-->

i Love to Create!

I AM

image
Hello,

I'm ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΚΑΡΕΛΗΣ

Ονομάζομαι Δημήτρης Καρέλης, είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. Γεννήθηκα στη Λαμία και ζω στη Καλλιθέα Αττικής, είμαι παντρεμένος και έχω ένα γιο. Εργάζομαι ως υπάλληλος στον όμιλο Δ.Ε.Η. Α.Ε. από το 1993 και υπηρετώ στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε.). Σήμερα είμαι συνδικαλιστής, Εκτελεστικός Σύμβουλος Πολιτιστικών Θεμάτων και Μέλος του Δ.Σ. της ΓΕΝ.Ο.Π-Δ.Ε.Η.-Κ.Η.Ε., ενώ χρημάτισα επί σειρά ετών Πρόεδρος, Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος Δ.Σ. του ιστορικού συνδικάτου «Πανελλαδικός Σύλλογος Καταμετρητών-Εισπρακτόρων Δ.Ε.Η.». Είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος, με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Από την παιδική μου ηλικία, με πυξίδα τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, ξεκίνησα ένα μακρύ ταξίδι στο χώρο του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της παράδοσης, της γραφής, του λόγου και του στοχασμού.


Education
University

Culturologist

Postgraduate

Master of Arts in Public History

School of Amusement

Self-taught painter


Experience
Electricity worker

Public Power Corporation of Greece

Historical

Historical author-researcher

Painter

Art and painting lover


My Skills
Writing
Painting
Disquisition
Design

About Books

«Η βιβλιοθήκη κατοικείται από πνεύματα που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα». – Ιζαμπέλ Αλιέντε.

friendship

«Ένα μόνο τριαντάφυλλο μπορεί να είναι ο κήπος μου, αλλά μόνο ένας φίλος, ο κόσμος μου». – Λέο Μπουσκάλια

be yourself

«Να είσαι ο εαυτός σου, αλλά πάντα ο καλύτερος εαυτός σου». – Karl G. Maeser

about love

«Το να αγαπιέσαι βαθιά σου δίνει δύναμη, ενώ το να αγαπάς βαθιά σου δίνει κουράγιο». – Λάο Τσε.

WHAT I DO

Author-writer

«Είτε γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί, είτε κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», Βενιαμίν Φραγκλίνος

Culturologist

«Ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, κατακτάται», Αντρέ Μαλρώ

Painter

«Η ζωγραφική είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να κρατάς ημερολόγιο», Πάμπλο Πικάσο

Some of my work
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το «Μέτσοβο της Κεντρικής Ελλάδας»: Ο Δομοκός που αγαπάμε!!!


Ο Δομοκός που αγαπάμε!!! Του Δημήτρη Β. Καρέλη
Στο κέντρο της Ελλάδας, στα μέρη όπου γεννήθηκαν και βασίλεψαν ο Γραικός, ο Δευκαλίωνας κι ο γιος του Έλληνας, ο Ποίας, ο Φιλοκτήτης, ο Αχιλλέας και πολλοί άλλοι, στον τόπο που έδωσε στην Ελλάδα τ’ όνομά της, που γέννησε ήρωες κι αγωνιστές, εδώ βρίσκετε ο Δομοκός, ένας τόπος με μεγάλη ιστορική κληρονομιά. Η όμορφη και γραφική κωμόπολη του Δομοκού είναι χτισμένη γύρω από τη θέση της αρχαίας Ακροπόλεως των Θαυμακών, ερείπια της οποίας σώζονταν μέχρι τους Βυζαντινούς χρόνους. Εδώ όπου βρισκόταν η Ομηρική «Θαυμακίη», η πόλη που έχτισε ο βασιλιάς Θαύμακος και υμνήθηκε για την απαράμιλλη θέα που προσφέρει στον επισκέπτη. «Πανώριο το αγνάντεμα στου Δομοκού το κάστρο, χωρίς αντάρα στην ψυχή και γύρω με ηλιοφώς», εξυμνεί ο αλησμόνητος Αθανάσιος Ζορμπάς. Την θαυμάσια θέα του Δομοκού αναφέρουν όλοι οι νεώτεροι περιηγητές και εκ των αρχαίων συγγραφέων ο Λίβιος, με τη γλαφυρή του περιγραφή μιας πολύ γνωστής εικόνας σ’ όλους τους Δομοκίτες: «γλυκυτέραν την εντύπωσιν, είναι η τελεία ομιχλότης της υποκείμενης πεδιάδος». Οι Θαυμακοί, αργότερα Θαυμακός, ήταν πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας, όπου ο μεσαιωνικός και ο νεώτερος Δομοκός, η οποία υπήρξε από τα κυριότερα κέντρα των Αχαιών της Φθιώτιδας και αργότερα σημαντικό κέντρο και οχυρό των Δολόπων, «εξελιχθείσα επί της αρχαίας πόλεως Θαυμακού ή Θαυμακών, της Θαυμακίης του Όμηρου, οφείλει δε την σπουδαιότητα αυτής εις την σημαντικήν θέσιν την οποίαν κατέχει ως ελέγχουσα τας επικοινωνίας». Η ονομασία της πόλης αναφέρεται σε επιγραφές που βρίσκονται σήμερα στο μουσείο του Βόλου.

Χτισμένος εκεί όπου βρισκόταν η Ομηρική «Θαυμακία», η πόλη που έχτισε ο βασιλιάς Θαυμακός, υμνήθηκε για την απαράμιλλη θέα που προσφέρει στον επισκέπτη.

Στην μακραίωνη ιστορία του ο Δομοκός ανήκε στο βασίλειο των Δολόπων, αποτέλεσε μέλος της Αιτωλικής Συμπολιτείας και στο διάβα των αιώνων καταλήφθηκε από Γαλάτες, Ρωμαίους, Φράγκους, Καταλανούς και Τούρκους.

Φαίνεται ότι η φωνητική μεταβολή του Θαυμακός σε Δομοκό έγινε κατά το 2ο π.Χ. αιώνα ή αρχές της 1ης εκατονταετηρίδας. Σημαντικές αναφορές όμως στο όνομα του Δομοκού βρίσκουμε κατά την διάλυση του Βυζαντίου από τους σταυροφόρους  το 1204, τις αναφορές του 1208 ως λατινική επισκοπή, στο  «Χρονικό του Μωρέως» περί το 1388, στην ιστορία του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη περί το 1470 και στην «πρόθεση»  με τους  αφιερωτές της Ιεράς Μονής Ρεντίνας κατά το 1640. Στην εκκλησιαστική ιστορία αναφέρεται ως Δομοκός και ως Θαυμακός.

Κατά τον μεσαίωνα ο Δομοκός παρουσίασε σημαντική ακμή και ήταν μια από τις πόλεις που ανήκαν στη γυναίκα του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄, αυτοκράτειρα Ευφροσύνη. Μετά την κατάληψη του Βυζάντιου από τους Φράγκους και τη διανομή του, ο Δομοκός περιήλθε στην εξουσία του βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφατίου.

Στα τέλη του 1393 ο Δομοκός καταλήφθηκε για πρώτη φορά, μαζί με τα Φάρσαλα, από τους Τούρκους και τον Βαγιαζήτ Α΄, καθώς έλειπε ο τοπικός ηγεμόνας Πιγκέρνης και οι κάτοικοι συνθηκολόγησαν. Απελευθερώθηκε από τους Τούρκους το 1881 μαζί με την υπόλοιπη Θεσσαλία στην οποία ανήκε ως τις αρχές της δεκαετίας του 1900. Έκτοτε ανήκει στο νομό Φθιώτιδας και αποτελεί έδρα του ομώνυμου Δήμου.

Στο Δομοκό υπάρχει τουρκικό μνημείο με επιτύμβια στήλη γραμμένη αραβικά και τουρκικά σε ανάμνηση της μάχης του 1897, το μεσαιωνικό κάστρο στη θέση αρχαίας ακρόπολης Θαυμακού, το τουρκικό χαμάμ, αψιδωτές λίθινες βρύσες, η μία με αραβική γραφή, το «Στρογγυλόκαστρο», το σπήλαιο «Κουδουνιστό πηγάδι», η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και ο Προφήτης Ηλίας με μοναδική θέα ως τον Όλυμπο και τα Μετέωρα.

Ο Δομοκός όμως έχει αδικηθεί ιδιαίτερα, παρά το φυσικό κάλλος, τη μεγάλη ιστορία και τα σημαντικότατα μνημεία της περιοχής που περιλαμβάνει ο σημερινός Δήμος Δομοκού και  τις φιλότιμες προσπάθειες λίγων «πεφωτισμένων» συμπατριωτών μας.

Πολλά και διάφορα θα μπορούσε να προτείνει κανείς για την αξιοποίηση, ακόμη, των φυσικών πόρων και της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής στην ευρύτερη περιοχή που περιλαμβάνει άριστα προϊόντα, όπως το κατίκι, βραβευμένα όσπρια, νοστιμότατα κρεατικά, βελούδινα κρασιά και πλήθος άλλα αξιολογότατα προϊόντα

Εν κατακλείδι, ο Δομοκός θα μπορούσε, μ’ ένα όχι μαγικό αλλά μεθοδευμένο και συστηματικό τρόπο,  να γίνει όπως συνηθίζω να λέω το «Μέτσοβο της Κεντρικής Ελλάδας», μ’ ότι μπορεί να σημαίνει αυτό, ακόμη και στην εποχή της βαθιάς κρίσης και της ύφεσης.

Στις σελίδες μας θα παρουσιάσουμε σταδιακά σχετικές προτάσεις και παράλληλα όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την απαρχή μιας νέας εποχής ακμής σ’ ένα τόπο που πραγματικά το αξίζει.

Είναι άλλωστε η γη που γέννησε, πολλά και άξια τέκνα κι ανάμεσά τους τον Ποίαντα, το Φιλοκτήτη, τον Ευρυδάμαντα, αλλά και τον Έλληνα!!!


