έκταση, σε αντίθεση με την πολύπλοκη διαρρύθμιση των πολυώροφων και εκτεταμένων Μινωικών. Το πρόπυλο εισόδου, η αυλή και το «μέγαρο», ο ορθογώνιος επίσημος χώρος, χαρακτηριστικό της Ηπειρωτικής Ελλάδας, διακρίνει τη μυκηναϊκή από τη μινωική αρχιτεκτονική.  Φειδωλή ήταν η χρήση κιόνων, σε εισόδους, προστώα και κυρίως χώρους του μεγάρου, είχαν χαρακτηριστικά που ήταν σπάνια στα Μινωικά ανάκτορα, όπως ραβδώσεις και άλλα που δεν υπήρχαν καν, όπως βαμμένοι δακτύλιοι από κονίαμα στις βάσεις.  Ακόμη, μικρή έως ανύπαρκτη ήταν η χρήση πήλινων σωλήνων στα αποχετευτικά συστήματα των Μυκηναϊκών ανακτόρων, όπου οι οχετοί ήταν αύλακες επενδυμένοι και καλυμμένοι με λίθινες πλάκες, σε αντίθεση με τα Μινωικά.  Βασική επίσης διαφοροποίηση ήταν η έλλειψη οχύρωσης στο ανάκτορο της Κνωσού, σε σχέση με το κυκλώπειο τείχος των Μυκηνών, καθώς τα ατείχιστα ανάκτορα και πόλεις των Μινωιτών, καθορίζουν την φιλειρηνική τους φύση. Απόδειξη του ειρηνικού χαρακτήρα των Μινωιτών είναι και η θεματολογία στις τοιχογραφίες, που είναι εμπνευσμένη από την καθημερινότητα, τη φύση ή τα θρησκευτικά και λατρευτικά σύμβολα, σε αντίθεση με τους Μυκηναίους που απεικονίζουν, είτε τους ίδιους σε σκηνές μάχης, ως δεινούς πολεμιστές, είτε αφηρημένες θεότητες.
Βόρεια καταγωγή δηλώνει το Μυκηναϊκό ανάκτορο, καθώς δείχνει εσωστρέφεια, σε αντίθεση με το Μινωικό, που παρουσιάζει σαφή μεσογειακή προέλευση.  Ο μινωικός «Λαβύρινθος», με αρχιτεκτονική ποικιλία και ιδιορρυθμία, αναδείκνυε μια κατοικία ανοιχτή σε «αέρα και φως», εν αντιθέσει με το ανάκτορο των Μυκηνών, που εμφάνιζε ορθολογιστικό σύνολο με ξεκάθαρη δομή, καθώς ακόμη και το σχήμα του μεγάρου δεν επέτρεπε παραλλαγές, σε έκταση και ύψος, ούτε προσθήκες.  Στην Μινωική Κρήτη και την Κνωσό προκρινόταν η κεντρική κιονοστοιχία, που έτεμνε το χώρο σε δύο μέρη, η εστία ήταν κινητή και το πλάτος της κατοικίας μεγαλύτερο από το βάθος, σε αντίθεση με την Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική που επέλεξε τη διπλή, η οποία χώριζε το χώρο στα τρία, η κατοικία είχε μεγαλύτερο βάθος απ’ ότι πλάτος, με την είσοδό της στην στενή πτέρυγα, ήταν σκοτεινή, καθώς είχε λιγοστά «φρέατα φωτισμού» και η εστία της βρισκόταν σε σταθερή θέση. 

Οι τοιχογραφίες στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό

Η τοιχογραφία, αντιπροσωπευτική μορφή έκφρασης πολιτισμού της εποχής του χαλκού, εντοπίζεται στα πρώτα ανάκτορα της Κνωσού, το 1600 π.Χ.  Ως εξαιρετικά αναπτυγμένη τέχνη για τους Μινωίτες, χαράσσει τα ρεύματα και τη μόδα της εποχής. Την εποχή αυτή οι ζωγράφοι εργάζονται σε αγαστή συνεργασία με το βασιλιά και τα εργαστήριά τους βρίσκονται εντός του ανακτόρου.  Η Αιγαιακή τεχνική των τοιχογραφιών είναι ανάμικτη και τα χρώματά τους είναι «φυσικά και γαιώδη», όπως για παράδειγμα το λευκό από ασβέστη, το σκούρο κόκκινο από αιματίτη, το ανοιχτό κόκκινο από ψημένη ώχρα, το κίτρινο από ώχρα, το μαύρο από άνθρακα, το μπλε από μείγμα πυριτίου χαλκού και οξειδίου ασβεστίου. 

Στην συνέχεια, εξετάζουμε δύο τοιχογραφίες, μία από κάθε ανάκτορο, τους «Γρύπες» (εικ.3), από την Αίθουσα του Θρόνου της Κνωσού και τους «Δαίμονες με το ανάφορο» (εικ.4), από τις Μυκήνες.


Οι Γρύπες στην αίθουσα του θρόνου στην Κνωσό

 Εικόνα 3.: Η τοιχογραφία με τους γρύπες την αίθουσα του θρόνου
(Προέλευση εικόνας: Αρχείο Δ. Β. Καρέλη)


Πρόκειται για επιζωγραφισμένη νωπογραφία που καταλαμβάνει, ολόκληρη την νότια πλευρά στην «αίθουσα του θρόνου». Φέρει ζωηρά, έντονα και φωτεινά χρώματα, στα οποία κυριαρχεί το επιβλητικό, μινωικό κόκκινο της Κνωσού, με αποχρώσεις μπλε, κυανού και φαιοκίτρινου χρώματος, αλλά και λευκού, με το οποίο αποδίδεται ένας κυματοειδής σχηματισμός που διατρέχει τους τοίχους, δίκην νέφους, στο μέσον και τη βάση του, παράλληλα με δύο κόκκινες γραμμές. Στη βάση της τοιχογραφίας, αμφίπλευρα του θρόνου, στέκονται αντικριστοί δύο άπτεροι «εραλδικοί γρύπες», σύμβολα βασιλικής ή θεϊκής εξουσίας, ίσως και απονομής δικαιοσύνης, που σκοπεύουν στην προστασία του. Όμοιοι «γρύπες» απεικονίζονται και στο δυτικό τοίχο. Από το ίδιο σημείο, αναφύονται θαλάσσια κρίνα. Οι «γρύπες», που αποδίδονται με μεγάλη τυποποίηση, φέρουν σώμα λιονταριού, κεφαλή αετού, (ίσως παγωνιού), εμφανίζονται άπτεροι, για να υποδηλώσουν την αέναη παρουσία τους στον χώρο, ενώ στο κεφάλι τους τονίζεται το γαμψό ράμφος και το περίτεχνο χρωματιστό λοφίο.  Φέρουν επίσης στο λαιμό τους σπειροειδές κόσμημα, που οι άκρες της απολήγουν σε άνθη παπύρου, χαρακτηριστικό της Φαραωνικής Αιγύπτου. Η τοιχογραφία χρονολογείται κατά την «κρητομυκηναϊκή περίοδο» (1700π. Χ. - 1075 π. Χ.)

Δαίμονες μεταφέρουν ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών

 Εικόνα 4: Δαίμονες μεταφέρουν το ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) (Προέλευση εικόνας:St. Louis Community College, http://users.stlcc.edu, προσπ. 2/11/2014)

Πρόκειται για θραύσμα τοιχογραφίας με παράσταση δαιμόνων. Αποτελεί μέρος αιγιακής τοιχογραφίας, στο Θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών. Φέρει μπλε και μαύρο χρώμα στα περιγράμματα, κυανό, ερυθρό, φαιοκίτρινο και λευκό στο θέμα της τοιχογραφίας. Εικονίζονται τρεις «ονοκέφαλοι» δαίμονες, να βαδίζουν προς τα δεξιά, κρατώντας μακρύ ξύλινο κοντάρι, το «ανάφορον», από το οποίο κρέμονταν θηράματα ή οι δορές τους.  Οι Δαίμονες της τοιχογραφίας εικονίζονται με κεφαλή όνου, φέρουσα κερατοειδή απόφυση και βόστρυχο, που πέφτει στο μέτωπο. Φέρουν ακόμη, ζώνη, δεμένη περιμετρικά. Πιθανότατα οι Δαίμονες επιστρέφουν από κυνήγι ιερό ή προς τιμή του άνακτα. Είναι πιθανόν να πρόκειται για μεταμφιεσμένους ανθρώπους, χάριν θρησκευτικής τελετής. Οι δαίμονες ιδίου τύπου προέρχονται από την Αιγυπτιακή θρησκευτική τέχνη.  Η απόδοσή τους είναι αντιφυσιοκρατική, χωρίς βάθος και προοπτική, καθώς απεικονίζονται κατά κρόταφο (προφίλ) και χωρίς επικάλυψη. Η τοιχογραφία τοποθετείται χρονικά περίπου το 13ο π.Χ. αι. (1250-1200 π.Χ.).
Συγκρίνοντας τις παραπάνω τοιχογραφίες, διαπιστώνουμε σημαντικές διαφορές, στην τεχνοτροπία, την τεχνική, αλλά και τη θεματολογία, που πηγάζουν από τη διαφορετικότητα των δύο πολιτισμών. Στην περίπτωση της νωπογραφίας των «γρυπών», αποτυπώνεται η ρεαλιστική τεχνοτροπία των Μινωιτών, με τα έντονα χρώματα, το φυσιοκρατισμό, κατά την απεικόνιση των κρίνων, αλλά και στην κίνηση των γρυπών, μέσα από καμπύλα περιγράμματα και τη συμβατική αιγαιακή προοπτική. Από την άλλη πλευρά η αυστηρή, λιτή και στατικότερη απόδοση, στην τοιχογραφία των «Δαιμόνων», συνδέεται με τον στρατιωτικό χαρακτήρα του πολιτισμού των Μυκηναίων.

Ενότητα 3η: Η επίδραση της προϊστορικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αξιοποίηση των προϊστορικών ανακτόρων

Πέρα από κάποιες περιορισμένες χρήσεις στην αρχιτεκτονική διακόσμηση, η προϊστορική τέχνη δεν ενσωματώθηκε στη σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική και η αποκάλυψη του μινωικού και μυκηναϊκού πολιτισμού δεν είχε ουσιαστική επίδραση. Ενδεικτικά, μόνο το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο Ναύπλιο, σχεδιάστηκε σε ύφος Μυκηναϊκό, λόγω της γειτνίασης με τις Μυκήνες, καθώς και μεμονωμένα σπίτια στην Αθήνα και την Κρήτη, χρησιμοποίησαν τις χαρακτηριστικές μινωικές κολώνες, με το βαθύ κόκκινο χρώμα. Είχε πλέον προκριθεί ο νεοκλασικισμός, ως νέο ύφος και στυλ στην αρχιτεκτονική, αλλά και για την άμεση σύνδεση της Ελλάδας με το αρχαίο της παρελθόν. 
Η Ελλάδα, ένας από τους δημοφιλέστερους προορισμούς πολιτισμού παγκοσμίως, προσδίδει στον τουρισμό πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις. Η τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας, μέσα από την προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 και εξελίχθηκε σε μια εξαιρετική πηγή εσόδων.  Σήμερα οι επισκέπτες της Κνωσού ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο το χρόνο, με τις μέρες αιχμής να φτάνουν τους 15.000, αριθμοί ασύλληπτοι για τον Έβανς.  Ομοίως και οι επισκέπτες της Ακροπόλεως Μυκηνών αυξήθηκαν, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., κατά 1.8% περίπου, το μήνα.
Οι φθορές όμως που παρουσιάζουν σήμερα οι αρχαιολογικοί χώροι στις δομές τους, είναι σημαντικές, καθώς είναι εκτεθειμένοι στο εξωτερικό περιβάλλον και εμφανίζουν προβλήματα συνωστισμού και ρύπανσης, εξαιτίας του όγκου των επισκεπτών τους, καταστροφές από τους τουρίστες και  μεταβολή του χαρακτήρα της περιοχής.

