-->

i Love to Create!

I AM

image
Hello,

I'm ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΚΑΡΕΛΗΣ

Ονομάζομαι Δημήτρης Καρέλης, είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ και φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ. Γεννήθηκα στη Λαμία και ζω στη Καλλιθέα Αττικής, είμαι παντρεμένος και έχω ένα γιο. Εργάζομαι ως υπάλληλος στον όμιλο Δ.Ε.Η. Α.Ε. από το 1993 και υπηρετώ στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε.). Σήμερα είμαι συνδικαλιστής, Εκτελεστικός Σύμβουλος Πολιτιστικών Θεμάτων και Μέλος του Δ.Σ. της ΓΕΝ.Ο.Π-Δ.Ε.Η.-Κ.Η.Ε., ενώ χρημάτισα επί σειρά ετών Πρόεδρος, Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος Δ.Σ. του ιστορικού συνδικάτου «Πανελλαδικός Σύλλογος Καταμετρητών-Εισπρακτόρων Δ.Ε.Η.». Είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος, με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Από την παιδική μου ηλικία, με πυξίδα τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, ξεκίνησα ένα μακρύ ταξίδι στο χώρο του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της παράδοσης, της γραφής, του λόγου και του στοχασμού.


Education
University

Culturologist

Postgraduate

Master of Arts in Public History

School of Amusement

Self-taught painter


Experience
Electricity worker

Public Power Corporation of Greece

Historical

Historical author-researcher

Painter

Art and painting lover


My Skills
Writing
Painting
Disquisition
Design

About Books

«Η βιβλιοθήκη κατοικείται από πνεύματα που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα». – Ιζαμπέλ Αλιέντε.

friendship

«Ένα μόνο τριαντάφυλλο μπορεί να είναι ο κήπος μου, αλλά μόνο ένας φίλος, ο κόσμος μου». – Λέο Μπουσκάλια

be yourself

«Να είσαι ο εαυτός σου, αλλά πάντα ο καλύτερος εαυτός σου». – Karl G. Maeser

about love

«Το να αγαπιέσαι βαθιά σου δίνει δύναμη, ενώ το να αγαπάς βαθιά σου δίνει κουράγιο». – Λάο Τσε.

WHAT I DO

Author-writer

«Είτε γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί, είτε κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί», Βενιαμίν Φραγκλίνος

Culturologist

«Ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, κατακτάται», Αντρέ Μαλρώ

Painter

«Η ζωγραφική είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να κρατάς ημερολόγιο», Πάμπλο Πικάσο

Some of my work
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΄Αρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΄Αρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

«Η αρνητική αντίληψη των διανοούμενων του Διαφωτισμού για το Βυζάντιο», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή ………...……………………………...………………….……………….. 2

Ενότητα Α΄: Η διαφοροποίηση και αποξένωση της λατινικής Δύσης από τη βυζαντινή Ανατολή ……………...…………………………..……………………… 3

Ενότητα Β΄:  Οι λόγιοι Έλληνες του 19ου αιώνα υιοθετούν την αρνητική εικόνα του Βυζαντίου .……………………………………………………………………… 6

Συμπέρασμα ………..….………………….….……………………………………... 8

Βιβλιογραφία ...……………………………….…………………………………….. 9

Εισαγωγή

Την περίοδο της κατάκτησης της Ελλάδας από τους Ρωμαίους οι Έλληνες έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με τον λατινικό κόσμο που τους ήταν ως τότε ουσιαστικά άγνωστος. Υποχρεωμένοι να συμβιώσουν για πολλούς αιώνες, ανταλλάσσουν πολιτισμικά στοιχεία και δέχονται αλληλεπιδράσεις, παρ’ όλες τις προστριβές σε θρησκευτικό, εκκλησιαστικό, αλλά και πολιτικό επίπεδο. Όμως οι διαφορές και οι αντιθέσεις τους εξακολούθησαν να είναι μεγάλες και αγεφύρωτες με αποτέλεσμα, τα επόμενα χρόνια η συμβίωσή τους να είναι γεμάτη προστριβές, έριδες και αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αποτέλεσμα της χιλιετούς αυτής κοινής πορείας και ιστορίας ήταν η διαμόρφωση ενός κλίματος αμοιβαίας αντιπαλότητας, καχυποψίας και πολλές φορές μίσους, ανάμεσα στους δύο μεγάλους πολιτικούς και πολιτισμικούς χώρους της Δύσης και της Ανατολής.
Στα κατοπινά χρόνια, η ιστοριογράφοι αποτύπωσαν με τους κονδυλοφόρους τους την ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά το δικό τους συμφέρον, επηρεασμένοι από τις καταβολές και την καταγωγή τους, αποτυπώνοντάς τη με μειωτικές εκφράσεις και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, κάτι πως ως τον 19ο αιώνα, αποδέχτηκαν και Έλληνες διανοούμενοι.
Στην παρούσα εργασία εμβαθύνουμε στα αίτια της διαφοροποίησης και αποξένωσης της Λατινικής Δύσης από τη Βυζαντινή Ανατολή και αναζητούμε τους λόγους που οδήγησαν τους Έλληνες διανοούμενους των αρχών του 19ου αιώνα να υιοθετήσουν την αρνητική εικόνα του Βυζαντίου στη Δύση.


Ενότητα Α΄: Η διαφοροποίηση και αποξένωση της λατινικής Δύσης από τη βυζαντινή Ανατολή