Του Δημήτρη Β. Καρέλη

(Περισσότερα για το Δομοκό και τα χωριά της περιοχής στο βιβλίο του «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας:  Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού»)

(Οι φωτογραφίες αποτελούν μέρος του προσωπικού αρχείου του Δημήτρη Καρέλη)













(Οι φωτογραφίες αποτελούν μέρος του προσωπικού αρχείου του Δημήτρη Καρέλη)

Η απελευθέρωση του Δομοκού από τους Τούρκους την 8η Αυγούστου 1881

Ο ελληνικός στρατός στρατοπεδεύει στο Δομοκό, Αύγουστος 1881. Επιστολικό δελτάριο (Αρχείο Α. Μαϊλη).
Η απελευθέρωση του Δομοκού από τους Τούρκους την 8η Αυγούστου 1881

Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης
Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος είχε περιορισμένη έκταση μετά την δημιουργία του, το 1930 και συμπεριλάμβανε μόνο τη Στερεά Ελλάδα, ως το ύψος της Λαμίας, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, τις Σποράδες και τα νησιά του Αργοσαρωνικού, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας εξακολουθούσε να τελεί υπό Οθωμανική κατοχή.
Η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία και ως το 1867, οπότε εφαρμόστηκαν οι διοικητικές μεταβολές στο νόμο «περί βιλαετίων», ήταν πασαλίκι του εγιαλετίου της Ρούμελης, ενώ αναφερόταν και ως σαντζάκι των Τρικάλων, παρότι η έδρα του είχε μεταφερθεί στη Λάρισα ήδη από το 1770.
Αποτελούνταν από έντεκα καζάδες (επαρχίες), πρώην ναχιέδες, δηλαδή δήμους υπό την διοίκηση ενός μουδίρη, οι οποίοι προήχθησαν στις αρχές του 19ου αιώνα σε καζάδες, μία εξ αυτών και ο καζάς του Δομοκού.
Ο Δομοκός, παρότι έδρα καζά, ήταν τότε ένα μικρό χωριό με τριακόσιες οικογένειες όλες κι όλες, διακόσιες ελληνικές κι εκατό τούρκικες, ωστόσο, αποτελούσε έδρα επισκόπου, επικαλουμένου Θαυμακών και υπαγομένου «υπό την Μητρόπολιν της Λαρίσσης». Ο τόπος αποκτούσε ζωή και οικονομική κίνηση στο βδομαδιάτικο, φημισμένο παζάρι του Δομοκού, το οποίο συγκέντρωνε κόσμο απ’ όλη τη Θεσσαλία, στην οποία ανήκε η περιοχή του Δομοκού από αρχαιοτάτων χρόνων. Ως μεθοριακό χωριό, υπήρξε ανέκαθεν έδρα Αλβανών μισθοφόρων, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είχαν ροπή προς το «λεηλατείν», όπως ανέφερε και ο Αδάµ Ανακατωμένος, πραγματοποιώντας ληστρικές επιδρομές, παράλληλα με τους ντόπιους και «εισαγόμενους» από το ελληνικό έδαφος, ληστές και άλλους παρανόμους.
Τα προβλήματα επιβίωσης την εποχή εκείνη, επέτειναν και οι βίαιοι εποικισμοί των περιοχών της Θεσσαλίας, όπως εκείνοι των «κονιάρων», Τούρκων εποίκων καταγόμενων από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας, με αποκορύφωμα την μετοίκηση εκατοντάδων Τατάρων και Κιρκάσιων, ως το Σεπτέμβριο του 1876, οπότε αρκετοί απ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν στο χωριό Μπαλαμπαλή του Δομοκού.
Οι αγρότες του κάμπου, «καραγκούνηδες» στις περιοχές Καρδίτσας και Τρικάλων ή «κατζανάδες» στην πεδιάδα των Φαρσάλων, ήταν κολίγοι ή παρακεντέδες (τεχνίτες και αγωγιάτες) στα τσιφλίκια, θύματα βαριάς εκμετάλλευσης και καταπίεσης των μπέηδων και των επιστατών τους, αλλά και των ποικιλώνυμων τοκογλύφων που τους ρουφούσαν το αίμα, ενώ το ίδιο συνέβαινε και στην ευρύτερη περιοχή του Δομοκού.
Οι υπόδουλοι Έλληνες υφίστανται τα πάνδεινα από ντόπιους και Οθωμανούς δυνάστες, με αποτέλεσμα να δραστηριοποιούνται συχνά – πυκνά για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού.
Σε μια απ’ αυτές τις προσπάθειες, στα πλαίσια της ευρύτερης εξέγερσης κατά την επανάσταση του 1877-78, στις 7 Μαρτίου 1878, πραγματοποιήθηκε, κατά την μεγάλη σύναξη επαναστατών-πολεμιστών στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου στο Παλαμά Δομοκού, η κήρυξη της επανάστασης εναντίον των Τούρκων. Την επανάσταση του 1878 επακολούθησαν μια σειρά διαβουλεύσεων, συνεδρίων και συνθηκών, όπως το Συνέδριο του Βερολίνου και η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, χωρίς άμεσα θετικά αποτελέσματα.
Ωστόσο, στις 12/24 Μαΐου 1881, ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Αντρέας Κουντουριώτης και ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μαχμούτ Σερβέρ, υπέγραψαν την συνθήκη με την οποία η Θεσσαλία και η επαρχία της Άρτας παραχωρούνταν στην Ελλάδα. Η νέα συνοριακή γραμμή άρχιζε από το στενό Καραλή Δερβέν, μεταξύ των εκβολών του Σαλαμβριά (Πηνειού) και του Πλαταμώνα, περνούσε από τις ακρώρειες του Ολύμπου, τα υψώματα του Ζάρκου και τις κορυφές του Ζυγού και κατέληγε στον Άραχθο, το ποτάμι της Άρτας.
Η κατάληψη των νέων εδαφών, αν εξαιρέσουμε κάποια μικροεπεισόδια, διεξήχθη ομαλά, ενώ πρώτη η Άρτα δέχθηκε με ξέφρενους πανηγυρισμούς και μεγάλο ενθουσιασμό τον ελληνικό στρατό, στις 23 Ιουνίου/5 Ιουλίου 1881, για να ολοκληρωθεί στις 21 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου, όταν υψωνόταν η ελληνική σημαία στο  Βόλο.
Στη Θεσσαλία και στο Δομοκό ο ελληνικός στρατός μπαίνει στις 8 Αυγούστου. Την 5.22΄ ώρα της 8ης Αυγούστου 1881 τα πρώτα Ελληνικά τμήματα πέρασαν τη στενή δίοδο της Φούρκας και κατευθύνθηκαν προς το Δομοκό. Επικεφαλής ήταν ο Συνταγματάρχης Δημητρακόπουλος. Τη φάλαγγα ακολουθούσαν ο Αρχηγός του Στρατού Σούτσος και ο Συνταγματάρχης Δεμέστιχας. Η άλλη φάλαγγα με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Μακρή κατευθυνόταν από το Τρίλοφο-Μοχλούκα προς την Ξυνιάδα. Οι δύο φάλαγγες ύστερα από 3 ½ ωρών πορεία ενώθηκαν στη θέση «Μάτι» έξω από το Δομοκό. Στην είσοδο της πόλης υποδέχτηκαν το στρατό, λαός και κλήρος, με πρωτοστάτη τον Επίσκοπο Θαυμακού Μισαήλ Οικονόμου, με τα Ιερά Άμφια, κρατώντας στα χέρια του το Ιερό ευαγγέλιο και τον τίμιο σταυρό ακολουθούμενος από τον Ιερό κλήρο και πλήθος Δομοκιτών, που κρατούσαν σημαίες, υποδέχτηκε το στρατό στην είσοδο της πόλης.
Η είσοδος των Ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη του Δομοκού χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό και ουρανομήκεις κραυγές που κράτησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της παρέλασης που επακολούθησε.
Στις 10 το πρωί και ύστερα από την διαδικασία της παραδόσεως, έμπαιναν στο Δομοκό τα πρώτα τμήματα τού Ελληνικού στρατού. Την επομένη, 9ηΑυγούστου, έγινε στην Αγία Παρασκευή, χοροστα­τούντος του Επισκόπου και του Ιερού κλήρου, ευχαριστήριος δοξολογία για την αναίμακτη ένωση της Θεσσαλίας, ενώ παραβρέθηκε ο Γενικός Αρχη­γός με το επιτελείο του και όλοι οι κάτοικοι του Δομοκού.
Ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο Πρωθυπουργός Κουμουνδούρος, ξεκινούσαν την ίδια ώρα περιοδείες θριάμβου στις απελευθερωμένες πόλεις και τα χωριά της Θεσσαλίας, συνοδευόμενες από λαϊκούς πανηγυρισμούς και ξεσπάσματα χαράς για την πολυπόθητη ελευθερία, μετά από τις παλινδρομήσεις μιας ολόκληρης πενταετίας.
Ο Βασιλιάς Γεώργιος έφτασε στο Δομοκό την Τρίτη 13 Οκτωβρίου 1881, προερχόμενος από την πόλη των Φαρσάλων μέσα σε ισχυρή βροχόπτωση. Ακολουθούσαν ο Υπασπιστής του, ο Αντισυνταγματάρχης Μαυρομιχάλης και ο Ταγματάρχης Μαστραπάς.
Ο βασιλιάς έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους κατοίκους του Δομοκού, σε αψίδα στην είσοδο της κωμόπολης, όπου τον περίμεναν για να υποδεχθούν η Διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Δομοκού με τις μαθήτριες και πολλοί πρόκριτοι. Ο αντιπρόσωπος της κοινότητας Δομοκού Αντρέας Μπανούτσος, προσφωνεί το Βασιλιά, η δε πυροβολαρχία παρατεταγμένη αριστερά του δρόμου χαιρετά με κανονιοβολισμούς. Από την αψίδα μέχρι την Αγία Παρασκευή, όπου έψαλε δοξολογία ο Αρχιερέας Μισαήλ, Επίσκοπος Θαυμακού, παρατάσσεται το 6ο Ευζωνικό Τάγμα, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Λιακόπουλο. Πριν την αναχώρησή του ο βασιλιάς Γεώργιος απένειμε το παράσημο των Ταξιαρχών στον Αρχιερέα Μισαήλ. Κατά την αναχώρηση του βασιλιά μέσα σε πλήθος που ζητωκραυγάζει, γέρος πάνω από εβδομήντα χρόνων ξεσπά σε λυγμούς από τη συγκίνηση και ένας νεαρός κατενθουσιασμένος αναφωνεί «Ζήτω ο βασιλεύς!».
Με την ενσωμάτωση των νέων εδαφών η έκταση της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 13.300 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ ο πληθυσμός της κατά 300.000 κατοίκους.
Ωστόσο, δεν υπήρξε μεταβολή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η ήδη άσχημη κατάσταση των κολίγων, μικροκαλλιεργητών του θεσσαλικού κάμπου, με το ζήτημα της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών και της διανομής των γαιών στους ακτήμονες γεωργούς να παραμένει άλυτο για πολλά χρόνια, καθώς μετατέθηκε στις ελληνικές καλένδες...
Οι Οθωμανοί αλώνιζαν ολόκληρη τη Θεσσαλία, ενώ κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος από όλη αυτή την κατάσταση, εκτός από τους ξένους εξ αλλοδαπής ή τους Έλληνες του εξωτερικού, οι οποίοι αγόρασαν τα κτήματα της Θεσσαλίας, οι πλούσιοι Οθωμανοί που εισέπραξαν το αντίτιμο, αλλά και οι «προστάτιδες» ευρωπαϊκές δυνάμεις που έκαναν ότι ήθελαν.

Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος, 
Απόφοιτος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών (Σ.Α.Σ.) του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

Η Παναγία η «Λιμνιώτισσα» στην Παναγιά Δομοκού

Η Παναγία η «Λιμνιώτισσα» στην Παναγιά Δομοκού

Για να μαθαίνουμε την πλούσια ιστορία του τόπου μας:
«Στην Παναγιά Δομοκού βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της «Λιμνιώτισσας», από την οποία πήρε το όνομά του το χωριό και η οποία γιορτάζει ως πολιούχος την 23η Αυγούστου, εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η παράδοση αναφέρει ότι κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε από τον κοντινό Ναό που βρίσκονταν στο λοφίσκο δίπλα στον Πλάτανο και την πηγή «Μάτι» Παναγιάς και βυθίστηκε στα νερά της λίμνης Ξυνιάδας από τους πιστούς για να γλιτώσει την πυρπόληση και την καταστροφή, σε παρακείμενο σημείο. Η εικόνα της Θεομήτορος βρέθηκε με θαυματουργό τρόπο αρκετά χρόνια αργότερα όταν κάποιος κάτοικος του χωριού ονόματι Παπαντώνης, όργωνε με τα βόδια του στην όχθη της λίμνης. Το άροτρό του σκάλωσε κάπου κι αυτός, λόγω της κόπωσης, έγειρε να ξεκουραστεί. Εκεί στον γρήγορο ύπνο του, είδε σαν όραμα την ύπαρξη της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας και αφού ξύπνησε απότομα ειδοποίησε τους συγχωριανούς του και όλοι μαζί σκάβοντας αντίκρισαν την ιερή εικόνα. Τοποθετήθηκε πρόχειρα στο σημείο όπου  αργότερα χτίστηκε η Αγία Τράπεζα του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα. Για πάρα πολλά χρόνια την ημέρα της εορτής της Εκκλησίας και της εικόνας, πλήθος πιστών συνέρεε για το ιερό προσκύνημα της  στις 23 Αυγούστου κάθε χρόνο και ακολουθούσε το πανηγύρι».  
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Β. Καρέλη «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ και του ΔΟΜΟΚΟΥ»


--> 

Η Μεγαλόχαρη, «Κυρά – Παναγιά», στη Βόρεια Φθιώτιδα

Η Μεγαλόχαρη, «Κυρά – Παναγιά», στη Βόρεια Φθιώτιδα

Ο Αύγουστος για τον Ελληνισμό, είναι ο μήνας της Παναγίας, καθώς θυμάται και τιμά την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η Παναγία, η οποία συχνά αναφέρεται με το πραγματικό της όνομα Μαρία (Αραμαϊκά, Εβραϊκά, Μαριάμ) αλλά και ως Παρθένος Μαρία και Θεοτόκος, ήταν Εβραία από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, μητέρα του Ιησού Χριστού και κατέχει ιδιαίτερη θέση στην χριστιανική διδασκαλία και πίστη.

Οι Μουσουλμάνοι αναφέρονται στο πρόσωπό της επίσης αποκαλώντας την Παρθένο Μαρία αλλά και χρησιμοποιώντας τον προσδιορισμό Σαϊντά που σημαίνει «Κυρία». Η Παναγία γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ. Ήταν κόρη του κτηνοτρόφου Ιωακείμ και της Άννας, που καταγόταν από το βασιλικό γένος του Δαυίδ. Η Άννα ήταν στείρα, όμως λύνεται η στειρότητα της και γεννάται η Παναγία.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει το γεγονός αυτό της συλλήψεως στις 9 Δεκεμβρίου. Στα "απόκρυφα" κείμενα αναφέρονται τα Εισόδια, η Κοίμηση αλλά και η Ανάληψή της.
Η μεγάλη λατρεία που έχουν οι Έλληνες για τη «μάνα» του Θεού και των ανθρώπων αποδεικνύεται από τα πολλά ονόματα που της έχουν προσδώσει. Μεγαλόχαρη, Εκατονταπυλιανή, Φανερωμένη, Κοσμοσωτήρα, Χοζοβιώτισσα, Εικοσιφοίνισσα, Βρεφοκρατούσα, Ελεούσα, Θαλασσινή, Γιάτρισσα, Μυρτιδιώτισσα και πολλά ακόμη.
Η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της χριστιανοσύνης. Η προετοιμασία των πιστών αρχίζει από την 1η Αυγούστου με τη νηστεία που διαρκεί έως τον Δεκαπενταύγουστο, αποτελώντας για τους Ορθόδοξους χριστιανούς το «Πάσχα του καλοκαιριού».
Στις 15 Αυγούστου χιλιάδες πιστών με την ψυχή γεμάτη ελπίδα και κατάνυξη, προστρέχουν στα αμέτρητα προσκυνήματα, όπου λιτανεύονται οι θαυματουργές εικόνες της Παναγίας για να μαρτυρήσουν τη πίστη τους στο πρόσωπό της.

Στη Βόρεια Φθιώτιδα και την περιοχή του Δομοκού υπάρχουν τρεις Θαυματουργές εικόνες της Παναγίας:

Η Παναγία Ελεούσα στην Ξυνιάδα Δομοκού


Το απόγευμα της 21ης Ιούνη του 1962 οι καμπάνες στην Ξυνιάδα Δομοκού ήχησαν δυνατά, επίμονα και χαρμόσυνα! Συνέβη τότε γεγονός μέγα και θαυματουργό, η εύρεση της εικόνας της Μεγαλόχαρης Παναγίας της Ελεούσας. Οι διηγήσεις όλων όσων έζησαν τις μοναδικές στιγμές, όπου η πίστη ζωντανεύει και η ψυχή πλημμυρίζει δέος και αγαλλίαση, είναι χαραγμένες βαθιά στην ψυχή όλων όσων δεν είχαμε την τύχη να ζήσουμε αλλά είχαμε τη χαρά να τ’ ακούσουμε από «πρώτο χέρι» την αληθινή αυτή ιστορία. Και πρώτα απ’ όλους από τον, μικρό τότε πρωταγωνιστή, Αθανάσιο Σύρο.
Ο μικρός Αθανάσιος συνάντησε και μίλησε πολλές φορές με μια άγνωστη αλλά γλυκύτατη μαυροφόρα γυναίκα, η οποία δεν ήταν άλλη από τη Μεγαλόχαρη Θεομήτορα, την Παναγία! Η άγνωστη γυναίκα τον επισκέφτηκε στον ύπνο του όπου του αποκάλυψε την ταυτότητά της και του υπέδειξε τον τόπο όπου ήταν θαμμένη η θαυματουργή Της εικόνα. Ο μικρός Αθανάσιος λοιδορήθηκε όταν αποκάλυψε το μεγάλο του μυστικό και για πολλά χρόνια δεν γινόταν πιστευτός ώσπου οκτώ χρόνια μετά, μια θανατηφόρα ασθένεια που έπεσε στα ζώα του χωριού, έγινε αιτία να έρθουν πιο κοντά οι άνθρωποι στην Εκκλησία και να αναζητήσουν την χαμένη εικόνα της Παναγίας. Στις αρχές Ιουνίου του 1962 ήρθε στην Ξυνιάδα ένα σκαπτικό μηχάνημα για να ανοίξει τους δρόμους του χωριού. Οι Ξυνιαδιώτες ζήτησαν από τον οδηγό Ηλία Σάλτα να βοηθήσει στην ανασκαφή για της ανεύρεση της εικόνας. Ο ίδιος αντέδρασε βίαια και έμεινε μόνο μετά από παρέμβαση του Λαμιώτη Σπύρου Χουλιάρα και των αρχών της κοινότητας, τον πρόεδρο, τον δάσκαλο, τον ιερέα, τις αστυνομικές αρχές και το εκκλησιαστικό συμβούλιο, που τον έπεισαν. Ο χειριστής μετά την άκαρπη πρώτη εκσκαφή επιχειρεί και δεύτερη χωρίς αποτέλεσμα, αρχίζει να βλαστημά και επιχειρεί τρίτη φορά χωρίς αποτέλεσμα και πάλι. Η μηχανή είχε σταματήσει. Τότε ο αστυνομικός που ήταν κοντά στο σημείο βλέπει δίπλα στο μαχαίρι του μηχανήματος, κοντά στη ρίζα ενός πουρναριού την εικόνα της Παναγίας.
Αμέσως εκτυλίχθησαν απερίγραπτες σκηνές με τους παρευρισκόμενους να γονατίζουν και να προσκυνούν την Άγια και Σεπτή Εικόνα της Παναγίας, κάποιοι έτρεξαν και χτύπησαν δυνατά την καμπάνα για να ειδοποιηθούν όσοι κάτοικοι ήταν στα χωράφια. Κάποιοι άλλοι αγκάλιασαν τον μικρό Αθανάσιο και του ζητούσαν να τους συγχωρήσει για την ασέβεια και την απιστία τους. Ο χειριστής του μηχανήματος έπεσε κλαίγοντας, προσκύνησε την εικόνα και παρακαλούσε να τον συγχωρήσει η Θεοτόκος. Από τους πρώτους Ιερείς που αντίκρισε την εικόνα ήταν ο παππούς μου Παπα-Δημήτρης ο οποίος, σύμφωνα με τις διηγήσεις και του σημερινού Ηγούμενου της Μονής Αθανάσιου Σύρου, παραλλήλισε την αποκάλυψη της Θαυματουργής εικόνας με την άφιξη του Ιησού Χριστού στην Ιεριχώ, όταν επισκέφτηκε τον αμαρτωλό και πλούσιο Αρχιτελώνη και μετέπειτα Απόστολο Ζακχαίο, λέγοντας: Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι• σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. («Ζακχαίε, κατέβα και τρέξε, σήμερα είναι ανάγκη να μείνω στο σπίτι σου, αφού για σένα ήλθα, για να σε σώσω»).
Στον Ιερό αυτό τόπο χτίστηκε αμέσως μικρός ναός και λίγο αργότερα ο σημερινός Οίκος της Παναγίας Ελαιούσης, η Ιερά Μονή στην οποία πλήθος πιστών συρρέει για να προσκυνήσει τη Χάρη Της θαυματουργής Εικόνας της Θεοτόκου. Ο μικρός Αθανάσιος αφιέρωσε τη ζωή του στη Χάρη της Παναγίας Ελεούσης και είναι σήμερα Αρχιμανδρίτης και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής, με τεράστιο φιλανθρωπικό και ποιμαντικό έργο.
Το Ιερό Προσκύνημα εορτάζει δυο φορές το χρόνο: Την ημέρα της ευρέσεως της εικόνας, δηλαδή την 21ηΙουνίου, και την 15η Αυγούστου, την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Το Μοναστήρι της Παναγίας της Αντίνιτσας