Επίλογος
Συμπερασματικά, τα Μινωικά ανάκτορα ήταν ανοχύρωτα, τεράστια και λαβυρινθώδη, ενώ τα Μυκηναϊκά ήταν περιορισμένα σε έκταση και οχυρωμένα με κυκλώπεια τείχη. Διέφεραν επίσης στην αρχιτεκτονική δομή τους, δείγμα της διαφορετικότητας των δύο πολιτισμών, ήταν όμως και τα δύο διακοσμημένα με εξαιρετικές τοιχογραφίες.
Οι Μινωίτες δίδαξαν την τέχνη της τοιχογραφίας στους Μυκηναίους που ακολούθησαν τα ίδια πρότυπα, εναρμονισμένα στις δικές τους ανάγκες,  εν συγκρίσει όμως, άτεχνα και συμβατικά, με τη φυσιολατρία να απέχει και κεντρικό παράγοντα τις ανθρώπινες ασχολίες. 
Επίσης, η σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου από την προϊστορική τέχνη.
Η αξιοποίηση των Μυκηναϊκών και Μινωικών ανακτόρων προσέδωσε σοβαρή προστιθέμενη αξία στις περιοχές αυτές.


Βιβλιογραφία

Βασιλικού Ντόρα, Ο μυκηναϊκός πολιτισμός, Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΒΑΕ 152,  Αθήνα, 1995.

Παλυβού Κλαίρη, Δρ Αρχιτέκτων, «Η πορεία των επισκεπτών», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Το Μινωικό Θαύμα», Κυριακή 20 Απριλίου 1997.

Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, τόμος Α, Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999.

Τσούντας, Χρήστος, Μυκήναι και μυκηναίος πολιτισμός, υπό Χρήστου Τσούντα. Αθήνησιν: Παρά τω βιβλιοπωλείω της Εστίας,1893.

Dickinson, Oliver, Αιγαίο - Εποχή του Χαλκού, Μετ. Θεόδωρος Ξένος, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2003.

Μπουλώτης Χρήστος, Αρχαιολόγος στο  Κέντρον Ερεύνης της Αρχαιότητας  της Ακαδημίας Αθηνών, Το θρησκευτικό κέντρο, στο «Ο γοητευτικός μυκηναϊκός κόσμος», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», Κυριακή 31 Μαΐου 1998.

Φιλιππίδης Δ., Τέχνες Ι: Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Ιστορία της Ελληνικής και Πολεοδομίας. Τόμος Δ΄, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.

Δικτυογραφία

Αρχαιολογία Online, http://www.archaiologia.gr, Η τοιχογραφία στη μυκηναϊκή Ελλάδα, 27/6/2011, προσπ. 2/11/2014.
Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, http://digitalcrete.ims.forth.gr, προσπ. 30/10/14.
Νίκος Ζερβονικολάκης, http://zervonikolakis.lastros.net, Κνωσός - Ο Γρίφος Του Θρόνου, προσπ. 2/11/2014.
Τ.Ε.Ι. Χαλκίδας, http://www.ee.teihal.gr/ Οικοτουρισμός, προσπ. 2/11/2014.
Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, http://odysseus.culture.gr, προσπ. 30/10/14.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 

karelisdimitris@gmail.com
 
 
Εικ. 5 : Ανακτορικό συγκρότημα Κνωσού
 
 

Άγιος Αθανάσιος Παλαμά Δομοκού: Η «Αγία Λαύρα» της κεντρικής Ελλάδας!

Του Δημήτρη Β. Καρέλη

    Με αφορμή τον επίσημο εορτασμό μιας, άγνωστης για πολλούς, εθνικής επετείου: Της Επαναστατικής Εξέγερσης της 7ης Μαρτίου 1878 στον Παλαμά Δομοκού.

Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της νεότερης ιστορίας του Ελληνικού έθνους, γραμμένες στις «Χρυσές Δέλτους» της ιστορίας, διαδραματίζεται στη βόρεια Φθιώτιδα πριν από 136 χρόνια.
Όπως είναι γνωστό η περιοχή του Δομοκού, η Θεσσαλία και φυσικά η Μακεδονία και η Ήπειρος δεν απελευθερώθηκαν την ίδια περίοδο με την νότια Ελλάδα, αλλά πολλά χρόνια αργότερα δηλαδή το 1881 για τις πρώτες και το 1913 για τις άλλες δύο.
Οι πολλές και ποικίλες αντιδράσεις των υπόδουλων Ελλήνων της περιοχής στα χρόνια που ακολούθησαν την επανάσταση του 1821 και κατά τη δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους, δεν εύρισκαν συνήθως συμπαράσταση, καταδικασμένες κατ’ αυτό τον τρόπο σε αποτυχία.Όμως κείνο το χειμώνα του 1878 ετούτα τα χώματα έγραψαν και πάλι ιστορία.Ήδη από το 1876 είχαν ενταθεί οι πολεμικές διαθέσεις των υποδούλων Ελλήνων και άρχισαν να σχηματίζονται καπετανάτα στην περιοχή Δομοκού. Το σημαντικότερο καπετανάτο είχε έδρα στο Νεοχώρι Δομοκού και διοικούνταν από τριμελή επιτροπή, λεγόμενη και «τριμελία», τον ιερέα του Νεοχωρίου Παπα-Δημήτρη Κανάκη, τον Ομβριακίτη Βασίλη Κόκκινο και τον Δημ. Αβαριτσιώτη ή Γουρνά από τη Μελιταία και γραμματέα τον Δομοκίτη Δημήτρη Μάμμο.
Ο ρόλος της τριμελούς επαναστατικής επιτροπής ήταν πολιτικός και στρατιωτικός, αλλά και συγχρόνως και συντονιστικός. Τα παραμεθόρια χωριά επαναστάτησαν μόλις ξέσπασε ο αγώνας στη Θεσσαλία και οι επαναστάτες ενισχύθηκαν από την εισβολή στο οθωμανικό έδαφος του Τακτικού Στρατού υπό τον Σκαρλάτο Σούτσο.
Τα αντάρτικα σώματα της ελεύθερης και υπόδουλης πατρίδας κινήθηκαν, με καλύτερη αυτή τη φορά προετοιμασία, αρτιότερη οργάνωση και προσεκτικότερο συντονισμό ενεργειών, ώστε ν’ αποφευχθούν οι αποτυχίες του παρελθόντος. Έγιναν σπουδαίες μάχες στη θέση «Στενά Λιθάρια» έξω από το Δομοκό, την Ομβριακή και αλλού, απ’ όπου εξεδιώχθησαν οι Τούρκοι. Ο οπλαρχηγός Φούντας, έβαλε φωτιά στο χωριό Πασαλί, κοντά στην Αγόριανη. Ένα επαναστατικό σώμα, όμως, εγκλωβίστηκε από τους Τούρκους, στη Βαρδαλή και οι ηρωικοί εκείνοι άντρες μη βρίσκοντας άλλον τρόπο διαφυγής, αντί να παραδοθούν, προτίμησαν να σκοτωθούν πολεμώντας. Η δραστηριότητα εκείνη των επαναστατικών σωμάτων στην Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία σε συνδυασμό και μ’ εκείνη του τακτικού στρατού με αρχηγό το Σκαρλάτο Σούτσο, που εισέβαλε στη Θεσσαλία στις 21 Ιανουαρίου 1878, ασφαλώς προκάλεσε το ευνοϊκό υπέρ της Ελλάδας και των υποδούλων κλίμα.
Την 8η πρωινή της 21ης  Ιανουαρίου του 1878, ο Ελληνικός Στρατός εισέρχεται στην περιοχή του Δομοκού από το φυλάκιο του Δερβέν Φούρκα (σημερινό Καλαμάκι Λαμίας), της Γιαννιτσούς και άλλα σημεία της Ελληνοτουρκικής μεθορίου στην Όθρη, υπό τον Αντιστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο. Τον Στρατό αυτό αποτελούσαν 18750 πεζοί, 12 πυροβολαρχίες Κρουπ, εκ των οποίων οι τέσσερις πεδινές, 800 ιππείς με 558 ίππους, 1000 σκαπανείς, 2000 περίπου χωροφύλακες και 252 νοσοκόμους.
Οι Τούρκοι συνοριοφύλακες στο μεθοριακό Σταθμό του Δερβέν Φούρκα, μόλις αντελήφθησαν τον Ελληνικό Στρατό αποχώρησαν αμέσως, κάνοντας εύκολη υπόθεση την κατάληψη της θέσης. Την επομένη ο Στρατός κατέλαβε τα χωριά Νταουκλή, Νεζερό, Ομβριακή και Αλχανί. Μέσα σε 2 ημέρες, στις 22 Ιανουαρίου 1878, βρίσκεται χωρίς μεγάλες δυσκολίες στο Δομοκό, όπου την επομένη έδωσε την πρώτη και τελευταία ατυχώς, νικηφόρο μάχη κατά τού Τουρκικού στρατού. Την 23η Ιανουαρίου σημειώθηκε έξοδος τακτικών και άτακτων Τούρκων από το Φρούριο του Δομοκού, οι οποίοι κατόπιν αψιμαχίας με τον Ελληνικό Στρατό, επέστρεψαν με μικρές απώλειες.
Ο πολεμικές επιχειρήσεις όμως δεν είχαν συνέχεια καθώς το ζήτημα αφέθηκε στην διπλωματία και ο Ελληνικός Στρατός αποχώρησε από τη Θεσσαλία. Τότε έγινε γνωστή στην Αθήνα η συνομολόγηση της γενικής ανακωχής στην Αδριανούπολη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Η Κυβέρνηση Κουμουνδούρου επειδή έβλεπε ότι η Ελλάδα θα παρέμενε εντελώς αποκομμένη στον αγώνα κατά της Τουρκίας κατόπιν δε και επίμονων πιέσεων και υποσχέσεων των δήθεν προστάτιδων δυνάμεων ανακάλεσε τηλεγραφικά τον στρατό.
‘Όμως κατά την τραγική αυτή στιγμή και ύστερα από την αγανάκτηση που προκλήθηκε στις τάξεις του στρατού, ο ηρωικός επιλοχίας Δημήτριος Τερτίπης λιποτάκτησε με 170 υπαξιωματικούς και στρατιώτες και ανέλαβε τη συνέχιση του επαναστατικού αγώνα με αντάρτικο πλέον χαρακτήρα. Μεγαλύτερη ζωτικότητα και ορμή επέδειξε η επανάσταση που εκδηλώθηκε στην περιοχή των Αγράφων της Θεσσαλίας της οποίας αρχηγός υπήρξε ο διακεκριμένος λοχαγός του πυροβολικού Κ. Ισχόμαχος. Στην περιοχή αυτή είχαν συγκεντρωθεί υπό τις διαταγές του Ισχομάχου επαναστατικά τμήματα στις τάξεις των οποίων ήταν διακεκριμένοι πατριώτες όπως ο Γεώργιος Φιλάρετος δημοσιογράφος και πολιτευτής, ο βουλευτής Λοκρίδος Α. Ρούκης, ο δήμαρχος Σπερχειάδας Ν. Κοντογιάννης, οι αδελφοί Ζουλούμη, ο ιατρός Βασαρδάνης και άλλοι πολλοί. Οι άλλες μάχες πού δόθηκαν ήταν στον Σμόκοβο όπου πήραν μέρος ο Τερτίπης και ο φίλος του Λάιος, στη Σέκλιζα την οποία είχε πολιορκήσει ο σωματάρχης Γαλλής από το Φουρνά σε βοήθεια τού οποίου έσπευσε ο Δημήτριος Σούτσος μετέπειτα Δήμαρχος Αθηναίων καθώς και οι Τερτίπης, Λάιος και Ραχιώτης. Στο ιστορικό Παλαμά Δομοκού, πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαρτίου 1878, μεγάλη σύναξη επαναστατών-πολεμιστών στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου.  Οι επαναστάτες Έλληνες πατριώτες ύψωσαν την Ελληνική σημαία, ορκίστηκαν με σύνθημα: «Ελευθερία ή θάνατος», και δημιουργώντας μια ακόμη «Αγία Λαύρα», με ξεχωριστή αξία και σημασία για την ύπαρξη της νεώτερης Ελλάδας, κήρυξαν την επανάσταση εναντίον των Τούρκων, όρισαν επταμελή επαναστατική επιτροπή και συνέταξαν προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εκλέγοντας την «Προσωρινή Διοίκηση της επαρχίας Δομοκού». Αμέσως όλα τα χωριά πήραν τα όπλα οι δε Τούρκοι έσπευσαν να διαπραγματευθούν με τους επαναστάτες.  Η προσωρινή διοίκηση εξέδωσε και προκήρυξη στην οποία μεταξύ  άλλων αναφέρονται:
«…οι πρόκριτοι των περιχώρων του Δομοκού, ποθούντες την τακτοποίησιν και εξακολούθησιν της επαναστάσεως, συνήλθαν εν τω χωρίω Παλαμά και εξελέξαντο τους υποφαινομένους, ως προσωρινήν διοίκησιν τού τόπου. ‘Εν μέσω κατανυκτικής τελετής υψώσαντες εν του ναού του Θεού την Ιεράν σημαίαν, ορκίσθημεν ομοθύμως, όπως αγωνιζόμενοι μέχρις έσχάτων, αποκτήσωμεν την ελευθερίαν ή θυσιασθώμεν άπαντες υπέρ αύτης. Αφού ουδέν άλλο υπολείπεται ημίν ή τελεία εξόντωσις υπό τον δυσβάστακτον ζυγόν του τυράννου, θα προτιμήσωμεν τον εν όπλοις έντιμον θάνατον, προμαχούντες υπέρ της ενώσεως της Θεσσαλίας μετά της Γλυκυτάτης μητρός της Ελλάδος. Ελπίζοντες ότι το δίκαιον θέλει θριαμβεύσει και η Ευρώπη θέλει υποστηρίξει ημάς, θαρρούντως αναλαμβάνομεν τον υπέρ πατρίδος ευγενέστατον αγώνα.
‘Εν Παλαμά τη 7 Μαρτίου 1878.
Η προσωρινή διοίκησις της επαρχίας Δομοκού: Δ. Κόκκινος, Γ. Καραγεώργος, Αναγνώστης Καραμπότζης, Κώστας Γκαρίκος, Βάγιος Χριστοδούλου, Γ. Σαΐτης, Χ. Κυρίτζης». Η Πολιτεία για να τιμήσει, έστω κι αργά, με τη συνεργασία των τοπικών συλλόγων κι άλλων παραγόντων, ως εκπλήρωση εθνικού χρέους, προέβη στην ανέγερση ανάλογου και αντάξιου προς την ηρωική πράξη, μνημείου στον ιστορικό αυτό χώρο, που φωτίζει και διαιωνίζει το υψηλό νόημα των αγώνων του έθνους για την κατάκτηση και τη διατήρηση της ελευθερίας του.
Παράλληλα με τα όσα συνέβαιναν στην Θεσσαλία με την επανάσταση, στο διπλωματικό χώρο υπήρξαν εξελίξεις. Στις 19 Φεβρουαρίου υπογράφτηκε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου με την οποία παραγκωνίζονταν τα ελληνικά δίκαια.
Η Αγγλία και άλλες δυνάμεις αντέδρασαν έντονα στη συνθήκη αυτή κι έτσι φθάνουμε στη σύγκληση στο Βερολίνο, διεθνoύς συνεδρίου των Μεγάλων Δυνάμεων υπό τον καγκελάριο Βίσμαρκ, την 1η Ιουλίου 1878 για οριστικό καθορισμό των εδαφικών μεταβολών και διευθέτηση όλων των αναφυέντων ζητημάτων. Στο Συνέδριο η Ελλάδα υπέβαλε υπόμνημα με το οποίο ζητούσε την προσάρτηση της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Κρήτης. Η απόφαση του Συνεδρίου ήταν να γίνει αναθεώρηση των Ελληνοτουρκικών συνόρων, παρέπεμπε όμως το θέμα σε απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων. ‘Όμως η Ελλάδα και η Τουρκία ερμήνευσαν διαφορετικά η κάθε μία την απόφαση του Συνεδρίου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αναβολή της υλοποίησης της απόφασης και συνεπώς της επίλυσης του θέματος. Ακολούθησε η σύγκληση διαφόρων άλλων διασκέψεων και τελικά υπογράφτηκαν στην Κωνσταντινούπολη δύο συμβάσεις την 12 Μαΐου και 20 Ιουνίου. Οι συμβάσεις αυτές προέβλεπαν την προσάρτηση στην Ελλάδα της περιοχής της Άρτας και ολόκληρης της Θεσσαλίας, πλην της επαρχίας Ελασσόνας και κανόνιζαν λεπτομερώς όλα τα σχετικά με την προσάρτηση ζητήματα. Σύμφωνα με την τελευταία σύμβαση ο Δομοκός έπρεπε να παραδοθεί στις 8 Αυγούστου 1881. Το ευνοϊκό υπέρ της Ελλάδας και των υποδούλων κλίμα υλοποιήθηκε τελικά μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, το οποίο ανέτρεψε τις ρυθμίσεις που προβλέπονταν στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Φεβρουάριος 1878), και περιόρισε τα σύνορα της Βουλγαρίας. Δυστυχώς η Μακεδονία, η Θράκη και η Ήπειρος παρέμειναν στην Τουρκία.
Η τύχη της περιοχής του Δομοκού αλλά και της Θεσσαλίας κρίθηκε στο Συνέδριο του Βερολίνου, υπό τον Όττο Φον Βίσμαρκ, τον Ιούνιο του 1878, που είχε συνέλθει για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, με την οποία τερματιζόταν ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Οι αντιπρόσωποι των δυνάμεων δέχθηκαν την ένωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου, με την Ελλάδα, όμως η απόφαση δεν συμπεριλήφθηκε στη Συνθήκη του Βερολίνου εξαιτίας της επιμονής της Τουρκίας, αλλά σε πρωτόκολλο. Ύστερα από επίπονες διαπραγματεύσεις συναντήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και στις 26 Μαρτίου – 7 Απριλίου 1881 γνωστοποιήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση η απόφαση προσάρτησης της Θεσσαλίας που άφηνε όμως έξω την περιοχή της Ελασσόνας. Οι σχετικές συμβάσεις υπογράφηκαν μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων και Τουρκίας στις 12/24 Μαΐου και Ελλάδος-Τουρκίας στις 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1881. Η Θεσσαλία, (συνεπώς και η  Βόρεια Φθιώτιδα-επαρχία Δομοκού) και ένα μικρό τμήμα της Άρτας, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις με την Υψηλή Πύλη, προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος μόλις τον Απρίλιο του 1881. Η επίσημη απελευθέρωση του Δομοκού έγινε την 8η Αυγούστου 1881.

Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας- Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com

Απόσπασμα από το βιβλίο του «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας:  Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού»



Τα κάλαντα των Φώτων στην Βόρεια Φθιώτιδα

 Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Καρέλης
Τα Φώτα, μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης, γιορτάζονταν με λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια στην περιοχή του Δομοκού. Την Παραμονή των Φώτων ο ιερέας του χωριού επισκέπτονταν όλα τα σπίτια μαζί με το «παπαδάκι» που κρατούσε στο χέρι το «μπακρατσάκι» του γεμάτο αγιασμό, και ο παππάς με τον σταυρό και την «αγιαστούρα» του έδιωχνε τα καλικαντζαρούδια.
Τα ανθρωπόμορφα στοιχειά, τα «παγανά», άφηναν τις μέρες των Χριστουγέννων την μόνιμη εργασία τους, που ήταν το πριόνισμα του δέντρου της γης, κι έρχονταν στην επιφάνεια, τρύπωναν στις καμινάδες, τα ταβάνια  και τα αμπάρια των σπιτιών, με σκοπό να σκανδαλίσουν τους ανθρώπους.
Τα Φώτα οι καλικάντζαροι θα εξαφανιστούν για να ξαναπριονίσουν, ώς τις 23 Δεκεμβρίου της επόμενης χρονιάς.
Το βράδυ της παραμονής των Φώτων μεγάλες παρέες αγοριών και μεγαλύτερων ανδρών κρατώντας μεγάλα κουδούνια στα χέρια τα οποία χτυπούσαν συνεχώς, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έψαλλαν τα κάλαντα των Φώτων. Οι νοικοκυραίοι του χωριού τους φίλευαν χριστουγεννιάτικα εδέσματα τα οποία στο τέλος της βραδιάς γεύονταν όλοι μαζί στις ταβέρνες του χωριού τραγουδώντας και χορεύοντας.

Κάλαντα των Φώτων:

Σήμερα είν’ τα Φώτα και ο Φωτισμός
και χαρές μεγάλες και αγιασμός!
Σήμερα η κυρά μας η Παναγιά,
σπάργανα στα χέρια τίμια κρατεί
και τον Άη Γιάνη παρακαλεί:
Αϊ-Γιάννη Αφέντη και Πρόδρομε
δύνασαι βαφτίσεις θείον παιδί,
μες την κολυμπήθρα την αργυρή
που παιρνες νεράκι και νίβωσαν,
και χρυσό μαντλάκι σκουπίζωσαν!
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ,
και τον Κύριόν μου παρακαλώ,
αύριο ν’ ανέβω στους ουρανούς,
για να ρίξω δρόσο και λίβανο,
ν αγιαστούν οι βρύσες και τά νερά,
ν’ αγιαστεί κι αφέντης με την Κερά!
Αφέντη μ’ αφεντούτσικε μ’, πέντε φορές αφέντη μ’,
Αφέντη μ’ στα σαράια σου χρυσά καντήλια φέγγουν,
Αν βάλεις λάδι μοναχό φέγγουν στην αφεντιά σου,
Αν βάλεις λάδι και κερί φέγγουν στην γειτονιά σου,
Κυρά μ’ ψιλή κυρά μ’ λιγνή κυρά μ’ καντηλαφρύδω,
Κυρά μ’ φάντα στολίζοσαν να πας ταχιά στα Φώτα,
Βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη,
και του κοράκου το φτερό βάνεις καμαροφρύδι, 
τον άμμο τον αμέτρητο βάνεις για δακτυλίδι,
και την οχιά την παρδαλή γιορντάνι στο λαιμό σου!
Κι όταν σε  είδ’ η εκκλησιά απ’ άκρην σ’ άκρη εσείστη!
Παπάς σε  είδ’ εσώπασε, διάκος δεν ελειτούργα,
κι  εκειά  τ’  αναγνωστόπουλα ’φήκαν τα συναξάρια!
-Ψάλλε παπά μ’ σαν έψαλλες διάκο σαν ελειτούργας,
κι  εσείς αναγνωστόπουλα πέστε τα συναξάρια!
Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την άκριβή σου,
την έλουσες, τη χτένισες, στα σύννεφα την κρύβεις!
Τα σύννεφα σκορπίσανε κι η κόρη λάμπει μέσα,
τη βλέπει ο γιος του βασιλιά, τη βλέπει ο γιος του ρήγα!
- Δε θέλω γιο του βασιλιά, δε θέλω γιο του ρήγα,
θέλω το παπαδόπουλο, που ναι το φυσικό μου,
οπού χει μύλους δώδεκα μ' όλους τους μυλωνάδες,
οι πέντε αλέθουν με νερό κι οι έξι με το γάλα,
κι ο πρώτος ο καλύτερος αλέθει με το μέλι!
Άπλωσε αφέντη μ’, άπλωσε στην αργυρή σου τσέπη
κι αν εύρεις γρόσα δόσε τα, φλουριά μην τα λυπάσαι,
κι αν εύρεις και κατόφραγκα, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τ’ αφέντη μ’, κέρνα τα, να πιούνε στην υγειά σου,
και στην υγειά σου, αφέντη μου και στην καλή χρονιά σου!
Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό πέτρα να μην ραγίσει,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρονιά να ζήσει!!!