Η απομάκρυνση της Δύσης από τη Ανατολή και η αντίθεση ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη άρχισε να παίρνει πολύ σοβαρή μορφή από την εποχή που ο πάπας Γρηγόριος ο Α΄ (590-614) θεώρησε τον τίτλο «οικουμενικός» που έλαβε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Δ΄, ο λεγόμενος Νηστευτής, σαν ένα αδικαιολόγητο σφετερισμό.[1]
Η ρήξη ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση είχε δημιουργήσει ήδη από τον 5ο αι. μ.Χ. πρόσκαιρες κρίσεις, όπως και τον 7ο αιώνα με την αποκοπή των επαρχιών της Μέσης Ανατολής και την οριστική απομάκρυνση ενός κομματιού του χριστιανικού κόσμου με μονοφυσιτικές απόψεις, όμως κατά τον 9ο αιώνα πήρε διαστάσεις μεγαλύτερες καθώς εμφανίστηκε περισσότερο εκκλησιαστική παρά δογματική, με αποτέλεσμα να οδηγήσει αναπόφευκτα στο σχίσμα των δύο εκκλησιών, στην πραγματικότητα όμως τα προβλήματα και οι διαφορές είχαν ακόμη πολιτικό αλλά και πολιτισμικό χαρακτήρα.[2]
Τον 9ο αιώνα η Ρώμη, αποκόπτοντας κάθε σχέση με την αυτοκρατορία της Ανατολής, θέτει επιτακτικά το ζήτημα του «παπικού πρωτείου», κάτι που είχε τεθεί από τον 4ο αι., προσπαθώντας να επιβάλλει την ηγεμονική πρωτοκαθεδρία του πάπα σ’ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο και οι ενέργειες του πάπα Νικολάου Α΄ (858-867 μ.Χ), ως πραγματική αιτία, οδηγούν στο σχίσμα του 867 μ.Χ., όταν μια από τις γιγάντιες μορφές της ιστορίας των ελληνικών γραμμάτων, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος, εκπροσωπώντας τις διαθέσεις της Ανατολής, απέρριψε τις αξιώσεις του.[3] Πολύ βαθύτερο, αν όχι οριστικό, έγινε το σχίσμα το 1054, με εκατέρωθεν αναθέματα, μεταξύ του Καρδινάλιου Ουμβέρτου ο οποίος στην Αγία Σοφία την 16η Ιουλίου 1054 απέθεσε στην Αγία Τράπεζα απόφαση αφορισμού εναντίον του Πατριάρχη, με τον Κηρουλάριο να απαντά με αφορισμό εναντίον του Ουμβέρτου, μια εποχή που οι Ανατολικοί δεν αρκέστηκαν στην εναντίωση για τις αξιώσεις του «παπικού πρωτείου», θέτοντας δογματικά ζητήματα και αιτιάσεις για το ζήτημα της «αίρεσης του φιλιόκβε (filioque: και εκ του Υιού)» που αλλοίωνε την πίστη στην Αγία Τριάδα,  «τα άζυμα» την χρήση δηλαδή άζυμου άρτου στη θεία λειτουργία και την «αγαμία» των ιερέων, με τους Δυτικούς να τηρούν αδιάλλακτη στάση.[4]
Η αφετηρία της διάστασης αυτής μπορεί να αναζητηθεί σε πολιτισμικό κυρίως επίπεδο, καθώς είναι αρκετά δύσκολο στους μεν Ανατολικούς να διαβάζουν και να κατανοούν τα γραμμένα στα λατινικά θεολογικά έργα των Δυτικών και από την άλλη οι Λατίνοι τις γραμμένες στα Ελληνικά θεολογικές σκέψεις και απόψεις των Βυζαντινών, δύο περιοχές με διαφορετική κουλτούρα, συνήθειες και νοοτροπία.[5] Πολύ σοβαρότεροι βεβαίως είναι οι πολιτικοί λόγοι της εκρηκτικής ρήξης ανάμεσα στους δύο κόσμους, καθώς ο πάπας ως αρχηγός του παπικού κράτους στη Μέση Ιταλία από το 755, προσπαθεί να επιβληθεί και να ηγεμονεύσει, επιχειρώντας να θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του τους πάντες και τα πάντα, τις χριστιανικές εκκλησίες και την εκκλησιαστική εξουσία, αλλά και κάθε κοσμική εξουσία, αυτοκράτορες και βασιλείς.[6]
Οι Δυτικές αντιλήψεις με τη «θεοκρατική αντίληψη του κόσμου», την άποψη δηλαδή πως η διακυβέρνηση των ανθρώπων εξαρτάται απόλυτα από την εκκλησιαστική εξουσία, η θρησκευτική και πολιτική ηγεμονία του πάπα ως αρχιερέα των καθολικών, ο οποίος είναι γι αυτούς ανώτερος των συνόδων και των κανόνων και επί όλων των κοινωνικών ή εκκλησιαστικών υποθέσεων έχει το «αλάθητο», δεν μπορεί δηλαδή να σφάλλει, οι αποφάσεις του είναι τελεσίδικες και δεν αμφισβητούνται, αλλά και η αδιαλλαξία των ίδιων των Δυτικών, έδωσαν εκπληκτικές διαστάσεις στο αγεφύρωτο χάσμα με τους ανατολικούς Βυζαντινούς.[7]
Κατά τον 12ο αι., ανεξάρτητα από τις αιτίες των Σταυροφοριών και ασχέτως της συμμετοχής του Βυζαντίου, η παρουσία Λατίνων Σταυροφόρων στο Βυζάντιο δημιουργούσε ασφαλώς αρνητική εικόνα, καθώς για τους Βυζαντινούς αξιωματούχους η παρουσία τους ήταν πρόβλημα και η απελευθέρωση των Αγίων Τόπων ως σκοπός της εκστρατείας τους ήταν απλά προσχηματικός για την κατάκτηση της αυτοκρατορίας.[8] Το 1204 οι Δυτικοί Σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη και καταλύουν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ανακύπτοντας έτσι τρία βυζαντινογενή ελληνικά κράτη, της Νίκαιας, της Ηπείρου και της Τραπεζούντας, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους για τη χιλιόχρονη ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς Βούλγαροι και Σέρβοι ισχυροποιούνται και οι Οθωμανοί Τούρκοι ιδρύουν κράτος στην Μικρά Ασία, λίγα χρόνια αργότερα.[9] Με την κατάληψη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά την Τέταρτη Σταυροφορία το θεωρούμενο ως τότε προσωρινό, πολιτικό και πολιτισμικό σχίσμα παγιώθηκε και σε θεσμικό επίπεδο η Δύση έπαψε να αναγνωρίζει το Βυζάντιο ως πνευματική και πολιτική οντότητα, καθώς έχουμε δύο κατόχους του τίτλου του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και δύο τιτλούχους αυτοκράτορες.[10] Αμέσως μετά την πτώση της Πόλης, οι κατακτητές Λατίνοι, θέλοντας να γελοιοποιήσουν τους ηττημένους Βυζαντινούς, φορούσαν φαρδιά ρούχα και φτιασίδια, κρατώντας χαρτιά στα χέρια τους, θεωρώντας πως ήταν ένας λαός από γραφιάδες, μέλη της γραφειοκρατικής τάξης που υπήρξε κυρίαρχη την εποχή εκείνη.[11] Η συμπεριφορά των Λατίνων απέναντι στους Βυζαντινούς παρουσιάζεται πάντα σαν περιφρονητική γεμάτη μίσος, χωρίς ανοχή και οι βυζαντινοί συγγραφείς τη χαρακτηρίζουν αγέρωχη, ιταμή, αλαζονική, «υψηλαύχεν», πως ξεπερνά κάθε όριο.[12]
Όμως οι απόψεις των Δυτικών για τους Έλληνες Βυζαντινούς, προερχόμενες πιθανόν από συμπλέγματα κατωτερότητας, γενικά ήταν βαθιά ανθελληνικές. Ο Λιουτπράνδος επίσκοπος της Κρεμώνας, απεσταλμένος του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Α΄ (962-973), επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη το 968 μ.Χ. και διαπραγματεύεται με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το συνοικέσιο του γιου του Όθωνα με την αρχοντοπούλα Θεοφανώ.[13] Πιθανόν εξοργισμένος από την επιφυλακτική συμπεριφορά των Βυζαντινών ή με σκοπό την απαξίωσή τους και την αποβολή κάθε «συμπλέγματος κατωτερότητας» των δυτικών αναγνωστών του προς την ανατολική αυτοκρατορία, έγραψε μια άκρως εμπαθή και σφόδρα επικριτική αναφορά στην οποία ο «βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα...» και οι Έλληνες της Πόλης παρουσιάζονται ως «επιπόλαιοι», «ανόητοι», «κόλακες», «φιλάργυροι», «δόλιοι», «απατεώνες», «αναξιόπιστοι», «ψεύτες» και «προδότες».[14] Για «γηρασμό», «εκφυλισμό» και «διαφθορά» των Ελλήνων επί ρωμαιοκρατίας μιλούν δύο Άγγλοι διπλωματικοί υπάλληλοι, ο Γουίλιαμ Ήτον στα τέλη του 18ου αι., ο οποίος υποστηρίζει ότι «μερικά από τα ελαττώματα τους οφείλονται στην εξαχρείωση, στη σήψη και στην παρακμή τους, που είχε αρχίσει ήδη από τους κλασσικούς χρόνους» και ο Θωμάς Θόρντον  στις αρχές του 19ου αι., που θα εκφραστεί με την ίδια αφέλεια, με τον Γιάκομπ Φαλμεράυερ, ότι «στους απογόνους των Ελλήνων δεν θα βρει κανείς ούτε σταγόνα αίματος των μαραθωνομάχων Αθηναίων»,  καθώς υποστηρίζει ότι οι Έλληνες «έχουν χάσει την αγάπη για την ελευθερία».[15]
Η Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας (1439) έδωσε για τελευταία φορά στο Βυζάντιο διεθνές κύρος, με τους Βυζαντινούς να θέτουν υπό αμφισβήτηση κάθε προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, ενώ παραδέχτηκαν ότι κατά τα άλλα η προσθήκη του filioque αποσαφήνιζε τη θεολογία της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, παραδοχή που παρείχε  ισχυρή βάση για τη συμφωνία σχετικά με την Ένωση των Εκκλησιών.[16]