Το Μοναστήρι της Παναγίας της Αντίνιτσας βρίσκεται στις πλαγιές του όρους Όθρυς. Κατά την επικρατούσα άποψη το προσωνύμιό της έχει σχέση με την αρχαία πόλη Αντινοίτισσα πού ίδρυσε στην Όθρη ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αδριανός τον Β΄ μ.Χ. αιώνα. Το Μοναστήρι καταστράφηκε ολοσχερώς από τις κατοχικές δυνάμεις το 1944. Το καθολικό πού καταστράφηκε ήταν ένα χάρμα οφθαλμών όπως υποστηρίζεται από τούς μελετητές. Ήταν αθωνικού τύπου, τετρακιόνιος σταυροειδής μετά τρούλου. Ήταν το αρχαιότερο Καθολικό Μονής μεταβυζαντινών χρόνων πού εμιμείτο τα αγιορείτικα καθολικά έχουν τον Κωσταντινοπολιτικόν Σταυροειδή τύπον, με πλάγιους χορούς και μικρά τρουλωτά παρεκκλήσια δεξιά και αριστερά του Ιερού Βήματος. Αντίγραφο αυτό του παλαιού Ναού είναι το σημερινό Καθολικό πού ανηγέρθη το έτος 2000. Από την καταστροφή διέφυγε η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας. Περί της Μονής Αντινίτσης έγραψαν οι: Σωτηρίου στην χριστιανική Αρχαιολογία του και Ορλάνδος στην επετηρίδα Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών.
Για την ονομασία του μοναστηριού υπάρχουν δύο εκδοχές . Η πρώτη στηρίζεται στην παράδοση και οφείλει την ονομασία στην προέλευση της καταγωγής της θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου απ το Αϊδίνιο της Μ. Ασίας. Γι αυτό πήρε και το όνομα Παναγιά η Αϊδινιώτισσα ,που τελικά κατέληξε να προφέρεται από την λαό Παναγιά η Αντινίτσα. Η παράδοση λέει πως όταν ξεκίνησαν οι σφαγές στην πόλη του Αϊδινίου , δύο Αϊδινιώτες πιθανών κληρικοί ,έφυγαν και ζήτησαν καταφύγιο στην κεντρική Ελλάδα, φέρνοντας μαζί τους και την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Αϊδινίου. Σύμφωνα με την παράδοση όταν οι δύο Αϊδινιώτες έχοντας μαζί τους την ιερή εικόνα της Αϊδινιώτισσας Παναγίας νύχτωσαν κοντά στην σημερινή θέση και αποφάσισαν να διανυχτερεύσουν εκεί και το πρωί να συνεχίσουν τον δρόμο τους . Όταν ήρθε το φως της ημέρας και ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν ,ξαφνικά η εικόνα της Παναγίας ήταν τόσο βαριά που ήταν αδύνατον να την σηκώσουν και να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Φοβερός είναι ο τόπος αυτός μουρμούρισαν οι δύο Αϊδινιώτες. Κάθισαν και προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν με απλά σύνεργα του νου τους το θαυματουργό αυτό γεγονός. Με θεία φώτιση κατανόησαν, ότι το σημάδι πρέπει να εκληφθεί σαν σοβαρή επιθυμία της Παναγίας να παραμείνει στον τόπο αυτόν για πάντα. Έτσι στην όμορφη πλαγιά της Όθρυος αποφάσισαν και έκτισαν το σπιτικό της Αϊδινιώτισσας Παναγιάς ,που έμεινε στην ιστορία σαν Μοναστήρι της Αντινίτσας. Η δεύτερη εκδοχή στηρίζεται στην γραμματολογική ερμηνεία της λέξης . Πρώτος ο Ευστάθιος Δράκος συσχετίζει το όνομα Αντινίτσα με την παλαιά κώμη Αντίνα ,της οποίας τα ερείπια σώζονται ακόμη στην περιοχή, την θέση αυτή ασπάζεται και ο Αθανάσιος Φλώρος ο οποίος αναφέρει :Την γνώμη αυτή του Δράκου ευρίσκω ορθή . Θα ήταν όμως δυνατόν να προσδιορίσουμε και τον χρόνο της ιδρύσεως της αρχαίας αυτής πόλης . Ο αυτοκράτωρ Ανδριανός (117-138 μ.χ.) έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρων κυρίως για την Αθήνα αλλά και τις άλλες περιφέρειες της Ελλάδας. Στην Άβαν της Φωκίδος έκτισε ναό του Απόλλωνος και στην Υάπολη της Φωκίδος Στοά. Στην μνήμη του στενού του φίλου Αντινόου ,που πνίγηκε το 130 μ.χ. στον Νείλο της Αιγύπτου ,έκτισε την Αντινοούπολη ,ο νομός μάλιστα ονομάστηκε Αντινοϊτης . Αλλά και για την Φθιώτιδα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρων ,αφού μάλιστα κατά διαταγή του ο Ανθύπατος Μακεδονίας Κόϊντος Γέλλιος Σέντιος Αυγουρίνος έλυσε διαφορά που είχε ξεσπάσει για τα σύνορα μεταξύ στους Λαμιέων και τους Υπαταίων. Είναι πολύ πιθανών η πόλη που ιδρύθηκε από τον Ανδριανό στην Όθρη να ονομάστηκε Αντινοϊτισσα , αφού ο νομός της Αιγύπτου ονομάσθηκε Αντινοϊτης , και με τα χρόνια κατέληξε να λέγεται Αντινίτσα. Με την εκδοχή αυτή τάσσεται και ο ακαδημαϊκός Αν. Κ. Ορλάνδος σε παλαιότερη διεξοδική μελέτη γα το καθολικό της Μονής. Επομένως η ονομασία της Μονής έχει σχέση με την αρχαία πόλη Αντινοϊτισσα και λιγότερο μπορούμε να την συνδέσουμε με την πόλη Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Εορτάζει την 8η Σεπτεμβρίου.

H Παναγία η «Λιμνιώτισσα» στην Παναγιά Δομοκού

Στην Παναγιά Δομοκού βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της «Λιμνιώτισσας», από την οποία πήρε προφανώς το όνομά του το χωριό και η οποία γιορτάζει ως πολιούχος την 23η Αυγούστου, εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Η παράδοση αναφέρει ότι κατά τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε από κοντινό Ναό και βυθίστηκε στα νερά της λίμνης Ξυνιάδας από τους πιστούς για να γλιτώσει την πυρπόληση και την καταστροφή, στο σημερινό «Μάτι» της Παναγιάς, κοντά στον Πλάτανο.
Η εικόνα της Θεομήτορος βρέθηκε με θαυματουργό τρόπο αρκετά χρόνια αργότερα όταν κάποιος κάτοικος του χωριού ονόματι Παπαντώνης, όργωνε με τα βόδια του στην όχθη της λίμνης. Το άροτρό του σκάλωσε κάπου κι αυτός, λόγω της κόπωσης, έγειρε να ξεκουραστεί. Εκεί στον γρήγορο ύπνο του, είδε σαν όραμα την ύπαρξη της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας και αφού ξύπνησε απότομα ειδοποίησε τους συγχωριανούς του και όλοι μαζί σκάβοντας αντίκρισαν την ιερή εικόνα. Τοποθετήθηκε πρόχειρα στο σημείο όπου  αργότερα χτίστηκε η Αγία Τράπεζα του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα. Για πάρα πολλά χρόνια την ημέρα της εορτής της Εκκλησίας και της εικόνας, πλήθος πιστών συνέρεε για το ιερό προσκύνημα της  στις 23 Αυγούστου κάθε χρόνο και ακολουθούσε το πανηγύρι.  

Δ. Β. Καρέλης
2012

Ο πασχαλινός οβελίας στη βόρεια Φθιώτιδα

Ο πασχαλινός οβελίας στη βόρεια Φθιώτιδα

Η Ελληνική παράδοσή είναι συνυφασμένη  με την νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας και το Πάσχα. Είμαι σίγουρος πως όλοι έχουμε γλυκές και ευχάριστες αναμνήσεις απ’ αυτή τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης.
Στην Φθιώτιδα, όπου το ψήσιμο του αρνιού και του κατσικιού στη σούβλα αποτελεί παράδοση και στη Λαμία υπάρχουν τα καλύτερα ψητοπωλεία της Ελλάδας που προσφέρουν αυτό το γευστικότατο αλλά «αμαρτωλό» από απόψεως θερμίδων έδεσμα, δεν θα μπορούσαμε να λείπουμε από το έθιμο του ψησίματος του οβελία!
Θυμάμαι στο χωριό μου τον Αι-Γιώργη του Δομοκού πριν από αρκετά χρόνια όταν μαζευόταν όλο το χωριό σε τρία-τέσσερα σημεία κι οι σούβλες στη σειρά ήταν πάνω από 20(!!!). Το Μεγάλο Σάββατο, την κατάνυξη και τη νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας διαδέχονταν η προετοιμασία για το Πασχαλινό γλέντι και η βραδιά της Ανάστασης όπου όλοι μας, μικροί – μεγάλοι, με τα «καλά» μας ανεβαίναμε στον Αι-Γιώργη και μέσα σε βαρελότα και πυροτεχνήματα ανταλλάσσαμε το «Χριστός ανέστη»! 
Η προετοιμασία για το ψήσιμο του οβελία γινόταν από το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου με την «τρακάδα» από «δέντρινα» ξύλα (βελανιδιάς), να ξεπερνά τα δυο μέτρα ύψος, πως αλλιώς άλλωστε να ψήσεις 15-20 αρνιά, κι οι σούβλες χωρίς το σημερινό… «αυτόματο πιλότο» αλλά τα παιδιά και τις γιαγιάδες να βοηθούν, στο ρόλο του «γυριστή»!
 Το γλέντι άρχιζε από το  πρωί και κράταγε ως αργά  το απόγευμα τη μέρα της «Λαμπρής» με τα κοκορέτσια, τις μαγειρίτσες, τα γαρδουμπάκια, τα αυγά και χίλια δυο άλλα εδέσματα αλλά και με το μικρότερο αρνί, που συνήθως ψηνόταν νωρίτερα, να τρώγεται πριν το πασχαλινό τραπέζι! Πατροπαράδοτη η γνώση του ψησίματος, μ’ αυτούς που είχαν το «ταλέντο» ή το… «κληρονομικό χάρισμα» του ψήστη να πρωταγωνιστούν τη μέρα αυτή. Κι εμείς λοιπόν μάθαμε απ’ τους παλιότερους την τέχνη του ψησίματος και προσπαθούμε να τη μεταφέρουμε στους νεώτερους. Πρέπει λοιπόν να ετοιμαζόμαστε για τον πατροπαράδοτο οβελία καθώς δεν νοείται ελληνικό Πάσχα χωρίς αυτόν και να δούμε με λίγα λόγια τι πρέπει να κάνουμε.
Αρχικά τι θα πρέπει να επιλέξουμε για τον οβελία μας, αρνί ή κατσικάκι; Εκτός από θέμα γούστου και γευστικής συνήθειας βέβαια, υπάρχουν κι άλλοι λόγοι για να κάνετε την επιλογή σας. Σημαντικότερο λόγο θεωρώ την περιεκτικότητα λίπους καθώς το αρνάκι είναι πιο λιπαρό με κατά μέσο όρο 15 γραμμάρια λίπους στα 100 γρ. κρέατος, σε αντίθεση με το πιο αδύνατο αλλά μερικές φορές πιο σκληρό κατσίκι το οποίο περιέχει 2,3 γρ. Όσοι λοιπόν «δεν κάνει» να τρώτε λιπαρά επιλέξτε ανεπιφύλακτα το δεύτερο! Εμείς από οικογενειακή παράδοση προτιμούμε ελληνικό αρνάκι γάλακτος, 8 έως 13 κιλά το πολύ, παρότι κατά καιρούς έχουμε ψήσει και τα κατσικάκια μας με άριστο γευστικό αποτέλεσμα.
Πριν φτάσουμε όμως στο γύρισμα της σούβλας πρέπει να ξέρουμε πως θα προετοιμάσουμε τον οβελία και το κοκορέτσι μας για να έχουμε το καλύτερο αποτέλεσμα. Χρειάζεται κατ’ αρχήν να επιλέξουμε ένα απάνεμο μέρος ή δεξιά και αριστερά να στερεώσουμε όρθιες λαμαρίνες για να εμποδίσουμε τον αέρα να μας κάνει τη ζημιά, με αποτέλεσμα ο οβελίας μας να μην ψηθεί τόσο καλά. Χρησιμοποιούμε για το ψήσιμο στο έδαφος κυρίως πολλά ξερά αλλά και χλωρά ξύλα βελανιδιάς και συμπληρωματικά αν επιθυμούμε αρκετό καλό κάρβουνο όπως και στην ψησταριά. Μην τσιγκουνευτείτε τη φωτιά και τα κάρβουνα γιατί είναι καλύτερο να «περισσέψει» η φωτιά παρά να μείνει το κρέας για… «φρικασέ»!
Ετοιμάζουμε, σαπουνίζουμε και καθαρίζουμε  πολύ καλά τη σούβλα στην οποία περνάμε  το αρνί, φροντίζοντας να βγει από το κρανίο ανάμεσα στα μάτια και  στερεώνουμε τα πόδια του στη  διχάλα. Δένουμε με άσπρο ανοξείδωτο σύρμα, που δεν σκουριάζει, επάνω στη σούβλα σε πολλά σημεία τη σπονδυλική στήλη, σφιχτά και γερά ώστε να εφάπτεται στο σίδερο, καθώς επίσης το κεφάλι και το λαιμό του αρνιού. Η εργασία του δεσίματος είναι σημαντική για να μην καμπουριάσει το αρνί ή να γυρίζει η σούβλα χωρίς να γυρίζει το αρνί κλπ. Είναι επίσης σημαντικό να κρατήσουμε τη «σκέπη» στη θέση της (το λίπος που ο χασάπης βάζει στην πλάτη του οβελία).
Στη συνέχεια ρίχνουμε το αλατοπίπερο στο αρνί μέσα στην κοιλιά και στα πόδια χαράσσοντας το μπούτι στα πίσω και στη «μασχάλη» στα μπροστινά και δένουμε την κοιλιά με σπάγκο και σακοράφα. Στη Βόρεια Φθιώτιδα συνήθως δεν χρησιμοποιούμε λεμόνι ή ρίγανη στον οβελία αλλά μόνο αλατοπίπερο. Αλείφουμε όμως τακτικά, καθώς το αρνί ψήνεται και ξηραίνεται, με μαργαρίνη ή vitam το οποίο έχουμε βάλει σε κουτάλα και στερεώσει με ένα λεπτό ύφασμα, κάτι που παλαιότερα κάναμε με χοιρινό λίπος (λίπα). Βάζουμε φωτιά στα προσανάμματα, μια στοίβα από λεπτότερα κλαδιά (προσοχή κίνδυνος πυρκαγιάς!) και προσθέσουμε τα χοντρά ξερά ξύλα ή κάρβουνα και μόλις πέσει η φλόγα εντελώς ρίχνουμε στάχτη για να ελέγχουμε την πύρα της. Μετά βάζουμε το αρνί με τη σούβλα επάνω στη φωτιά ξεκινώντας από το ψηλότερο σημείο και αρχίσουμε το γύρισμα.
Καλό είναι το ψήσιμο με το χέρι, αν όμως χρησιμοποιούμε μηχανάκι φροντίζουμε να μην είναι κοντά στη φωτιά και λιώσουν τα καλώδια από τη θερμότητα. Σταδιακά κατεβάζουμε το ύψος τους αρνιού από τη φωτιά στα ποδαρικά, ενώ κατά διαστήματα αλείφουμε με το λίπος. Εάν όλα πάνε καλά, σε δύο με τρεις ώρες (αν θέλουμε πιο αργό ψήσιμο), το αρνί θα έχει γίνει ροδοκόκκινο, θα ανοίξουν οι αρθρώσεις και η σπονδυλική του στήλη, πράγμα που σημαίνει ότι ψήθηκε πολύ καλά. Ενδιάμεσα καρφώνουμε τον οβελία με μεγάλο και μυτερό μαχαίρι στο μπούτι και ψηλά στην πλάτη ώστε να φεύγουν τα υγρά του αλλά και να διαπιστώνουμε κατά πόσο έχει ψηθεί. Όταν βγάλουμε το αρνί και αφού κρυώσει ελαφρώς, κόβουμε με το μπαλτά σε μερίδες και σερβίρουμε αμέσως.
Καλό πάσχα!!!
Δημήτρης Καρέλης