Και του Χρόνου!

Δημήτρης Β. Καρέλης

Η πρώτη θερμάστρα στην Αθήνα!


Η πρώτη θερμάστρα στην Αθήνα!

Ο γνωστός Γερμανός αρχαιολόγος, ελληνιστής και πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών Λουδοβίκος Ρος, ο οποίος τον χειμώνα του 1832-33 διέμεινε για πρώτη φορά στην Αθήνα, όταν ακόμη η πόλη διατελούσε ουσιαστικά  υπό τουρκικό έλεγχο, γράφοντας τις αναμνήσεις του από την ζωή του στην Ελλάδα, περιέγραψε άκρως γλαφυρά την τότε κατάσταση των Αθηνών. Απ’ τις αναμνήσεις του αυτές, η εφημερίδα Εστία απέσπασε και δημοσίευσε το 1878, την αρκούντως περίεργη περιγραφή της εντύπωσης που προξένησε στους κατοίκους της Αθήνας η πρώτη θερμάστρα (σόμπα). Όπως αναφέρει ο Ρος, ο χειμώνας τότε ήταν δριμύτατος και το θερμόμετρο πολλάκις κατέβηκε κάτω του μηδενός. Όταν έκανε τόσο δριμύ ψύχος, ο Ανατολίτης συνήθιζε να τυλίγεται με τη μηλωτή του (προβιά, κάπα, ένδυμα ή σκέπασμα από δέρμα προβάτου) και θερμαίνοντας τα πόδια του στον πύραυνο (μαγκάλι), να μένει ακίνητος χωρίς να κάνει τίποτε. 
Ο  Ευρωπαίος όμως, ο οποίος ήταν συνηθισμένος μέσα στο δωμάτιό του να διαβάζει, να γράφει ή να ζωγραφίζει, ήταν αδύνατον να υποφέρει μια τέτοια κατάσταση, εφόσον ακόμη κι όπου τυχόν υπήρχε τζάκι, δεν αρκούσε να θερμάνει τα ελεεινά δωμάτια.
Ο Λύδερς, ο οποίος βρισκόταν επίσης στην Αθήνα, ως πρακτικός άνθρωπος, σκέφθηκε να κατασκευάσει μια θερμάστρα και προμηθεύτηκε για το λόγο αυτό από την αγορά κάποια σίδερα, προσέλαβε ένα σιδηρουργό και με τη βοήθειά του, με πολλούς κόπους, κατάφερε να συναρμολογήσει ένα είδος τετράγωνης λάρνακας, στην οποία άνοιξε μία θυρίδα και της τοποθέτησε ένα μακρύ σωλήνα. Έτσι κατασκευάστηκε και ξεκίνησε τη λειτουργία της η πρώτη αθηναϊκή θερμάστρα, ενώ τα ξύλα ελιάς που τοποθετήθηκαν σ’ αυτή, δημιούργησαν λαμπρή φωτιά και αίσθημα θαλπωρής, οι δε τριγμοί και οι σπινθηρισμοί των ξύλων, γέμιζαν με χαρά και ευφροσύνη τους παρευρισκόμενους. 
Η αγγελία περί του πρωτοφανούς και πρωτάκουστου θεάματος, καθώς επρόκειτο για την πρώτη θερμάστρα στην Αθήνα, διαδόθηκε ακαριαία σ’ ολόκληρη την πόλη, προκαλώντας μεγάλη έκπληξη και περιέργεια. Ο Επίσκοπος των Αθηνών Νεόφυτος, προσέτρεξε να δει το πράγμα με τα ίδια του τα μάτια, ενώ πολλοί από τους πρόκριτους των Τούρκων ζήτησαν την άδεια να προσέλθουν και να δουν από κοντά την πρωτότυπη κατασκευή. Έκθαμβοι και με σεβασμό παρατηρούσαν το όμορφο και χρήσιμο εκείνο κατασκεύασμα και χαϊδεύοντας τη γενειάδα τους αναφωνούσαν: «Ο Θεός είναι μέγας και η σοφία των Φράγκων δεν έχει όρια».

Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας- Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Πηγή: Εστία, τόμος 5ος, Ιανουάριος – Ιούνιος, Αθήνα 1878, σελ. 542.


«Τα κόμματα «Αγγλικό», «Γαλλικό» και « Ρωσικό» κατά την περίοδο της βαυαρικής απολυταρχίας», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 Εισαγωγή .…………………….…………………………………………………
1η Ενότητα: Προέλευση και οργανωτικό πλαίσιο των πρώτων κομμάτων ……
2η Ενότητα: Ιδεολογικά χαρακτηριστικά των κομμάτων ………………………
3η Ενότητα: Κόμματα και πολιτικές κατά την βαυαρική απολυταρχία ..………
Επίλογος  .……………………………………………….………………………
Βιβλιογραφία .…..……………………………………….………………………


Εισαγωγή

Η ιστορία των κομμάτων στην Ελληνική πολιτική σκηνή φαίνεται πως είναι μακροβιότερη εκείνης του ίδιου του Ελληνικού κράτους. Ήδη από τα τέλη του 1821 άρχισαν να δημιουργούνται δύο πολιτικά σχήματα που αντανακλούσαν την διαμάχη μεταξύ στρατιωτικών και προεστών, αναγνωρίζοντας και ονομάζοντάς τα, πολιτικό «κόμμα» και στρατιωτικό «κόμμα».[1]

Λίγο αργότερα θα δημιουργηθούν τρεις πρωτογενείς πολιτικοί σχηματισμοί που θέτουν τις βάσεις του ελληνικού πολιτικού και κομματικού κατεστημένου: Το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό» κόμμα.

Στην παρούσα εργασία θα μελετήσουμε τα ιδεολογικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά των κομμάτων και τη θέση τους στην πολιτική ζωή του ελληνικού βασιλείου κατά την περίοδο της βαυαρικής απολυταρχίας (1832-1844).

1η Ενότητα: Προέλευση και οργανωτικό πλαίσιο των πρώτων κομμάτων

Οι ρίζες της δημιουργίας των τριών κομμάτων που δεσπόζουν στον πολιτικό βίο της Ελλάδας στα πρώτα βήματα της αυτόνομης πορείας του και κατά την Οθωνική περίοδο, το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό», βρίσκονται στα 1825-26 στην κρισιμότερη φάση του αγώνα της ανεξαρτησίας.[2] Οι βασικοί παράγοντες που συνέργησαν στη γέννηση αυτών των κομμάτων ήταν η αμηχανία των Ελλήνων έναντι της συμμαχίας της «Υψηλής Πύλης» με τον Μεχμέτ Αλή Πασά, χεδίβη της Αιγύπτου για την καταστολή της επανάστασης, η αλληλοσυγκρουόμενη πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στην εγγύς Ανατολή και η κατευθυνόμενη εύνοια και προστασία προς τους επαναστατημένους Έλληνες.[3]

Οι Έλληνες προσέγγισαν τις μεγάλες δυνάμεις ευελπιστώντας σε βοήθεια στον αγώνα κατά των Οθωμανών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τριών κομμάτων ως συνεπακόλουθο των επιμέρους προτιμήσεων των Ελλήνων.[4]

Οι εφημερίδες της εποχής τα αποκαλούσαν με τους περιγραφικούς όρους «το λεγόμενον αγγλικόν», «το λεγόμενον γαλλικόν» και το «λεγόμενον ρωσικόν», για να προσδιορίσουν τον προσανατολισμό τους στις «μεγάλες δυνάμεις», ταυτοχρόνως όμως οι επωνυμίες τους χρησιμοποιήθηκαν ως συνθήματα κατά των αντιπάλων κομμάτων στην πολεμική τους ρητορική, επισημαίνοντας έτσι την προδοσία επί των εθνικών συμφερόντων, σε αντάλλαγμα για την ξένη «προστασία».[5]

Τα πολιτικά κόμματα είχαν καταβολές στην περίοδο της «Φιλικής Εταιρίας» και στις κοινωνικο-ιδεολογικές αντιθέσεις που φτάνουν στο ζενίθ τους στην επανάσταση, σχηματίστηκαν την περίοδο των εθνικών συνελεύσεων, είχαν άτυπες οργανωτικές δομές, δεν είχαν επίσημα μέλη - καταστατικό, ούτε γραφεία και βασικά αποτελούσαν συνέχεια δικτύων συγγενείας με οικονομική αλληλεξάρτηση και τοπικιστικά συμφέροντα, ενώ οι οικογένειες της εποχής συχνά αποτελούσαν πολυμελείς φατρίες,[6] καθώς ήδη από την οθωμανική κυριαρχία είχαν δημιουργηθεί, για διάφορους λόγους «πελατειακές ενώσεις» μέσα στους κύκλους της ευρύτερης οικογένειας όπου συναντούσε κανείς «γνησίους και φερέγγυους συμμάχους».[7]

Επειδή την περίοδο εκείνη δεν υπήρχαν διακριτοί δημοκρατικοί και αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, αναγκαστικά η πολιτική ζωή ήταν δέσμια αυτών των δικτύων πατρωνίας και πελατείας, εξασφαλίζοντας την πολιτική υποστήριξη και βοήθεια συγγενών που είχαν αναρριχηθεί σε υψηλές θέσεις-κλειδιά και είχαν αποκτήσει βασιλική εύνοια, απ’ όπου μπορούσαν να διεκπεραιώνουν μικρές ή μεγαλύτερες ρουσφετολογικές υποθέσεις, σε βαθμό που επηρέαζαν ακόμη και τις πολιτικές εξελίξεις, ανάλογα με την διάθεσή τους.[8] Οι «προστάτες» και οι «κύκλοι συμφερόντων» εκμεταλλεύθηκαν και ενίσχυσαν το «πελατειακό» σύστημα, εμποδίζοντας την καθιέρωση ενός πολιτικού συστήματος «ευρωπαϊκού τύπου», επειδή το θεωρούσαν αντίθετο και εχθρικό προς τα συμφέροντά τους.[9]