Ενότητα Β΄:  Οι λόγιοι Έλληνες του 19ου αιώνα υιοθετούν την αρνητική εικόνα του Βυζαντίου

Σε μια περίοδο που ο Ελληνισμός προσπαθεί να βρει την ταυτότητά του, οι εκφραστές της Ελληνικής διανόησης στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. συνετέλεσαν στην απαξίωση του Βυζαντίου καθώς έστρεψαν το ενδιαφέρον και την μελέτη στην αρχαία Ελλάδα των κλασικών χρόνων, μέσω της διαμάχης μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών εκφραστών του Διαφωτισμού.
Οι Έλληνες διαφωτιστές συνάντησαν δύο πνευματικές τάσεις εισηγμένες από την Ευρώπη, το Διαφωτισμό των κύκλων της λογιοσύνης, που πίστευε πως ο πολιτισμός έλκει την καταγωγή του στην αρχαία Ελλάδα της κλασσικής εποχής και το ρομαντισμό που στρέφεται στο αρχαίο Ελληνικό παρελθόν υπό τη μορφή του ρομαντικού νεοκλασικισμού, με φορέα τους αστούς και μεσοαστούς, δύσκολα όμως και εδώ το Βυζάντιο θα εύρισκε τη θέση του.[17] Ο θεοκρατικός χαρακτήρας και ο εναγκαλισμός της εκκλησίας και του κλήρου  με το κράτος στο Βυζάντιο, βρίσκει αντιμέτωπους τους Έλληνες διαφωτιστές, καθώς θεωρούν πως στέρησαν την ένταση ανάμεσα στο πνευματικό και το λαϊκό στοιχείο κάτι που αντίθετα στη δύση συνέβαλε στη δημιουργία δυτικοευρωπαϊκής συνείδησης.[18] Η χριστιανική κοσμοθεωρία των Βυζαντινών που αντιτίθεται στις αντιλήψεις των δυτικών φιλοσόφων του 18ου αιώνα, μαζί με την ιδέα της βυζαντινής οικουμενικότητας και τις αιτιάσεις του Νικολάου Μυστικού πως «η Δύση ανήκει στο κράτος των Ρωμαίων», εννοώντας το Βυζάντιο και του Νικηφόρου Φωκά ότι «η κυριαρχία των θαλασσών είναι δική του», δείχνουν πως Βυζαντινή εξουσία προσπάθησε να επιβληθεί στους υπολοίπους, ως θεία βούληση.[19]
Οι Φαναριώτες έμποροι και τα μέλη των Ελληνικών παροικιών στην Ευρώπη αποτελούν τους μοχλούς μετάβασης των ιδεών και των μηνυμάτων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στον κατακτημένο από τους Οθωμανούς Ελλαδικό χώρο. Ωστόσο τα αιτήματα διαφοροποιούνται καθώς ο Ελληνικός Διαφωτισμός θέτει ως στόχο την εθνική απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό, με εργαλείο επίτευξης του στόχου αυτού την σύνδεση των Νεοελλήνων με το απώτερο αρχαίο παρελθόν τους, την ένδοξη αρχαία Ελλάδα της φιλοσοφίας και του πολιτισμού.[20] Την καλλιέργεια της αρχαιογνωσίας και την ανακάλυψη της αρχαίας Ελλάδας από τους Ευρωπαίους, ήδη από την εποχή της αναγέννησης, εκμεταλλεύονται οι φορείς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού για να μεταλαμπαδεύσουν στους υπόδουλους Έλληνες την γνώση για την ιστορία και το αρχαίο παρελθόν τους με στόχο την αφύπνιση ή τη δημιουργία εθνικής συνείδησης.[21] Η απόπειρα να αναβιώσει ο Ελληνισμός ως έθνος-κράτος βασίστηκε στη θεωρία της «μετακένωσης» του Αδαμάντιου Κοραή, η οποία έλεγε πως αν οι «Ελληνόφωνοι Γραικοί» του βαλκανικού νότου ήθελαν να ξαναβρούν την ελληνικότητά τους όφειλαν πρώτα να ασπαστούν το δυτικό πολιτισμό, εφόσον η «δύση είναι η κιβωτός της αυθεντικής ελληνικότητας».[22] Ο Κοραής ανέφερε πως κατά τον 12ο αι. οι Έλληνες στέναζαν κάτω από την πίεση των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που τους αποκαλεί «Γραικορωμαίους τυράννους» και βαρβάρους, που ζουν πλούσια και αβασάνιστα σε βάρος του λαού, θεωρώντας χρέος των διαφωτιστών να μην επιτρέψουν την επιστροφή στο «Βυζαντινισμό» αλλά να μιμηθούν την «φωτισμένη» Ευρώπη.[23]
Η αποκατάσταση της Ελληνικής ιστοριογραφίας με το Βυζάντιο αρχίζει στα μέσα του 19ου αι. από τους Σκαρλάτο Βυζάντιο, Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, καθώς ο τελευταίος αναγνωρίζει ως άμεσους προγόνους των Νεοελλήνων τους Βυζαντινούς.[24]