Παραδοσιακά Χριστουγενιάτικα έθιμα στη Βόρεια Φθιώτιδα

Του Δημήτρη Β. Καρέλη
Στην Κεντρική Ελλάδα οι άνθρωποι γιόρταζαν και εξακολουθούν ως ένα βαθμό, με ιδιαίτερη λαμπρότητα, χαρά και ενδιαφέρον τις Άγιες ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Οι "Τσιγαρίθρες", τα λουκάνικα, τα "μπουμπάρια", τα "χριστόψωμα" τα "βασιλόψωμα", οι "βασιλοκουλούρες", οι μπακλαβάδες και τα τοπικά κάλαντα γέμιζαν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά στη Ρούμελη.
Τα έθιμα ξεκινούσαν από την παραμονή των Χριστουγέννων με τη "χοιροσφαγή", τη γνωστή σε μας τους Ρουμελιώτες "γουρνοχαρά" και ολοκληρώνονται με τον εορτασμό των Φώτων.
Στα χωριά της Φθιώτιδας και του Δομοκού αλλά και άλλων περιοχών της Κεντρικής Ελλάδας, το σφάξιμο του γουρουνιού, που παραδοσιακά εκτρέφονταν για το σκοπό αυτό, έπαιρνε τη μορφή ιεροτελεστίας.
Σε κάθε σπίτι υπήρχε το γουρούνι, το οποίο θα σφάζονταν ανήμερα τα Χριστούγεννα, κι αργότερα την παραμονή, από παρέες φίλων και συγχωριανών και από σπίτι σε σπίτι.
Η φωτιά και το ζεστό νερό, το κάρβουνο και το λιβάνι, καθώς και το λεμόνι το οποίο τοποθετούνταν στο στόμα του γουρουνιού, ήταν απαραίτητα στοιχεία του "τελετουργικού" της σφαγής.
Μετά το "ξεπάστωμα" του χοιρινού ακολουθούσε η διαδικασία της παρασκευής των γνήσιων τοπικών εδεσμάτων όπως τα λουκάνικα, οι "τσιγαρίθρες" και τα "μπουμπάρια".
Τα κομμάτια από το λίπος του γουρουνιού που έχει και μικρά κομμάτια κρέας πάνω του, το βάζουν στη φωτιά και το λιώνουν παρασκευάζοντας τη γνωστή σε μας "λίπα", το χοιρινό λίπος που χρησίμευε στην μαγειρική κυρίως για πίτες και τηγάνισμα. Ότι απομένει στο τέλος είναι οι "τσιγαρίθρες" μικρά κομμάτια χοιρινού λίπους με λίγο κρέας, φοβερός όμως μεζές για τσίπουρο και κρασάκι!
Τα πνευμόνια, και την σπλήνα και άλλα εντόσθια μαζί με πράσο και μυρωδικά οι νοικοκυρές στη Φθιώτιδα τα χρησιμοποιούν για να φτιάξουν "μπουμπάρια". Όλη αυτή την μάζα την περνούν μέσα σε ένα έντερο και στη συνέχεια τα βράζουν για αρκετή ώρα. Από κει και μετά μεταφέρονται στο φούρνο για να ροδοκοκκινίσουν και αποτελούν έναν πρώτης τάξεως μεζέ για τις επόμενες μέρες.
Επίσης έφτιαχναν τον "πασπαλά", παστό κρέας από το κεφάλι συνήθως του ζώου, με αλάτι και πράσο!
Σ' εμάς όμως, τους πιτσιρικάδες τότε, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε η αυτοσχέδια "μπάλα", η "Φούσκα", φτιαγμένη από την φουσκωμένη ουροδόχο κύστη του ζώου και πασπαλισμένη με στάχτη για να σκληρύνει!
Ελλείψει μπάλας ποδοσφαίρου, η "Φούσκα" μας προσέφερε τότε ώρες χαράς και διασκέδασης, όπως και το άλλο Χριστουγενιάτικο παιχνίδι, η "γουρούνα" (γρούνα), ένα ομαδικό παιχνίδι με ξύλα και ένα τενεκεδάκι για "εργαλεία".
Το "πάντρεμα της φωτιάς" που γινόταν τα ξημερώματα της πρωτοχρονιάς, συμβόλιζε την αλλαγή του χρόνου.
Στη περιοχή της Βόρειας Φθιώτιδας γινόταν το "σπούρνι", λέξη που προέρχεται από το ρήμα "σπέρνω". Ο πρώτος που έμπαινε στο σπίτι, έκανε δηλαδή ποδαρικό, έπρεπε να κάνει και το "σπούρνι". Έπαιρνε ένα κλαράκι καθόταν σταυροπόδι μπροστά στο τζάκι και χτυπώντας τη φωτιά έλεγε, "σπούρνι αυγά", "σπούρνι πρόβατα"΄, "σπούρνι γελάδια", κλπ να έχει δηλαδή το σπιτικό όλα τα καλά!
Επίσης η πρώτη νοικοκυρά που πήγαινε στην βρύση του χωριού για νερό ανήμερα της πρωτοχρονιάς, άλειφε με λίπα χοιρινή το πάνω μέρος της βρύσης για να έχει, καθώς πίστευαν , καθαρό και γάργαρο νερό όλο το χρόνο!
Οι νοικοκυρές είχαν την τιμητική τους και οι κουζίνες "έπαιρναν φωτιά" από τα μαγειρέματα και τα γλυκίσματα που έφτιαχναν με αγάπη και μεράκι για όλη την οικογένεια.
Θυμάμαι την αείμνηστη γιαγιά μου, τη Δημητρούλα, με όλα της τα σύνεργα να έρχεται στο σπίτι μας για να φτιάξουν μαζί με τη μητέρα μου την κυρα-Νίκη αλλά και τη γειτόνισσα τη κυρα-Λένη, τους παραδοσιακούς Φθιωτικούς κουραμπιέδες με την άχνη ζαχαρίτσα του και το τραγανό και γλυκύτατο μπακλαβά τους!
Πολύ αργότερα η μητέρα μου έφτιαχνε νεώτερου τύπου γλυκά όπως "ραβανί", "σαραγλάκια" και μελομακάρονα.
Μέχρι την ημέρα των Φώτων και το διώξιμο των καλικάντζαρων, η ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή και τα σπιτικά γεμάτα κόσμο που έτρωγε, έπινε, γέλαγε και διασκέδαζε με την καρδιά του...

Δημήτρης Β. Καρέλης
info@karelisdimitris.com



(Περισσότερα για το Δομοκό και τα χωριά της περιοχής στο βιβλίο «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας:  Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού»)
 
 

LamiaTimes.gr

Η «γουρουνοχαρά» στα χωριά της περιοχής του Δομοκού

Η «γουρουνοχαρά» στα χωριά της περιοχής του Δομοκού
  Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Βόρειας Φθιώτιδας ήταν το σφάξιμο του γουρουνιού. Το σφάξιμο του γουρουνιού στα χωριά της περιοχής του Δομοκού παλαιότερα γινόταν ανήμερα τα Χριστούγεννα αλλά, προς το τέλος της παραδοσιακής αυτής συνήθειας κατά τη δεκαετία του 1970, επεκράτησε να γίνεται την παραμονή.
Η προετοιμασία γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ ακολουθούσε γλέντι συνήθως στο τελευταίο σπίτι που τύχαινε να τελειώνει η διαδικασία και άλλαζε κάθε χρόνο ώστε να μη μένει κανείς παραπονούμενος, καθώς θεωρούσαν τιμή και τύχη για το σπίτι να γίνεται εκεί η «γουρνοχαρά». Η ημέρα αυτή καθιερώθηκε να λέγετε «γουρουνοχαρά ή γρουνοχαρά ή γουρνοχαρά» γιατί η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι, τη χαρά και τη διασκέδαση σε μια εποχή που έλειπαν ακόμη κι όσα σήμερα θεωρούμε δεδομένα, όπως η τηλεόραση!