Οι σχέσεις προστασίας και οι συμπράξεις της προεπαναστατικής περιόδου, εμπίπτουν στην περίπτωση των οικογενειακών «φατριών» με σημαντικότερες την κοινή φατρία των Λόντου-Ζαΐμη, των Δεληγιανναίων, των Μαυρομιχαλαίων και των Κουντουριωτών και άξιες μνημόνευσης, ως προσωπικά σχήματα γεννημένα στον αγώνα, τις φατρίες του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Ιωάννη Κωλέττη.[10]

2η Ενότητα: Ιδεολογικά χαρακτηριστικά των κομμάτων

Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828, βρέθηκε μπροστά σε μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση σχετικά με τα πολιτικά κόμματα και βρισκόμενος σε δίλημμα να επιλέξει την αναζήτηση υποστήριξης και συνεργασίας όλων των φατριών και κομμάτων ή να επιχειρήσει να συνενώσει εξουσιάζοντας κάποιες φατρίες ώστε να υπερκεράσει τις υπόλοιπες, επέλεξε το δεύτερο σαφώς επηρεασμένος από τις ανοιχτές επιθέσεις κάποιων φατριών στο πρόσωπό του.[11] Έτσι δημιούργησε σε εθνικό επίπεδο ένα κόμμα, συνισταμένη πολλών φατριών και τοπικών συμπράξεων και πυρήνα τη «ρωσική» φατρία, γνωστό ως «Καποδιστριακό κόμμα» ή «κόμμα των Ναπαίων» με την «Εταιρία του Φοίνικος» να ενεργεί ως ανεπίσημος υποστηρικτικός οργανισμός, στηρίζοντας την κομματική του βάση στη νομιμοφροσύνη των φατριών με κύριους παράγοντες τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο και τον πιστό του φίλο καπετάν Γκούρα στη Ρούμελη.[12] Αντίθετα οι δυνάμεις των λεγόμενων «συνταγματικών» που περιλάμβαναν όλες τις «αντικαποδιστριακές» φατρίες, δεν λειτούργησαν ποτέ ως ενιαίο κόμμα και ανάμεσα στα χρόνια 1828-32 διακρίνονται σε τέσσερις ομάδες βασιζόμενες σε συνταγματικές αρχές, την «αγγλική», τη «γαλλική», τη φατρία των «Κουντουριωτών» και τη φατρία των «Μαυρομιχαλαίων». Σαφής είναι πλέον η ύπαρξη των τριών κομμάτων, του «καποδιστριακού» ή «ρωσικού», του «αγγλικού» και του «γαλλικού» στα τέλη του 1832.[13] Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και τον εμφύλιο του 1832, δημιουργούνται έντονες πικρίες ανάμεσα κυρίως στο «αγγλικό» και το «γαλλικό» κόμμα, ενισχύοντας τον διαχωρισμό μεταξύ των οπαδών τους, εμφανίζονται τα γενικά και τα γεωγραφικά όρια των κομμάτων, εφόσον αποκτούν υπόσταση και συνοχή και καθορίζονται με σαφήνεια ηγέτες και οπαδοί τους.[14] Κάποιοι συνδέουν τα προσανατολισμένα στους ξένους κόμματα με γεωγραφική διάκριση ταυτίζοντας το «αγγλικό» κόμμα με τους Νησιώτες, το «γαλλικό» με τη Ρούμελη και το «ρωσικό» με την Πελοπόννησο.[15]

Το «ρωσικό» κόμμα, φίλα προσκείμενο ιδεολογικά και πολιτικά στη Ρωσία, είχε ξεκάθαρη, συντηρητική ιδεολογία και ταυτιζόταν με την υπεράσπιση των συμφερόντων της Εκκλησίας, αποκτώντας έτσι μεγάλο λαϊκό έρεισμα, με ηγετικές φυσιογνωμίες και εκφραστές τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον κόμη Ανδρέα Μεταξά. Θεμελιώδης αξία κοινωνικής τάξεως υπήρξε για το «ρωσικό» κόμμα η θρησκεία και βάση της πολιτικής του το πεδίο της εσωτερικής πολιτικής και όχι της διπλωματίας.[16]

Το «αγγλικό» κόμμα υπό τον Αλέξανδρο Mαυροκορδάτο, χωρίς ιδιαίτερα ερείσματα στην επαρχία, αντλούσε δύναμη από ένα στενό κύκλο διανοούμενων με ευρωπαϊκή παιδεία, είχε πίστη στο κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και τη διάκριση των εξουσιών, ως  βασικές αρχές νόμιμης εξουσίας,[17]στον «εξευρωπαϊσμό» και τη διεύρυνση ελευθεριών,[18] κρατώντας μακριά την εκκλησία, χωρίς όμως περιορισμούς στην διδασκαλία της.

Γύρω από το «γαλλικό» κόμμα και την ισχυρή προσωπικότητα του Ιωάννη Κωλλέτη, επίσημου εκφραστή της «Μεγάλης Ιδέας», συσπειρώθηκε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, όπως οπλαρχηγοί της Ρούμελης, προεστοί της Πελοποννήσου και προύχοντες Νησιώτες. Το «γαλλικό» κόμμα πρέσβευε τον δυτικό φιλελευθερισμό και υποστήριζε την εγκαθίδρυση συνταγματικού καθεστώτος, με φανερή την ταύτιση του με τους «πολεμιστές» και την ιδέα του «ριζοσπαστικού αλυτρωτισμού», κάτι που εύρισκε αντίθετο το «αγγλικό» κόμμα[19].

Όλα τα κόμματα πάντως ασπάζονταν την «Μεγάλη Ιδέα» του αλυτρωτισμού, την απελευθέρωση δηλαδή όλων των Ελλήνων και των ομόδοξων χριστιανών από τον Οθωμανικό ζυγό, το καθένα στο δικό του βαθμό και επιζητούσαν μια αυτοκέφαλη εκκλησία.[20]

Οι πολιτικοί την εποχή εκείνη δεν έκριναν ψεκτό να αποδέχονται βοήθεια από τους ξένους και να οικοδομούν την Ελλάδα στα πρότυπα των μεγάλων δυνάμεων διότι όπως έλεγε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, «διατηρούμε ως θεμελιώδη αρχή της σκέψης μας το ότι είμαστε, Έλληνες και όχι Ρώσοι, Άγγλοι, ή Γάλλοι».[21]

3η Ενότητα: Κόμματα και πολιτικές κατά την βαυαρική απολυταρχία

Κατά την έλευση του Όθωνα το απολυταρχικό καθεστώς θεωρήθηκε απαραίτητο ώστε να αποκλειστούν τα κόμματα από τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται την εξουσία για ίδιον όφελος, με την σύμβαση μάλιστα της 25ης Απριλίου/7ης Μαΐου 1832 δόθηκε απόλυτη εξουσία στον αντιβασιλέα.[22]

Η Αντιβασιλεία έδειξε από την πρώτη στιγμή τις προθέσεις της, διατηρώντας αρχικά το κυβερνητικό σχήμα ως την 15η Απριλίου 1833, οπότε διόρισε μέλη του ονομαζόμενου υπουργικού συμβουλίου το Σπυρίδωνα Τρικούπη, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το Γεώργιο Πραΐδη  και τον Ιωάννη Κωλέττη, με καταφανή υπεροχή του «αγγλικού» έναντι του «γαλλικού» κόμματος ενώ δεν εκπροσωπήθηκε το «ρωσικό» κόμμα.[23]

Σύμφωνα με την κρίση της Αντιβασιλείας, οι ξένες Δυνάμεις συνιστούσαν απειλή για την εξουσία, καθώς συνέδεε την πολιτική των επεμβάσεών τους με τα πολιτικά κόμματα, τα οποία επεδίωξε να συνενωθούν υπό το στέμμα για την διασφάλιση της χώρας από ξένες παρεμβάσεις, έστω και θεωρητικά, καθότι ο κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσμπεργκ δεν απέφυγε την εμπλοκή τόσο με τις Δυνάμεις όσο και τα ελληνικά πολιτικά κόμματα.[24] Όμως αποδείχτηκαν λαθεμένες οι εκτιμήσεις της Αντιβασιλείας, πως η παρακώλυση των πολιτικών κομμάτων να συμμετάσχουν στην πολιτική ζωή της χώρας θα τα εξανάγκαζε σε υπόταξη, καθώς ο μεν Κωλλέτης ήταν επιφυλακτικός οι δε «Ναπαίοι» του «ρωσικού» κόμματος με το Κολοκοτρώνη, ήσαν ανυπόμονοι και καθώς είχαν πειστεί για την αρνητική στάση των Βαυαρών, προσπάθησαν με διάφορους τρόπους να βελτιώσουν τη θέση τους σχεδιάζοντας την πτώση της Αντιβασιλείας.[25]

Οι πολιτικές ανακατατάξεις της εποχής, ως απόρροια των «συνομωσιών» και ο εν μέρει παραγκωνισμός του «αγγλικού» κόμματος του Μαυροκορδάτου, είχαν ως συνέπεια να βγει κερδισμένος ο Κωλλέτης και το κόμμα του. Ο Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ δικαιολογώντας τη φιλογαλλική πια στάση της Αντιβασιλείας αποκαλεί το «γαλλικό» κόμμα ως «εθνικό» το οποίο «εκπροσωπεί την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και έχει ως ηγέτη την πλέον δημοφιλή ελληνική προσωπικότητα».[26]

Η πολιτική του Όθωνα απέναντι στα κόμματα ήταν ένας συγκερασμός της στάσης της πρώτης Αντιβασιλείας και του Άρμανσμπεργκ, προσπαθώντας να εφαρμόσει δίκαιη, ουδέτερη και «πατερναλιστική» διοίκηση, απαλλαγμένη από τις υπερβάσεις των κομμάτων, υπό τον απόλυτο έλεγχό του, συνυπάρχοντας και υπονομεύοντας ταυτόχρονα τα κόμματα, καθώς ο ίδιος με ταξίδια και επαφές επεδίωξε να εξουδετερώσει κάθε σχέση μεταξύ του λαού και των προεστών με τους πολιτικούς ηγέτες, χωρίς όμως επιτυχία.

Ο Όθωνας μετέβαλε τη στάση του υπέρ των «Ναπαίων» για εσωτερικούς λόγους καθώς μεγάλωνε η δημοτικότητά τους και την ίδια στιγμή άλλαξε στάση έναντι των Άγγλων καθώς δεν έλαβε την οικονομική βοήθεια που επιθυμούσε από κείνους. Οι «Ναπαίοι» κατόρθωσαν να θέσουν υπό πλήρη έλεγχο την περιφερειακή διοίκηση,  με το «ρωσικό» κόμμα να κυριαρχεί το 1838, όταν ο Όθωνας στράφηκε στη Ρωσία απ’ όπου πήρε τελικά την τρίτη δόση του δανείου.[27]

Επίλογος

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενεργού συμμετοχής των κομμάτων στην πολιτική ζωή της Οθωνικής Ελλάδας αποτελεί η διεκδίκηση συντάγματος καθώς το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος του 1832» της Ε' Εθνοσυνέλευσης Ναυπλίου, έμεινε ανεφάρμοστο από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα με αποτέλεσμα την διεκδίκησή του αρχικά από το «γαλλικό» και το «αγγλικό» κόμμα και στη συνέχεια από κομμάτι του «ρωσικού». Η συνωμοσία οργανώθηκε κατ' αρχάς από τα κόμματα «ρωσικό» και «αγγλικό», σύντομα όμως προσχώρησε και το δυσαρεστημένο «γαλλικό». Απόρροια της συνεργασίας των τριών κυρίαρχων κομματικών ηγετών, του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη και του Μεταξά, ήταν η παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα και η εγκαθίδρυση συνταγματικής μοναρχίας, μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Κατόπιν των γεγονότων και της λήξης της απολυταρχικής περιόδου τα κόμματα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την μεταξύ τους πολεμική τακτική, επιδιώκοντας νέους κοινούς στόχους όπως η απρόσκοπτη εφαρμογή του συντάγματος και η «Μεγάλη Ιδέα».