Συμπέρασμα

Κατά κοινή ομολογία, τα αίτια του χάσματος και στη συνέχεια του σχίσματος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, την εποχή του Βυζαντίου, είχαν βαθιά πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Το «παπικό πρωτείο» και η προσπάθεια επιβολής της επιρροής του πάπα σ’ ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο από τη μια και οι δογματικές διαφορές ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, αποτελούσαν την αφορμή για την εκδήλωση σοβαρότερων διαφορών, που είχαν τις ρίζες τους κυρίως στην διαφορετική τους κουλτούρα, αλλά και σε ποικιλόμορφα συμφέροντα.
Οι Λατίνοι και οι υπόλοιποι Δυτικοί εποφθαλμιούν την αίγλη και τον πλούτο της Κωνσταντινούπολης και της αυτοκρατορικής αυλής, την οικονομική ευμάρεια της μεσαίας τάξης και των εμπόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την επιρροή της στην Μέση Ανατολή και σε μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου.
Επιπλέον το συναίσθημα της μειονεξίας των Ευρωπαίων έναντι των Ελλήνων, της τεράστιας, λαμπρής ιστορικής και πολιτισμικής τους κληρονομιάς, γινόταν ολοένα και μεγαλύτερο εμπόδιο στην αποδοχή της συμβολής του Βυζαντίου στο πολιτικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι για μια περίπου χιλιετία.
Οι Δυτικοί οικειοποιούνται τρόπον τινά το αρχαίο κλασικό, ένδοξο παρελθόν των Ελλήνων, συνεπικουρούμενοι μάλιστα από Έλληνες διανοούμενους όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας τη Βυζαντινή ιδεολογία και κοσμοθεωρία η οποία βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τα πιστεύω του Διαφωτισμού.
Σήμερα, η διάρκειας δέκα αιώνων ιστορία του Βυζαντίου, παρ’ όλα τα σκοτεινά της σημεία, δεν έχει ανάγκη υπερασπιστών, καθώς έχει μελετηθεί αρκετά και έχει δώσει πολλαπλά στοιχεία για το βάθος και την αξία της.


Βιβλιογραφία
  • Άνγκολντ Μάικλ, «Το Βυζάντιο τις παραμονές της Άλωσης», στο «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς», Τομές και συνέχεια, μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2013.
  • Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα: Έρευνα, πορίσματα, διδάγματα, Τυπ. Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 1983.
  • Γιανναράς Χρήστος, Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, Α' Έκδοση: 2011.
  • Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000.
  • Γλυκατζή–Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μτφρ. Τούλας Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2003.
  • Γουναρίδης Πάρις, «Η εικόνα των Λατίνων την εποχή των Κομνηνών», Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Σύμμεικτα 9, Αθήνα, 1994.
  • Δημητρακόπουλος Φώτης, Βυζάντιο και Νεοελληνική Διανόηση στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996.
  • Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης, Στοχαστής, 1997.
  • Roth Karl, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, μεταφρ. Ν. Σβορώνος, Εκδ.Οίκος: Αετός, Αθήνα 1949.
  • Hinterberger M., Από το ορθόδοξο Βυζάντιο στην καθολική Δύση. Τέσσερις διαφορετικοί δρόμοι, στο: Ε. Γραμματικοπούλου (επιμ.), στο «Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης». Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2004. 
  • Cyril Mango (επιμ), Ιστορία του Βυζαντίου, μτφρ. Όλγα Καραγιώργου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006


[1] Roth Karl, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, μεταφρ. Ν. Σβορώνος, Εκδ.Οίκος: Αετός, Αθήνα 1949, σελ. 69

[2] Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000, σ. 291.

[3] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 291-292.

[4] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292.

[5] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292.

[6] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292.

[7] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 292-293.

[8] Γουναρίδης Πάρις, «Η εικόνα των Λατίνων την εποχή των Κομνηνών», Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Σύμμεικτα 9, Αθήνα, 1994, σελ. 160.

[9] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 258.

[10] Hinterberger M., Από το ορθόδοξο Βυζάντιο στην καθολική Δύση. Τέσσερις διαφορετικοί δρόμοι, στο: Ε. Γραμματικοπούλου (επιμ.), στο «Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης». Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2004, σελ. 74.

[11] Γουναρίδης Πάρις, ό.π., σελ. 171.

[12] Γουναρίδης Πάρις, ό.π., σελ. 166.

[13] Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης, Στοχαστής, 1997, σελ. 26.

[14] Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, ό.π., σελ. 26.

[15] Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα: Έρευνα, πορίσματα, διδάγματα, Τυπ. Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 74.

[16] Άνγκολντ Μάικλ, «Το Βυζάντιο τις παραμονές της Άλωσης», στο «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς», Τομές και συνέχεια, μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2013.

[17] Δημητρακόπουλος Φώτης, Βυζάντιο και Νεοελληνική Διανόηση στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σελ.29-30.

[18] Cyril Mango (επιμ), Ιστορία του Βυζαντίου, μτφρ. Όλγα Καραγιώργου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006, σελ.38.

[19] Γλυκατζή–Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μτφρ. Τούλας Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2003, σελ.53-54.

[20] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 421.

[21] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 421.

[22] Γιανναράς Χρήστος, Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, Α' Έκδοση: 2011, σελ.

[23] Δημητρακόπουλος Φώτης, ό.π., σελ.37.

[24] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 252.

Δημήτρης Β. Καρέλης




Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος, 
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

(ΕΛΠ10-3)

Κρήτη, Χανιά, αγαπημένο νησί, εξαιρετική πόλη...