 
Έτσι όταν προσκαλούσαν κάποιον στο σπίτι τους την ημέρα αυτή δεν έλεγαν «έλα να σφάξουμε το γουρούνι» αλλά «έλα, έχουμε γουρουνοχαρά».
Για τη σφαγή ενός μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 4-5 άνδρες, εκτός από τους παραδοσιακούς αυτοδίδακτους «χασάπηδες» του κάθε χωριού.
Το σφάξιμο των γουρουνιών άλλαζε κατά περιοχές. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα.

Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε τεμάχια.
Το λίπος αυτό, αφού το έλιωναν σε καζάνια την ίδια ημέρα, το έβαζαν σε δοχεία λαδιού και αφού πάγωνε, διατηρούνταν όλο το χρόνο καθώς δεν υπήρχε λάδι στην περιοχή ούτε βέβαια και η οικονομική δυνατότητα αγοράς του. Οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν τη «λίπα», όπως ονόμαζαν το παστό λίπος, όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Ιδιαίτερα νόστιμες ήταν οι πίτες στις οποίες χρησιμοποιούσαν τη «λίπα», όπως στη «βιταλιά» ή τη «μαμαλίγκα».
 
Ότι απέμενε από το καμένο λίπος το τοποθετούσαν σε δοχείο και αποτελούσε, παστό όπως ήταν, ένα εξαίρετο μεζέ για τσίπουρο, τις λεγόμενες «τσιγαρίδες» ή «τσιγαρίθρες». Την ίδια μέρα έφτιαχναν και παστό κρέας βράζοντας διάφορα κομμάτια από τα πόδια και το κεφάλι του ζώου, τον «πασπαλά», ο οποίος οφείλω και εγώ να ομολογήσω, ήταν εξαιρετικό μεζεδάκι παρότι, για τα σημερινά δεδομένα, άκρως ανθυγιεινό και παχυντικό!

Στη συνέχεια οι νοικοκυρές έφτιαχναν τα λουκάνικα και τα μπουμπάρια, άλλο εκλεκτό έδεσμα της περιοχής και όχι μόνο, και ετοίμαζαν τις παραδοσιακές «τηγανιές»!

Η γουρουνοχαρά κράτησε σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια ως τις αρχές της δεκαετίας του 1960, συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, αλλά έκτοτε ελάχιστοι αναβιώνουν το παλιό αυτό έθιμο.

Του Δημήτρη Β. Καρέλη

(Περισσότερα για το Δομοκό και τα χωριά της περιοχής στο βιβλίο του «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας:  Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού»)



«Οι Παπικές Επισκοπές στην περιοχή Δομοκού κατά τη Λατινοκρατία (1204)», του Δημήτρη Β. Καρέλη


Οι Επισκοπές της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στην περιοχή Δομοκού την εποχή της Λατινοκρατίας
Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης*
Κατά τη εποχή της Λατινοκρατίας στην περιοχή της Θεσσαλίας, μετά το 1204, επεβλήθη και η εκκλησιαστική κυριαρχία της Ρώμης, η οποία κράτησε περίπου μια δεκαετία. Τα κυριότερα εκκλησιαστικά κέντρα ήταν η Λάρισα και οι Νέες Πάτρες (Υπάτη).
Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Λάρισας είχε υπό την επίβλεψή του τους επισκόπους της Δημητριάδας, του Αλμυρού, του Γαρδικίου, του Ζητουνίου (όπως ήταν η μεσαιωνική ονομασία της Λαμίας), του Εζερού και του Δομοκού. Στην περιοχή του Δομοκού υπήρχαν οι Λατινικές Επισκοπές του Δομοκού, του Εζερού (με έδρα πιθανότατα το Νησί της λίμνης Ξυνιάδας) και η Επισκοπή Καλλινδού, η θέση της οποίας προσδιορίζεται πιθανότατα κοντά στη σημερινή Μελιταία ή τη Φιλιαδώνα.
Ιστορική πηγή για την εποχή αποτελούν οι επιστολές του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ στο Λατίνο αρχιεπίσκοπο της Λάρισας αλλά και προς τους επισκόπους (σουφραγκάνους) της περιοχής. Παρότι η Λατινική Εκκλησία στη Θεσσαλία ιδρύθηκε πάνω σε στέρεες οργανωτικές βάσεις, οι πρελάτοι (Αρχιερείς) της αντιμετώπιζαν ορμαθό προβλημάτων, στους κόλπους της ίδιας της Εκκλησίας αλλά και έναντι των Λατίνων βαρόνων του φεουδαλικού συστήματος, το οποίο εφαρμοζόταν στις καταληφθείσες βυζαντινές επαρχίες.
Εκτός των ενδογενών προβλημάτων οι πρελάτοι της Ρώμης αντιμετώπιζαν και ορισμένα άλλα, ιδιάζοντα προβλήματα της νέας Λατινικής Εκκλησίας, η οποία βρέθηκε σε μία εχθρική και αφανισμένη χώρα.
Φτάνοντας στη Θεσσαλία, για να παραλάβουν τις επαρχίες που τους εμπιστεύθηκαν, οι νέοι αρχιερείς της ρωμαιοκαθολικής κουρίας συναντούσαν, στα πρώτα κιόλας βήματα της καριέρας τους, σοβαρές δυσχέρειες. Χαρακτηριστική είναι η πληροφορία από το γράμμα της 6ης Φεβρουαρίου του 1209 του Ιννοκεντίου Γ΄, όπου ο επίσκοπος των Θερμοπυλών του γνωστοποιούσε ότι η πόλη του ερημώθηκε από επιδρομή άτακτων, για αυτό και έλαβε την άδεια να παραμείνει προσωρινώς «εν μονή ήτις Κοινόβιον κοινώς προσαγορεύεται».
Οπωσδήποτε, για παρόμοιους λόγους εγκατέλειψε την επαρχία του και ο επίσκοπος του Δομοκού, τρεις ημέρες μετά την χειροτονία του, έτσι που ο Ιννοκέντιος να παρέμβει προς τους επισκόπους Γαρδικίου και Λαμίας, προκειμένου αυτοί να τον πείσουν να επιστρέψει.
Στα σύγχρονα έγγραφα περιέχεται πλήθος πληροφοριών, οι οποίες δείχνουν ότι οι λατινικές εκκλησιαστικές επαρχίες στη Θεσσαλίας βρέθηκαν σε δεινή οικονομική θέση. Με πράξη του, την 5η Ιουλίου του 1210, ο Ιννοκέντιος Γ΄ προστάζει τον αρχιεπίσκοπο της Λάρισας να βοηθήσει τον πτωχεύσαντα επίσκοπο του Γαρδικίου. Για να διορθώσει, έστω, την δυσχερή αυτή οικονομική κατάσταση, ο Ιννοκέντιος Γ΄ συμβουλεύει τον αρχιεπίσκοπο της Λάρισας να εμπιστευθεί την Εκκλησία της Δημητριάδας στον επίσκοπο του Γαρδικίου.
Φαίνεται ότι σε παρόμοια εξαθλίωση κατάντησε και ο επίσκοπος του Δομοκού, που παραπονείται πως δεν μπορεί να ζήσει από τις εκκλησιαστικές προσόδους, γι’ αυτό ο βαρώνος  Αμμαδαίος Μπούφα (Buffa) του έδωσε ως επαρχία και το «episcopatum Calidoniensem» την Επισκοπή Καλλινδού (κοντά στη Μελιταία Δομοκού, Κοder-Hild, Tabula Imperii Byzantini). Την απόφαση αυτή επικύρωσε ο Ιννοκέντιος Γ΄, στις 14 Ιουλίου 1208, ως ότου η κουρία ή ο λεγάτος (απεσταλμένος) της δεν προσκομίσουν κάποια άλλη άποψη επί της γνωματεύσεως αυτής.
Ο αρχιεπίσκοπος της Λάρισας γράφει ότι ο Λατίνος επίσκοπος του Δομοκού, σε τέτοια πενία κατάντησε την εκκλησία του, που μετά βίας θα μπορούσαν να συντηρηθούν σε αυτή τρεις κληρικοί!
Παρόμοια παραδείγματα εμφανίζονται και στις γειτονικές με την Θεσσαλία επαρχίες. Την άνοιξη του ίδιου χρόνου (21 Μαΐου), ο Ιννοκέντιος Γ΄ γράφει επίσης προς τον κλήρο και τον λαό της Επισκοπής του Εζερού, γνωστοποιώντας τους ότι επικεφαλής της Εκκλησίας τους στο μέλλον θα είναι ο επίσκοπος της Λαμίας, αφού έπαυσε να υφίσταται επισκοπή στον Εζερό. Φαίνεται πως η κατάργηση της Επισκοπής του Εζερού προκάλεσε σαφείς επιπλοκές, καθώς θα έπρεπε να περιέλθει υπό την εξουσία της Αρχιεπισκοπής των Νέων Πατρών (Υπάτης), χάριν επιδαψιλεύσεως (πλουσιοπάροχη, με αφθονία παροχή) του επισκόπου της Λαμίας.
Γι’ αυτό ο Ιννοκέντιος Γ΄ γράφει, στις 21 Μαΐου του 1212, στον αρχιεπίσκοπο της Λάρισας και τον παρακινεί να μην δημιουργεί προσκόμματα στον επίσκοπο της Λαμίας περί της αναδοχής της Επισκοπής του Εζερού. Με μια πράξη, της 24ης Αυγούστου 1213, ο Ιννοκέντιος Γ΄ παραγγέλνει στον αρχιεπίσκοπο και στον κάντορα (μελωδό) της Επισκοπής Δαμαλά (;) να πιέσουν τον επίσκοπο της Λαμίας, στον οποίον εμπιστεύθηκε τη μέριμνα της Επισκοπής του Εζερού, να επιστρέψει τις τροφές και τα ζώα, τα κατασχεθέντα από την Εκκλησία αυτή.
Επίσης, σε μία παπική πράξη της 9ης Δεκεμβρίου του 1208 μνημονεύεται ο επίσκοπος του Εζερού, τον οποίο ο Ιννοκέντιος Γ΄ λαμβάνει υπό την προστασία του και μαζί με αυτόν και τις κτήσεις του.
Στις αρχές κιόλας Ιανουαρίου του 1209, ο πάπας γράφει ξανά στον επίσκοπο του Εζερού και τον προστάζει να εκβιάσει στα καθήκοντά τους όλους τους κληρικούς (canonicos) της Εκκλησίας του.
Τον Μάιο του 1212 ο Ιννοκέντιος Γ΄ απευθύνεται «clero et populo Nazarocensi» (κλήρο και λαό του Εζερού) και τους παρουσιάζει τις δυσκολίες στις οποίες ευρίσκεται ο επικεφαλής της Εκκλησίας τους.
Εκτός του επικεφαλής της Εκκλησίας του Εζερού, γνωστός είναι ο επίσκοπος του Δομοκού Βαλόν ντε Νταμπιέρ, που μνημονεύεται σε ένα λατινικό αγιολογικό κείμενο των αρχών του 13ου αιώνα. Το ίδιο πρόσωπο αναφέρεται ως επίσκοπος του Δομοκού και σε έναν λειτουργικό κώδικα του 14ου αιώνα.
Νέος επίσκοπος της λατινοκρατούμενης Εκκλησίας του Δομοκού θα τοποθετήθηκε, οπωσδήποτε, στις αρχές του 1210, αφού ο Ιννοκέντιος Γ΄ γράφει στις 5 Ιουλίου στους επισκόπους της Λαμίας,  δηλαδή στον Ζητουνίου (Sidoniensis) και Γαρδικίου και τους καλεί να πείσουν τον επίσκοπο του Δομοκού να επιστρέψει στην επαρχία του, την οποία εγκατέλειψε τρεις μέρες μόλις μετά την χειροτονία του.
Ορθόδοξοι επίσκοποι την ίδια εποχή ήταν στη μεν Λάρισα ο Καλοσπίτης (1212) στις δε Νέες Πάτρες, μετά την απελευθέρωσή της από το Θεόδωρο Α΄ της Ηπείρου, ο Κοστομύρης, στη Δημητριάδα ο Αρσένιος και στο Δομοκό ο Συμεών.
Δημήτρης Β. Καρέλης
Απόσπασμα από το βιβλίο του: «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού»

 *Ο Δημήτρης Β. Καρέλης είναι αριστούχος φοιτητής, στο τμήμα Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών (Σ.Α.Σ.) του ΕΑΠ, (υπότροφος αριστείας 2015-16).
Πηγές:
·        Δημήτρης Β. Καρέλης, «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δομοκός 2013.
·        Κώστας Σπανός, Θεσσαλικό Ημερολόγιο- Περιοδική έκδοση για την ιστορία της Θεσσαλίας, έτος ίδρυσης 1980, Λάρισα 2008.
·        Κωνσταντίνου Αθανασίου Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία Τόμος Γ΄.