Βιβλιογραφία


  • Βλάχος Νικόλαος, περιοδικό «Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» του Δ. Καλιτσουνάκη, τόμ. 19, τεύχ. 1, «Η γένεσις του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού κόμματος εν Ελλάδι.», ΚΑ', Αθήνα, 1939.
  • G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α΄, μτφρ. Θ. Παρασκευόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, Νεότερος Ελληνισμός από το 1833 ως 1881, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1977.
  • Μαργαρίτης Γ., Μαρκέτος Σ., Ροτζώκος Ν., Μαυρέας Κ., Ελληνική Ιστορία, Τομ.Γ΄. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
  • Petropoulos J., «Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843)», μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997.


[1] Petropoulos J., «Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843)», μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997, σελ. 101.

[2] Βλάχος Νικόλαος, περιοδικό «Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» Δ. Καλιτσουνάκη, τόμ. 19, τεύχ. 1, «Η γένεσις του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού κόμματος εν Ελλάδι.», ΚΑ', Αθήνα, 1939, σελ. 25.

[3] Βλάχος Νικόλαος, ό.π., σελ. 25.

[4] G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α΄, μτφρ.Θ. Παρασκευόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006, σελ. 141.

[5] Petropoulos J., «Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843)», μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997, σελ. 16.

[6] Μαργαρίτης Γ., Μαρκέτος Σ., Ροτζώκος Ν., Μαυρέας Κ., Ελληνική Ιστορία, Τομ.Γ΄. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 146.

[7] G. Herring, ό.π., σελ. 63.

[8] Μαργαρίτης Γ., ό.π., σελ. 147.

[9] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ`, Νεότερος Ελληνισμός από το 1833 ως 1881, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1977, σελ. 14.

[10] Ίδιο, σελ. 28.

[11] Ίδιο, σελ. 29.

[12] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 29.

[13] Ίδιο, σελ. 29.

[14] Ίδιο, σελ. 29..

[15] Petropoulos J., ό.π., σελ. 15.

[16] G. Herring, ό.π., σελ. 224.

[17] G. Herring, ό.π., σελ. 200.

[18] G. Herring, ό.π, 273.

[19] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 87-88.

[20] Μαργαρίτης Γ., ό.π., σελ. 165.

[21] G. Herring, ό.π., σελ. 267.

[22] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 36.

[23] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 45.

[24] Ίδιο, σελ. 45-46.

[25] Ίδιο, σελ. 45.

[26] Ίδιο, σελ. 47.

[27] Petropoulos J., ό.π., σελ. 334-336.

Δημήτρης Β. Καρέλης

*Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 


Πηγή ΦΩΤΟ ΕΔΩ


Το τοξωτό γεφύρι του «Πενταμύλη» στα «Λουτρά της Καΐτσας» Δομοκού


Το τοξωτό γεφύρι του «Πενταμύλη» στα «Λουτρά της Καΐτσας» Δομοκού
Ένα από τα λίγα εναπομείναντα στολίδια του τόπου μας, στη βόρεια Φθιώτιδα, στις παρυφές της Θεσσαλίας, στις βόρειες κλιτές της Όθρυος, είναι και το τοξωτό γεφύρι του «Πενταμύλη» στα «Λουτρά της Καΐτσας» (Μακρυρράχης ) Δομοκού, που στέκει ακόμη αγέρωχο, σε πείσμα του καιρού και του χρόνου, χτισμένο πιθανώς εκατοντάδες χρόνια πριν.
Πέντε νερόμυλοι υπήρχαν και κάποιοι απ’ αυτούς λειτουργούσαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, στον ποταμό Πενταμύλη (πέντε μύλοι – πέντε μύλια – Πενταμύλης) στην περιοχή Μακρυρράχης – Αγόριανης Δομοκού. Το ποτάμι, ο αρχαίος Ονόχωνος (Σοφαδίτικος ή Μπουγιούκ-Τσαναρλής), αποτελεί την εκροή της λίμνης Ξυνιάδος και τα πρασινωπά νερά του ήταν αρκετά ώστε να κινούν τους πέντε μύλους, από τους οποίους πήρε το όνομά του.
Τα νερά που υπερχείλιζαν από τη λίμνη έφευγαν από το βορειοδυτικό άκρο της μέσω του χειμάρρου Μπαμπαλή (Πενταμύλη) προς τον Ονόχωνα (Σοφαδίτικο) παραπόταμο του Πηνειού.
Ο Ονόχωρος (που, εκτός από την αρχαία ονομασία του, είναι γνωστός ακόμη και ως Πενδάμης, Κουμαρόρεμα ή Πενταμύλης κλπ) τροφοδοτείται από τα νερά της τοπικής του λεκάνης, καθώς και από την αποστράγγιση του οροπεδίου Ξυνιάδας, έκτασης 80 km2.
Τα επιφανειακά νερά της Ξυνιάδας συγκεντρώνονται σε μία κύρια αποστραγγιστική τάφρο και μέσω μιας τεχνητής χωμάτινης διώρυγας διοχετεύονται στον Ονόχωρο, στο ύψος του χωριού Μακρυράχη. Το πιο αξιόλογο φυσικό υδατόρευμα είναι ο Δερλιώτης, που πηγάζει πάνω από το χωριό Περιβόλι Δομοκού. Ακόμη, σύμφωνα με μαρτυρίες, στην θέση Πεντεβρύσες του Αγίου Στεφάνου Δομοκού, αναπτύσσονταν πηγές μόνιμης ροής, που έχουν στερέψει από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (οπότε και ανοίχθηκαν οι γεωτρήσεις του Αγίου Στεφάνου).

Κείμενο – Φωτό: Δημήτρης Β. Καρέλης

Πηγές:  
1.    «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας – Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δημήτρης Β. Καρέλης, Μάιος 2013.

2.    «ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΣΕΝΑΡΙΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΑ ΣΜΟΚΟΒΟΥ», ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, Τομέας Υδατικών Πόρων, Υδραυλικών και Θαλάσσιων Έργων, Επιστημονικός υπεύθυνος: Δ. Κουτσογιάννης, Αναπλ. Καθηγητής, Σύνταξη: Α. Κουκουβίνος, Α. Ευστρατιάδης, Λ. Λαζαρίδης, Ν. Μαμάσης, Ιανουάριος 2006.

«Αρχαίος ελληνικός λόγος και λατρείες μέσα από αναθηματικούς πίνακες και επιγραφές», του Δημήτρη Β. Καρέλη

«Αρχαίος ελληνικός λόγος και λατρείες  μέσα από αναθηματικούς πίνακες και επιγραφές»,
του Δημήτρη Β. Καρέλη


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή ………............................………………………………………………………………….. 2

Ενότητα Α΄: Η αρχαία ελληνική διάλεκτος και το αλφάβητο των επιγραφών στο σπήλαιο Πιτσά Κορινθίας …….................................................……………………………………………………… 3

Ενότητα Β΄: Η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων μέσα απ’ τους ζωγραφικούς πίνακες του σπηλαίου Πιτσά………................................………………………………………………………… 6

Συμπεράσματα …….............................….…………………………………………………………... 9

Βιβλιογραφία ...…………..........................………………………………………………………….10
 

Εισαγωγή

Στην Κορινθία, στον ορεινό όγκο του αρχαίου Χελιδορέα, σημερινού Μαύρου Βουνού, πίσω από τα χωριά Πιτσά  και Λουτρό, βρίσκεται το «Σπήλαιο των Πιτσών» ή «Σπηλιά του Σαφτουλή», σημαντικός λατρευτικός τόπος της αρχαιότητας, αφιερωμένος στις Νύμφες και στον οποίο η αρχαιολογική σκαπάνη κατά τη δεκαετία του 1930 αποκάλυψε πλούσια αφιερώματα.[1]
Η σταθερή θερμοκρασία και υγρασία στο εσωτερικό του σπηλαίου, δημιούργησαν συνθήκες διατήρησης αντικειμένων από ύφασμα και ξύλο, που σπάνια ανακαλύπτονται, όπως είναι τέσσερις ζωγραφισμένοι ξύλινοι πίνακες με επιγραφές, μοναδικά δείγματα αρχαίας ελληνική τέχνης, που ανακαλύφθηκαν εκεί. Ο καλύτερα διατηρημένος εξ’ αυτών πίνακας, παρουσιάζει πομπή θυσίας με γυναίκες και παιδιά και φέρει αφιερωματική επιγραφή.[2]
Στην πρώτη ενότητα του δοκιμίου αναλύουμε γιατί το αλφάβητο των παραπάνω επιγραφών διαφέρει από τη συνήθη μορφή του ελληνικού αλφαβήτου που είναι σε χρήση έως σήμερα, τη διάλεκτο που είναι γραμμένες οι επιγραφές και πώς αιτιολογείται η σύνταξή τους σε μία συγκεκριμένη διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Στην δεύτερη ενότητα εξηγούμε τι φανερώνει η συγκεκριμένη παράσταση της θυσίας για τις θρησκευτικές δοξασίες και το τελετουργικό λατρείας των αρχαίων Ελλήνων.

Ενότητα Α΄: Η αρχαία ελληνική διάλεκτος και το αλφάβητο των επιγραφών στο σπήλαιο Πιτσά Κορινθίας