Είναι πραγματική χαρά να μπορείς απολαύσεις, έστω για λίγο, στα ασφυκτικά πλαίσια ενός γρήγορου επαγγελματικού ταξιδιού, αυτές τις μαγικές εικόνες, κομμάτι του αστείρευτου πολιτισμού μας, που μεγαλούργησε ακόμα κι όταν βρισκόταν υπό βενετσιάνικη, τούρκικη ή όποια άλλη κατοχή. Κρήτη, Χανιά, αγαπημένο νησί, εξαιρετική πόλη, μαγευτικές εικόνες ακόμη και το χειμώνα, τα βυζαντινά τείχη της Κυδωνίας, η ακρόπολη του Καστελιού, ο ανασκαμμένος μινωικός οικισμός, τα βενετσιάνικα αρχοντικά, τα ειδυλλιακά στενοσόκακα, ο Αιγυπτιακός φάρος, το φρούριο Φιρκά, το Μεγάλο Αρσενάλι, ο Τζαμί του Κιουτσούκ Χασάν, η Πλατεία Σιντριβανιού και δεκάδες άλλα…














Ο «Κούρος της Αναβύσσου» και το «συντάγμα των Τυραννοκτόνων», «μίμηση» και «εξιδανίκευση», του Δημήτρη Β. Καρέλη

Ο «Κούρος της Αναβύσσου» και το «συντάγμα των Τυραννοκτόνων», «μίμηση» και «εξιδανίκευση»

Δημήτρης Β. Καρέλης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή ………...……………………………...………………………………….. 2
Ενότητα Α΄: Ο «Κούρος της Αναβύσσου» ……..………………………………… 3
Ενότητα Β΄: Το «συντάγμα των Τυραννοκτόνων» .……………………………… 5
Ενότητα Γ΄: «Μίμηση» και «εξιδανίκευση» της αρχαίας ελληνικής τέχνης  ..… 7
Συμπέρασμα ………..….…………………….……………………………………... 8
Βιβλιογραφία ...…………………………………………………………………….. 9

Εισαγωγή
Σκοπός της γλυπτικής στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν μόνο ο εξωραϊσμός αλλά και η πλήρωση πνευματικών αναγκών των Ελλήνων, καθώς εκείνοι προσέφεραν στις θεότητες αριστοτεχνικά γλυπτά ως απτά δείγματα λατρείας και πίστης, απεικόνιζαν τους θεούς, πρόβαλλαν αθλητικά, αγωνιστικά, πολεμικά και πολιτικά πρότυπα και ιδεώδη, αλλά και διατηρούσαν στο χρόνο την μνήμη των νεκρών τους.[1]
Στην πρώτη ενότητα της παρούσης εργασίας μελετούμε τα γνωρίσματα του αρχαϊκού «Κούρου της Αναβύσσου», μέσα από τη διάρθρωση του πολιτικοκοινωνικού περιβάλλοντος της εποχής, ενώ στη δεύτερη ενότητα αναλύουμε αισθητικά το «συντάγμα των Τυραννοκτόνων», προσδιορίζοντας το συμβολικό του χαρακτήρα στο γενικότερο κλίμα της εποχής του. 
Τέλος, στην τρίτη ενότητα εξηγούμε τα χαρακτηριστικά της «μίμησης» και «εξιδανίκευσης» της αρχαίας ελληνικής τέχνης της ύστερης αρχαϊκής και της πρώιμης κλασικής εποχής.