Αναζητώντας την ιστορία της αρχαίας Ακρόπολης του Ερινεού, στο Πετρωτό Δομοκού

Αναζητώντας την ιστορία της αρχαίας Ακρόπολης του Ερινεού, στο Πετρωτό Δομοκού   

Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης*
Ανατολικά του Δομοκού και νότια των Φαρσάλων, σ’ ένα σημείο όπου συμπλέκονται  οι ανατολικές πλαγιές του Ναρθάκιου όρους με τις νοτιοδυτικές παραφυάδες της Όθρυος, βρίσκονται τα ερείπια μια αρχαίας πόλεως, πολύ σημαντικής όπως μαρτυρούν τούτα τ’ απομεινάρια. Τα ερείπιά της αρχαιότατης πόλεως της Φθιώτιδας εντοπίζονται νοτιοανατολικά του Πετρωτού και βόρεια της Αχλαδιάς Δομοκού, μεταξύ της αρχαίας Κορώνειας και του Ναρθακίου και πάνω σε μικρό λοφίσκο, σε εξαιρετικά επιβλητική θέση. Από κει αγναντεύει κανείς την πεδιάδα της Μελιταίας και τις ψηλές κορφές της Όθρης, τόπος οχυρός και φυσικά ενισχυμένος, πράγμα απαραίτητο για την ασφάλεια των κατοίκων της.
Τούτη η «καστροπολιτεία», ο αρχαίος Ερινεός, από την πρώτη κιόλας επίσκεψή μου στο χώρο, μου θύμισε έντονα και χωρίς υπερβολή, την αρχαία ακρόπολη των Μυκηνών, εξαιρουμένης της Πύλης των Λεόντων… Ποιος γνωρίζει όμως τι κρύβει στα σπλάχνα του τούτος ο λόφος με το αρχαίο κάστρο;
 Κατά τον Γεωργιάδη βρίσκονται εκεί σπουδαία Ελληνικά ερείπια των τειχών της πόλης και προς το ψηλότερο μέρος του λόφου, της ακροπόλεως. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει τρεις πόλεις με το ίδιο όνομα: «'Ερινεός, πόλις Δωριέων υπό τον Παρνασόν• λέγεται και Ερίνειος• έτι και Ιταλίας άλλη και Αχαΐας• Ο πολίτης Έρινεάτης και Έρινεύς». Ο Ερινεός απαριθμείται από το Στράβωνα ως «πόλις Φθιώτις, μεταξύ Ναρθακίου και Κορωνείας» (Γεωγρ. Θ.C 434), μία απ΄ τις σημαντικότερες πόλεις της Φθιώτιδας ή του μέρους εκείνου της Θεσσαλίας όπου ασκούσε εξουσία του ο Αχιλλέας. 
Ο Γεώργιος Δημητρούλας στα «Θεσσαλικά Χρονικά» του 1935, κάνει μια σημαντικότατη αναφορά στην Ακρόπολη του Ερινεού: «Έναντι της πόλεως του Δομοκού και επί κατάντικρυ της Μελιταίας πλευράς του Ναθρακίου όρους υψούνται επιβλητικά τα ερείπια ετέρας αρχαιοτάτης πόλεως. Εις την θέσιν ταύτης τινές τοποθετούν την αρχαίαν πόλιν Ναρθάκιον. Άλλοι την του Ερινεού (Πετρωτόν). Η λαϊκή παράδοσις πιστεύει ότι ενυπάρχει εντός αυτής κεχωσμένον το χρυσούν άρμα του Αχχιλέως, όπερ οι συμπολεμισταί αυτού μετέφερον μετά την άλωσιν της Τροίας και το αφιέρωσαν εις την Ακρόπολιν τοιαύτης. Τα επιβλητικά αυτής τείχη κρυπτόμενα υπό πανυψήλων πρίνων έχουσι ύψος πέντε μέτρων, πλάτος υπέρ τα τέσσερα μέτρα, η δε περίμετρος της όλης Ακροπόλεως είναι υπέρ τα πέντε χιλιόμετρα. Οι λίθοι εξ ων εκτίσθη η Ακρόπολις αύτη, ανήκουσι εις κροκαλοπαγή στρώματα προσομοιάζοντα προς το σημερινό γκρος - μπετόν αρμέ, ομοίας φύσεως με τους βράχους των Μετεώρων, και είναι αδύνατον να ανακαλυφθεί πόθεν ανωρύχθησαν και μεταφέρθησαν εκεί, διότι ουδαμού της επαρχίας Δομοκού και Φαρσάλων απαντάται τοιούτον κροκαλοπαγές στρώμα. Κατά τους ειδότας είναι ο αρχαιότερος συσταθείς εν Θεσσαλία συνοικισμός της αυτής περιόδου με τον Μαρμαρίανης – Αγυιάς. Η πόλις φαίνεται πως έφτασε εις μεγάλην ακμήν κατά τους πανάρχαιους χρόνους, λόγω των μεταλλείων χαλκού, τα οποία παρ’ αυτή υπάρχουσι και φαίνεται ότι έχουσι εντατικότατα παρά των αρχαίων εκμεταλλευθεί. Εν τη Αρχαία Ακροπόλει του Ναρθακίου όρους υπάρχει σήμερον ακόμη πληθύς αγγείων τεθραυσμένων και δύναται ο επισκέπτης ακόμη να συλλέξη τοιαύτα. Οι δε τα πέριξ κτήματα καλλιεργούντες χωρικοί πολλάκις δια των αρότρων τους φέρουσι εις επιφάνειαν υπερμεγέθεις λίθους ή μαρμάρινας πλάκας», (Θεσ. Χρον. Σελ. 404, Γ. Δημητρούλας, 1937). «Πόλη πλησίον του χωριού Τσιατμά, κοντά στο χωριό Καρατζάλι (Αχλαδιά), μνημονεύεται από τον Πτολεμαίο και τον Στράβωνα.», αναφέρει ο Θεόδωρος Καρατζάς (1962). 
Η λέξη «ερινεός»  αποδίδει  τον νεαρό βλαστό της αγριοσυκιάς, του «Ιερού Δένδρου» (σήμερα ορνιός, ορνός, αρνός ή ρηνιός, εκ του ερίζω, ερινός και ερινεός, «εριστικόν γαρ εστί το δένδρον, ανέρχεται γαρ και εις τοίχους και εις έκαστον τόπον», Ετυμ. το Μέγα). Το Ιερό του Διόνυσου στα Ύρια της Νάξου είναι κυκλωμένο και από ελιές και από «ερινεούς» (αγριοσυκιές). Μάλιστα, αυτή η αρχαία λέξη στις Κυκλάδες και στην Κρήτη διατηρεί τον αρχαίο ήχο της με μια ανεπαίσθητη παραλλαγή. Ακόμη Ερινεός ονομαζόταν ο τόπος απ' όπου ο Πλούτων κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, αφού άρπαξε την Περσεφόνη, (Παυσανίας 1.37,2 και 1.38,5).
 Σήμερα σώζεται μεγάλο μέρος των τειχών της πόλεως, χώρος που χωρίς αμφιβολία, χρήζει σοβαρής αρχαιολογικής έρευνας, όπως εύκολα διαπιστώνει και ο σημερινός επισκέπτης και πράγματι όπως ανέφερε και ο Γ. Δημητρούλας το 1937, προκαλεί μεγάλη εντύπωση το πετρώδες υλικό των τειχών. 
Μια σοβαρή προσέγγιση από τις τοπικές αρχές θα ενέτασσε και τούτη τη σημαντική αρχαία ακρόπολη του τόπου μας σε ένα πρόγραμμα ανάδειξης των εννέα συνολικά όμοιας αξίας αρχαιολογικών χώρων, κάτι που ως τα τώρα συνέβη μόνο για την αρχαία ακρόπολη της Πρόερνας στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού.
Οψόμεθα…
Δημήτρης Β. Καρέλης
*Φοιτητής, υπότροφος αριστείας 2015-16, στο τμήμα Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών (Σ.Α.Σ.) του ΕΑΠ. 

Πηγή: Δημήτρης Β. Καρέλης «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», 2013. 