Μελετώντας τις επιγραφές του σημαντικότερου πίνακα του σπηλαίου Πιτσά, που χρονολογούνται στην αρχαϊκή περίοδο (540-530 π.Χ.), επιβεβαιώνουμε τη διαφορετικότητα ανάμεσα στα αλφάβητα της εποχής αλλά και στις τοπικές διαλέκτους.
Άνωθεν της μορφής, σύνηθες στα κορινθιακά αγγεία, αναφέρεται το όνομα των συμμετεχόντων, στη δωρική διάλεκτο και στο αρχαίο κορινθιακό αλφάβητο.[3],[4] Το όνομα της γυναίκας αριστερά δεν σώζεται, η επόμενη ονομάζεται «ᛒ𐰮⊕𐰮∆ᛊ𐌊𐌀>ΕΥΘΥΔΙΚΑ», η άλλη «ᛒ𐰮⫯𐌏ᛚᛊᛖ>ΕΥΚΟΛΙΣ» και εκείνη κοντά στο βωμό «ᛒ⊕ᛒᛚ𐌏𐌍ᚷ[𐌀;]>ΕΘΕΛΟΝΧ[Α;]». Μετά το όνομα της δεύτερης γυναίκας, διαβάζουμε τη φράση: «[…𐌀𐌍]ᛒ⊕ᛒ𐌊ᛒ⏉𐌀ᛊᛖ𐌍[𐰮]𐌍⏀𐌀ᛊᛖ[…]»>«...ΑΝΕΘΕΚΕ ΤΑΙΣ ΝΥΜΦΑΙΣ», ενώ απουσιάζει το πρώτο μέρος της επιγραφής. Άλλη ακρωτηριασμένη επιγραφή δεξιά, αναφέρει: «𐌏⫯𐌏ᚹᛊ𐌍⨁ᛊ𐌏ᛖ»[5]>«...Ο ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ», πιθανώς αναφερόμενη στο όνομα του ζωγράφου ή του αναθέτη.[6] Παρατηρώντας τις διαφορές του αρχαϊκού κορινθιακού αλφαβήτου με το «ευκλείδειο αλφάβητο», που χρησιμοποιούμε από την κλασική εποχή μέχρι σήμερα, όπως για παράδειγμα η χρήση του συμβόλου «ᛒ» αντί του «Ε», του «⊕» αντί του «Θ» και του «ᛊ» αντί του «Ι» ή τη δωρική διατύπωση «ταῖς Νύμφαις», διαπιστώνουμε τις μεταβολές που υπέστη κατά την πάροδο του χρόνου η ελληνική γραφή και ο προφορικός λόγος.
Αρχαιότερη μορφή γραφής στον ελλαδικό χώρο (2000 π.Χ.), είναι η μη αποκρυπτογραφημένη Μινωική, ιερογλυφική ή εικονογραφική, γραμμένη σε σφραγιδόλιθους.[7] Σε εξελιγμένη μορφή συναντάται σε πήλινες πινακίδες, ράβδους και δίσκους («δίσκος της Φαιστού») τον 17ο αι. π.Χ.,[8] εποχή που χρησιμοποιείται και η «Γραμμική Α» η οποία επίσης δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί.[9] Σε πήλινες πινακίδες του 15ου - 13ου π.Χ. αι. στο ανάκτορο της Κνωσού, αποτυπώνεται τελειότερος τύπος γραμμικής γραφής, η Μυκηναϊκή «Γραμμική Β», η αρχαιότερη γραφή της ελληνικής γλώσσας, αποκρυπτογραφημένη το 1952 από τον Άγγλο αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις.[10]
Η Ελληνική γλώσσα από σχετικά ενιαία μορφή, την «προϊστορική κοινή», διασπάται σε διαλέκτους (Ιωνική-Αττική, Αχαϊκή, Δωρική) και ενοποιείται εκ νέου με την μορφή της «Αλεξανδρινής κοινής».[11]
Στις επιγραφές των αρχαϊκών χρόνων παρουσιάζονται παραλλαγές, καθώς στις διαλέκτους ορισμένοι χαρακτήρες διαφοροποιούνταν, τόσο μορφολογικά όσο και φθογγικά, όπως στην Κόρινθο και την Κέρκυρα, ο ήχος ε γράφονταν κάπως σαν το Β και έχει την αξία του ε και του η και το σημείο του σταυρού αλλού σήμαινε Χ κι αλλού Ξ.[12] Αυτή η «ετερομορφία» οφειλόταν στην τοπική εισαγωγή του Φοινικικού αλφαβήτου, καθώς ο δυναμισμός του ελληνικού πνεύματος μεταμόρφωσε γράμματα και φθόγγους, προσαρμόζοντάς τα στις τοπικές λεκτικές ανάγκες και κανένα από τα αρχαϊκά αλφάβητα δεν κράτησε τα είκοσι δύο γράμματα των Φοινίκων στην ακριβή φωνητική τους αξία.[13]
Η χρήση πολλών τοπικών διαλέκτων οφείλεται κυρίως στην έλλειψη επικοινωνίας, αλλά και στην διοικητική αυτονομία με τη μορφή της πόλης-κράτους, που ευνοούσε την γλωσσική αυτοτέλεια, επιτρέποντας περισσότερες επίσημες γλώσσες.[14]
Οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής ομαδοποιούνται στην «Ανατολική» με κορμό την «Ιωνική-Αττική» (Ιωνία, Εύβοια, Κυκλάδες και Αττική), την «Κεντρική» με τυπικές διαλέκτους «Αρκαδοκυπριακή» και «Αιολική» (Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και Αιολία) και την «Δυτική», με κλασσική διάλεκτο τη «Δωρική» (Ήπειρος, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Κρήτη, Δωδεκάνησα, Μικρά Ασία και δωρικές αποικίες της Ν. Ιταλίας).[15]
Σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις δύο διαλέκτους, «Δωρικής» και «Ιωνικής-Αττικής» η οποία εξελίχτηκε στη Νεοελληνική, είναι στη μεν Δωρική η διατήρηση του πρωτογενούς ᾶ (γυνά>γυνή), η διατήρηση του φθόγγου με το γράμμα δίγαμμα (F), Fίκατι>είκοσι, του –τι (δίδωτι>δίδωσι), α από ᾶε, ᾶω (Ηρακλείδα, δραχμάν>δραχμών) ή από η σε αε (όρη>όρα), αρ από ερ (ἱαρός>ἱερός) κλπ και στην «Ιωνική» η τροπή του παλαιού μακρού α σε η (=μακρό ε): φάμα>φήμη, νᾶσος>νῆσος, σίγηση του F (δίγαμμα): Fέργον>ἔργον, Fοῖκος>οἶκος, τροπή της συλλαβής τι σε σι: δίδωσι, εἴκοσι, διακόσιοι, τροπή του διπλού σ σε ττ (θάλαττα, φυλάττω) κλπ.[16]
Τον 7οαι. π.Χ. όλες οι ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν σε χρήση δικό τους πλήρως διαμορφωμένο αλφάβητο, αποτελούμενο από 21-23 γράμματα, με ιδιομορφίες και παραλλαγές.[17] Τα κείμενα των επιγραφών ήταν γραμμένα με κεφαλαία, χωρίς κενά διαστήματα στις λέξεις, χωρίς σημεία στίξης και τόνους.[18] Από τον 5ο π.Χ. αιώνα, άρχισε βαθμιαία να γενικεύεται η χρήση του ιωνικού αλφαβήτου, το οποίο είχε 24 γράμματα, ήταν πληρέστερο και το υιοθέτησαν επίσημα οι Αθηναίοι με νόμο το 403/2 π.Χ., την εποχή του επώνυμου άρχοντα Ευκλείδη για να καθιερωθεί πανελλαδικά ως «ευκλείδειο αλφάβητο» και να χρησιμοποιείται ως σήμερα.[19] Αρχικά, εξαιτίας φοινικικής επιρροής, η γραφή γινόταν από δεξιά προς τα αριστερά, μετέπειτα στη βουστροφηδόν γραφή, που άρχιζε από δεξιά προς τα αριστερά, συνεχίζοντας κατά την φορά των στίχων, όπως η στροφή των βοδιών στο όργωμα, στις γραφές «πλινθηδόν», σπειρηδόν ή σπειροειδή γραφή, την κιονηδόν ή γραφή κατά στήλες και την τετραγωνισμένη, στοιχηδόν γραφή. [20] Από τον 5ο π.Χ. αιώνα, οριστικοποιήθηκε η φορά της γραφής από αριστερά προς δεξιά, όπως στα μυκηναϊκά συλλαβογράμματα.[21]
Έτσι εξηγείται εν πολλοίς η χρήση του Κορινθιακού αλφάβητου και η τοπική δωρική διάλεκτος, στις επιγραφές του «Σπηλαίου Πιτσά».
Στην συνεκτικότητα της ελληνικής γλώσσας συνετέλεσε η βαθιά εθνική συνείδηση της κοινής καταγωγής και θρησκείας, που τους έκανε να αισθάνονται μεταξύ τους το «ομόγλωσσο», με αποτέλεσμα οι διαλεκτικές διαφορές να μην εξελιχθούν σε πλήρη γλωσσική διαφοροποίηση.[22]
Το «γλωσσικό ζήτημα», που ταλάνισε την Ελλάδα για είκοσι αιώνες, εμφανίζεται με την επικράτηση του «αττικισμού», τη μίμηση του τρόπου έκφρασης των κλασικών αττικών συγγραφέων, ως πρότυπα λόγου και σκέψης, με αρχαϊστικές υπερβολές, από διαφόρους γραμματικούς και λόγιους του 1ουαι. μ.Χ., που οδηγήθηκαν στη «διγλωσσία», την περιφρόνηση του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού.[23]

Ενότητα Β΄: Η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων μέσα απ’ τους ζωγραφικούς πίνακες του σπηλαίου Πιτσά