Ενότητα Α΄: Ο «Κούρος της Αναβύσσου»
Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα αρχαίας ελληνικής μνημειακής γλυπτικής, τα «δαιδαλικά» ανάγλυφα γλυπτά ή λατρευτικά αγάλματα με ανατολικές επιρροές και δύο μορφές, κυρίως «σήματα» αριστοκρατικών τάφων ή αναθήματα, τον «κούρο», όρθιο γυμνό γυμνασμένο όμορφο νεαρό άνδρα, σύμβολο κάλλους ως πρότυπο της ανώτερης τάξης και την «κόρη», όρθια ενδεδυμένη νεαρή γυναίκα που υποδηλώνει τη θέση της στην αρχαϊκή κοινωνία.[2]
Ο Βασίλειος Λεονάρδος το 1895 ονόμασε τα Ελληνικά αρχαϊκά μαρμάρινα αγάλματα, γυμνών αγένειων αντρών σε διασκελισμό, «κούρους» δηλαδή «νέους».[3] Οι κούροι, που μιμούνται αιγυπτιακά αγάλματα, κυριάρχησαν στη γλυπτική του 6ου αι. π.Χ., θεωρήθηκαν μορφές του θεού Απόλλωνα, όμως η σημασία τους ποικίλει, ως αριστοκρατικά πρότυπα και διόλου τυχαία δεν ήταν η φράση «καλός κἀγαθός».[4] Οι αρχαϊκοί Έλληνες αγάπησαν τη μορφή του κούρου και οι γλύπτες την απέδωσαν επί 150 χρόνια σε αναρίθμητα αγάλματα.[5] Χιλιάδες κούροι φιλοτεχνήθηκαν τον 6ο αιώνα π.Χ. στην Αττική κι ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς από την Μικρά Ασία, τη Μακεδονία ως τη Βόρειο Αφρική, σπάνιοι όμως σε Πελοπόννησο και Κρήτη, ανιχνεύοντας τις απαρχές του σε δωρικές διαβατήριες τελετές ή στη συνήθεια του γυμνικού αγώνα δρόμου των Ολυμπιακών.[6] Ο γυμνός νέος πατά στα δύο του πέλματα αλλά προβάλει πάντοτε το αριστερό πόδι, ενώ στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. συντελείται μεταβολή, καθώς τα αγάλματα δεν μοιράζουν το βάρος στα δυο σκέλη, αλλά λυγίζοντας ελαφρά το ένα, αφήνουν το βάρος στο άλλο.[7]
Κατά το 530 π.Χ. περίπου αναδεικνύονται γλυπτά με πρωτοφανή αρμονικότητα στην απόδοση των όγκων του ανθρώπινου σώματος, όπως εκείνο του επιβλητικού, επιτύμβιου κούρου των υστεροαρχαϊκών χρόνων της Ανάβυσσου Αττικής, που φιλοξενείται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.[8]
Το μαρμάρινο γλυπτό είναι κατεργασμένο με ευαισθησία και επιδεξιότητα, έχει δυνατά σκέλη και γλουτούς, γυμνασμένο στήθος, θώρακα και βραχίονες, που καταδεικνύουν την απόπειρα του καλλιτέχνη να αποδώσει αποτελεσματικά τις μυϊκές και σωματικές αναλογίες του νεαρού κούρου, παρουσιάζοντας με ιδιαίτερη ζωντάνια το ψηλό μέτωπο, το δυνατό πιγούνι και τα προεξέχοντα μάγουλα και αποδίδοντας δεξιοτεχνικά τα μακριά μαλλιά με τους καμπυλωτούς βοστρύχους,[9] όπου σώζονται ίχνη κόκκινου χρώματος όπως και στο ηβαίο.[10]  Ο «κούρος της Αναβύσσου» ύψους 1,96 μέτρων, αναπαριστά γυμνό νεαρό άνδρα που μοιάζει να βαδίζει με τα χέρια σφιγμένα, κολλημένα στους γοφούς, με βλέμμα ουδέτερο, ανέκφραστο και απόμακρο, προσηλωμένο εμπρός, με αμυδρό αρχαϊκό «μειδίαμα» ευδαιμονίας θεών και «αρίστων», το αριστερό του πόδι προτεταμένο δείχνοντας κίνηση και το δεξί λίγο πίσω. Ο επονομαζόμενος και «Κροίσος της Αναβύσσου» έχει πρωτοφανή σωματική πληρότητα, σάρκα αφθονότερη άλλων αττικών γλυπτών, πρόσωπο με στέρεη, πλατιά κατασκευή, αυστηρή δομή και διάταξη όγκων.[11] Ο «Κροίσος» είναι νεότερος από τον «κούρο της Βολομάνδρας» και ο «Αριστόδικος» του «Κροίσου» και στους δύο όμως, σύμφωνα με άλλη άποψη, λείπει το μειδίαμα κι είναι πια άντρες, όχι «ανδρόπαιδες».[12]
Τύχη αγαθή διέσωσε δύο από τις τρεις βαθμίδες της βάσης του κούρου με την εγχάρακτη έμμετρη επιγραφή, μαρτυρώντας πως στόλιζε τον τάφο νεαρού άνδρα που ονομάζονταν «Κροίσος» και αναφέρει: «Στάσου και θρήνησε δίπλα στο μνήμα του πεθαμένου Κροίσου, που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή όταν τον εξολόθρεψε ο μανιασμένος Άρης».[13] Ο Κροίσος φαίνεται πως ήταν γόνος πλούσιας αριστοκρατικής οικογένειας της Μεσογαίας Αττικής, πιθανώς των Αλκμεωνίδων και όπως δείχνει το όνομά του κάποιοι κοντινοί συγγενείς ή ο πατέρας του, είχαν επαφές με τον ομώνυμο βασιλιά της Λυδίας.[14]
Ο «κούρος της Αναβύσσου», ένα γλυπτό σε δημόσια θέα που τιμά έναν «αριστοκράτη» ήρωα, νεκρό από θεϊκή παρέμβαση στην πρώτη γραμμή της μάχης, μεταφέρει τον ηρωισμό και την υστεροφημία του ίδιου και της γενιάς του από την αριστοκρατική αρχαϊκή κοινωνία, στο διηνεκές.
Ο «κούρος» αποτελούσε διακήρυξη της καλοκαγαθίας (ομορφιάς και ευγένειας) των «ολίγων και αρίστων», γόνων «ευγενών» οικογενειών, ως κύριων παραγγελιοδόχων, ενισχύοντας την «αυτοεκτίμησή» τους, καθώς η κατασκευή των γλυπτών αυτών ήταν δαπανηρή και η ολοκλήρωσή της απαιτούσε χρόνο.[15] Σχεδόν σε όλη την αρχαϊκή Ελλάδα οι κούροι είχαν συσχετιστεί με την ελίτ και φαίνεται πως εξαφανίζονται μετά από λαοκρατικές επαναστάσεις, με την Αθήνα να μην αποτελεί εξαίρεση.[16]
Ενότητα Β΄: Το «συντάγμα των Τυραννοκτόνων»
Το «Σύνταγμα των Τυραννοκτόνων», αριστούργημα αρχαίας γλυπτικής τέχνης και απόλυτο σύμβολο κατά της τυραννίας, εκφράζει την προεξάρχουσα αξία της δημοκρατίας, κληροδότημα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και συνιστά το πρώτο δημόσιο μνημείο πολιτικού χαρακτήρα στην Ευρώπη.[17]
Όταν ο Πεισίστρατος, επί εικοσαετία τύραννος των Αθηνών πεθαίνει, οι συμπολίτες του Αθηναίοι εκτιμώντας το έργο του, ανέθεσαν τη διακυβέρνηση της πόλης στους γιους του, τον Ιππία ως επικεφαλής πολιτικού σχεδιασμού, τον γνωστό για τις πνευματικές του ανησυχίες Ίππαρχο, τον Ηγησίστρατο (γνωστό ως «Θεσσαλό» με την πολεμική αρετή) και τον Ιοφώντα, γνωστοί επίσης ως «Πεισιστρατίδες».[18] Την τυραννίδα τους συγκλόνισε το 514 π.Χ. ένα κομβικό γεγονός, η δολοφονία του Ιππάρχου στο «Λεωκόρειον» της Αγοράς από τους συνωμότες Αρμόδιο και Αριστογείτονα.
Παρότι τα κίνητρα της δολοφονίας θεωρούνται προσωπικά, καθώς ο Ιππίας απαγόρευσε εκείνη τη χρονιά στην αδελφή του Αρμοδίου να συμμετάσχει ως «κανηφόρος» στην πομπή των Παναθηναίων, ως «μη άξια της τιμής», προκαλώντας την μήνιν του δεύτερου, φαίνεται πως υπήρχαν και πολιτικές προεκτάσεις στην πράξη των δύο «τυραννοκτόνων», καθώς μετά το τέλος και την ανατροπή της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών, όταν το 511 π.Χ. οι Αλκμεωνίδες εξώθησαν σε εξορία τον Ιππία, οι Αθηναίοι ανακήρυξαν τους δύο άνδρες ένδοξους φορείς της δημοκρατικής ιδέας, στήνοντάς τους ανδριάντα στην αγορά της πόλης των Αθηνών το 490 π.Χ..[19] Ωστόσο ο Θουκυδίδης, θεωρούσε πως η δολοφονία σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε για «λόγους ερωτικής αντιζηλίας», καθώς ο τύραννος Ίππαρχος φαίνεται πως επεχείρησε ν' αποπλανήσει τον νεαρό Αρμόδιο και το γεγονός αυτό εξερέθισε τον γηραιότερο «εραστή» του Αριστογείτονα.[20]
Τους πρωτότυπους χάλκινους ανδριάντες των «τυραννοκτόνων», έργο του Αντήνορος που ήταν στημένο στην αγορά των Αθηνών, πήραν μαζί τους οι Πέρσες μετά την καταστροφή της Αθήνας το 480 π.Χ. μεταφέροντάς το στα Σούσα.[21] Οι Αθηναίοι μετά την τελική τους νίκη 477-476 π.Χ., ανέθεσαν στους γλύπτες Κριτία και Νησιώτη να κατασκευάσουν νέο ορειχάλκινο «σύνταγμα των τυραννοκτόνων», που σηματοδοτεί όχι μόνο απαλλαγή από τους τυράννους αλλά και τους Πέρσες, έργο που επίσης έχει χαθεί. Ευτυχώς σώζονται αντίγραφά του, όπως το μαρμάρινο ρωμαϊκό αντίγραφο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, που επιτρέπουν το σχηματισμό εικόνας της ρωμαλέας δημιουργίας των κλασσικών χρόνων.[22] Στην επιγραφή της βάσης του αποκρυσταλλώνεται το μήνυμα του: «Πλημμύρισαν οι Αθηναίοι με φως όταν ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων σκότωσαν τον Ίππαρχο κι ελευθέρωσαν την πατρίδα».
Η νέα σύνθεση επαναλαμβάνει στο γενικό σχήμα το παλαιό έργο του Αντήνορος, εμφανίζοντας τον Αρμόδιο στηριγμένο στο δεξί πόδι να εφορμά με το χέρι υψωμένο κρατώντας ξίφος να χτυπήσει τον τύραννο, ενώ ο Αριστογείτων πατώντας στο αριστερό πόδι, απλώνει το χέρι με το ριγμένο σαν ασπίδα ιμάτιο κρατώντας το ξίφος χαμηλά.[23] Τα δύο κορμιά με τεντωμένα μέλη σε υπέρτατη προσπάθεια, κτίζονται πάνω σε ισχυρούς άξονες που επιτρέπουν να διοχετευτεί η ένταση και ο παλμός. Αυτό το εκρηκτικό στοιχείο της δράσης γοητεύει τους τεχνίτες της εποχής, γλύπτες και αγγειογράφους, που φαίνεται να αντιδρούν στην αρχαϊκή δέσμευση με διαμετρικά αντίθετη έκφραση.[24]
Μελετώντας την απελευθέρωση της πλαστικής από τα δύσκαμπτα και αυστηρά αρχαϊκά σχήματα σε μια «ρεαλιστική» ή «νατουραλιστική» οπτική και έκφραση, δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε την ουσία της τέχνης του «αυστηρού ρυθμού», την πηγή και το στόχο της εμπνεύσεώς τους.[25] Την αυστηρότητα και απλότητα του «αυστηρού ρυθμού» χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης για να αποδώσει τις μορφές που δημιουργεί, απεικονίζοντας «εύρος» και «σοβαρότητα», καθώς εμβάθυνε η σχέση του με το «θείο».[26]
Οι Αθηναίοι απέδιδαν μέγιστη πολιτική σημασία εκείνη την περίοδο στο «σύνταγμα των Τυραννοκτόνων», ένα γλυπτό που αντικατοπτρίζει με τα μορφικά του χαρακτηριστικά το νέο πνεύμα του «αυστηρού» ή «πρώιμου κλασικού ρυθμού»,  τη νέα πολιτική συνείδηση του Αθηναίου πολίτη και του ρόλου που καλείται να παίξει μέσα στη δημοκρατική πολιτεία.[27]