«Αθανάσης Διάκος», ένας μεγάλος Έλληνας

«Αθανάσης Διάκος», ένας μεγάλος Έλληνας
Του Δημήτρη Β. Καρέλη
«Ενόμισα καθήκον να διατηρήσω αμεταποίητον το προσφιλές όνομα και εν τη επιγραφή του ονόματός μου»
«Αθανάσης Διάκος»
Ο ήρωας, ο  ευσεβής αθλητής, το πρότυπο ηθικού και φυσικού κάλλους, ο αληθής και γνήσιος γόνος του μεσαιωνικού αρματολισμού, ο σεμνός μαχητής, ο απόστολος  αποδεχόμενος εν πλήρει πνεύματος ηρεμία τις βασάνους του μαρτυρίου, ο Αθανάσιος Διάκος, γεννήθηκε στη Μουσουνίτσα της Παρνασσίδας.
Ο παππούς του, Αθανάσιος Γραμματικός, συμμετείχε στο αρματολίκι του διαβόητου Κωνσταντάρα από την Αγία Ευθυμία και στη συνέχεια δημιούργησε δική του ομάδα η οποία έγινε φόβος και τρόμος των Οθωμανών της Δωρίδας και της Παρνασσίδας. Ο Αθανάσιος Γραμματικός απέκτησε τρεις γιους, τον Μήτρο, τον Κωστούλα, τον Νίκο και μια θυγατέρα την Στάμω. Ο Μήτρος κι ο Κωστούλας έζησαν, πολέμησαν και πέθαναν μαχόμενοι στα βουνά της περιοχής, δίπλα στον Καπετάν Ανδρούτσο.
Ο μόνος επιζήσας εκ των τριών αδελφών Νίκος, αφιερωθείς παιδιόθεν στον ποιμαντικό βίο, έζησε στη Μουσουνίτσα, όπου και πέθανε το 1809, αφήνοντας πίσω του δύο γιους τον Μήτρο, επονομαζόμενο Μασσαβέτα, ως υιοθετηθέντα από τον Ιωάννη Μασσαβέτα, ατέκνου συζύγου της αδελφής του πατέρα του και θείας του Στάμως και τον Αθανάσιο. Ο τελευταίος γεννήθηκε κατά μία άποψη περί τα 1792 κατά δε τον Ιωάννη Φιλήμονα, περί τα 1786.
Ο Αθανάσιος μόλις έφηβος, εισήχθη από τον πατέρα του ως δόκιμος (καλογεροπαίδι) στη μονή του Αγίου Ιωάννου του ΙΙροδρόμου, κοντά στην Αρτοτίνα Φωκίδας, όπου μετά από λίγο και χειροτονήθηκε Διάκονος. Ο ιερατικός χαρακτήρας του σε συνδυασμό με το μετέπειτα πολεμικό του πνεύμα, τον κατέστησαν σύντομα πρότυπο ευσέβειας και γενναιότητας.
Η περιλάλητη  ομορφιά του νεαρού Αθανάσιου, αν και κείνος βρισκόταν κλεισμένος στο Μοναστήρι, κίνησε το ενδιαφέρον κάποιου Φερχάτβεη εκ των αγάδων της Δωρίδας, βαθύπλουτου και λάγνου, ο οποίος πεθύμησε να δει από κοντά «το άνθος όπερ έθαλλεν εν τας αγκάλαις της εκκλησίας». Μόλις έγινε γνωστή η πρόθεση του Αγά, ο Αθανάσιος Διάκος φεύγει κρυφά από τη μονή, με την προτροπή του Ηγουμένου, και καταφεύγει στα όρη της Δωρίδας όπου δρούσαν οι συμμορίες του Δήμου Σκαλτζά και του Γούλα. Από κει απηύθυνε απειλητική επιστολή προς τον αισχρό Οθωμανό, βάζοντας μέσα στο φάκελο και το φρεσκοξυρισμένο του γένι, σύμβολο του αγώνα κατά των εχθρών της Ελλάδας, τον οποίο έκτοτε κήρυττε διαρκώς. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου αγά και μετά από καβγά τον σκότωσε.
Μετά τα γεγονότα και για μεγάλο διάστημα, θήτευσε και διακρίθηκε κοντά στους Σκαλτζά και Γούλα και έλαβε τον τίτλο του αποσπασματάρχη, μπαίνοντας στο μάτι του Φερχάτη, Βοεβόδα Σαλόνων (Άμφισσας), καθώς δεν τήρησε το έθιμο κατά το οποίο έπρεπε πάντες οι αρματολοί της επαρχίας να προσέρχονται μετά δώρων και να συγχαίρουν τον άρχοντα. Μόνος ο Διάκος, ως αντιπρόσωπος του Σκαλτζά, δεν έστερξε να υποβληθεί στην υβριστική ταπείνωση. Ο δε Φερχάτης έλαβε αφορμή απ’ το γεγονός αυτό και τον κατηγόρησε στον Αλή Πασά ως ταραξία, δεν κατάφερε όμως να τον φονεύσει παρά τη σχετική άδεια που έλαβε.
Μετά από λίγο καιρό ο Αθανάσιος Διάκος, μιμούμενος το παράδειγμα των διασημότερων της Ελλάδος πολεμιστών, μετέβη στα Ιωάννινα και μέχρι του έτους 1816 υπηρέτησε στο λόχο των σωματοφυλάκων του Τεπελενλή Αλή Πασά, καθώς την εποχή εκείνη η αυλή του τρομερού Βεζύρη είχε μεταμορφωθεί σε αληθινή εφεδρεία του Ελληνισμού. Ο Αθανάσιος Διάκος παρέμεινε ως αρματολός  στο στρατό του Αλή Πασά μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Όταν ο Ανδρούτσος διορίστηκε καπετάνιος των αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος έγινε πρωτοπαλίκαρο του. Έκτοτε άρρηκτοι δεσμοί φιλίας και αδελφότητας συνέδεσαν τους δύο πολεμιστές. Όταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έφυγε από τη Λιβαδειά υπό το φόβο του Μπαμπά Πασά, ο Αθανάσιος Διάκος κατέλαβε επάξια τη χηρεύουσα θέση του οπλαρχηγού της πόλης. Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος με τη δική του ομάδα κλεφτών και όπως πολλοί άλλοι καπετάνιοι γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας, λαμβάνοντας  τον τίτλο του «κολονέλου» (συνταγματάρχης). Ο Αθανάσιος Διάκος ως οπλαρχηγός στη σημαία του που ήταν λευκή, είχε ως έμβλημα από την μία πλευρά την εικόνα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και από την άλλη τη  φοβερή ρήτρα «Ελευθερία ή Θάνατος»! Η σφραγίδα του Διάκου ήταν ωοειδής και έφερε ως σύμβολο τον δικέφαλο αετό των βυζαντινών αυτοκρατόρων,  επί κεφαλής δε τον Σταυρό και με  κεφαλαία γράμματα  Ο Θ Ν Κ, «ο Θεός νικά», όμοια και  απαράλλακτη με τη σφραγίδα  Πανουργιά. Από τη θέση τού αρχηγού του  αρματολικιού της Λιβαδειάς οργάνωσε ομάδα πολεμιστών ξεγελώντας τούς Τούρκους πώς ήθελε να χτυπήσει τον Ανδρούτσο που σήκωσε κεφάλι. Την 1 Απριλίου 1821 κυρίευσε το φρούριο της πόλης. Σύντομα και με τη βοήθεια και άλλων καπεταναίων ελευθέρωσε όλη την Ανατολική Στερεά.
Μαθαίνοντας πως Ομέρ Βρυώνης και Κιοσέ Μεχμέτ κατέβαιναν για να πνίξουν την επανάσταση έτρεξε προς τις Θερμοπύλες και κατέλαβε τη γέφυρα του Σπερχειού (Γεφύρι της Αλαμάνας) μαζί με τετρακόσιους περίπου πολεμιστές, όπου  κατέστησαν απόρθητο ακρόπολη το Χάνι της Αλαμάνας, ενώ οι άλλοι οπλαρχηγοί πιάνουν τις γύρω θέσεις.
Στη μάχη στις 22 Απριλίου 1821, έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ' τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με 48 συμπολεμιστές του σε μία απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν.
Ο σοβαρά πληγωμένος στον δεξί ώμο ο Διάκος συνελήφθη από πέντε Τσάμηδες. Οι συναγωνιστές του Καλύβας και Βακογιάννης που όρμησαν ξιφήρεις να το σώσουν σκοτώθηκαν κοντά στον αρχηγό τους. Το πτώμα του αδελφού του Διάκου, του Μήτρου Μασσαβέτα, χρησίμευσε μάλιστα ως τελευταίο οχύρωμα καθώς πίσω απ’ αυτό αγωνίστηκε πληγωμένος ο Αθανάσιος Διάκος.
Ο Διάκος μεταφέρεται σιδηροδέσμιος  από τους Τούρκους στην Λαμία, μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους!» συμπληρώνοντας, «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Ο ελληνικής καταγωγής Ομέρ Βρυώνης, ο καταγόμενος από το  γένος των Παλαιολόγων Βρυόνων, επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεσποτών της Μουζακίας στην Αλβανία,  που γνώριζε το Διάκο, ζήτησε από τον θηριώδη τύραννο Κιοσέ Μεχμέτ να του χαρίσει τη ζωή λέγοντάς του πως θα βοηθούσε να αλλαξοπιστήσουν πολλοί Έλληνες, όμως εκείνος ήταν ανένδοτος δηλώνοντας πως πρέπει να «δώσωμεν ιμπρέτι (τρόμο) στους ραγιάδες».
Καταδικάστηκε σε «δια πασσάλου θάνατον», ανασκολοπισμό (σούβλισμα), ποινή που εκτελέστηκε την ίδια μέρα, στις 24 Απριλίου, μέσα σε φρικτά βασανιστήρια για τον Αθανάσιο Διάκο. Το απεχθές έργο του δημίου ζήτησε και ανέλαβε ο Χαλήλμπεης,  σημαίνων Τούρκος της Λαμίας, ο οποίος έπεισε τον Μεχμέτ πασά.
Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτύριο με ανείπωτο ηρωισμό. Κατά τον Φιλήμονα ο Θανάσης Διάκος στράφηκε προς τους Αλβανούς και είπε «Δεν βρίσκεται από σας κανένα παλληκάρι να με σκοτώσει με πιστόλα και να με γλιτώσει από τους Χαλδούπιδες!». Το τελευταίο παράπονο του μεγάλου ήρωα ήταν: «Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρη, Τώρα που ανθίζουν τα κλαριά που βγάν’ η γη χορτάρι». Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διάκος σουβλίστηκε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο.
Όπως μαρτυρά ο ανιψιός του Διάκου, Κωνσταντίνος Κούστας, το σκήνωμα του ήρωα πετάχτηκε τελικά σε έναν μεγάλο σκουπιδόλακκο, βορειοδυτικά της Λαμίας, ανάμεσα στον λόφο του Αγίου Λουκά και το σημερινό στρατόπεδο της Μεραρχίας Υποστηρίξεως. Εικάζεται πως οι ντόπιοι Έλληνες χριστιανοί, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και έθαψαν το σώμα του, στον χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαΐα. Ο χώρος της ταφής του είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, το 1881. Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνό του και τοποθετήθηκε η σημερινή προτομή. Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου συγκλόνισε και ταυτόχρονα εμψύχωσε τους αγωνιστές.
Η πολιτεία για να τιμήσει τον μεγάλο Έλληνα ήρωα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με επίσημα αποκαλυπτήρια, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' , της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.
Η ζωή του και η μαρτυρική του θυσία ενέπνευσαν τη λαϊκή μούσα...
Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ
Ανέβα Μήτρε στου  βουνού,  κατάκορφα στη ράχη
Πάρε το μάτι τ’ αητού και τ’αλαφιού το πόδι
Και την αγρύπνια του λαγού και στήσε καραούλι
Κι αν δεις χιλιάδες τον εχθρό,  άλογο και πεζούρα
Με τον Κιοσέ Μεχμέτ πάσα τον ύπνο μη μου κόψης
Στάσου, πολέμα μοναχός. Κι αν δεις μες το φυσσάτο
Να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη
Πέτα ροβόλα κράξε με… Σύρε με την ευχή μου!
………………
Έσκυψ’ ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη
Κ’ εφίλησε γλυκά- γλυκά το πατρικό του χώμα
Έβραζε μέσα του ή καρδιά και στα ματόκλαδά του
Καθάριο φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ’ ένα δάκρυ
Χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιει σε τέτοια βρύση!
Δημήτρης Β. Καρέλης

Πηγές:
ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ – ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΣ,  Υπό ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΟΥ , (1867).
Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λάμπρου Κουτσονίκα - Ταγματάρχου, (1864).
Γεωργίου Κρέμου, «Ιστορικά Επανορθώματα» (1883).
Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον Ιστορικόν, τ. 3, σ. 195, 196.


Contact With Me

Contact Us
DIMITRIS KARELIS
+306947185990
Athens, Greece