Στον ξύλινο πίνακα του 6ου αι. π.Χ. από το Σπήλαιο Πιτσών, αναπαριστάται ιερή πομπή, ίσως ολόκληρης οικογένειας, για θυσία-αφιέρωση στις Νύμφες, όπως προκύπτει από την φέρουσα επιγραφή, οι μορφές έχουν αποδοθεί με έντονα χρώματα σε φόντο λευκό, στα δεξιά του πίνακα παριστάνεται λίθινος βωμός με κρατευτές, φωτιά αναμμένη και κηλίδες αίματος[24], μπροστά στο βωμό μορφή γυναίκας με γαλάζιο δωρικό πέπλο με λευκά περιγράμματα μαιάνδρων και μακρύ κόκκινο ιμάτιο χωρίς στολίδια,[25] η οποία στο δεξί της χέρι κρατά κορινθιακή πρόχου, είδος αγγείου με νερό για τις χοές και με το άλλο χέρι στηρίζει στο κεφάλι της πήλινο δίσκο γεμάτο με λατρευτικά σκεύη.[26] Τη γυναίκα ακολουθούν τρία αγόρια, εκ’ των οποίων το μικρότερο, που φορά μόνο ένα κόκκινο ιμάτιο με γυμνό ώμο και δεξί χέρι, κρατά δεμένο με κόκκινη κορδέλα ένα πρόβατο, το ζώο της θυσίας, τα άλλα δύο παίζουν μουσικά όργανα, το ένα μια οκτάχορδη λίρα και το άλλο αυλό, στηριγμένο στο στόμα του με φορβεία (ιμάντα).[27] Τα αγόρια ακολουθούν δύο γυναίκες με πέπλο και ιμάτιο, στο δεξί τους χέρι φέρουν κλαδιά μυρτιάς και κορδέλες, ενώ έχουν το αριστερό χέρι υψωμένο σε θέση προσευχής και ακολουθεί άλλη μορφή, κατά τον Ορλάνδο γυναίκα, κατ’ άλλους άνδρας, της οποίας δεν σώζεται το κεφάλι, φορά ολόσωμο γαλάζιο ιμάτιο και στο αριστερό χέρι φέρει κλαδί μυρτιάς.[28]
Με βάση τον πίνακα και την αφιερωματική επιγραφή, προσεγγίζουμε τις θρησκευτικές δοξασίες και το τελετουργικό των αρχαίων Ελλήνων, καθώς οι ιδιωτικές «αναθηματικές επιγραφές» που συνόδευαν το αφιέρωμα, ως έξαρση του θρησκευτικού αισθήματος ενός ατόμου, οικογένειας, φρατρίας ή κοινότητας, διαιώνιζαν την πράξη του αναθέτη.[29]
Η καθημερινότητα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας βρισκόταν σε απόλυτη ταύτιση με τη θρησκευτική της συμπεριφορά. Η οικογενειακή εστία, που γύρω της λειτουργούσε η ελληνική οικογένεια, ήταν αφιερωμένη στην προστάτιδα της οικιακής ζωής, ευημερίας και οικογένειας, θεότητα της Εστίας.[30] Οι θεότητες ήταν προσιτές σε κάθε σημαντική στιγμή της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής, μέσα από τις οικογενειακές λατρευτικές συνήθειες, έτσι ώστε οι θεοί να είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των Ελλήνων.[31] Ο πολίτης μετά την ενηλικίωσή του όφειλε να συμμετέχει στις γιορτές προς τιμή των θεών και των ηρώων, στα πλαίσια της φυλής, του δήμου ή θρησκευτικών ενώσεων, με τον όρκο των εφήβων να αποτελεί μια θρησκευτική πράξη και τις γυναίκες να μετέχουν επίσης από νεαρά κορίτσια, κυρίως όμως ως παντρεμένες, με ενεργό ρόλο στις θρησκευτικές τελετές της πόλης.[32] Η θρησκευτικότητα συνίσταται στην τήρηση της τελετουργίας, ως έκφρασης σεβασμού και απόδοσης οφειλόμενων τιμών, κυρίως με θυσίες και αναθηματικές προσφορές, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την τελετουργοποίηση της ζωής τους.[33] Χωρίς εμμονές, αισθάνονταν δέος απέναντι στις θεότητες καθώς πίστευαν στην δυνατότητα των θεών να τιμωρούν τους θνητούς για τα παραπτώματά τους στη διάρκεια του βίου τους ή μέσω των απογόνων τους. [34] Η εμπειρία του «ιερού» γεννήθηκε πιθανώς από το συναίσθημα πως υπερφυσικές δυνάμεις διαβιούσαν σε τόπους μυστηρίου, ποτάμια, πηγές και σπηλιές, βρισκόταν πίσω από τρομερά φυσικά φαινόμενα ή ήταν παρούσες σε καθοριστικές στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης.[35]
Η ιδιωτική και δημόσια ζωή των αρχαίων Ελλήνων περιελάμβανε ιεροτελεστίες, όπως θυσίες, υγρές προσφορές και προσευχές, που είχαν σκοπό να εξευμενίσουν τις θεότητες, για εξασφάλιση εύνοιας και προστασίας.[36] Οι θυσίες διακρίνονταν σε αιματηρές και αναίμακτες, στις οποίες γινόταν χρήση φωτιάς για την τέρψη των θεών από τις ευωδιές και την ωμοφαγία.[37] Οι «αιματηρές» ήταν θυσίες ζώων, κυρίαρχες στην αρχαία ελληνική λατρεία,[38] το δε ιερό σφάγιο λεγόταν «ἱερεῖον».[39] Σ’ αυτές θυσιάζονταν κατοικίδια ζώα, βοοειδή στις επισημότερες τελετές αιματηρής θυσίας.[40] Τα ζώα οδηγούσε στο βωμό μια πομπή με προκαθορισμένο τελετουργικό, τα μη αναλώσιμα μέρη του ζώου ραντίζονταν με σπονδή, λιβανίζονταν και στη συνέχεια καίγονταν στο βωμό, καθώς υπήρχε η πεποίθηση πως οι θεοί τρέφονταν και ευφραίνονταν από την «κνίσα», τον λιπαρό και ευωδιαστό καπνό που εκλυόταν από την καύση.[41] Τα υπόλοιπα βρώσιμα μέρη του κρέατος τεμαχιζόταν σε μερίδες και καταναλωνόταν επί τόπου από τους συνδαιτυμόνες, σε δημόσιο γεύμα που είχε σκοπό όχι μόνο την σίτιση των πολιτών αλλά και την ισχυροποίηση των μεταξύ τους δεσμών.[42] Στη γιορτή των Παναθηναίων οι Αθηναίοι θυσίαζαν συνήθως εκατό βοοειδή για να τραφεί το πλήθος των συμμετεχόντων, θυσίες γνωστές ως εκατόμβες.[43] Οι παραπάνω θυσίες αφορούσαν κυρίως ουράνιες θεότητες. Στις θυσίες προς τιμήν των χθόνιων θεοτήτων και των ηρώων, η τελετή διαφοροποιούνταν, καθώς το ζώο δεν σφάζονταν πάνω στο βωμό αλλά σε μια χαμηλή «εσχάρα πυράς» ή ένα λάκκο (βόθρο) και το κρέας δεν τρωγόταν αλλά καιγόταν σε «ολοκαύτωμα».[44] Στις αναίμακτες θυσίες οι συμμετέχοντες προσέφεραν, τρόφιμα, κάνιστρα ανθισμένα, θυμίαμα, καρπούς, φυσικούς ή διακοσμημένους όπως η «ειρεσιώνη» που ήταν κλάδος ελιάς στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί και καρπούς, κρατήρες με πρωτόλαδο, μέλι, κρασί, ξηρούς καρπούς, δημητριακά, πήλινες χύτρες με ψημένα όσπρια («πυανέψια»), «κέρνους» ή «τρυβλία» με αρωματικά καρυκεύματα και «όσχους», δηλαδή κλαδιά αμπελιού που είχαν επάνω τους σταφύλια.[45]
Τα «πέμματα» (πέλανοι ή πόπατα), ήταν ομοιώματα ζώων από αλεύρι ή κερί, που προσφέρονταν στις θεότητες από κείνους που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα θυσίας ενός ζώντος ζώου.[46] Η ελληνική μυθολογία παρέχει πολλά παραδείγματα ανθρωποθυσιών, που μπορεί να υπήρξαν, όμως καμία ιστορικά επιβεβαιωμένη πληροφορία δεν υπάρχει που να στηρίζει τέτοιο επιχείρημα.[47]  Οι σπονδές γινόταν συνήθως με «άκρατο οίνο» (ἔνσπονδο) ενίοτε δε με γάλα και μέλι και άλλα υγρά «άκρατα η κεκραμένα» (χοές), με ή χωρίς νερό.[48] Προσευχές και μουσική συνόδευαν τις θυσίες ή τις υγρές προσφορές.[49]

Συμπεράσματα

Με ενδελεχή μελέτη των δεδομένων και εξετάζοντας διεξοδικά τον συγκεκριμένο αναθηματικό πίνακα του 6ου π.Χ. αι., συμπεραίνουμε πως στο διάβα των αιώνων, μέσα από αέναες μεταβολές, κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση ήταν η μετάβαση από την Δωρική τραχύτητα και την Ιωνική απαλότητα στη σημερινή νεοελληνική γλώσσα και γραφή.
Κατά τη διερεύνηση της ζωγραφικής παράστασης του ίδιου πίνακα αντιλαμβανόμαστε πως η συμμετοχή των αρχαίων Ελλήνων σε θρησκευτικές τελετουργίες, όπως οι θυσίες, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους, έχοντας στόχο την εύνοια των θεοτήτων, χωρίς όμως θρησκοληπτικούς δογματισμούς. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ. και Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Πάτρα, 1999.

Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα και Α. Κουκουζέλη, Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό, Τόμος Β΄ Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.

Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., Δρ Αρχαιολόγος, περιοδικό «Αρχαιολογία», «Σπήλαιο Πιτσών», Τεύχος 15, Μαΐου 1985.

Κοπιδάκης, Μ. Ζ. (επιµ.),  Ιστορία της   Ελληνικής  γλώσσας , Αθήνα 1999.

Μπαµπινιώτης, Γ.,  Συνοπτική ιστορία της  ελληνικής  γλώσσας, Αθήνα 1985.

Πέππα-Δελμούζου Ντίνα, Έφορος Επιγραφικού Μουσείου, περιοδ. «Αρχαιολογία», «Γύρω από την ελληνική επιγραφική», Τεύχος 5, Νοεμβρίου 1982.

A.K. Orlandos, Pitsa, Enciclopedia dell' Arte Antica VI, 1965.

Mosse C., Ο Πολίτης στην Αρχαία Ελλάδα, (μτφρ. Παπακωνσταντίνου Ι.), εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 1996.

Smith William, Sir, «Λεξικόν της ελληνικής αρχαιολογίας», μεταφρασθέν υπό Δ. Πανταζή, Τυπογραφείο Ιω. Αγγελοπούλου, Αθήναι 1860.

Vegetti, M., «Ο άνθρωπος και οι θεοί» στο Borgeaud, P. et al., Ο Έλληνας άνθρωπος, σσ. 379-424, μτφρ. Χ. Τασάκος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996.


[1] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., Δρ Αρχαιολόγος, περιοδικό «Αρχαιολογία», «Σπήλαιο Πιτσών», Τεύχος 15, Μαΐου 1985, σελ. 23.
[2] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.

[3] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[4] A.K. Orlandos, Pitsa, Enciclopedia dell' Arte Antica VI, 1965, σ. 201.
[5] Γραμματοσειρά «Segoe UI Symbol».
[6] Ίδιο, σελ. 201-204.
[7] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ. και Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Πάτρα, 1999, σ. 260.
[8] Ι..Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε., κα., ό.π., σ. 260.
[9] Ίδιο, σ. 260.
[10] Ίδιο, σ. 261.
[11] Μπαµπινιώτης, Γ.,  Συνοπτική ιστορία της  ελληνικής  γλώσσας, Αθήνα 1985, σελ. 95.
[12] Πέππα-Δελμούζου Ντίνα, Έφορος Επιγραφικού Μουσείου, περιοδικό «Αρχαιολογία», «Γύρω από την ελληνική επιγραφική», Τεύχος 5, Νοεμβρίου 1982, σ. 68.
[13] Ίδιο, σ. 68.
[14] Μπαµπινιώτης, Γ.,  ό.π., σελ. 95.
[15] Ι..Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε., κα., ό.π., σ. 271.
[16] Ίδιο, σ. 272-273.
[17] Ίδιο, σ. 268.
[18] Ίδιο, σ. 268.
[19] Ίδιο, σ. 270.
[20] Ίδιο, σ. 270.
[21] Ίδιο, σ. 270.
[22] Μπαµπινιώτης, Γ., σελ. 95.
[23] Ι..Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε., κα., ό.π., σ. 286-287.
[24] A.K. Orlandos ό.π., σελ. 203.
[25] Ίδιο, σελ. 201.
[26] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[27] Ίδιο,  σελ. 25.
[28] Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., ό.π., σελ. 25.
[29] Πέππα-Δελμούζου Ντίνα, ό.π., σ. 66.
[30] Vegetti, M., «Ο άνθρωπος και οι θεοί» στο Borgeaud, P. et al., Ο έλληνας άνθρωπος, σσ. 379-424, μτφρ. Χ. Τασάκος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σελ. 379.
[31] Vegetti, M., ό.π., σελ. 380.
[32] Mosse C., Ο Πολίτης στην Αρχαία Ελλάδα, (μτφρ. Παπακωνσταντίνου Ι.), εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 1996, σελ. 76-78.
[33] Vegetti, M., ό.π., σελ. 382-383.
[34] Vegetti, M., ό.π., σελ. 383.
[35] Ίδιο, σελ. 385.
[36] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα και Α. Κουκουζέλη, Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό
Τόμος Β΄ Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 29.
[37] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 29.
[38] Ίδιο, σ. 30.
[39]Smith William, Sir, «Λεξικόν της ελληνικής αρχαιολογίας», μεταφρασθέν υπό Δ. Πανταζή, Τυπογραφείο Ιω. Αγγελοπούλου, Αθήναι 1860, σ. 432.
[40] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 30.
[41] Ίδιο, σ. 30.
[42] Ίδιο, σ. 30.
[43] Ίδιο, σ. 30.
[44] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 30.
[45] Smith William, Sir, ό.π., σ. 432-433.
[46] Smith William, Sir, ό.π., σ. 433.
[47] Ίδιο, σ. 430.
[48] Ίδιο, σ. 433.
[49] Γιαννόπουλος, Ιω. και Γ. Κατσιαμπούρα, κα., ό.π., σ. 31.

Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος, 
Απόφοιτος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

(ΕΛΠ10-2)


Contact With Me

Contact Us
DIMITRIS KARELIS
+306947185990
Athens, Greece