Ενότητα Γ΄: «Μίμηση» και «εξιδανίκευση» της αρχαίας ελληνικής τέχνης
Το θέμα της ανθρώπινης μορφής κυριαρχούσε στην αρχαία Ελληνική τέχνη, κάτι που οφείλεται στην ανθρωποκεντρική φύση του Ελληνικού πολιτισμού και χαρακτηριστικό της τέχνης εκείνης είναι η μίμηση της φύσης («φυσιοκρατία» – «νατουραλισμός»), η τάση δηλαδή της πιστής, ρεαλιστικής απεικόνισης των μορφών.[28] Ακόμη όμως και σε περιόδους που η μίμηση ήταν ο κυριότερος σκοπός της τέχνης, συνοδευόταν πάντα από μια τάση για εξιδανίκευση, καθώς οι φυσικές μορφές  αποδίδονταν με τρόπο απαράμιλλο και ιδανικό, αισθητικά τελειοποιημένες και ωραιοποιημένες.[29]
Στην γλυπτική η ροπή των αρχαίων Ελλήνων για μίμηση σε σχέση με την εξιδανίκευση αποτέλεσε ένα είδος άγραφου νόμου, αρκούντως χαλαρού ώστε να υλοποιείται διαφορετικά, αναλόγως της περιόδου.[30] Στην αρχαϊκή γλυπτική του 7ου αι. π.Χ. τα δαιδαλικά γλυπτά και οι αριστοκρατικές μορφές του κούρου και της κόρης δίνουν έμφαση στην αφαίρεση και την εξιδανίκευση, στο καθολικό και στο απόλυτο και μικρή σημασία στη μίμηση της φύσης.[31] Στην καθαυτό αρχαϊκή γλυπτική του 6ου αι. βλέπουμε προσπάθεια μίμησης της φύσης και μια επίμονη έμφαση στην εξιδανίκευση.[32] Η προσπάθεια πλήρους μίμησης της φύσης ήταν ίσως το κυριότερο επίτευγμα της πρώιμης κλασικής γλυπτικής, καθώς βελτιώνονται λεπτομέρειες της ανατομίας του σώματος και επινοούνται νέες ελεύθερες στάσεις για την απόδοση της κίνησης.[33] Στην πρώιμη φάση της κλασικής γλυπτικής (480-322 π.Χ.) έχουμε την πρώτη φυσιοκρατική ή «νατουραλιστική» τεχνοτροπία στην ιστορία της τέχνης, γνωστή ως «Ελληνική ή Κλασική Επανάσταση», στην οποία συνετέλεσε ο πειραματισμός στην τεχνική της χαλκοχυτικής.[34] Για πρώτη φορά αποδίδουν το  ήθος και το πάθος των μορφών μέσα από την έκφραση του προσώπου και μετριάζουν τη μίμηση με εξιδανίκευση.[35]
Επακόλουθο της αρχαίας Ελληνικής τάσης προς εξιδανίκευση και εξωραϊσμό ήταν κάποια χαρακτηριστικά της τέχνης αρχαϊκής και κλασικής εποχής, όπως συμμετρία, ρυθμός και ακρίβεια των μορφών και χρήση αρχετύπων με «κανόνες» αναλογιών, όπως στους κούρους.[36] Στις αλλαγές στην αρχαία ελληνική τέχνη συνετέλεσαν, η θρησκευτική, κοινωνική, πολιτική και πνευματική ελευθερία που υπήρχε στην Αθήνα ιδιαίτερα κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., η συνεχής μεταβολή των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών συνθηκών και ο «σφοδρός ανταγωνισμός» μεταξύ πολυάριθμων μικρών Ελληνικών κρατών στην κατακερματισμένη Ελληνική επικράτεια.[37]

Συμπέρασμα
Ο Γερμανός αρχαιογνώστης και θεολόγος Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν (1718-1768), ήταν ο πρώτος λόγιος που ασχολήθηκε με την ιστορίας της αρχαίας τέχνης, ο οποίος κατόπιν συστηματικής μελέτης της τέχνης Αιγύπτου, Ελλάδας, Ετρουρίας και Ρώμης, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως από όλα τα έργα που είχε μελετήσει, τα ελληνικά ήταν τα καλύτερα, καθώς επινοήθηκαν και τεχνουργήθηκαν σε συνθήκες πολιτικής «ελευθερίας».[38]

Βιβλιογραφία
  • Βουτυράς Μ. & Γουλάκη-Βουτυρά Α., Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρ. Τριανταφυλλίδη, Αθήνα 2011,  http://www.greek-language.gr, προσβ. 15/2/2015.
  • Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000.
  • Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Δελτίο Τύπου, Περιοδική Έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: «Classicità ed Europa. Το κοινό πεπρωμένο Ελλάδας και Ιταλίας», 28/08/14 έως 31/10/14, διαθέσιμο από http://www.namuseum.gr, προσβ. 22/02/2015.
  • Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, «Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών», «Σκοτεινοί αιώνες - Κλασικοί χρόνοι», Νίκου Γιάννης, Αρχαιολόγος, Ανανιάδης Κωνσταντίνος Αρχαιολόγος, από http://www.eie.gr, προσβ. 22/2/2015.
  • «Θουκυδίδου Ιστορίαι», Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος Επιμέλεια: Στεφ.Ι.Στεφάνου, Κωνστ.Δ.Στεργιόπουλου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σιας, Αθήνα 1960.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αρχαϊκός Ελληνισμός, τ.Β΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1971.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός, τ.Γ2΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1972.
  • Λαμπράκη-Πλάκα Μαρίνα, «Το όραμα της γλυπτικής», «Τέχνες», στο «Γνώμες», «Το Βήμα», δημοσίευση:  08/12/1996, στο http://www.tovima.gr, προσβ. 22/2/2015.
  • Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι. Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες. Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Τόμος Α΄ ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
  • Spivey J. N., Αρχαιοελληνική τέχνη, μτφρ. Γ. Τζήμας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999.
  • Stewart Andrew, «Τέχνη, επιθυμία και σώμα στην αρχαία Ελλάδα», μετάφραση: Νικολόπουλος Αναστάσιος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003.




[1] Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι. Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Τόμος Α΄ ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ.155.
[2] Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β΄:  Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000, σελ. 178.
[3] Stewart Andrew, «Τέχνη, επιθυμία και σώμα στην αρχαία Ελλάδα», μετάφραση: Νικολόπουλος Αναστάσιος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003, σελ. 132.
[4] Spivey J. N., Αρχαιοελληνική τέχνη, μτφρ. Γ. Τζήμας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σελ. 131.
[5] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αρχαϊκός Ελληνισμός, τ. Β΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1971, σελ. 384.
[6] Stewart Andrew, ό.π., σελ. 132-134.
[7] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 384.
[8] Βουτυράς Μ. & Γουλάκη-Βουτυρά Α., Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μ.Τριανταφυλλίδη, Αθήνα 2011, από http://www.greek-language.gr.
[9] Βουτυράς Μ. & Γουλάκη-Βουτυρά Α., ό.π., από http://www.greek-language.gr.
[10] Παπαγιαννοπούλου Α., ό.π., σελ. 159.
[11] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 387.
[12] Ίδιο, σελ. 387.
[13] Βουτυράς Μ. & Γουλάκη-Βουτυρά Α., ό.π., από http://www.greek-language.gr.
[14] Ίδιο, από http://www.greek-language.gr.
[15] Stewart Andrew, ό.π., σελ. 135.
[16] Ίδιο, σελ. 141.
[17] Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Περιοδική Έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: «Classicità ed Europa. Το κοινό πεπρωμένο Ελλάδας και Ιταλίας», 28 Αυγούστου-31 Οκτωβρίου 2014 http://www.namuseum.gr, προσπ. 22/2/2015.
[18] Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, «Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών», «Σκοτεινοί αιώνες-Κλασικοί χρόνοι», Νίκου Γιάννης, Αρχαιολόγος, Ανανιάδης Κωνσταντίνος Αρχαιολόγος, http://www.eie.gr, προσβ. 22/02/2015.
[19] Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, «Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών», ό.π., http://www.eie.gr, προσβ. 22/2/2015.
[20] Θουκυδίδου Ιστορίαι, Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος Επιμέλεια: Στεφ.Στεφάνου, Κωνστ.Στεργιόπουλου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ιωάννου Κολλάρου & Σιας, Αθήνα 1960, Ιστορία ΣΤ΄, παρ. 54-59.
[21] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός , τ. Γ2΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1972, σελ. 294.
[22] Ίδιο, σελ. 294.
[23] Ίδιο, σελ. 294.
[24] Ίδιο, σελ. 294.
[25] Ίδιο, σελ. 292.
[26] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός , ό.π., σελ. 292.
[27]Λαμπράκη-Πλάκα Μαρίνα, «Το όραμα της γλυπτικής», «Τέχνες», στο «Γνώμες», «Το Βήμα», δημοσίευση:  08/12/1996, στο http://www.tovima.gr , προσβ. 22/2/2015.
[28] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 155.
[29] Ίδιο, σελ. 155.
[30] Ίδιο, σελ. 177.
[31] Ίδιο, σελ. 177.
[32] Ίδιο, σελ. 179.
[33] Ίδιο, σελ. 179.
[34] Γιαννόπουλος Ιω., ό.π., σελ. 180-181.
[35] Ίδιο, σελ. 181.
[36] Ίδιο, σελ. 156.
[37] Ίδιο, σελ. 157-158.
[38] Spivey, N., ό.π., σ.401


Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος, 
Απόφοιτος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

(ΕΛΠ10-3)

Contact With Me

Contact Us
DIMITRIS KARELIS
+306947185990
Athens, Greece